Βλέπουμε τον Ίταλο Καλβίνο στο Ιταλικό Ινστιτούτο, το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου.
Του δείχνουμε το τεύχος όπου είχε φιλοξενηθεί ένα διήγημά του πριν δυο
χρόνια. Για το «ΔΕΝΤΡΟ», παρευρίσκονται ο Σωτ. Παστάκας, ο Θοδ.
Στεφανόπουλος και ο Κ. Μαυρουδής.
Αυτό που κρατάτε είναι το τεύχος 26 του ’82. Υπάρχει μέσα ένα διήγημά σας από τους “Δύσκολους έρωτες”.
Στο εξώφυλλο βλέπω το σκίτσο του Κορτάσαρ. Προχθές ήμουν στην κηδεία του, στο Παρίσι. Α, κι εδώ το δικό μου σκίτσο∙ χαίρομαι.
Σας φέραμε και δύο ακόμη δείγματα εκδοτικής δουλειάς του «Δ» με ιταλική λογοτεχνία. Ποίηση του Σερένι και του Πέννα.
Ο Πέννα είναι μεγάλος ποιητής. Φαντάζομαι ότι θα ήταν εύκολος στη μετάφραση, γιατί είναι απλός. Ωστόσο αυτή η διάθεση “μουσικότητας” πρέπει να δημιουργεί δυσκολίες στην απόδοση. Κι ο Σερένι λοιπόν… “Η θάλασσα όλη γαλάζια”…
Ας μιλήσουμε όμως για σας. Πώς θα τοποθετούσατε το έργο σας στα ρεύματα της Ιταλικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων; Την “ομάδα ’63”’ κλπ. Η δική σας πορεία ήταν μάλλον μοναχική.
Σε σχέση με την “ομάδα ’63”, έχω να σας πω ότι εγώ ανήκω στην προηγούμενη γενιά, του ’50, που αρνήθηκαν την λογοτεχνία της. Εντούτοις, σε προσωπικό επίπεδο, είχα καλές σχέσεις με τους εκπροσώπους της. Μετά απ’ αυτούς δεν υπήρξε κανένα κίνημα που να διακρίνεται. Δεν καταγράφεται εύκολα ένας χάρτης με τις διάφορες τάσεις. Στους ποιητές το μόνο που θα μπορούσε να μοιάσει με κίνημα, είναι οι εκπρόσωποι της νέας γενιάς γνωστοί από διάφορες ανθολογίες, όπως η “Ερωτευμένη λέξη”, με επιλογή 20 ποιητών που τους χαρακτηρίζει η ανανεωμένη πίστη στην λέξη, που θα ονομάσει πάλι τα πράγματα από την αρχή. Έκαναν μια δική τους εταιρία (“Η εταιρία των ποιητών”) που την ενώνει κυρίως η οργανωτική σχέση. Οργάνωσαν διάφορες εκδηλώσεις, δημόσιες αναγνώσεις, φεστιβάλ κλπ. Υπήρξε κάτι το νέο για την Ιταλία, γιατί δεν έγινε ποτέ πριν κάτι παρόμοιο.
Στο χώρο της πεζογραφίας προτείνατε κι εσείς διάφορους νέους συγγραφείς, ως σύμβουλος του εκδοτικού οίκου Einaudi. Τον Gianni Gelati, τον Andrea De Carlo, τον Del Giudice.
Πράγματι όταν συμβαίνει να διαβάζω κάτι το ενδιαφέρον, το προτείνω αμέσως. Μου αρέσουν οι νέοι που δεν έχουν πίσω μια δική τους λογοτεχνική παράδοση, αλλά είναι αυθόρμητοι με παρθένα ματιά για τα πράγματα.
Τα βιβλία σας δίνουν την εντύπωση ότι έχουν κάποιο μοντέλο κατασκευής. Υπάρχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μορφή, που φαίνεται πάντα.
Νομίζω ναι. Κάθε φορά πρέπει να κατασκευάσω το “κοντέινερ”, το κουτί, που θα φιλοξενήσει αυτό που θα γράψω. Ωστόσο το μεγαλύτερο ενδιαφέρον μου στρέφεται πάντα στη γλώσσα.
Μετά τον “Ταξιδιώτη”, όπου χρησιμοποιήσατε μια μεγάλη ποικιλία γλωσσικών ιδιωμάτων, ποια φαντάζεστε θα είναι η πορεία σας;
Δεν αποκλείω ότι θα συνεχίσω να πειραματίζομαι με τις νέες φόρμες που ονομάζουμε υπερμυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα δηλαδή που περιέχει αρκετούς τρόπους διηγήσεως, σύνθεση αφηγηματικών μεθόδων, ένα σύμπαν πιθανοτήτων, πολύ σημαντικό για μένα, τόσο θεωρητικά όσο και από άποψη δομής. Να καταγράφεις τις ποικίλες δυνατότητες των συμβάντων που αποκτά στην πορεία τη δυνατότητα λογοτεχνικής φόρμας.
Πιστεύετε ακόμη στη λογοτεχνία που περιγράφει γεγονότα ή σε εκείνη που ενδιαφέρεται για ψυχικές καταστάσεις;
Πιστεύω πως αυτό το μυθιστόρημα (δείχνει τον “Ταξιδιώτη”), είναι γεμάτο γεγονότα, ταυτόχρονα όμως με ενδιαφέρει ο συλλογισμός που ενοποιεί τα γεγονότα, η προβληματική πάνω στα γεγονότα. Παρ’ όλα αυτά, το τελευταίο μου βιβλίο που άρχισα να γράφω το ’75 (δείχνει το “Πάλομαρ”), είναι ένα είδος άλμπουμ από ζωντανά σκίτσα όπου προσπάθησα να αξιοποιήσω ένα λογοτεχνικό είδος που είχε περιπέσει σε αχρηστία, την περιγραφή. Μέσω της περιγραφής και της εξελίξεώς της, μ’ ενδιαφέρει η σχέση με ένα και μόνο αντικείμενο. Αυτό που περιγράφεις και δεν μπορείς ποτέ να το εξαντλήσεις.
Στον “Ταξιδιώτη” ο ήρωας διαβάζει ενώ στο “Πάλομαρ” παρατηρεί με το τηλεσκόπιο. Υπάρχει κάποια σημασία;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια σημασία σ’ αυτή τη διαφοροποίηση γιατί αυτό το βιβλίο το έγραψα ταυτόχρονα με τον “Ταξιδιώτη”, κι έτσι άλλα κείμενα έχουν προηγηθεί, οπότε δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό προηγείται και το άλλο έπεται. Ίσως, κάποιες ψυχικές καταστάσεις, αντιστοιχούν περισσότερο στο τελευταίο βιβλίο, μιας και το τέλειωνα πέρυσι∙ κάθε βιβλίο είναι και ένα εσωτερικό ημερολόγιο, αλλά στο επίπεδο της σκέψης, το τελευταίο βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, είναι μια πρόταση λυρικής πρόζας. Το τελευταίο μου μυθιστόρημα παραμένει ο “Ταξιδιώτης”. Μα φυσικά είναι όλα σύγχρονα βιβλία, κάθε τόσο μου συμβαίνει ακόμα να γράφω κάποια αόρατη πόλη…
Τώρα ζείτε στη Ρώμη ή σε μια αόρατη πόλη;
Κατοικώ σε μια αόρατη πόλη.
Αυτό που κρατάτε είναι το τεύχος 26 του ’82. Υπάρχει μέσα ένα διήγημά σας από τους “Δύσκολους έρωτες”.
Στο εξώφυλλο βλέπω το σκίτσο του Κορτάσαρ. Προχθές ήμουν στην κηδεία του, στο Παρίσι. Α, κι εδώ το δικό μου σκίτσο∙ χαίρομαι.
Σας φέραμε και δύο ακόμη δείγματα εκδοτικής δουλειάς του «Δ» με ιταλική λογοτεχνία. Ποίηση του Σερένι και του Πέννα.
Ο Πέννα είναι μεγάλος ποιητής. Φαντάζομαι ότι θα ήταν εύκολος στη μετάφραση, γιατί είναι απλός. Ωστόσο αυτή η διάθεση “μουσικότητας” πρέπει να δημιουργεί δυσκολίες στην απόδοση. Κι ο Σερένι λοιπόν… “Η θάλασσα όλη γαλάζια”…
Ας μιλήσουμε όμως για σας. Πώς θα τοποθετούσατε το έργο σας στα ρεύματα της Ιταλικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων; Την “ομάδα ’63”’ κλπ. Η δική σας πορεία ήταν μάλλον μοναχική.
Σε σχέση με την “ομάδα ’63”, έχω να σας πω ότι εγώ ανήκω στην προηγούμενη γενιά, του ’50, που αρνήθηκαν την λογοτεχνία της. Εντούτοις, σε προσωπικό επίπεδο, είχα καλές σχέσεις με τους εκπροσώπους της. Μετά απ’ αυτούς δεν υπήρξε κανένα κίνημα που να διακρίνεται. Δεν καταγράφεται εύκολα ένας χάρτης με τις διάφορες τάσεις. Στους ποιητές το μόνο που θα μπορούσε να μοιάσει με κίνημα, είναι οι εκπρόσωποι της νέας γενιάς γνωστοί από διάφορες ανθολογίες, όπως η “Ερωτευμένη λέξη”, με επιλογή 20 ποιητών που τους χαρακτηρίζει η ανανεωμένη πίστη στην λέξη, που θα ονομάσει πάλι τα πράγματα από την αρχή. Έκαναν μια δική τους εταιρία (“Η εταιρία των ποιητών”) που την ενώνει κυρίως η οργανωτική σχέση. Οργάνωσαν διάφορες εκδηλώσεις, δημόσιες αναγνώσεις, φεστιβάλ κλπ. Υπήρξε κάτι το νέο για την Ιταλία, γιατί δεν έγινε ποτέ πριν κάτι παρόμοιο.
Στο χώρο της πεζογραφίας προτείνατε κι εσείς διάφορους νέους συγγραφείς, ως σύμβουλος του εκδοτικού οίκου Einaudi. Τον Gianni Gelati, τον Andrea De Carlo, τον Del Giudice.
Πράγματι όταν συμβαίνει να διαβάζω κάτι το ενδιαφέρον, το προτείνω αμέσως. Μου αρέσουν οι νέοι που δεν έχουν πίσω μια δική τους λογοτεχνική παράδοση, αλλά είναι αυθόρμητοι με παρθένα ματιά για τα πράγματα.
Τα βιβλία σας δίνουν την εντύπωση ότι έχουν κάποιο μοντέλο κατασκευής. Υπάρχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την μορφή, που φαίνεται πάντα.
Νομίζω ναι. Κάθε φορά πρέπει να κατασκευάσω το “κοντέινερ”, το κουτί, που θα φιλοξενήσει αυτό που θα γράψω. Ωστόσο το μεγαλύτερο ενδιαφέρον μου στρέφεται πάντα στη γλώσσα.
Μετά τον “Ταξιδιώτη”, όπου χρησιμοποιήσατε μια μεγάλη ποικιλία γλωσσικών ιδιωμάτων, ποια φαντάζεστε θα είναι η πορεία σας;
Δεν αποκλείω ότι θα συνεχίσω να πειραματίζομαι με τις νέες φόρμες που ονομάζουμε υπερμυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα δηλαδή που περιέχει αρκετούς τρόπους διηγήσεως, σύνθεση αφηγηματικών μεθόδων, ένα σύμπαν πιθανοτήτων, πολύ σημαντικό για μένα, τόσο θεωρητικά όσο και από άποψη δομής. Να καταγράφεις τις ποικίλες δυνατότητες των συμβάντων που αποκτά στην πορεία τη δυνατότητα λογοτεχνικής φόρμας.
Πιστεύετε ακόμη στη λογοτεχνία που περιγράφει γεγονότα ή σε εκείνη που ενδιαφέρεται για ψυχικές καταστάσεις;
Πιστεύω πως αυτό το μυθιστόρημα (δείχνει τον “Ταξιδιώτη”), είναι γεμάτο γεγονότα, ταυτόχρονα όμως με ενδιαφέρει ο συλλογισμός που ενοποιεί τα γεγονότα, η προβληματική πάνω στα γεγονότα. Παρ’ όλα αυτά, το τελευταίο μου βιβλίο που άρχισα να γράφω το ’75 (δείχνει το “Πάλομαρ”), είναι ένα είδος άλμπουμ από ζωντανά σκίτσα όπου προσπάθησα να αξιοποιήσω ένα λογοτεχνικό είδος που είχε περιπέσει σε αχρηστία, την περιγραφή. Μέσω της περιγραφής και της εξελίξεώς της, μ’ ενδιαφέρει η σχέση με ένα και μόνο αντικείμενο. Αυτό που περιγράφεις και δεν μπορείς ποτέ να το εξαντλήσεις.
Στον “Ταξιδιώτη” ο ήρωας διαβάζει ενώ στο “Πάλομαρ” παρατηρεί με το τηλεσκόπιο. Υπάρχει κάποια σημασία;
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια σημασία σ’ αυτή τη διαφοροποίηση γιατί αυτό το βιβλίο το έγραψα ταυτόχρονα με τον “Ταξιδιώτη”, κι έτσι άλλα κείμενα έχουν προηγηθεί, οπότε δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό προηγείται και το άλλο έπεται. Ίσως, κάποιες ψυχικές καταστάσεις, αντιστοιχούν περισσότερο στο τελευταίο βιβλίο, μιας και το τέλειωνα πέρυσι∙ κάθε βιβλίο είναι και ένα εσωτερικό ημερολόγιο, αλλά στο επίπεδο της σκέψης, το τελευταίο βιβλίο δεν είναι μυθιστόρημα, είναι μια πρόταση λυρικής πρόζας. Το τελευταίο μου μυθιστόρημα παραμένει ο “Ταξιδιώτης”. Μα φυσικά είναι όλα σύγχρονα βιβλία, κάθε τόσο μου συμβαίνει ακόμα να γράφω κάποια αόρατη πόλη…
Τώρα ζείτε στη Ρώμη ή σε μια αόρατη πόλη;
Κατοικώ σε μια αόρατη πόλη.
***
Αναδημοσίευση από «ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ», Τεύχος 6 (3-4/1984) σελ. 40-43
ΠΗΓΗ: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
ΠΗΓΗ: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου
https://exitirion.wordpress.com/2018/10/10/%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-italo-calvino/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου