23.10.25

Διονύσης Στεργιούλας, «Ακραία Λεκτικά Φαινόμενα», εκδ. Νησίδες 2025

της Ζωής Σαμαρά


Η νέα ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση του Διο­νύ­ση Στερ­γιού­λα, Ακραία Λε­κτι­κά Φαι­νό­με­να, μας κα­θο­δη­γεί, από τον τί­τλο της, να εντο­πί­σου­με και να ερ­μη­νεύ­σου­με τις ση­μα­ντι­κές της ιδιό­τη­τες. Γραμ­μέ­νος με κε­φα­λαία γράμ­μα­τα, με τις τρεις λέ­ξεις να κα­τα­λαμ­βά­νει η κά­θε μία τη δι­κή της αρά­δα, δια­βά­ζου­με το πρώ­το γράμ­μα των λέ­ξε­ων ΑΛΦ και το Α που επα­να­λαμ­βά­νε­ται συ­χνά, κυ­ρί­ως το Α του πλη­θυ­ντι­κού, της πολ­λα­πλό­τη­τας, που κλεί­νει τις λέ­ξεις. Βρί­σκε­ται πα­ντού και πιο πο­λύ στο τέ­λος των «στί­χων». ΑΛ­ΦΑ, λοι­πόν. Το πρώ­το γράμ­μα της αλ­φα­βή­του κυ­ριαρ­χεί στον τί­τλο του βι­βλί­ου, μας προ­σκα­λεί να γί­νου­με θε­α­τές της γέν­νη­σης του Λό­γου και άρα συμ­μέ­το­χοι της Δη­μιουρ­γί­ας. Πρό­κει­ται για την αρ­χή και το τέ­λος ενός κό­σμου όπου ο λό­γος ανά­γε­ται σε συ­νώ­νυ­μο της Αιω­νιό­τη­τας. Αντι­κα­θι­στά το χρό­νο. Ο ποι­η­τής μάς προ­κα­λεί σε ανά­γνω­ση συ­νά­μα του βι­βλί­ου και του σύ­μπα­ντος. Μας θυ­μί­ζει ότι οι λέ­ξεις, πιο δυ­να­τές από την ύλη, τη χτί­ζουν με τον συ­μπα­ντι­κό ήχο της φω­νής τού Δη­μιουρ­γού. Η «λέ­ξη», με την ιδιό­τη­τα του ση­μαί­νο­ντος και του ση­μαι­νο­μέ­νου στην ποί­η­ση του Στερ­γιού­λα, κρύ­βει μέ­σα της μια θε­ο­λο­γία. Από την αρ­χή θα μας προει­δο­ποι­ή­σει για τις συν­θή­κες της γέν­νη­σης και του θα­νά­του των λέ­ξε­ων, που φέρ­νουν στη μνή­μη μας τους πρω­τό­πλα­στους:

Κι όμως το με­γα­λύ­τε­ρο μυ­στή­ριο
δεν εί­ναι ο θά­να­τος των λέ­ξε­ων
αλ­λά η γέν­νη­σή τους
η διαρ­κής τους γέν­νη­ση
κά­θε φο­ρά που τις κα­λεί η σιω­πή.
 (8)

Η ερώ­τη­ση πα­ρα­μέ­νει. Σε ποια ακραία λε­κτι­κά φαι­νό­με­να ανα­φέ­ρε­ται ο ποι­η­τής; Η ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση ξε­χει­λί­ζει από τη «λέ­ξη» στον ενι­κό και στον πλη­θυ­ντι­κό. Με βι­βλι­κές ιδιό­τη­τες, η λέ­ξη ανα­βαθ­μί­ζε­ται, μας επα­να­φέ­ρει στην αρ­χή του Κό­σμου, θυ­μί­ζο­ντάς μας ότι δύο λέ­ξεις, «Γεν­νη­θή­τω φως», ήταν αρ­κε­τές για να ξε­κι­νή­σει η Δη­μιουρ­γία, να ανα­δυ­θεί το σύ­μπαν από το πρω­το­γε­νές Χά­ος, από την ανυ­παρ­ξία. Ο κό­σμος εί­ναι ένα βι­βλίο, άρα λέ­ξεις, γράμ­μα­τα, ποι­ή­μα­τα. Το βι­βλίο χρειά­ζε­ται κά­ποιον να το δια­βά­σει και να το γρά­ψει. Να όμως που ο ποι­η­τής συ­νει­δη­το­ποιεί ότι

Δεν έχω μά­θει να δια­βά­ζω το λευ­κό χαρ­τί∙
μέ­χρι να μά­θω να δια­βά­ζω, γρά­φω.
 (20)

Με τη φρά­ση «λευ­κό χαρ­τί» ο Στερ­γιού­λας μάς πα­ρα­πέ­μπει στον Mallarmé, δί­νο­ντας –σκο­πί­μως;– άλ­λο νό­η­μα στη λευ­κή σε­λί­δα του σπου­δαί­ου Γάλ­λου ποι­η­τή. Το «λευ­κό χαρ­τί» εί­ναι πρό­σκλη­ση σε φα­ντα­σια­κή ανά­γνω­ση και συ­νά­μα πρό­σκλη­ση σε πρω­τό­τυ­πη γρα­φή. Εί­ναι οι «σκέ­ψεις λέ­ξεις» του πρώ­του στί­χου του βι­βλί­ου.
Τη «λέ­ξη» στη­ρί­ζουν τα «γράμ­μα­τα», που εί­ναι ο μυ­στι­κός τρό­πος να επι­κοι­νω­νή­σει το σύ­μπαν με τον άν­θρω­πο, κά­τι που επι­τυγ­χά­νει με τις δύο όψεις του λε­ξή­μα­τος. Πρό­κει­ται για μια κα­τα­γρα­φή-με­τα­γρα­φή του σύ­μπα­ντος. Ο Saussure θα προ­σθέ­σει: και του λό­γου. Επα­να­λαμ­βά­νο­νται οι λέ­ξεις «σκο­τά­δι» και «σιω­πή». Και ενώ μα­ζί ανα­κα­λύ­πτουν στο Χά­ος τη στιγ­μή πριν από τη Δη­μιουρ­γία, η σιω­πή οδη­γεί επί­σης σε εν­δο­σκό­πη­ση και στην απο­κά­λυ­ψη της αλή­θειας. Δεν εί­ναι το αντώ­νυ­μο του λό­γου αλ­λά η πη­γή του, η πρώ­τη του μορ­φή.
Οι λέ­ξεις χά­νουν την πα­ντο­δυ­να­μία τους, όταν πέ­σουν σε αν­θρώ­πι­να χέ­ρια. Στον Shakespeare, το ρό­δο δια­τη­ρεί το άρω­μά του, όποιο όνο­μα και αν του δώ­σου­με:

What’s in a name? that which we call a rose,
By any other name would smell as sweet.
(Ρω­μαί­ος και Ιου­λιέ­τα, Πρά­ξη 2, Σκη­νή 2)

Το όνο­μα εί­ναι μια σύμ­βα­ση; Και ο Στερ­γιού­λας, με έμπνευ­ση και οδύ­νη, μας οδη­γεί σε μια λάμ­ψη φω­τός:

Ονό­μα­σες τη θά­λασ­σα στε­ριά
και τί­πο­τα δεν άλ­λα­ξε
στον σκο­τει­νό βυ­θό της.
Ονό­μα­σες την άνοι­ξη φθι­νό­πω­ρο
μα πά­λι αν­θί­σαν τα λου­λού­δια.
 (11)

Ο ποι­η­τής συ­νει­δη­το­ποιεί την αδυ­να­μία του και απο­φα­σί­ζει να ανα­λά­βει δρά­ση. Με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε μια μι­κρή έστω αντα­νά­κλα­ση του δη­μιουρ­γού του, με οδη­γό τη δια­τε­χνι­κό­τη­τα:

Δεν θέ­λω πια να γρά­φω γράμ­μα­τα
θέ­λω να γρά­φω σχή­μα­τα, ει­κό­νες
κι ού­τε θα γρά­φω πλέ­ον στο χαρ­τί
αλ­λά στο χώ­μα, στον κό­σμο των δέ­ντρων
στους βρά­χους και στο δέρ­μα μου.
 (14)

Και τό­τε μί­λη­σες με λέ­ξεις
μιας δια­λέ­κτου άγνω­στης
που εί­χε χρώ­μα­τα αντί για φθόγ­γους.
 (11)

Στην αρ­χή του βι­βλί­ου εκ­φρά­ζει τη δυ­σπι­στία του:

κά­πο­τε πί­στευα πως ένα λε­ξι­κό
μπο­ρεί να ερ­μη­νεύ­σει τη ζωή.
 (9)

Ενώ στο τέ­λος δεν δι­στά­ζει. Κοι­τά­ει κα­τά­μα­τα το φως:

Ο πα­ρα­κεί­με­νός μου δρό­μος
που ήταν πά­ντα σκο­τει­νός
έγι­νε φω­τει­νό λι­μά­νι
και πε­ρι­μέ­νει πλοία του μέλ­λο­ντος.
 (34)

Το νέο ποι­η­τι­κό βι­βλίο του Διο­νύ­ση Στερ­γιού­λα υμνεί τις αρε­τές της δύ­να­μης και της αδυ­να­μί­ας των λέ­ξε­ων, τις πα­ρα­κο­λου­θεί πά­νω σε σκη­νή θε­ά­τρου, όπου παί­ζουν και συγ­χρό­νως σιω­πούν, με θνη­τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, κα­τ’ ει­κό­να του Αν­θρώ­που που τις δη­μιούρ­γη­σε.

Η ερώ­τη­ση για την πα­ντο­δυ­να­μία των λέ­ξε­ων πα­ρα­μέ­νει ανα­πά­ντη­τη:

Πώς γί­νε­ται το σύ­μπαν
να χω­ρά στη λέ­ξη «σύ­μπαν»;
 (27)

Μή­πως τε­λι­κά μό­νο οι λέ­ξεις, αν­θρώ­πι­νη επι­νό­η­ση, πα­ρα­μέ­νουν αναλ­λοί­ω­τες;

Κά­ποιος αλ­λά­ζει κά­θε τό­σο
τον τί­τλο στο εξώ­φυλ­λο
το όνο­μα του συγ­γρα­φέα
και τη σει­ρά των λέ­ξε­ων.
 (31)

Μια εξαι­ρε­τι­κή ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση που μας κρα­τά σε εγρή­γορ­ση για τη βα­θιά ση­μα­σία του χα­ρα­κτη­ρι­στι­κού που κά­νει τον άν­θρω­πο να τολ­μά να κοι­τά τον ου­ρα­νό. Αιώ­νιες λέ­ξεις με κε­φα­λαία γράμ­μα­τα.

 https://www.hartismag.gr/hartis-81/biblia/akhronos-kosmos-aiwnies-lekseis?fbclid=IwY2xjawNYGiRleHRuA2FlbQIxMQBicmlkETBOc0pEdWRqY05RQzg0OFhWAR6mUMYITcjcGLDXOkC2LS1oEwO8xUgDzUgYx-UrodqutrAinFoHjHbfNWVqLA_aem_Lw2FYMcx6706V2lwac6CNA

Δεν υπάρχουν σχόλια: