Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη //
Τραγούδησε «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα». Έγραψε «Τα τραγούδια του αγώνα», τον «Άγιο Φεβρουάριο», τραγούδια αμέτρητα που κι αυτός ο ίδιος σήμερα τ’ αγνοεί. Συνεχίζει να υπογράφει ένα ήδη τελειωμένο τραγούδι μια ζωή «Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγόνια». Έκανε στίχο προ πολλού αυτό που σήμερα ο καθένας μας ζει «Ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά». Ο ποιητής Μάνος Ελευθερίου, πενήντα χρόνια Τραγούδι. Και συνεχίζει να γράφει, επιμένοντας «Το μέλλον θα ‘ρθει». Περισσότερα, σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» με τον τίτλο «Τα λόγια και τα χρόνια» [1963-2013, Τα τραγούδια], που είναι ποίηση και τραγούδι κι η ιστορία του τόπου μαζί. Για αυτά τα χρόνια και για τα τραγούδια, τα χαμένα και τα κερδισμένα μάς μίλησε πρόσφατα ο ίδιος ο ποιητής.
-Κύριε Ελευθερίου, από πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας με την ποίηση; Ποιοι ποιητές σας επηρέασαν;
Ήμουν δεκαπέντε χρονών όταν έγραψα ομοιοκατάληκτο ποίημα. Δεν ήξερα τότε ότι υπήρχε και ελεύθερος στίχος. Ως εκείνη τη στιγμή οι ποιητικές μου αποσκευές μου ήταν όσα ποιήματα υπήρχαν στα Αναγνωστικά του σχολείου δεν θυμάμαι ούτε ποιήματα ούτε όσα απήγγειλα στις γιορτές της 25ης Μαρτίου όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο, στην Ερμούπολη. Αργότερα τα πράγματα άλλαξαν. Διάβασα μανιακά. Πρέπει όλοι και όλα να με επηρέασαν. Έτσι κυκλοφόρησε η πρώτη μου ποιητική συλλογή, σε ελεύθερο στίχο, στα 1962. Ήμουν τότε 24 χρονών. Από τους μεγάλους ποιητές διδάχτηκα πέρα από την τεχνική, κυρίως τη σκηνοθεσία των προσώπων ενός ποιήματος. Αυτό με κυνηγάει μέχρι σήμερα.
-Πέρα από την ποίηση, έχετε γράψει περισσότερα από 400 τραγούδια. Υπάρχει κάποια συγγένεια μεταξύ της στιχουργικής και της ποίησης;
Υπάρχει βέβαια διαφορά. Το τραγούδι δεν σηκώνει νεφελώδεις καταστάσεις. Πρέπει κάθε στίχος να είναι όσο το δυνατό πιο απλός και καίριος. Αλλά απλός και καίριος χρειάζεται ιδίως στην ποίηση. Οπότε; Πάντως τα νεφελώματα τα ’κρυψα για ορισμένους συνθέτες, π.χ. «Θητεία», του Μαρκόπουλου, ή στα τέσσερα τραγούδια του Χατζιδάκι, στον κύκλο του «Αλκιβιάδη».
-Πριν από μήνες εκδόθηκε σε συλλογή τα τραγούδια σας με τον τίτλο «Τα λόγια και τα χρόνια , 1963-2013», εκδόσεις Μεταίχμιο. Πώς νιώθετε μετά από μια πορεία πενήντα χρόνων στο τραγούδι ;
Το δυσάρεστο είναι ότι «πέρασαν τα χρόνια σαν το σκοτεινό ποτάμι», όπως γράφω σ’ ένα τραγούδι του Θεοδωράκη. Ξέρω ότι κάμποσα τραγούδια μου, με τη συνδρομή βέβαια της μαγείας της μουσικής και της έξοχης ερμηνείας τους θα ακούγονται για πολλά χρόνια ακόμη. Αυτό είναι παράσημο. Αναγνώριση ότι έδωσα λίγη χαρά και ανάταση σε ορισμένους συνανθρώπους μου. Δεν αναφέρω τίτλους και ονόματα γιατί πολλοί θα εξαγριωθούν και θα με κυνηγήσουν. Μπορώ όμως δίχως φόβο να αναφέρω το τραγούδι «Τα λόγια και τα χρόνια» του Μαρκόπουλου.
-Πώς καταφέρατε να συλλέξετε όλα αυτά τα τραγούδια; Έχετε αρχειοποιήσει τα τραγούδια σας;
Τα τραγούδια που κυκλοφόρησαν έως το 1995 τα είχε καταγράψει ο συνθέτης Σπύρος Κουρκουνάκης από τους δίσκους του αρχείου μου. Δουλειά εξοντωτική όπως καταλαβαίνετε. Αν δεν είχα αυτή τη «μαγιά» θα ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί η έκδοση. Ευτυχώς είχα την πρόνοια και κράτησα σ’ ένα ντοσιέ τους στίχους που κυκλοφορούσαν από το 1996 έως το 2013. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν κενά και λάθη. Την τάξη στο χάος την έβαλε ο θαυμάσιος επιμελητής Δημήτρης Παπακώστας. Η καλή δουλειά ενός επιμελητή είναι το μισό βιβλίο.
-«Έχασα τη μικρή ζωή μου κι όλη μου η ψυχή μου μια πληγή που πρέπει να σε ξαναβρώ σ’ αυτό το δύσκολο καιρό;» Γιατί η μουσική εξακολουθεί να είναι θεραπευτική και αναλγητική για τον λαό μας;
Για όλους τους λαούς έτσι είναι. Και το νανούρισμα και το μοιρολόι τραγούδια είναι. Αλίμονο αν περίμεναν οι άνθρωποι «θεραπεία» από τους ηγέτες τους. Μου κάνει όμως εντύπωση ότι τα τελευταία χρόνια σταμάτησαν οι λαϊκοί ποιητές να κυκλοφορούν και τα σατιρικά και τα «δραματικά» στιχάκια τους για πρόσωπα και σημαντικά γεγονότα που τράνταξαν το Πανελλήνιο. Αν η περίπτωση π. χ. του παρ’ ολίγο πρωθυπουργού και απατεώνα είχε συμβεί την περίοδο του Μεσοπολέμου, κάθε περίπτερο θα πουλούσε ένα βιβλιαράκι με στίχους που θα αναφέρονταν σ’ αυτή την περιπέτεια. Οι Έλληνες θα διάβαζαν αυτά τα στιχάκια επί καιρό και θα ξεκαρδίζονταν. Ήταν πράγματι μια άλλους είδους θεραπευτική αγωγή στα βάσανα το βίου. Μακάρι να μπορούσα να γράψω κι εγώ παρόμοια σατιρικά στιχάκια. Εδώ δεν είναι να γράψεις μόνο πέντε η δεκαπέντε στίχους. Πρέπει να γράψεις μις έμμετρη κωμωδία, που να σπάει κόκαλα σε κάθε στροφή.
-Μεγαλώσαμε με τα τραγούδια σας αλλά πιο πολύ γνωρίζαμε τους τραγουδιστές που τα τραγουδούσαν. Γιατί ο στιχουργός είναι πίσω από τα φώτα της δημοσιότητας;
Ο κόσμος δίνει σημασία σε ό,τι ακούγεται και όχι σε ό,τι γράφεται. Η απόκρυψη του ονόματος του στιχουργού έγινε στον τόπο μας μόνο για τους συνθέτες του λαϊκού τραγουδιού. Αυτό γινόταν διότι αγόραζαν τους στίχους από τους πεινασμένους στιχουργούς και τους παρουσίαζαν ως δικούς τους. Έκαναν και κάτι άλλο. Αναγνώριζαν (μερικοί) τον στιχουργό αλλά στον δίσκο δεν γραφόταν το όνομά του. Ο στιχουργός έπαιρνε τα ποσοστά του από την εταιρεία ως πνευματική ιδιοκτησία, στην οποία είχε κατατεθεί το όνομα του πραγματικού στιχουργού. Αλλά και εδώ τα ποσοστά ήταν μόνο το 25% . Τέτοια ξεφτίλα. Πολύ αργότερα μπήκαν πολλά πράγματα στη θέση τους, αλλά οι παλιοί στιχουργοί είχαν φύγει για δροσερούς τόπους του Παραδείσου. Μου είναι δύσκολο να σκεφτώ ότι πήγαν στην Κόλαση, αν και πολλοί έκαναν τις βρωμιές τους. Τι έκαναν; Μα αγόραζαν στίχους από τους συναδέλφους τους και τους πουλούσαν ως δικούς τους στην τετραπλάσια τιμή! Στην αποκατάσταση των ερευνητών φιγουράρει μόνο το δικό τους όνομα!
-Πότε γίνεται διαχρονικό ένα τραγούδι;
Αυτό κανείς δεν το ξέρει εκ των προτέρων. Γράφει ένα τραγούδι όσο καλύτερα μπορείς και το πετάς στο πέλαγος. Αν ταξιδέψει λίγο καλώς. Αλλιώς βουλιάζει. Αυτή είναι και η μοίρα των περισσοτέρων τραγουδιών. Ξεχνιούνται. Ορισμένα όμως έχουν το κοκαλάκι της νυχτερίδας και ξαναβγαίνουν στον αφρό. Αρχίζουν μια σταδιοδρομία που ούτε την φαντάζεσαι. Μια τέτοια νεκρανάσταση όμως σημαίνει ότι είναι και πετυχημένο το τραγούδι και εκδικείται τώρα τον προσωρινό θάνατό του που οι «κακοί άνθρωποι και η βρωμερή τύχη » του επιφύλαξαν. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Η μοίρα του είναι να ξεχαστεί. Κάνει σταδιοδρομία για τρεις με τέσσερις μήνες και αποσύρεται αξιοπρεπώς στη λήθη. Θα το θυμηθούν ύστερα από χρόνια μερικοί ραδιοφωνικοί μουσικοί παραγωγοί και θα ακουστεί ως δείγμα ενός καιρού και ενός συνθέτη. Και το καπάκι στο μπαούλο που κλείνει αυτή τη φορά οριστικά «στριγγλίζει» . Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση πράγματι να ανακαλυφθεί ένα τραγούδι καλό ουσιαστικά, πολύν καιρό μετά την κυκλοφορία του. Αυτό το ‘φαγε το πλήθος ων άλλων τραγουδιών. Και αυτό θα έχει διαφορετική τύχη. Αμέσως θα περάσει στο ρεπερτόριο πολλών τραγουδιών, πολλών μουσικών παραγωγών, πολλών ακροατών και θα συνεχίζει για χρόνια τη ζωή του. Αραιά κι αυτό θα ακούγεται αλλά συνεχώς.
-Σήμερα που η οικονομική κατάσταση είναι άσχημη πολλές φορές ακούμε το τραγούδι σας «Ποιος τη ζωή την κυνηγά». Και αναρωτιέμαι κ. Μάνο Ελευθερίου ποιος αλήθεια τη ζωή μας κυνηγά;
Όλοι και όλα την κυνηγούν. Το τραγούδι γράφτηκε το 1971, στη δικτατορία. Το ‘στειλα στον Μίκη Θεοδωράκη με τη Μαρία Δημητριάδη, στο Λονδίνο και ο Μίκης μελοποίησε την ίδια μέρα και τα τέσσερα τραγούδια που του έστειλα ανάμεσά τους και αυτό. Αργότερα πέρασαν στα «Τραγούδια του Αγώνα». ¨Όταν τηλεφωνήθηκα με τον Μίκη μου είπε, γελώντας, ότι περίμενε 44 τραγούδια και όχι τέσσερα! Τώρα όπως λέτε είναι άσχημη η κατάσταση λόγω κρίσης. Τότε ήταν χούντα και δικτατορία. Τώρα πολλοί άνθρωποι στερούνται τα πάντα. Στην πατρίδα μου (και όχι μόνο) την περίοδο 1880-1930 υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι που ζούσαν μόνο με «άρτον και κρόμμυον». Πολλοί ούτε μ’ αυτά. Ίδια ήταν η κατάσταση και η πρώτη μεταπολεμική περίοδος. Γι’ αυτό κι εγώ ξανάρχισα να γράφω πολιτικά τραγούδια. Ελπίζω να είναι καλύτερα από το συγκεκριμένο που αναφέρατε. Θα λείπει μόνο η μαγική μουσική του Μίκη. Τι να κάνουμε; Αν θέλετε να δείτε πώς αλλιώς γράφω τώρα διαβάστε το στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Εντευκτήριο», της Θεσσαλονίκης, ή στο διαδίκτυο. Τίτλος του: «Γεύμα με τον Φραντς Κάφκα».
-Σήμερα οι νέοι τραγουδοποιοί δεν μπορούν να εκδώσουν τα τραγούδια τους. Ποια είναι η κατάσταση στην ελληνική δισκογραφία;
Δεν υπάρχουν εταιρείες δίσκων, όπως τις ξέραμε και δεν υπάρχουν δισκάδικα. Αν δύο τρεις εταιρείες αποφασίσουν να βάλουν χρήματα και να εκδώσουν ένα δίσκο, απαιτούν από τον καλλιτέχνη, συνθέτη και τραγουδιστή, ποσοστά από το μεροκάματο που παίρνουν στα νυχτερινά κέντρα και από τις συναυλίες. Όπως ακριβώς οι νταβατζήδες. Αν δεν ξέρετε τη λέξη ανοίξετε λεξικό. Πρέπει βέβαια να τα δηλώσω στην εφορία, αν και οι νταβατζήδες , οι σοβαροί, τα τσακώνουν μαύρα. Τους νεότερους τραγουδοποιούς τους βλέπω και μαραίνεται η καρδιά μου. Εκδίδουν ιδίοις εξόδοις τα σιντί τους. Τι να εισπράξουν; Και τι να αποσβέσουν; Και πώς να τα κυκλοφορήσουν και να γίνουν γνωστά τα τραγούδια τους; Να υπογραμμίσω εδώ ότι πολλά νέα παιδιά «δανείζονται» από τη σύνταξη του πατέρα τους για να καλύψουν τα έξοδα της έκδοσης. Δεν μπορεί. Κάτι πολύ σπουδαίο θα βγει από αυτή την ταπείνωση και την τιμωρία.
-Με εκπλήσσει το γεγονός ότι οι νέοι μας αγαπούν τα ελληνικά τραγούδια και στις συναυλίες τα τραγουδούν με αγάπη. Αυτό δεν είναι και ένα μήνυμα ελπίδας για την νέα γενιά;
Συμφωνώ απολύτως.
-Μου άρεσε που στον πρόλογο του βιβλίου γράφετε ότι «…αυτό που ακριβώς χρειαζόμαστε είναι ακροατές…θεατές…και στη λογοτεχνία αναγνώστες με ταλέντο». Είναι εύκολο να επιτευχθεί αυτό το όνειρο κ. Μάνο Ελευθερίου;
Αυτή τη γνώμη έχω και την υποστηρίζω από καιρό!
-Σας ακούω στο ραδιόφωνο και χάνομαι στο παρελθόν του χρόνου. Μήπως η μουσική και το τραγούδι αποτελούν την χαμένη αθωότητα του μέσου Έλληνα;
Αθωότητα έχουν μόνο τα μικρά παιδιά μέχρι μια ορισμένη ηλικία.
-«Είναι αρρώστια τα τραγούδια που αγαπάς». Τι όμορφο τραγούδι και τη όμορφη εκτέλεση από την Μαρία Δημητριάδη. Μπορείτε να προβλέψετε από πριν ποια από τα τραγούδια σας θα έχουν καλύτερη επιτυχία;
Μακάρι να μπορούσε να προβλέψει κανείς την τύχη εκείνου που γράφει. Χαίρομαι όμως που αναφέρετε το όνομα της άτυχης , μεγάλης τραγουδίστριας Μαρίας Δημητριάδης. Ανάψατε ένα κεράκι στη μνήμη της. (Εγώ ήδη την ανέφερα δύο φορές!).
-Είμαι χαρούμενος που σας γνωρίζω μέσα από την συζήτησή μας. Αλήθεια αγαπάτε τις συνεντεύξεις;
Όχι γιατί νομίζω ότι απαντώ με αηδίες. Οι δημοσιογράφοι μου βάζουν πάντα δύσκολα για να γίνομαι ρεζίλι και ν’ αποκτώ συνεχώς νέους εχθρούς.
-Με ποιους συνθέτες λυπάστε που δεν συνεργαστήκατε; Για τι άλλο λυπάστε;
Λυπάμαι που δεν πλησίασα ένα σπουδαίο συνθέτη της γενιάς μου, τον Σπύρο Παπαβασιλείου και δεν του έδωσα στίχους μου. Λυπάμαι που δεν έδωσα στου Ζαμπέτα τα «ειδικά» τραγούδια που έγραφα και ήταν ό,τι ήθελε εκείνος και μετά τα ’σπασα. Λυπάμαι για πολλά. Και πιο πολύ για τα τραγούδια που έσκισα, τα οποία νόμιζα λαϊκούρες.
http://fractalart.gr/manos-eleftheriou-kati-poli-spoudeo-tha-vgi-apo-afti-tin-tapinosi-ke-tin-timoria/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου