Το καννάβι ψεκαζόταν με λάδι για να μαλακώσει και στη συνέχεια καθαριζόταν
από ξένες ύλες με ένα μηχάνημα που ονομαζόταν «Βαλιβίτσα». Ακολουθούσε το
προλανάρισμα και το λανάρισμα, όπου το καννάβι μετατρεπόταν σε ταινία με το
επιθυμητό πάχος κάθε φορά. Οι ίνες παραλληλίζονταν με τους «Σύρτες» και με την
επεξεργασία τους στους «Πάγκους» γινόταν το πρώτο στρίψιμο (σιτζίμι). Από τους
πάγκους τα σιτζίμια μεταφέρονταν στις «Σιτζίμ μηχανές», όπου γινόταν το δεύτερο
στρίψιμο (4 σιτζίμια σε ένα).
Από τις «σιτζίμ μηχανές» το σχοινί μεταφερόταν στις «ξύστρες» που το καθάριζαν από το χνούδι. Ακολουθούσε το κολλάρισμα, το στέγνωμα και το καρούλιασμα. Στις στρεπτικές «ψιλές» μηχανές γινόταν το τελευταίο στρίψιμο. (106) Από τα στοιχεία του εργοστασίου με 107 εργάτες η ημερήσια παραγωγή έφτανε τα 1300 κιλά καννάβινου σχοινιού, 200 κιλά καννάβινου σπάγκου για δέματα και 180 κιλά σπάγκου από λινάρι για το αρμάθιασμα του καπνού. 1 Η διακίνηση της παραγωγής γινόταν από τη Θεσσαλονίκη όπου ήταν και η έδρα του κεντρικού εμπορικού καταστήματος.
Τα χοντρά σχοινιά έφευγαν στην Κρήτη (μεγαλύτερο κέντρο κατανάλωσης), στην
Ήπειρο και στη Θεσσαλία ενώ οι λεπτοί σπάγκοι στην Ανατ. Μακεδονία και Θράκη
Κατά την περίοδο Οκτωβρίου – Μαρτίου υπήρχε στασιμότητα ως προς τη διάθεση των
προϊόντων. Η ακμή του εργοστασίου τοποθετείται στο χρονικό διάστημα 1928 – 1940
περίοδο που απασχολεί 150 εργάτες (το μεγαλύτερο ποσοστό εργατών ήταν νέες
γυναίκες από τα χωριά του κάμπου).
Από το 1950 αρχίζει η παρακμή του. Η απώλεια του κεκτημένου εκμετάλλευσης
των υδατοπτώσεων , οι διαφωνίες των μετόχων, το ύψος των οφειλών προς τις
τράπεζες, Ι.Κ.Α., Δημόσιο οδηγούν στη διακοπή των εργασιών του τον Μάιο του
1966. Οι 100 εργάτες του Κανναβουργείου ιδρύουν τον «Παραγωγικό συνεταιρισμό η
Πέλλα» και αναλαμβάνουν τη διαχείριση του. Το 1967 η διαχειριστική επιτροπή
ζητά από την Ε.Τ.Β.Α. δάνειο για να συνεχίσει το εργοστάσιο τη λειτουργία του.
Το εργοστάσιο κλείνει και περιέρχεται στο Δημόσιο. Έχει χαρακτηριστεί ιστορικό
διατηρητέο μνημείο, από το Υπουργείο Πολιτισμού
Το εργοστάσιο παρήκμασε μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο το 1983. Σήμερα, αναπλάθεται με στόχο να αποτελέσει πόλο έλξης και χώρο μάθησης, που θα συμβάλει στην αναβίωση της ιστορίας της περιοχής.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχίζει να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά συστηματικά το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της πόλης, οι άφθονες υδατοπτώσεις.
Στο «φρύδι» του βράχου κτίζονται εργοστάσια, τα οποία αξιοποιούν τη δωρεάν πηγή ενέργειας και φέρνουν οικονομική άνθηση. Πρώτο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας ήταν του Τσίτση (1895). Ακολούθησαν η Άνω και Κάτω Εστία, το Κανναβουργείο και το Σεφέκο.
Ήδη από τη δεκαετία του '10 και ιδιαίτερα κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, η Έδεσσα είχε αποκληθεί «Μάντσεστερ των Βαλκανίων» και ήταν, μαζί με τη Νάουσα, η κινητήρια δύναμη της βιομηχανίας στη Μακεδονία.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, η Έδεσσα απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό στις 18 Οκτωβρίου του 1912.
Στην οικονομική ανάπτυξη του μεσοπολέμου προσέφεραν σημαντικά οι 2.500 περίπου πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923-24. Πολλοί από αυτούς είχαν αστική προέλευση και ίδρυσαν βιοτεχνίες. Τη δεκαετία του '30, εποχή πλήρους ακμής, λειτουργούν θέατρα, κινηματογράφοι, φιλαρμονική και εκδίδονται 4-5 εφημερίδες. Στην έντονη πολιτιστική κίνηση πρωτοστατεί ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος», που ιδρύθηκε το 1922 και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου