Γράφει η Αγγελική Σπηλιοπούλου
Κωνσταντία Σωτηρίου
«Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ», εκδ. Πατάκη
“Στο στερνό του ήλιου προσεύχομαι το φως, όσοι θα ‘ρθουνε του αφέντη εκδικητές, να ξεπληρώσουν και τον δικό μου φόνο στους εχθρούς μου, που σκότωσαν μια σκλάβα, εύκολη πράξη.” Στην προμετωπίδα του βιβλίου βρίσκουμε αυτό το απόσπασμα από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου
(μετάφραση Τάσος Ρούσσος) όπου η Κασσάνδρα κάνει έκκληση σε αυτούς που θα έρθουν να αποδώσουν δικαιοσύνη/δικαίωση παίρνοντας εκδίκηση για το φόνο του Αγαμέμνονα να θυμηθούν και το δικό της φόνο, της σκλάβας που ως αιχμάλωτη/τρόπαιο ακολούθησε τον αφέντη στη μοίρα του. Ο ισχυρός επιβάλλεται, όπως διδάσκει η ιστορία και η φύση, ομολογουμένως, είτε πρόκειται για λόγους εγωισμού/ματαιοδοξίας είτε επεκτατισμού και οικονομικών συμφερόντων. Το πολύπαθο νησί της Αφροδίτης, λόγω της στρατηγικής του γεωγραφικής θέσης και του γεωφυσικού πλούτου του, υπήρξε πόλος έλξης και διαμάχης για την εκμετάλλευσή του. Από την εποχή της Αγγλοκρατίας, τις επιπτώσεις της αποικιοκρατίας, την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Κύπρου, που δεκάδες ζωές μεταλλωρύχων χάθηκαν από πνευμονοκονίαση, ερχόμαστε στη σύγχρονη εποχή της εκμετάλλευσης των οικονομικά αδυνάτων. Η Κωνσταντία Σωτηρίου με σημείο αφετηρίας της αφήγησης της την Κόκκινη Λίμνη στο Μιτσερό, εκτείνεται στο παρελθόν με τη δημιουργία των τοξικών λιμνών από τους κρατήρες των μεταλλείων και στο παρόν με τον εντοπισμό στον πυθμένα της των γυναικών που έπεσαν θύματα του πρώτου κατά συρροή δολοφόνου της στην Κύπρο.Με τον τρόπο αυτό προκύπτει η ανάδειξη του ταξικού,
αποικιοκρατικού, μεταναστευτικού ζητήματος: άνθρωποι που καταλήγουν θύματα λόγω
της οικονομικής δυσχέρειάς τους. Στην πρώτη περίπτωση τα άμεσα θύματα ήταν
άνδρες, ενώ στη δεύτερη γυναίκες. Και στις δύο περιπτώσεις, είτε πλήρωσαν με τη
ζωή τους, είτε επωμίστηκαν τα βάρη, τα θύματα ήταν και πάλι γυναίκες. Αυτό
δίνει και τη φεμινιστική χροιά στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου η οποία ενισχύεται
με την επιλογή στο ρόλο της αφηγήτριας να βρίσκεται μια ηλικιωμένη γυναίκα και
ενδιάμεσα να υπάρχει η φωνή της “γραίας της γιαγιάς”, η συλλογική γυναικεία
συνείδηση, θα μπορούσαμε να πούμε.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη διήγηση της “γραίας γιαγιάς” για
τη δημιουργία του κόσμου. Η πανταχού παρούσα σε χρόνο και τόπο “γραία γιαγιά”
ιστορεί τη φύση, τη θέση, τη διεκδίκηση της Κύπρου μέσα από συγκεκριμένες
στιγμές/μύθους. Η συναρμογή του στοιχείων που παραθέτει δημιουργούν τη βάση
ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης και να κάνει τις συνδέσεις που απηχούν το
διακύβευμα.
Η κεντρική αφηγήτρια του μυθιστορήματος είναι μια υπέργηρη
γυναίκα. Μένει μόνη στο σπίτι της στο χωριό όπου και έζησε ολόκληρη τη ζωή της.
Τα παιδιά της έχουν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες στην πόλη.
Προσλαμβάνουν μια κοπέλα από τις Φιλιππίνες για να μένει με την ηλικιωμένη
μητέρα τους και να την προσέχει. Χρονικά συμπίπτει με την ανεύρεση των πέντε
νεκρών γυναικών και των δύο παιδιών στην Κύπρο το 2019, όλα θύματα του πρώτου
κατά συρροή δολοφόνου του νησιού. Η πραγματική αυτή η ιστορία συντάραξε τον
κόσμο καθώς ο δράστης είχε στο στόχαστρό του γυναίκες που αναζητούσαν μια
καλύτερη τύχη, μετανάστριες που ήθελαν να στηρίξουν οικονομικά τον εαυτό τους
και τις οικογένειές τους και βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα τους. Η ηλικιωμένη
γυναίκα εκφράζει τους φόβους και την ανησυχία της για την κοπέλα που έχει σπίτι
της, τη δική της Λάνι Λανιλί. Είναι μια νέα γυναίκα μόνη σε ξένο τόπο, που,
κατά πώς δείχνουν οι αποκαλύψεις των δολοφονιών, μπορεί εύκολα να πέσει θύμα
κάποιου διαταραγμένου νου ή στυγνού δολοφόνου.
Στο πρόσωπο της αφηγήτριάς της η Σωτηρίου βάζει επίσης μια
γυναίκα που έχασε τον άνδρα της σε νέα ηλικία από πνευμονοκονίαση λόγω της
εργασίας του σε μεταλλείο των Άγγλων αποικιοκρατών κοντά στο χωριό τους. Η
ανομβρία που οδήγησε σε ανυδρία στην Κύπρο τότε, ανάγκασε τους κατοίκους του
νησιού να εργαστούν στην εταιρεία εξόρυξης μετάλλων κάτω από απάνθρωπες
συνθήκες.
Το 2019, επίσης μετά από μια άνυδρη περίοδο, η έντονη
βροχόπτωση ήταν η αιτία να έρθει στην επιφάνεια η σορός του πρώτου θύματος των
δολοφονιών, της τριανταοκτάχρονης μετανάστριας από τις Φιλιππίνες, Μαρί Ρόουζ.
Τουρίστες ανακάλυψαν τη σορό της σε φρεάτιο του μεταλλείου της Κοκκινόγειας στο
Μιτσερό της Κύπρου. Ο μακάβριος κύκλος ανεύρεσης των επτά νεκρών θυμάτων
κλείνει με την εξάχρονη Σιέρρα, κόρη της Μαρί Ρόουζ.
Κοινός παράγοντας και στα δύο αυτά πραγματικά γεγονότα είναι
ο θάνατος ανθρώπων που πρωταρχικά ήταν θύματα οικονομικής εκμετάλλευσης. Το
ζήτημα και στις δύο περιπτώσεις είναι ταξικό και παράγωγο του καπιταλισμού,
όπου εξουθενωμένοι οικονομικά άνθρωποι ωθούνται να εργαστούν κάτω από άθλιες συνθήκες
ή να εγκαταλείψουν τον τόπο τους. Επίσης, και στις δύο περιπτώσεις αναζητείται
η δικαιοσύνη/δικαίωση.
Το τραύμα της αποικιοκρατίας και της μετανάστευσης, οι
μητέρες που αναγκάζονται να εργάζονται ατελείωτες ώρες και δεν χορταίνουν τα
μωρά τους, είναι τα κύρια θέματα που διαλέγεται η Σωτηρίου τονίζοντας παράλληλα
την αναλγησία των υπευθύνων. Σε ένα σημείο του μυθιστορήματος, η ηλικιωμένη
αφηγήτρια εκφράζει κάποιες σεξιστικές απόψεις για το ίδιο της το φύλο. “Ε, να,
της είπα και εγώ της δικής μου, δεν πρόσεχε, και πού γύριζε, και πού τον βρήκε
τον φίλο από τα κινητά και τα ίντερνετ και τα κομπιούτερ, και έτσι κάνετε,
ήρθατε στην ξένη χώρα να δουλέψετε, να βάλετε στην άκρη μια μπακίρα να στείλετε
στα παιδιά σας, είστε και παντρεμένες, δεν ντρέπεστε, και ψάχνετε να κάνετε
φίλο και να κάνετε δεσμούς ερωτικούς, αντί να κάτσετε στα αυγά σας, να μαζέψετε
λεφτά να στείλετε σπίτι σας, θέλετε άντρα να βάλετε στο βρακί σας, αντί να
κάτσετε φρόνιμες, να μείνετε σπίτι, να κάνετε τις δουλειές σας, τη δουλειά που
σας πληρώνουμε να κάνετε, τα θέλετε και τα παθαίνετε, εγώ ξέρω, αν έμενε σπίτι
της τίποτα δεν θα πάθαινε, δες τώρα, να τις ψάχνουν πεθαμένες στη λίμνη.”
Θεωρώ ότι πολύ εύστοχα παραθέτει η συγγραφέας την άποψη των
παλαιότερων γενεών για τις γυναίκες που πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης.
Η φράση “τα θέλετε και τα παθαίνετε” εμπερικλείει την κουλτούρα απαξίωσης των
γυναικών, τις εδραιωμένες πατριαρχικές αντιλήψεις, το μισογυνισμό που και οι
ίδιες οι γυναίκες αναπαράγουν. Και είναι η ίδια γυναίκα που εντοπίζει και
υπογραμμίζει τα βάρη που επωμίζονται οι γυναίκες μιλώντας για τις υποχρεώσεις
του γιου της σε αντίστιξη με αυτές των θυγατέρων της, όπως επίσης ομολογούν και
τα δικά της βιώματα, μιας συζύγου και μητέρας που δούλεψε σκληρά, σπάζοντας
πέτρες, για να μεγαλώσει τα παιδιά της όταν έχασαν τον πατέρα τους. Η
συγγραφέας χρησιμοποιεί γλώσσα που αντιπροσωπεύει το χρόνο και το πρόσωπο που
αφηγείται κάθε φορά. Αποφεύγει τη γραφή σε κυπριακή διάλεκτο δίνοντας μικρή
γεύση με λίγες σκόρπιες λέξεις μέσα στο κείμενο.
Η Κωνσταντία Σωτηρίου με έναυσμα την ιστορία του τόπου και
της οικογένειάς της δημιουργεί ένα αφήγημα που έχοντας στη βάση του την
πραγματικότητα, αναγάγει το τοπικό σε διεθνές, αναδεικνύοντας την ανθρώπινη
κατάσταση σε όλες τις πτυχές της όπως διαμορφώθηκε από τον ιμπεριαλισμό και τον
καπιταλισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου