Τάκης Σπετσιώτης
Αγόρασα την ''Ανοιχτή ημερομηνία'' ( Πόλις 2025) του Θωμά Ιωάννου την καλύτερη εποχή για ένα ποιητικό βιβλίο. Μια αγουροξυπνημένη Δευτέρα πρωί, με συννεφιά και ψιχάλες στην οδό Αιόλου, τα ρολά των καταστημάτων είχαν μόλις ανεβεί, ένας υπαίθριος κιθαρωδός γρατζουνώντας τις χορδές μιας κιθάρας ''πάει το ξανθό καλοκαιράκι'' τραγουδούσε. ΄Ενα πρώτο φυλλομέτρημα έκανα, πίνοντας ένα καφέ, μένοντας εδώ κι εκεί, σε κάποια ποιήματα- όπως με την αρχική προσέγγιση ενός βιβλίου πάντα συμβαίνει. Δεν πρόκειται για μιαν ακόμη συλλογή όπου ο ποιητής αρμενίζει στον ελεύθερο ποιητικόν ορίζοντα δίνοντάς μας μερικά συμπαθητικά ή μη ποιήματα επιπλέον. Εδώ, μέσα από μιαν αξιοπρόσεκτη ενότητα ύφους, ο ποιητής, πέρα απ' το φιλοτεχνημένο σε αδρές γραμμές δικό του πορτρέτο ( Εκείνος αιμομίκτης και ακόλαστος / Εγώ καλό παιδί ακόμα), εμφανίζεται από ποίημα σε ποίημα με διαφορετική μάσκα. Με έναυσμα διάφορα προσωπεία ποιητών από την ντόπια και την παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας, δεσμεύεται να εξιστορήσει σε μιαν επί τροχάδην εξόφληση των καιρίων ή να σχολιάσει, μες απ' τον ποιητικό ρυθμό αλλά και την ευρυμάθειά του, μορφές από την Ιστορία της λογοτεχνίας, σ' ένα συμφωνικό εγχείρημα που είναι μεν ποίηση, αλλά δεν παραμένει σκέτη ''ποίηση- ποίηση'' αλλά και κριτική, μέσα από τις πολλές διακειμενικές αναφορές, καθώς και πολεμική, και επιστήμη, και φιλοσοφία, μια δουλειά εν όλω, δοσμένη με ποιητικό τρόπο. Πρωταγωνιστικός και γοητευτικά δοσμένος ο ελληνικός μεσοπόλεμος με τις τραγικές μορφές του Καρυωτάκη ( Πάω συχνά για μπάνιο Μονολίθι/ Εκεί που πήγες να φουντάρεις), της Πολυδούρη( Ας ήτανε να κυλιστούμε στ' αφροδίσια/ Γυναίκα σου με σθένος να με πάρεις), τον ερωτικό Λαπαθιώτη ( Μιας και δεν αξιοποίησα το τάλαντο/ στο έπακρο/ με το μυαλό μου διαρκώς στη βάλανο), τον ΄Αγρα ( Παιδί με πρόωρη ανάπτυξη/ Χρονίως πάσχων),τον παγκόσμιο Καβάφη (΄Οταν εσείς μηδίσατε/ Δίνοντας γη και ύδωρ/ Μολών λαβέ στις Θερμοπύλες είπαμε), τον Σολωμό και τον Κάλβο (Είκοσι χρόνια φάγαμε μαζί στην Κέρκυρα/ Κι ένα κρασί δεν μοιραστήκαμε), αλλά και τον Ρεμπώ ( Το 'ριξα στο εμπόριο λευκής σαρκός και όπλων/ Απ' το να γίνω αγαπητικός/ της Γηραιάς Ηπείρου της τσατσόγριας), τον εθνικό μειοδότη Σελίν (Δεν έχουν μία για γιατρό και φάρμακα/ Κι όλο σε μένα έρχονται/ Τον πόνο να τους πάρω/ ''Δόκτωρ Ντετούς μόνο εσύ μας καταδέχεσαι''), τον Ηλία Λάγιο ( '' Αν σου βαστά/ Πήδα κι εσύ από ψηλά/ Να δεις τη γλύκα''), και άλλους πολλούς και πολλές, πόσους να συγκρατήσεις σ΄ ένα πρώτο ξεφύλλισμα σ' ένα καφενείο, πόσο μάλλον που, αιχμηρή και διαβρωτική καθώς είναι η γραφή του κ. Ιωάννου, μ΄ έκανε συχνά να ξαναγυρίζω σε ό,τι διάβαζα σαν για να το ξαναγευτώ, να το οικειοποιηθώ λες με την πρώτη. Ελκυστική και very up to date η προτίμηση του Θωμά Ιωάννου όχι για ρητορικούς και μεγαλόστομους ποιητές, αλλά για μια ποίηση που απευθύνεται στους τρελλούς, στους απελπισμένους, στους αποσυνάγωγους και τους ''καταραμένους'' αυτού του κόσμου, μια ποίηση για τα ''πιο ψιθυριστά και για τα πιο κλειστά'', όπως θα έλεγε η μακαρίτισσα Τζένη Μαστοράκη. Μα που δεν παύει ωστόσο να αποτελεί το πιο καθαρό είδος γλωσσικού δείγματος και των δυνατοτήτων της γλώσσας. Περιχαρής γι' αυτό το μίγμα λογιότητας και λαϊκότητας, αγάπης αλλά και υπόγειας, καλοπροαίρετης ειρωνείας γι' όλο αυτό το δοξασμένο πλήθος της εντυπωσιακά πολυάνθρωπης Πολιτείας του ποιητή, καθώς και γι' αυτή του την ικανότητα να μετατρέπει όλη αυτή την ποιητική παιδεία του σε ...τραγούδι, εύχομαι στον Θωμά Ιωάννου καλό δρόμο για το όμορφο βιβλίο του, και καλή συνέχεια για τον ίδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου