- Ελένη Χωρεάνθη
Η μυθολογία και κάθε λαού είναι η ποιητική
προσέγγιση και ερμηνεία του κόσμου και του φαινομένου της ζωής. Όταν
αποκαλούμε κάποιον άνθρωπο «μύθο», σημαίνει ότι του αποδίδομε μυθικές
διαστάσεις, ότι τον θεωρούμε πρόσωπο το οποίο ξεπέρασε με τα έργα του τα
συνηθισμένα όρια και βρίσκεται πλέον στη σφαίρα της φαντασίας του λαού
και ότι αποτελεί κατά κάποιον τρόπο αντικείμενο θαυμασμού και λατρείας.
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο κατά κόσμον Μιχάλης
Καλογράνης, το φτωχόπαιδο «που γεννήθηκε σ’ ένα ταπεινό σπίτι στο
Μενίδι», το παιδί με το πάντα πονεμένο από τις κακουχίες στομάχι και την
ξεχωριστή όμως φωνή, την τιμιότητα, την αξιοπρέπεια και την
ταπεινότητα· αυτό το παιδί κατάφερε να γίνει «μύθος» και να περάσει στη
σφαίρα της φαντασίας του λαού, να γίνει αντικείμενο λατρείας των
θαυμαστών του και όχι μόνο. Αλλά να είναι «ο πλέον εμβληματικός
καλλιτέχνης από το Μενίδι, μια δυναμική προσωπικότητα που καθιερώθηκε ως
ένας από τους σημαντικότερους λαϊκούς ερμηνευτές τη δεκαετία του ’60
και ’70, σε μια εποχή ορόσημο για το λαϊκό τραγούδι».
Παρακολουθείς, σαν σε κινηματογραφική ταινία, εξελισσόμενη την πονεμένη ιστορία της νεότερης Ελλάδας παράλληλα με την πορεία και την εξέλιξη των μουσικών πραγμάτων, κυρίως όσον αφορά το λαϊκό τραγούδι και τους λαϊκούς ερμηνευτές, το ρεμπέτικο και τις ανατροπές που έφεραν οι μεγάλοι κλασικοί δημιουργοί.
Μέσα από τη βιογραφία του, όπως την
παρουσιάζει αυτούσια με πολύ σεβασμό ο βιογράφος του Κώστας Μπαλαχούτης,
παρακολουθείς όχι μόνο τις ατομικές και τις οικογενειακές περιπέτειες
και τα βάσανα των Καλογράνηδων, αλλά ολόκληρου του ελληνικού λαού από τη
μεταξική δικτατορία, τον Αλβανικό πόλεμο, τον εμφύλιο σπαραγμό που
γέμισε τα ξερονήσια Ελλάδα, όταν οι μισοί Έλληνες, οι δεξιοί, ήταν οι
καλοί πατριώτες και οι άλλοι μισοί, οι αριστεροί, θεωρούνταν προδότες,
γιατί έτσι βόλευε κι έτσι συνέφερε ντόπια και ξένα συμφέροντα. Ο Μιχάλης
Μενιδιάτης στο «Ένα μεγάλο ευχαριστώ» του, και σε όσα ακολουθούν,
αποκαλύπτει απλά και πειστικά πτυχές από την προσωπική του ζωή και την
οικογενειακή του περιπέτεια σε συνδυασμό με τις περιπέτειες του
ελληνικού λαού:
«Στις σελίδες αυτού του βιβλίου δεν
γράφονται μόνο οι αλήθειες του τραγουδιού, αλλά τα παθήματα και μαθήματα
ενός ολόκληρου λαού, μέσα από τις τραγικές στιγμές που περάσαμε
(κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία και όχι μόνο). Η σκληρή καθημερινότητα, ο
αγώνας για να αλλάξουμε τη μοίρα μας και να πάει η ζωή μπροστά (…).
Πετραδάκι πετραδάκι έφτασα ως εδώ, ικανοποιημένος για όσα μου χάρισε
απλόχερα η ζωή σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο…»
Ήρθε στον κόσμο σε μια πολύ δύσκολη, ταραγμένη
εποχή, όταν είχε αρχίσει αργά, αλλά σταθερά και ύπουλα, να
διαμορφώνεται επικίνδυνα μια άλλη νοοτροπία, να παγιώνεται ένα κλίμα
απαξίωσης της δημοκρατίας και να δημιουργούνται συνθήκες κατάλληλες για
την εγκαθίδρυση και αποδοχή της δικτατορίας του Μεταξά. Ο άνθρωπος
αυτός, είτε με την ανοχή είτε με την άγνοια ή την ολιγωρία του έσυρε και
έμπλεξε την Ελλάδα παντελώς απαράσκευη στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και τον
ελληνικό λαό, που αν και αντιστάθηκε σθεναρά ενωμένος απέναντι στον
εχθρό, βούλιαξε μετά στον εμφύλιο σπαραγμό που ολοκλήρωσε κι αποτέλειωσε
την καταστροφή. Ο Μιχάλης Μενιδιάτης, ο καλλιτέχνης, που τα έζησε όλα
από μικρό παιδί, μιλάει απλά για την εποχή εκείνη για την αρβανίτικης
καταγωγής γενιά του και με περηφάνια, ωστόσο:
«Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια φτάνει η
οικογένειά μας, η φλέβα μας (…) ο πατέρας μου ασχολιόταν με τη γη … Δεν
ήταν τα καλύτερα χρόνια… Πάντα αυτός ο τόπος ήταν μαυροφορεμένος...
παιδεμένη εποχή». Δύσκολα χρόνια, οργίαζε η μαύρη αγορά: «Για μισό
τσουβάλι καλαμπόκι, έπαιρναν ένα κτήμα…».
«Ξέρω πως μας “χαζεύεις” από ψηλά ευχαριστημένος από όσα η ζωή και οι άνθρωποι σου πρόσφεραν. Βλέπετε… καμιά φορά η μοίρα στέκεται στο πλευρό των ωραίων και γενναιόδωρων. Μας λείπεις πολύ, κύριε Μιχάλη, η σκέψη σου όμως, και όσα πολύτιμα μας χάρισες, μας πλημμυρίζουν με φως και συγκίνηση».
Είναι αυθεντικός, ειλικρινής και πολύ
ανεκτικός, για όλους του σιναφιού του έχει έναν καλό λόγο, ακόμα κι όταν
αναφέρεται σε αρνητικά γεγονότα και σε πρόσωπα που δημιουργούσαν
προβλήματα, δεν παίζει τον ρόλο του δημόσιου κατήγορου. Σαν όλα να
έγιναν, γιατί έτσι έπρεπε να γίνουν. Οι περιστάσεις διαμορφώνουν,
συνήθως, και οι συνθήκες τούς χαρακτήρες των ανθρώπων και διαστρεβλώνουν
συνειδήσεις. Λίγο φως βλέπει μετά το τέλος του Εμφυλίου:
«Από τις αρχές του ’50 άρχισε να βγάζει λίγο η
γη χορτάρι. Όχι πως δεν υπήρχε πόνος. Και ποιος δεν υπέφερε… Η
φυματίωση θέριζε… 15 χρόνων, 17, 18, 19, 20 ετών παιδιά που τα σκότωνε η
φυματίωση κάθε μέρα. Α, να… κάπως ο χρόνος γιάτρευε τις παλιές πληγές.
Άνοιξαν οι φυλακές και βγήκαν ορισμένοι… Στο Μενίδι σκέπασαν μια μάντρα
και την έκαμαν σινεμά. Πολλά ινδικά έργα με τη Ναργκίς, Την έβλεπε ο
κόσμος κι έριχνε κλάμα δίχως τέλος. Αυτά που περνούσε η Ναργκίς στο
πανί… τα ζούσε ο κόσμος εδώ…» Αλλά μετά ξαναήρθαν τα χειρότερα. «Τα πάθη
και οι αντιδικίες, φυλακές, εξορίες», οι διεκδικήσεις του ξένου
παράγοντα που οργιάζει διεκδικώντας την υποθήκευση της χώρας «φορώντας
χειροπέδες στο μέλλον. Η μοιρασιά του κόσμου και οι ρόλοι των πατρίδων
ήταν ήδη καθορισμένοι».
Κάτω από αυτές τις κοινωνικές συνθήκες, ο
κόσμος από το λαϊκό τραγούδι και τη Ναργκίς πέρασε στο
σμυρναίικο/ρεμπέτικο, ενσωμάτωσε στοιχεία βυζαντινής και δημώδους
ποίησης και μουσικής, αλλά και ελαφρού τραγουδιού, καντάδας όπως και
δυτικού ιδιώματος με μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών στιχουργών, συνθετών και
εκτελεστών στο προσκήνιο: Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Καλδάρας, Κλουβάτος,
Σωτηρία Μπέλλου, Βίρβος, Καζαντζίδης.
Κόσμιος και καλλιεργημένος ήταν ο απλός τρόπος
έκφρασης των συναισθημάτων του, όπως ήταν και ο τρόπος που
συμπεριφερόταν προς τους μεγαλύτερούς του και του δασκάλους του. Και
μεγάλος ο καημός και το παράπονό του που δεν του επέτρεψε η υγεία του να
πάει στον στρατό και να υπηρετήσει την πατρίδα του.
Χάρη στο στέρεο οικογενειακό περιβάλλον, στην
αγάπη που συνέδεε τον Μιχάλη Μενιδιάτη με τα αδέρφια του, τους
Καλογράνηδες, δημιούργησαν τη «Φαντασία», το σπουδαιότερο κέντρο
διασκέδασης, που το κράτησαν μακριά από «μπράβους της νύχτας» και
επεισόδια. Πέρασαν από τη «Φαντασία» εκτός από μεγάλα ονόματα
καλλιτεχνών, τρανταχτά ονόματα θαμώνων: πολιτικών, ξένων καλλιτεχνών,
Ελλήνων ηθοποιών και ξένων, ανθρώπων της μεγάλης Τέχνης και μεγιστάνες
του χρήματος, προσωπικότητες με διεθνή ακτινοβολία.
Σημαντικό ρόλο στη ζωή του Μιχάλη Μενιδιάτη
έπαιξε η εξαίρετη σύντροφός του, η Σοφία, το όμορφο κορίτσι από το
Μενίδι που έμεινε διακριτική παρουσία στο πλάι του, φύλακας άγγελός του
και άριστη μητέρα των τριών παιδιών του.
Μελετώντας τη βιογραφία του Μιχάλη Μενιδιάτη,
όπως την παρουσιάζει χωρίς επεμβάσεις, χωρίς ωραιοποιήσεις, με απόλυτο
σεβασμό και διακριτικότητα ο Κώστας Μπαλαχούτης, αλλά και τις ξεχωριστές
προσωπικές κρίσεις και αντικειμενικές εκτιμήσεις του βιογράφου για
πρόσωπα, γεγονότα και πράγματα του χώρου της διασκέδασης την εποχή που
τον απασχολεί, νομίζεις πως διαβάζεις απομνημονεύματα κάποιου αγωνιστή.
Παρακολουθείς, σαν σε κινηματογραφική ταινία, εξελισσόμενη την πονεμένη
ιστορία της νεότερης Ελλάδας παράλληλα με την πορεία και την εξέλιξη των
μουσικών πραγμάτων, κυρίως όσον αφορά το λαϊκό τραγούδι και τους
λαϊκούς ερμηνευτές, το ρεμπέτικο και τις ανατροπές που έφεραν οι μεγάλοι
κλασικοί δημιουργοί: στιχουργοί, συνθέτες με τους περισσότερους από
τους οποίους ο Μιχάλης Μενιδιάτης είχε φιλικές σχέσεις και συνεργασίες,
από τον Καλδάρα, τον Παπαϊωάννου, τον Τσιτσάνη, τον Καζαντζίδη, τον
Βαμβακάρη, τον Βίρβο, τον Άκη Πάνου, τον Μπιθικώτση, τον Ζαμπέτα, τη
Μοσχολιού, τον Διονυσίου, ίσαμε τον Σαββόπουλο, τον Χατζιδάκι, τον
Ξαρχάκο, τον Θεοδωράκη, για να σταθούμε σε ελάχιστα από τα μεγάλα
ονόματα καλλιτεχνών που μνημονεύονται στο βιβλίο του Κώστα Μπαλαχούτη.
Επίσης, χαρακτηριστικές είναι οι φωτογραφίες
από διάφορες φάσεις της ζωής, της καριέρας, κυρίως, του τραγουδιστή που
παραθέτει ο συγγραφέας, οι οποίες δίνουν τη δική τους διάσταση στα
δρώμενα, φωτίζουν την προσωπικότητα και βοηθούν στην καλύτερη οικείωση
του αναγνώστη με τον καλλιτέχνη, την «αδρή, λαϊκή φωνή».
Εκτός από το φωτογραφικό υλικό, το πολύ
ενδιαφέρον βιβλίο συμπληρώνει ο επίλογος του συγγραφέα, μια σημαντική
συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου στον Κώστα Μπαλαχούτη και η τεράστια,
20 σελίδες, δισκογραφία.
Τελειώνω την οδυνηρή όσο και ευχάριστη, την
άκρως ενδιαφέρουσα διαδρομή μου σε γνώριμα κατοχικά και μετακατοχικά
τοπία, «συνομιλώντας» με τον καλλιτέχνη Μιχάλη Μενιδιάτη, αναθυμούμενη
τη δική μου οικογενειακή περιπέτεια σε δρόμους παράλληλους.
Και, νιώθοντας πως βγήκα δικαιωμένη μέσα από
την προσωπική περιπέτεια του καλλιτέχνη και του συγγραφέα/βιογράφου του,
κλείνω με λίγες φράσεις από τον «δοξαστικό» επίλογο: «Δάκρυ», του Κώστα
Μπαλαχούτη:
«Ξέρω πως μας “χαζεύεις” από ψηλά
ευχαριστημένος από όσα η ζωή και οι άνθρωποι σου πρόσφεραν. Βλέπετε…
καμιά φορά η μοίρα στέκεται στο πλευρό των ωραίων και γενναιόδωρων. Μας
λείπεις πολύ, κύριε Μιχάλη, η σκέψη σου όμως, και όσα πολύτιμα μας
χάρισες, μας πλημμυρίζουν με φως και συγκίνηση».
Συνυπογράφω.
Πετραδάκι... πετραδάκι έως την κορυφή
Κώστας Μπαλαχούτης
Μένανδρος
288 σελ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου