Μια αφήγησή του από το 1985, που επιμελήθηκα.
...................................................................................................................................
ΝΥΣΗΣ (Διονύσιος Μπουλγούρης)- ( 21/03/1928 – 11/03/2003)
(Μαγνητοφωνημένη αφήγηση)
Γέννημα θρέμμα Εδεσσαίος είμαι… Από πάππου προς πάππου Εδεσσαίοι είμαστε. Εγώ γεννήθηκα το ’28, 20 Μαρτίου. Ο πατέρας μου έπαιζε τρομπόνι, του πατέρα μου ο θείος, ο μπάη-Τάσης ο Μπουλγούρης, είχε τρομπέτα. Πρωτοάρχισα να παίζω όταν ο πατέρας μου ήταν φυλακή. Είχε ένα τρομπόνι, το έπαιρνα, φυσούσα…έτσι ξεκίνησα, αυτοδίδακτος. Το πρώτο όργανο μου ήταν το τρομπόνι. Το ’48-’49 λίγο-λίγο έπαιζα. Το ’50, μετά τον ανταρτοπόλεμο, πήγα και έπαιξα πρώτη φορά σε γάμο στην Καρυδιά, με τον Μυλωνά το Γιώργο, κλαρίνο, που έγινε ασβεστάς μετά.
Από ‘κει ξεκίνησα. Κουράστηκα πολύ…
Μετά με τα δύο αδέλφια, τους Ροπκαίους, δύο τρομπόνια αυτοί κι εγώ ένα τρία. Μου λένε, Διονύση, δεν γίνεται έτσι, πάρε εσύ κορνέτα. Και πήρα, όπως με παρακίνησαν, του Νίκου μια παλιά. Ήταν και ο Τάκης ο Αλιμπάκης άλλη μια κορνέτα στην Έδεσσα. Και έτσι φύσα από ‘δω, φύσα από ‘κει, που λες, μ’ εκείνη την κορνέτα άρχισα να παίζω. Είχα βάλει ένα επιστόμιο από τρομπόνι, που ήταν μεγάλο, μετά πιο μικρό, φυσούσα στο πλάι. Ήταν παλιά, τότε, τα όργανα μας, δεν είχαμε δυνάμεις ν’ αγοράσουμε. Τώρα, δόξα τω θεώ, έχω εκατό χιλιάδων δραχμών τρομπέτα, την SPECIAL CORN. Αλλά φύγαν τα χρόνια μας!...
Από το ’52 ξεκίνησα στο θέατρο, δεκάξη χρόνια δούλεψα στο θέατρο, στα μπουλούκια δηλαδή. Σήμερα, πολλοί από αυτούς είναι φίρμες ο Ζανίνο, ο Αντώνης ο Παπαδόπουλος, που πέθανε…, ο Σαντοριναίος ο Κώστας και άλλοι.
Γυρίζαμε σ’ όλη την Ελλάδα, από Θράκη ως Πελοπόννησο. Η κόρη του Ζανίνο, η Σόφη Ζανίνο, μαζί μας μεγάλωσε. Πολλοί από αυτούς, τους μπουλουκτσήδες, είναι τακτοποιημένοι στα κρατικά θέατρα. Τότε υποφέραμε, μεσ’ τα χώματα, στα πανηγύρια, δεξιά-αριστερά, αλλά δόξα τω θεώ, ας είναι καλά όσοι ζούνε κι όσοι πεθάνανε θεός ‘σχωρέστους, με βοηθήσανε, μου ‘βγάλαν τη σύνταξη μου. Είχα 4000 ένσημα απ’ το θέατρο και 1000 εδώ έκανα, 12 χρόνια στο ΦΟΕ δούλεψα.
Το ’56 ανεβάσαμε μια επιθεώρηση, για το Κυπριακό «Αλτ, εδώ η Κύπρος» ο τίτλος, με ζωντανή ορχήστρα δεκαεπτά όργανα, μόνο εγώ ήμουν πρακτικός. Μπουλουκτσήδες, αλλά όλοι ήταν ένας κι ένας. Τότε, μέχρι το ’50 ήταν εκατό γενικές άδειες όλοι οι ηθοποιοί. Να βλέπεις στα πανηγύρια ηθοποιούς σαν τον Κωσταντίνου, τον Μπούμπη, τον Θηβαίο, τον Σαντοριναίο, τον Πασχαλίδη τον Νίκο, το Γιάννη Φλερύ τον χορογράφο, τον Σταύρο τον Κλέωπα, τον Κώστα και τον Στράτο Κωσταντινίδη, στο κρατικό θέατρο είναι τώρα, τον Βελέντζα, τον Χατζηχρήστο…όλοι μπουλουκτσήδες. Τότε έτσι ήταν τα χρόνια δύσκολα. Να φανταστείς για να μη ντουμπλάρει κάποιος ηθοποιός, μια φορά, μας βάλαν, εμένα και τον Χρήστο τον Ρόπκα, να κάνουμε τους κομπάρσους στο έργο ΄΄Οι Άθλιοι΄΄ του Βί-
κτωρος Ουγκό. Είμασταν σκλάβοι που έσπαζαν πέτρα. Το τι γέλιο έπεσε όταν είπαμε άλλα αντ’ άλλων, δεν λέγεται. Έτσι ήταν το θέατρο είχε και τις πλάκες του.
Κάθε χειμώνα ερχόμουν στην Έδεσσα. Το καλοκαίρι βγαίναμε τουρνέ με τα μπουλούκια, σε τσαντήρια μεγάλα, χωρούσαν μέχρι πεντακόσια άτομα, με περιστροφική σκηνή. Μαζί μας ο Άλκης Προβελέγγιος, η Αγλαΐα Προβελεγγίου, ο Άγγελος Προβελέγγιος: όλοι από άλφα.
Ο Θωμάς ο Παπαντωνίου, ο κουμπάρος μου, που έκανε ένα θέατρο λυόμενο σωστό. Μπορεί να ήμασταν μπουλούκι, αλλά ήταν σωστό, με φωτισμό μέσα, με προβολείς, με περιστροφική σκηνή, με καθίσματα- πολυθρόνες, άνοιγε η τέντα, έκλεινε το βράδυ.
Τώρα όλοι τους είναι συνταξιούχοι. Κι εγώ τώρα συνταξιούχος είμαι. Έγινε συγχώνευση των ταμείων στο ΙΚΑ. Εμείς είχαμε το Ταμείο Συντάξεως Ηθοποιών- Μουσικών- Συγγραφέων.
Τότε τα μπουλούκια μοίραζαν τα κέρδη συνεταιρικά, αφού έδιναν ένα ποσοστό στον θεατρώνη, τα άλλα τα μοίραζαν μεταξύ τους οι ηθοποιοί και μουσικοί. Μεροκάματο εφτά δραχμές, πρόλαβα εισιτήριο στα χωριά τέσσερεις δραχμές.
Κράτησα την παράδοση μας εδώ και υπόφερα γι’ αυτά. Με φώναζαν: τι τραγούδια είναι αυτά; Βρε δικά μας, δεν θέλετε εσείς; Αυτά είναι δικά μας. Όποια κυβέρνηση ερχόταν ζητούσε να μάθει, τι τραγούδια είναι αυτά. Μου ζητούσαν παραδοσιακά κι έπαιζα τα δικά μας. Ποια να πούμε; Ε, παρακάτω είναι η ΄΄Ιτιά΄΄ εδώ είναι η ΄΄Στάνκενα΄΄, η ΄΄Πουσιτνίτσα΄΄, η ΄΄Πατρούνενα΄΄, όλα αυτά. Έχουμε πολλά τραγούδια και τα κράτησα. Δηλαδή κράτησα όλες τις φυλές: και πρόσφυγες και πόντιους και ντόπιους και βλάχους, τους ένωνα όλους μ’ αυτή τη μουσική. Δεν μάλωσε κανείς. Κι αυτό ήταν καλό. Είμαι περήφανος γι’ αυτό. Όλη η νεολαία ξέρει να χορεύει σήμερα όλα τα δικά μας, τα τοπικά.
Είχαμε πολλούς μουσικούς εδώ στην Έδεσσα, ήταν οι αδελφοί Ρόπκα (τρομπόνια) ο Τάσης ο Ακρέπης (κλαρίνο) , ο Μπαρμπόνης (τρομπόνι), ο γιός του Μπαρμπόνη, ο μπάη-Τραïανός (κλαρίνο), ο μπάη-Τάσης ο Μπουλγούρης (τρομπέτα), ο μπάρμπα-Θανάσης, ο Μποζίνης, ο πατέρας μου ο Μιχάλης (τρομπόνι), ο Κουτσάκης (τρομπόνι), ο μπάρμπα-Γιάννης ο Ρόπκας, ο Μαλιάκης (τύμπανα), ο μπάη-Κύρος, ο Μπεκιάρης, πολλοί…
Παλιά, θυμάμαι ήμουν πιτσιρίκος, αυτοί οι μουσικοί έβγαζαν τη Μ. Βδομάδα επιτάφιο από τους Αγίους Ανάργυρους, σαν μπάντα, και ήταν καλοί, όχι παραμύθια. Με τον Άγιο Δημήτρη έβγαινε η μπάντα του ορφανοτροφείου, με την Μητρόπολη έβγαινε του Δήμου. Γινόταν η συνάντηση στην πλατεία. Οι δικοί μας ήταν πρακτικοί βέβαια, αλλά ο μπάη-Τράïος ήξερε μουσική, διότι ήταν στην Στρατιωτική μουσική και αυτός τους κρατούσε.
Υπάρχει μια φωτογραφία στον Μ. Αλέξανδρο, από το ’12, επί Τουρκίας με φέσια, που δείχνει μια μπάντα μεγάλη. Ήταν πολλοί Εδεσσαίοι μουσικοί. Καλή τρομπέτα ήταν ο Γαζέπης ο συγχωρεμένος.
Παλαιότερα εδώ είχαν τις γκάïντες με τα τουμπελέκια. Καλή γκάïντα ήταν ο μπάρμπα Βασίλης, ο Μπάτζης, ο Μπαλίκης. Την τρομπέτα την έφερε ο παππούς μου ο μπάρμπα Τάσης, ο Μπουλγούρης. Είχε πάει στην Σμύρνη στον πόλεμο της Μικρασίας. Τότε την έφερε και συγχρονίστηκαν.
Μετά τον πόλεμο δεν έβαζε όργανα ο κόσμος στους γάμους. Έτσι μετά το ’50, εγώ πήγαινα στο θέατρο, από Πρωτομαγιά άρχιζα μέχρι τέλη Οκτωβρίου. Μετά έπιανα κα’να γάμο εδώ.
Ο Βαγγελάκος ο Φράγκος, ο Άγγελος ο Γάτσος τότε που παντρεύτηκαν είπαν : άιντε να κάνουμε ένα γάμο, όπως παλιά, με όργανα. Και είναι αλήθεια ότι αυτά τα παιδιά και ο Λάμπης ο Γερεμτζές με κράτησαν. Παίζαμε σ’ αυτούς και τους άρεζε αυτό. Έτσι συνεχίστηκε και σήμερα υπάρχει αυτή η συνήθεια με τα όργανα. Στους γάμους τα όργανα πήγαιναν ως την εκκλησία, στο σπίτι χόρευαν τη νύφη, γυρνούσαν στον γαμπρό, έπαιρναν τον κουμπάρο, την προίκα, τη Δευτέρα μάζευαν κότες.
Από Παρασκευή άρχιζε το γλέντι τη Δευτέρα βράδυ τελείωνε. Σ’ όλα τα γύρω χωριά πηγαίναμε σε γάμους. Δεν είχε τότε πολύ μπαχτσίτσι, αλλά έβγαινε καλό μεροκάματο. Με τα πόδια πηγαίναμε ως και τα Λιβάδια στο Πάïκο, στην Καρατζόβα και πού δεν φτάναμε. Άντε τώρα να πας να δουλέψεις σκοτωμένος απ’ την κούραση και μετά πάλι να γυρίσεις πίσω. Δύσκολα χρόνια! Τώρα μέχρι το μπαχτσέ, εδώ δίπλα είναι, με το αυτοκίνητο πάμε. Δεν μπορούμε…είπαμε εξέλιξη είναι αυτή!
Παλιά οι γέροι παίζανε μόνο τα τοπικά. Εμείς τώρα, το δικό μου το συγκρότημα, παίζουμε απ’ όλα τα είδη. Τότε τα συγκροτήματα είχαν δύο τρομπόνια, μια τρομπέτα, ένα κλαρίνο, ένα τύμπανο. Τώρα βάλαμε κι ακορντεόν. Τα τοπικά τραγούδια είναι πάρα πολλά, δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα. Πιο γνωστά είναι: Στάνκενα, Πατρούνενα, Ποτσέπτσκα, Οτφόρι Λένκω, Πουσιτνίτσα, Γκάïντα, Τικφέσκινο, Ζαβλιτσένα κι άλλα.
Τα περισσότερα είναι ερωτικά στα λόγια τους. Τώρα δεν μπορώ να βρω από πότε είναι αυτά τα τραγούδια, χάνονται …εμείς τα βρήκαμε. Εγώ είμαι πενήντα εφτά χρονών, ο πατέρας μου ογδόντα δύο, κι αυτός τα βρήκε έτσι. Αυτά πρώτα τραγουδιόντουσαν, τώρα λίγοι τα ξέρουν και δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να τα μαζέψει.
Τα θρακιώτικα που ακούμε από τον Αηδονίδη και τον Δοϊτσίδη ήταν με άλλη γλώσσα, Βουλγάρικα. Αυτοί ήταν Βουλγαροπρόσφυγες. Τα πήραν τα έκαναν ελληνικά στα λόγια, τα ενορχήστρωσαν. Φρόντισαν για τον τόπο τους.
Εμάς παλαιότερα μας κυνηγούσαν και δεν τα παίζαμε τα δικά μας. Έτσι σιγά- σιγά έμεινε μόνο η μουσική τους και κανείς δεν την έγραψε για να σωθεί.
Εδώ τα συγκροτήματα είναι διαφορετικά από την άλλη Ελλάδα. Από το Κιλκίς μέχρι Καστοριά, Τσοτύλι έχουν αυτή τη μορφή, αυτά τα όργανα που έχουμε κι εμείς. Σ’ άλλα μέρη έχουν ούτι, σαντούρι, βιολί, λύρα.
Τα περισσότερα τραγούδια μας χορεύονται, αλλά έχουμε και επιτραπέζια. Στον γάμο για κάθε περίσταση έχει και ειδικό τραγούδι. Μεγάλη ποικιλία! Εδώ αν είχαμε έναν μουσικό που να ξέρει να γράφει νότες, όπως ο Χρήστος Βέσκας, θα κάναμε καλή δουλειά. Ο Βέσκας έχει γράψει την Στάνκενα για χορωδία. Υπάρχει στον Μ. Αλέξανδρο, μπορείς να την ακούσεις. Και τώρα όποιος θέλει να κάτσει να τα γράψει εγώ θα τον βοηθήσω. Δεν θέλουμε να χαθούνε έτσι, είναι κρίμα. Όλοι έχουν τη μουσική τους κι εμείς θα την χάσουμε.
Όπου πηγαίναμε με το χορευτικό του Μ.Αλεξάνδρου, στρωνόμασταν πεντάδα, κι ο κόσμος μας χειροκροτούσε. Έτσι μια φορά είχαμε πάει στην Φλώρινα σ’ ένα φεστιβάλ με χορευτικά και στην κριτική επιτροπή ήταν και η Δώρα Στράτου. Παλαιότερα είχε έρθει στην Έδεσσα και ζήτησε αυτά τα δικά μας τα τραγούδια και της είπα: Δεν είναι για πούλημα, δεν τα πουλάμε και ούτε είναι και δικά μου, δεν έχω το δικαίωμα να στα πουλήσω.
Μου λέει: Για στάσου, ποιος σού είπε ότι θα τ’ αγοράσω. Εσείς τα εμπορεύεσθε, τις λέω, στου Φιλοπάππου τι κάνετε; Δίνετε από ένα μεροκαματάκι στα όργανα κι εσείς οικονομάτε τα εισιτήρια.
Μόλις την είδα είπα στον Μαγκούτη τον καθηγητή: Μην περιμένεις βραβείο, αφού είναι η κ. Στράτου. Κι ενώ όλοι έλεγαν ότι ήμασταν οι πρώτοι, σαν μουσικοί και σαν χορευτές ήμασταν οι καλύτεροι, δεν πήραμε βραβείο.
Όταν πάρει την σύνταξη του ο Χρήστος Βέσκας και γυρίσει στην Έδεσσα θα κάτσουμε να τα γράψουμε όλα τα τραγούδια τα δικά μας. Να σωθούν! Να υπάρχει και καμιά κασέτα ν΄ ακούτε.
Εγώ δούλεψα με τους παλιούς τους μουσικούς και ξέρω όλα τα κομμάτια. Εγώ τελειώνω. Κλειδαριά! Είμαι, όμως, ευχαριστημένος γιατί ο κόσμος της Έδεσσας μ’ αγάπησε κι εγώ δεν την πούλησα την Έδεσσα, με κράτησε εδώ. Και είχα πολλές προτάσεις να δουλέψω αλλού. Τους ευχαριστώ όλους!
Άνοιξη του 1985.
( Για την αντιγραφή- απομαγνητοφώνηση: Θοδωρής Σαρηγκιόλης)
https://youtu.be/Rs4OTQMb5Yw
...................................................................................................................................
ΝΥΣΗΣ (Διονύσιος Μπουλγούρης)- ( 21/03/1928 – 11/03/2003)
(Μαγνητοφωνημένη αφήγηση)
Γέννημα θρέμμα Εδεσσαίος είμαι… Από πάππου προς πάππου Εδεσσαίοι είμαστε. Εγώ γεννήθηκα το ’28, 20 Μαρτίου. Ο πατέρας μου έπαιζε τρομπόνι, του πατέρα μου ο θείος, ο μπάη-Τάσης ο Μπουλγούρης, είχε τρομπέτα. Πρωτοάρχισα να παίζω όταν ο πατέρας μου ήταν φυλακή. Είχε ένα τρομπόνι, το έπαιρνα, φυσούσα…έτσι ξεκίνησα, αυτοδίδακτος. Το πρώτο όργανο μου ήταν το τρομπόνι. Το ’48-’49 λίγο-λίγο έπαιζα. Το ’50, μετά τον ανταρτοπόλεμο, πήγα και έπαιξα πρώτη φορά σε γάμο στην Καρυδιά, με τον Μυλωνά το Γιώργο, κλαρίνο, που έγινε ασβεστάς μετά.
Από ‘κει ξεκίνησα. Κουράστηκα πολύ…
Μετά με τα δύο αδέλφια, τους Ροπκαίους, δύο τρομπόνια αυτοί κι εγώ ένα τρία. Μου λένε, Διονύση, δεν γίνεται έτσι, πάρε εσύ κορνέτα. Και πήρα, όπως με παρακίνησαν, του Νίκου μια παλιά. Ήταν και ο Τάκης ο Αλιμπάκης άλλη μια κορνέτα στην Έδεσσα. Και έτσι φύσα από ‘δω, φύσα από ‘κει, που λες, μ’ εκείνη την κορνέτα άρχισα να παίζω. Είχα βάλει ένα επιστόμιο από τρομπόνι, που ήταν μεγάλο, μετά πιο μικρό, φυσούσα στο πλάι. Ήταν παλιά, τότε, τα όργανα μας, δεν είχαμε δυνάμεις ν’ αγοράσουμε. Τώρα, δόξα τω θεώ, έχω εκατό χιλιάδων δραχμών τρομπέτα, την SPECIAL CORN. Αλλά φύγαν τα χρόνια μας!...
Από το ’52 ξεκίνησα στο θέατρο, δεκάξη χρόνια δούλεψα στο θέατρο, στα μπουλούκια δηλαδή. Σήμερα, πολλοί από αυτούς είναι φίρμες ο Ζανίνο, ο Αντώνης ο Παπαδόπουλος, που πέθανε…, ο Σαντοριναίος ο Κώστας και άλλοι.
Γυρίζαμε σ’ όλη την Ελλάδα, από Θράκη ως Πελοπόννησο. Η κόρη του Ζανίνο, η Σόφη Ζανίνο, μαζί μας μεγάλωσε. Πολλοί από αυτούς, τους μπουλουκτσήδες, είναι τακτοποιημένοι στα κρατικά θέατρα. Τότε υποφέραμε, μεσ’ τα χώματα, στα πανηγύρια, δεξιά-αριστερά, αλλά δόξα τω θεώ, ας είναι καλά όσοι ζούνε κι όσοι πεθάνανε θεός ‘σχωρέστους, με βοηθήσανε, μου ‘βγάλαν τη σύνταξη μου. Είχα 4000 ένσημα απ’ το θέατρο και 1000 εδώ έκανα, 12 χρόνια στο ΦΟΕ δούλεψα.
Το ’56 ανεβάσαμε μια επιθεώρηση, για το Κυπριακό «Αλτ, εδώ η Κύπρος» ο τίτλος, με ζωντανή ορχήστρα δεκαεπτά όργανα, μόνο εγώ ήμουν πρακτικός. Μπουλουκτσήδες, αλλά όλοι ήταν ένας κι ένας. Τότε, μέχρι το ’50 ήταν εκατό γενικές άδειες όλοι οι ηθοποιοί. Να βλέπεις στα πανηγύρια ηθοποιούς σαν τον Κωσταντίνου, τον Μπούμπη, τον Θηβαίο, τον Σαντοριναίο, τον Πασχαλίδη τον Νίκο, το Γιάννη Φλερύ τον χορογράφο, τον Σταύρο τον Κλέωπα, τον Κώστα και τον Στράτο Κωσταντινίδη, στο κρατικό θέατρο είναι τώρα, τον Βελέντζα, τον Χατζηχρήστο…όλοι μπουλουκτσήδες. Τότε έτσι ήταν τα χρόνια δύσκολα. Να φανταστείς για να μη ντουμπλάρει κάποιος ηθοποιός, μια φορά, μας βάλαν, εμένα και τον Χρήστο τον Ρόπκα, να κάνουμε τους κομπάρσους στο έργο ΄΄Οι Άθλιοι΄΄ του Βί-
κτωρος Ουγκό. Είμασταν σκλάβοι που έσπαζαν πέτρα. Το τι γέλιο έπεσε όταν είπαμε άλλα αντ’ άλλων, δεν λέγεται. Έτσι ήταν το θέατρο είχε και τις πλάκες του.
Κάθε χειμώνα ερχόμουν στην Έδεσσα. Το καλοκαίρι βγαίναμε τουρνέ με τα μπουλούκια, σε τσαντήρια μεγάλα, χωρούσαν μέχρι πεντακόσια άτομα, με περιστροφική σκηνή. Μαζί μας ο Άλκης Προβελέγγιος, η Αγλαΐα Προβελεγγίου, ο Άγγελος Προβελέγγιος: όλοι από άλφα.
Ο Θωμάς ο Παπαντωνίου, ο κουμπάρος μου, που έκανε ένα θέατρο λυόμενο σωστό. Μπορεί να ήμασταν μπουλούκι, αλλά ήταν σωστό, με φωτισμό μέσα, με προβολείς, με περιστροφική σκηνή, με καθίσματα- πολυθρόνες, άνοιγε η τέντα, έκλεινε το βράδυ.
Τώρα όλοι τους είναι συνταξιούχοι. Κι εγώ τώρα συνταξιούχος είμαι. Έγινε συγχώνευση των ταμείων στο ΙΚΑ. Εμείς είχαμε το Ταμείο Συντάξεως Ηθοποιών- Μουσικών- Συγγραφέων.
Τότε τα μπουλούκια μοίραζαν τα κέρδη συνεταιρικά, αφού έδιναν ένα ποσοστό στον θεατρώνη, τα άλλα τα μοίραζαν μεταξύ τους οι ηθοποιοί και μουσικοί. Μεροκάματο εφτά δραχμές, πρόλαβα εισιτήριο στα χωριά τέσσερεις δραχμές.
Κράτησα την παράδοση μας εδώ και υπόφερα γι’ αυτά. Με φώναζαν: τι τραγούδια είναι αυτά; Βρε δικά μας, δεν θέλετε εσείς; Αυτά είναι δικά μας. Όποια κυβέρνηση ερχόταν ζητούσε να μάθει, τι τραγούδια είναι αυτά. Μου ζητούσαν παραδοσιακά κι έπαιζα τα δικά μας. Ποια να πούμε; Ε, παρακάτω είναι η ΄΄Ιτιά΄΄ εδώ είναι η ΄΄Στάνκενα΄΄, η ΄΄Πουσιτνίτσα΄΄, η ΄΄Πατρούνενα΄΄, όλα αυτά. Έχουμε πολλά τραγούδια και τα κράτησα. Δηλαδή κράτησα όλες τις φυλές: και πρόσφυγες και πόντιους και ντόπιους και βλάχους, τους ένωνα όλους μ’ αυτή τη μουσική. Δεν μάλωσε κανείς. Κι αυτό ήταν καλό. Είμαι περήφανος γι’ αυτό. Όλη η νεολαία ξέρει να χορεύει σήμερα όλα τα δικά μας, τα τοπικά.
Είχαμε πολλούς μουσικούς εδώ στην Έδεσσα, ήταν οι αδελφοί Ρόπκα (τρομπόνια) ο Τάσης ο Ακρέπης (κλαρίνο) , ο Μπαρμπόνης (τρομπόνι), ο γιός του Μπαρμπόνη, ο μπάη-Τραïανός (κλαρίνο), ο μπάη-Τάσης ο Μπουλγούρης (τρομπέτα), ο μπάρμπα-Θανάσης, ο Μποζίνης, ο πατέρας μου ο Μιχάλης (τρομπόνι), ο Κουτσάκης (τρομπόνι), ο μπάρμπα-Γιάννης ο Ρόπκας, ο Μαλιάκης (τύμπανα), ο μπάη-Κύρος, ο Μπεκιάρης, πολλοί…
Παλιά, θυμάμαι ήμουν πιτσιρίκος, αυτοί οι μουσικοί έβγαζαν τη Μ. Βδομάδα επιτάφιο από τους Αγίους Ανάργυρους, σαν μπάντα, και ήταν καλοί, όχι παραμύθια. Με τον Άγιο Δημήτρη έβγαινε η μπάντα του ορφανοτροφείου, με την Μητρόπολη έβγαινε του Δήμου. Γινόταν η συνάντηση στην πλατεία. Οι δικοί μας ήταν πρακτικοί βέβαια, αλλά ο μπάη-Τράïος ήξερε μουσική, διότι ήταν στην Στρατιωτική μουσική και αυτός τους κρατούσε.
Υπάρχει μια φωτογραφία στον Μ. Αλέξανδρο, από το ’12, επί Τουρκίας με φέσια, που δείχνει μια μπάντα μεγάλη. Ήταν πολλοί Εδεσσαίοι μουσικοί. Καλή τρομπέτα ήταν ο Γαζέπης ο συγχωρεμένος.
Παλαιότερα εδώ είχαν τις γκάïντες με τα τουμπελέκια. Καλή γκάïντα ήταν ο μπάρμπα Βασίλης, ο Μπάτζης, ο Μπαλίκης. Την τρομπέτα την έφερε ο παππούς μου ο μπάρμπα Τάσης, ο Μπουλγούρης. Είχε πάει στην Σμύρνη στον πόλεμο της Μικρασίας. Τότε την έφερε και συγχρονίστηκαν.
Μετά τον πόλεμο δεν έβαζε όργανα ο κόσμος στους γάμους. Έτσι μετά το ’50, εγώ πήγαινα στο θέατρο, από Πρωτομαγιά άρχιζα μέχρι τέλη Οκτωβρίου. Μετά έπιανα κα’να γάμο εδώ.
Ο Βαγγελάκος ο Φράγκος, ο Άγγελος ο Γάτσος τότε που παντρεύτηκαν είπαν : άιντε να κάνουμε ένα γάμο, όπως παλιά, με όργανα. Και είναι αλήθεια ότι αυτά τα παιδιά και ο Λάμπης ο Γερεμτζές με κράτησαν. Παίζαμε σ’ αυτούς και τους άρεζε αυτό. Έτσι συνεχίστηκε και σήμερα υπάρχει αυτή η συνήθεια με τα όργανα. Στους γάμους τα όργανα πήγαιναν ως την εκκλησία, στο σπίτι χόρευαν τη νύφη, γυρνούσαν στον γαμπρό, έπαιρναν τον κουμπάρο, την προίκα, τη Δευτέρα μάζευαν κότες.
Από Παρασκευή άρχιζε το γλέντι τη Δευτέρα βράδυ τελείωνε. Σ’ όλα τα γύρω χωριά πηγαίναμε σε γάμους. Δεν είχε τότε πολύ μπαχτσίτσι, αλλά έβγαινε καλό μεροκάματο. Με τα πόδια πηγαίναμε ως και τα Λιβάδια στο Πάïκο, στην Καρατζόβα και πού δεν φτάναμε. Άντε τώρα να πας να δουλέψεις σκοτωμένος απ’ την κούραση και μετά πάλι να γυρίσεις πίσω. Δύσκολα χρόνια! Τώρα μέχρι το μπαχτσέ, εδώ δίπλα είναι, με το αυτοκίνητο πάμε. Δεν μπορούμε…είπαμε εξέλιξη είναι αυτή!
Παλιά οι γέροι παίζανε μόνο τα τοπικά. Εμείς τώρα, το δικό μου το συγκρότημα, παίζουμε απ’ όλα τα είδη. Τότε τα συγκροτήματα είχαν δύο τρομπόνια, μια τρομπέτα, ένα κλαρίνο, ένα τύμπανο. Τώρα βάλαμε κι ακορντεόν. Τα τοπικά τραγούδια είναι πάρα πολλά, δεν μπορώ να τα θυμηθώ όλα. Πιο γνωστά είναι: Στάνκενα, Πατρούνενα, Ποτσέπτσκα, Οτφόρι Λένκω, Πουσιτνίτσα, Γκάïντα, Τικφέσκινο, Ζαβλιτσένα κι άλλα.
Τα περισσότερα είναι ερωτικά στα λόγια τους. Τώρα δεν μπορώ να βρω από πότε είναι αυτά τα τραγούδια, χάνονται …εμείς τα βρήκαμε. Εγώ είμαι πενήντα εφτά χρονών, ο πατέρας μου ογδόντα δύο, κι αυτός τα βρήκε έτσι. Αυτά πρώτα τραγουδιόντουσαν, τώρα λίγοι τα ξέρουν και δεν βρέθηκε ένας άνθρωπος να τα μαζέψει.
Τα θρακιώτικα που ακούμε από τον Αηδονίδη και τον Δοϊτσίδη ήταν με άλλη γλώσσα, Βουλγάρικα. Αυτοί ήταν Βουλγαροπρόσφυγες. Τα πήραν τα έκαναν ελληνικά στα λόγια, τα ενορχήστρωσαν. Φρόντισαν για τον τόπο τους.
Εμάς παλαιότερα μας κυνηγούσαν και δεν τα παίζαμε τα δικά μας. Έτσι σιγά- σιγά έμεινε μόνο η μουσική τους και κανείς δεν την έγραψε για να σωθεί.
Εδώ τα συγκροτήματα είναι διαφορετικά από την άλλη Ελλάδα. Από το Κιλκίς μέχρι Καστοριά, Τσοτύλι έχουν αυτή τη μορφή, αυτά τα όργανα που έχουμε κι εμείς. Σ’ άλλα μέρη έχουν ούτι, σαντούρι, βιολί, λύρα.
Τα περισσότερα τραγούδια μας χορεύονται, αλλά έχουμε και επιτραπέζια. Στον γάμο για κάθε περίσταση έχει και ειδικό τραγούδι. Μεγάλη ποικιλία! Εδώ αν είχαμε έναν μουσικό που να ξέρει να γράφει νότες, όπως ο Χρήστος Βέσκας, θα κάναμε καλή δουλειά. Ο Βέσκας έχει γράψει την Στάνκενα για χορωδία. Υπάρχει στον Μ. Αλέξανδρο, μπορείς να την ακούσεις. Και τώρα όποιος θέλει να κάτσει να τα γράψει εγώ θα τον βοηθήσω. Δεν θέλουμε να χαθούνε έτσι, είναι κρίμα. Όλοι έχουν τη μουσική τους κι εμείς θα την χάσουμε.
Όπου πηγαίναμε με το χορευτικό του Μ.Αλεξάνδρου, στρωνόμασταν πεντάδα, κι ο κόσμος μας χειροκροτούσε. Έτσι μια φορά είχαμε πάει στην Φλώρινα σ’ ένα φεστιβάλ με χορευτικά και στην κριτική επιτροπή ήταν και η Δώρα Στράτου. Παλαιότερα είχε έρθει στην Έδεσσα και ζήτησε αυτά τα δικά μας τα τραγούδια και της είπα: Δεν είναι για πούλημα, δεν τα πουλάμε και ούτε είναι και δικά μου, δεν έχω το δικαίωμα να στα πουλήσω.
Μου λέει: Για στάσου, ποιος σού είπε ότι θα τ’ αγοράσω. Εσείς τα εμπορεύεσθε, τις λέω, στου Φιλοπάππου τι κάνετε; Δίνετε από ένα μεροκαματάκι στα όργανα κι εσείς οικονομάτε τα εισιτήρια.
Μόλις την είδα είπα στον Μαγκούτη τον καθηγητή: Μην περιμένεις βραβείο, αφού είναι η κ. Στράτου. Κι ενώ όλοι έλεγαν ότι ήμασταν οι πρώτοι, σαν μουσικοί και σαν χορευτές ήμασταν οι καλύτεροι, δεν πήραμε βραβείο.
Όταν πάρει την σύνταξη του ο Χρήστος Βέσκας και γυρίσει στην Έδεσσα θα κάτσουμε να τα γράψουμε όλα τα τραγούδια τα δικά μας. Να σωθούν! Να υπάρχει και καμιά κασέτα ν΄ ακούτε.
Εγώ δούλεψα με τους παλιούς τους μουσικούς και ξέρω όλα τα κομμάτια. Εγώ τελειώνω. Κλειδαριά! Είμαι, όμως, ευχαριστημένος γιατί ο κόσμος της Έδεσσας μ’ αγάπησε κι εγώ δεν την πούλησα την Έδεσσα, με κράτησε εδώ. Και είχα πολλές προτάσεις να δουλέψω αλλού. Τους ευχαριστώ όλους!
Άνοιξη του 1985.
( Για την αντιγραφή- απομαγνητοφώνηση: Θοδωρής Σαρηγκιόλης)
https://youtu.be/Rs4OTQMb5Yw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου