5.10.17

Γιώργος Ανδρειωμένος: «Πότε θα κάνει ξαστεριά»

 Ανθούλα Δανιήλ
Ο Γιώργος Ανδρειωμένος, εκτός από πολλές και σημαντικές άλλες ιδιότητες που έχει, είναι και καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Στις μελέτες του διακρίνει κανείς τη συνέπεια και τον ιδιαίτερο ζήλο στη διερεύνηση της σύζευξης της τέχνης με την πολιτική ή ευρύτερα με τις ιστορικές συνθήκες. Τούτο συνάγεται από τα βιβλία του Ο Παλαμάς και η πολιτική και Η Μασσαλιώτιδα στα Επτάνησα και επεκτείνεται με τη νέα του έκδοση «Πότε θα κάνει ξαστεριά», Από τις ρίζες των Λευκών Ορέων στην πανελλήνια χρήση, για να μας υπενθυμίσει πως τίποτα δεν υπάρχει που δεν έχει πολιτικές ρίζες, κανένα έργο αληθινό δεν γεννιέται σε αποστειρωμένο περιβάλλον και πως η έρευνα γύρω από ένα τραγούδι/ύμνο/θούριο/εμβατήριο/εθνεγερτήριο που ξεπέρασε τη συγκεκριμένη περίσταση και απέκτησε πανελλήνια χρήση και ισχύ, είναι ιδιαιτέρως σημαντική.

Από τα Λευκά όρη, λοιπόν, κατεβαίνει το τραγούδι σαν τη λευκοντυμένη «Κόρη» του Διονυσίου Σολωμού, για να το συνδέσουμε και με τον εθνικό ποιητή με τη μακρινή από την Κρήτη καταγωγή.
Στο βιβλίο ο συγγραφέας θα επιχειρήσει να δείξει πώς «ένα τραγούδι με καθαρά τοπικό χαρακτήρα μπορεί να γνωρίσει πανελλήνια διάδοση, αλλάζοντας σημασία, ανάλογα με την εκάστοτε συγκυρία». Και την αφορμή αυτής της γενναίας προσπάθειας τη δίνει το γνωστό σε όλους μας τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Από την επιτόπια έρευνα βρέθηκε ότι οι χρονικές ρίζες του τραγουδιού ανάγονται στο Βυζάντιο.
Το τραγούδι, που αρχικά ξεκίνησε ως ριζίτικο στον δίσκο των Ριζίτικων, με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, θα λέγαμε ότι παραπλάνησε τις αρχές και έτσι ξεπέρασε τον σκόπελο της λογοκρισίας. Και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η όλη σύμπλεξη που μελετά ο Ανδρειωμένος των ιστορικών γεγονότων της εποχής με τα καλλιτεχνικά δρώμενα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του τραγουδιού σ’ αυτά.
Το ριζίτικο αυτό τραγούδι έχει αποκτήσει «πρωτίστως πολιτική-κοινωνική διάσταση» και έχει άμεση σχέση με τη μουσική, σχέση «από πολλού δηλωμένη και ευδιάκριτη». Μάλιστα, ο Ανδρειωμένος επισημαίνει τη σημασία της μουσικής στη συναισθηματική διέγερση των πληθυσμών και εδώ δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε τον Γιώργο Σεφέρη που έλεγε πως ένας αληθινός ποιητής «οδηγεί ακόμα και πολιτικά πολύ καλύτερα από ένα σωρό δημόσιους ρήτορες» και να επεκτείνουμε το παράδειγμα, για του λόγου του το αληθές, στην απήχηση που είχαν τα μελοποιημένα ποιήματα των μεγάλων ποιητών από τον Μίκη Θεοδωράκη στα χρόνια της δικτατορίας. Το παραδειγματικό υλικό πάνω σε τέτοιας κατηγορίας τραγούδια, το οποίο παραθέτει ο συγγραφέας, είναι πλούσιο, παγκόσμιο και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον. Τα τραγούδια αυτά που διασχίζουν τους αιώνες είναι πολλά και ανάμεσά τους και η «Ξαστεριά», για την οποία έχουν διατυπωθεί πολλές ερμηνείες σχετικά με την προέλευση, την παλαιότητα και την ερμηνεία, οι σημαντικότερες των οποίων περιλαμβάνονται στο βιβλίο.
Κατ’ αρχάς οι τελευταίοι στίχοι του τραγουδιού έχουν συνδεθεί με τα μοιρολόγια και τα τραγούδια του Κάτω Κόσμου. Μνημονεύεται η σχετική έρευνα και όλη η περί αυτήν προβληματική. Παρατίθενται εκδοχές σύνδεσης του τραγουδιού με άλλα, όπως «Το τραγούδι του κυνηγού ή του μονομάχου» και «Το τραγούδι με μαχητικό-ηρωικό περιεχόμενο». Το πρώτο φανερώνει καθαρά την αφετηρία του, όπως δηλώνεται στον τίτλο. H «ξαστεριά», δηλαδή, συνδέεται με το «κυνήγι της πέρδικας» ή με κάποια σοβαρή μονομαχία, όπου σκοτώνεται ο «λεβέντης». Ωστόσο στο τραγούδι λάμπει η αρχοντιά, η αγάπη για την ποιμενική ζωή στο βουνό και το κυνήγι των άγριων ζώων. Παρατηρείται, όμως, και μια μεταστροφή από το κυνηγετικό στο πολεμικό είδος και αυτό ίσως οφείλεται σε κάποια σύγκρουση χριστιανών με μουσουλμάνους, οπότε και σιγά σιγά επεκράτησε ο ηρωικός του χαρακτήρας, παραμερίζοντας τον πρώτο.
Το δεύτερο τραγούδι με το μαχητικό-ηρωικό περιεχόμενο επιδέχεται πολλές ερμηνείες σε σχέση με τον χρόνο δημιουργίας του – βυζαντινές, βενετικές ή ακόμα και άλλες των χρόνων της Τουρκοκρατίας. Το μίσος του ήρωα –του Γιάννη– δικαιολογείται, εφόσον ανήκει στους «Αρχοντορωμαίους», προερχόμενους από παλιές αρχοντικές οικογένειες που δεν ανέχονταν τη βενετική δεσποτεία. Ο συγγραφέας παραθέτει το ιστορικό γεγονός με τις ωμότητες των Βενετών στις αρχές του 16ου αι., πράγμα που εμποτίζει με μίσος τις ψυχές των Κρητών ευγενών και δικαιολογεί τη μεταξύ τους διαμάχη.
Παρατίθενται επίσης πολλά περιστατικά βεντέτας και ζωοκλοπής, με πλήθος θυμάτων ένθεν και ένθεν, τα οποία ενδέχεται να συνδέθηκαν με την «Ξαστεριά». Ακόμα, γίνεται σύνδεση με τους Χαΐνηδες και την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, πράγμα που οδηγεί μερικούς να θεωρήσουν την «Ξαστεριά» τραγούδι κλέφτικο, συνακόλουθο της αμαρτίας και του κακού που «δεν κόβεται αν δεν πληθύνει». Άλλοι το συνδέουν με το σώμα εκτελεστών Τούρκων –των «Δαιμόνων»– που έδρασαν στα Ορλωφικά του 1770.
Άλλη άποψη συνδέει το τραγούδι με τον νεαρό, ωραίο και λυράρη αγωνιστή της επανάστασης, Στέφανο Χάλη, που σκοτώθηκε τον Αύγουστο του 1821, τον οποίο παρομοιάζει με τον Ρήγα Φεραίο και θεωρεί δημιουργό της «ξαστεριάς».
Στις μεταγενέστερες εκδοχές του τραγουδιού, ο Ανδρειωμένος γράφει ότι θεωρείται ηρωικό-πολεμικό, ότι το τραγουδούσαν και οι εξεγερμένοι της Μονής Αρκαδίου, αργότερα τραγουδήθηκε στον Μακεδονικό Αγώνα, στους Βαλκανικούς Πολέμους, στη Μάχη της Κρήτης και στη Γερμανική Κατοχή από τις αντιστασιακές ομάδες, επιφέροντας τις αναγκαίες αλλαγές για την προσαρμογή του στη νέα περίσταση: «… Να κατεβώ στο Μάλεμε, στην αεροκαθέστρα/να πολεμήσω Γερμανούς και Έλληνες προδότες».
Δεν πρόκειται για ένα τραγούδι, αλλά για ένα τραγούδι-πρωτέα, σε δεκάδες παραλλαγές, πράγμα που δείχνει την ηρωική και μεταμορφωτική του δύναμη καθώς και την αγωνιστική διάθεση και το δυνατό ένστικτο ενός λαού που αξιοποιεί σωστά, ανακυκλώνοντας, τα αθάνατα καλλιτεχνικά αγαθά του.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η Κρήτη υπήρξε ένα από τα προπύργια της Ένωσης Κέντρου και παλαιότερα των Φιλελευθέρων, αντιλαμβανόμαστε και νέες διασκευές για τις νέες ανάγκες. Το τραγούδι επίσης εμφανίζεται στα Ιουλιανά, στην επτάχρονη Δικτατορία και στα γεγονότα στην Κύπρο, το 1974. Η «Ξαστεριά», επομένως, ξεφεύγει από την Κρήτη και αποκτά πολιτικό χαρακτήρα, ο οποίος εκδηλώνεται στην κηδεία του Σεφέρη, όπου εκτός από την «Άρνηση» ο κόσμος, που συνόδευε τον ποιητή ως το Α΄ Νεκροταφείο, τραγουδούσε «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Στα χρόνια της Μεταπολίτευσης εξακολουθούσε να κινεί τα πλήθη, μετεξελιγμένο σε πολιτικό.
Το τραγούδι, που αρχικά ξεκίνησε ως ριζίτικο στον δίσκο των Ριζίτικων, με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη, θα λέγαμε ότι παραπλάνησε τις αρχές και έτσι ξεπέρασε τον σκόπελο της λογοκρισίας. Και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον η όλη σύμπλεξη που μελετά ο Ανδρειωμένος των ιστορικών γεγονότων της εποχής με τα καλλιτεχνικά δρώμενα και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του τραγουδιού σ’ αυτά. Μάλιστα, το τοποθετεί πλάι στη «Μασσαλιώτιδα», τη «Διεθνή», τον ύμνο του Κρόμγουελ, τους δωδεκαφθογγισμούς των Αυστριακών Μολώχ, το επισημαίνει σε πεζογραφήματα ή άλλες αφηγήσεις λογοτεχνών και πανεπιστημιακών δασκάλων. Τέλος, το επαναφέρει στο προσκήνιο με αφορμή την τρέχουσα οικονομική κρίση και την παρουσία του στις διαδηλώσεις και σε κείμενα διαμαρτυρίας, διαφημίσεις, ποδοσφαιρικές ομάδες, πράγμα που δείχνει πως η «Ξαστεριά», υπερβαίνοντας τις περιστάσεις –πολιτικές, εθνικές, κοινωνικές– επανακάμπτει σε κάθε περίσταση που υποφώσκει η ανάγκη μιας ανατροπής.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια πλουσιότατη βιβλιογραφία –έντυπη και ηλεκτρονική– από όπου ο συγγραφέας Γιώργος Ανδρειωμένος άντλησε το πολυποίκιλο υλικό του, εξαντλώντας όλες τις δυνατές βιβλιογραφικές παραμέτρους.
Τελικά, δεν πρόκειται για ένα τραγούδι, αλλά για ένα τραγούδι-πρωτέα, σε δεκάδες παραλλαγές, πράγμα που δείχνει την ηρωική και μεταμορφωτική του δύναμη καθώς και την αγωνιστική διάθεση και το δυνατό ένστικτο ενός λαού που αξιοποιεί σωστά, ανακυκλώνοντας, τα αθάνατα καλλιτεχνικά αγαθά του. Με άλλα λόγια, η αξία δεν χάνεται και βρίσκει τον τρόπο να αναδύεται κάθε φορά που η περίσταση το απαιτεί, ξεπερνώντας αρχικές αφορμήσεις, ταμπέλες και όρια.

«Πότε θα κάνει ξαστεριά»
Από τις ρίζες των Λευκών Ορέων στην πανελλήνια χρήση
Γιώργος Ανδρειωμένος
Ι. Σιδέρης
376 σελ.
 http://diastixo.gr/kritikes/diafora/7886-pote-tha-kanei-ksasteria

Δεν υπάρχουν σχόλια: