Με δεδομένο τον ιδιαίτερο αυτό τίτλο και βάσει του επιλεγμένου έργου στο εξώφυλλο, ή και του κυρίαρχου τόνου ενός μέρους του βιβλίου, θα μπορούσαμε να πούμε πως ενώ η ποίησή της στην επιφάνεια κινείται προς το κλίμα του ζωγράφου Ψυχοπαίδη, σε ένα βαθύτερο επίπεδο τείνει -και μετεωρίζεται- μεταξύ του Σακαγιάν και του Μπέικον. Συναντώντας, με τον δικό της ποιητικό τρόπο, ακόμη ένα εικαστικό ανάλογο, τη «Νέκυια» του Μπότσογλου.
Παλεύοντας με την απουσία και την παρουσία του οικείου άλλου (της μητέρας, του πατέρα, του συντρόφου, κ.λπ.), η ποιήτρια -που κερδίζει τον τίτλο αυτό από το πρώτο κιόλας ποίημα- αφήνεται σε μια καταβύθιση εντός του αστικού διαμερίσματος και συμπλέγματος∙ φέροντας τη μνήμη της ενδοχώρας και της παράκτιας Ελλάδας, που επίσης ελευθερώνει, και φορτίζει κατά αποσπάσματα, με την τόσο ιδιαίτερη εικονοποιία της.
Στο πλαίσιο αυτής της φασματολογίας, η ποιήτρια προσπαθεί να συντονιστεί με τον ρυθμό της φανέρωσης/εξαφάνισης, και κατά ριπάς -με σιγαστήρα- μας γεμίζει, συμπληρώνοντας τη δική μας θέαση των τεκταινόμενων, με έντονες και χαρακτηριστικές εικόνες. Διαβάζουμε ενδεικτικά:
«Τα παιδιά που δεν γέννησα / έρχονται συχνά τ’ απογεύματα. / Με τραβούν από το χέρι. / “Ελα μαζί μας στον κήπο / πριν χαθεί το φως. / Οι ιβίσκοι ζουν μόνο μια μέρα…”» («Επίσκεψη»).
Με έναν τόνο ψιθυριστό, κατά τόπους, χύνει αίμα και κρασί ώστε να μετατραπούν τα μουρμουρητά των φασμάτων σε λόγο. Φάσματα που συναντά και που την επισκέπτονται με δική τους πρωτοβουλία και τα οποία προσπαθεί με τη σειρά της να κατανοήσει και να μετασχηματίσει σε ποίηση. Mε απώτερο στόχο να γνωρίσει, ή έστω απλά να αντικρίσει, τον ίδιο της τον εαυτό.
Ενας εαυτός που διαφεύγει έως τέλους και παραμένει ρευστός και απροσπέλαστος. Σε αντίθεση με τη θέαση του Αναγνωστάκη, που πρεσβεύει πως «η ποίηση είναι τοίχος για να κρύψουμε το πρόσωπό μας».
Μη ενιαίος και σε διαρκή συν-διαμόρφωση και εγρήγορση λοιπόν, ο εαυτός στην Επτακοίλη συγκροτείται και διατηρείται στη δυναμική του σχέση με το περιβάλλον -με τη μνήμη, τη φαντασία και την εν γένει πρόσληψη παρούσα- το οποίο και αλλοιώνει επαναληπτικά∙ για να αλλάξει κι αυτό με τη σειρά του τα χαρακτηριστικά του δικού μας προσώπου.
Φέροντας την κρυφή ελπίδα πως ο κόσμος είναι όντως μεστός νοήματος. Και το νόημα απλώς μας διαφεύγει.
♦♦♦♦♦♦♦♦♦♦♦♦
Ο Κωνσταντίνος Μελισσάς (Θεσσαλονίκη, 1976), με σπουδές Νομικής στην
Ελλάδα και την Αγγλία, και διδάκτωρ, καταθέτει με το ψευδώνυμό του τη
δεύτερη ποιητική του συλλογή, μετά τις «Αθώες λογοκλοπές» (Σαιξπηρικόν,
2013).Ο Μελισσάς είναι κάποιος που όχι μόνο γράφει μια ποίηση που στοχάζεται πάνω στην ποίηση, αλλά ανοίγεται και προς τις θεωρίες της γλώσσας και της λογοτεχνίας, με μεγαλύτερη τουλάχιστον ένταση από ό,τι έχουμε συνηθίσει.
Εντάσσοντας τον εαυτό του στην ποιητική παράδοση των Αμερικανών Wallace Stevens και John Ashbery, συντονίζεται με την αυτοαναφορική και στοχαστική ποίηση στην αποδομητική της έκφανση, η οποία και αμφισβητεί όχι μόνο τα οντολογικά και επιστημονικά θεμέλια της φιλοσοφίας, της «θεωρίας» και της κριτικής, αλλά και την ίδια τη θέση του «υποκειμένου» εντός της ρευστότητας της ύπαρξης και ίσως του κόσμου.
Και προκειμένου να δώσουμε μια «διάσταση» των παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε πως εμφανίζεται ως κάποιος που αποπειράται να μας τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια, τη στιγμή που προσπαθεί να μας πείσει πως κρεμιόμαστε ανάποδα από το ταβάνι.
Ενα δείγμα. Γράφει -προφανώς- για την κόρη του: «Σαράντα ημέρες δεν πέρασαν / κι όμως μιλάς / με μουγκρίσματα και ήχους όλων των ζώων του πλανήτη. […] Το πρώτο ταξίδι στο διάστημα; / Η κυκλική κίνηση γύρω από το πολύφωτο στο ταβάνι. / Για σαράντα εβδομάδες νόμιζες ότι ήσουν μόνη στο σύμπαν / και τώρα ανακαλύπτεις πως αυτό ήταν ένα μεγάλο ψέμα. […] οι εναλλαγές μεταξύ σκοτεινών, φωτεινών / και ημισκότεινων-ημιφωτεινών δωματίων / αποτελούν την πρώτη γνωριμία με τον κόσμο / που μπορεί να είναι τόσο εχθρικός ή φιλικός / όσο εμείς ακόμη δεν φανταζόμαστε» («Ιωάννα Γκράλτον»).
Πρόκειται για μια ποίηση που προωθεί τη σκεπτικιστική εκδοχή της γλώσσας και που παραμένει σχεδόν βέβαιη πως η αναφορά στην ίδια τη γλώσσα είναι αυθαίρετη. Δημιουργώντας χώρο για το παραδοξολόγημα, όχι όμως για χάρη του παράδοξου ή και του παράλογου, αλλά για να ευνοήσει τη διολίσθηση του νοήματος. Εκεί ακριβώς όπου η ερμηνευτική ευρύτητα συναντά τα όρια και τους όρους που συγκροτούν τη σύγχρονη ταυτότητα στη μεταβλητότητα και την ανοικείωσή της με τον κόσμο.
Διαπλέοντας μεταξύ νοηματικής διασποράς και αοριστίας, καταφέρνει έως τέλους -σε ένα βιβλίο που διαβάζεται μονομιάς- να ισορροπήσει μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, στοχεύοντας όχι προς την επαναμάγευση του κόσμου, αλλά προς την επαναφόρτιση του νοήματος. Το οποίο και αξιώνει, φορτίζοντας έτσι εμμέσως τον κόσμο, και αποκαλύπτοντάς τον, στην τραγική του διάσταση.
Ακολουθώντας τη συμβουλή του ίδιου του Stevens, προσπαθεί και εισάγει τον εαυτό του στον χώρο μιας γενικής και ισχυρής φαντασίας, προκειμένου να γράψει καλή ποίηση, βασιζόμενος αποκλειστικά στη νοημοσύνη και τη φαντασία του. Χωρίς να «δραπετεύει από την πραγματικότητα μέσω μιας μεταφοράς», γλιστράει και τσακίζοντας τα μούτρα του, επαναληπτικά, μας παραδίδει μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ποίηση και έναν σταθμό μιας ποιητικής πορείας που σίγουρα αξίζει να παρακολουθήσουμε.
http://www.efsyn.gr/arthro/poiitikes-fones-me-varos-kai-prooptiki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου