12.11.17

Τάκης Γκόντης: «…δεν μου αρέσει να παίρνω και να διασκευάζω μια υπαρκτή ιστορία»



Συνέντευξη του Τάκη Γκόντη, συγγραφέα, στην Κατερίνα Αθανασίου.

Ορισμένες από τις ερωτήσεις τέθηκαν στον Τ.Γκόντη, στην εκδήλωση παρουσίασης του μυθιστορήματός του «Σιρόκος» (4/11/2017). Σας παραθέτουμε ολόκληρη την πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη του συντοπίτη μας συγγραφέα.




Γιατί «Σιρόκος»;

Απ.
Σιρόκος είναι όπως θα ξέρετε ο νοτιοανατολικός άνεμος στην θαλασσινή γλώσσα. Εν προκειμένω είναι οι άνεμοι της φτώχιας και των πολέμων από τα ανατολικά και τα νότια. Η ανατολή και ο νότος, δύο γεωγραφικές συνιστώσες που συγκροτούν την νοτιοανατολική συνισταμένη. Άλλες δύο συνιστώσες, κοινωνικές αυτή τη φορά, είναι η φτώχια και ο πόλεμος που έφεραν χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες στο νησί όπου διαδραματίζεται η ιστορία μας. Παράλληλα, στο ίδιο νησί, μια ομάδα υπέρμετρα πλούσιων έχει φτιάξει ένα πρότυπο οικισμό από απόψεως συνθηκών ασφαλείας και πολυτελούς διαβίωσης. Σε ένα μικρό συνεπώς τόπο, όπως είναι και η γη αν τη δει κάποιος από ψηλά, συνυπάρχουν ο απόλυτος πλούτος και η απόλυτη φτώχια. Η φτώχια που γεννάει εγκληματικότητα και συνεπώς την ανάγκη μέτρων ασφαλείας για εκείνους που συγκεντρώνουν ολοένα και περισσότερο πλούτο στα χέρια τους. Εδώ διαδραματίζεται η ιστορία μας, γιατί εκτός από τις γενικές κοινωνικοοικονομικές καταστάσεις υπάρχουν και οι άνθρωποι που τις βιώνουν και επηρεάζονται από αυτές.


Ποιος είναι ο δικός σας «Σιρόκος»;

Απ.
Η αισιοδοξία μου που νιώθω ώρες ώρες να χάνω και αισθάνομαι την ανάγκη να βρω κάποιον τρόπο να περιφρουρήσω.

Ταξίδια και εικόνες σχηματίζονται, διαβάζοντας κανείς. Έχετε ταξιδέψει;

Απ.
Παλιά,  η Ιωάννα η γυναίκα μου όταν με έβλεπε αφηρημένο πάνω από μισογραμμένες κόλες χαρτί με ρωτούσε: «Που ταξιδεύεις;» Τέτοια ταξίδια έχω κάνει πολλά.  Θα μπορούσα να πω ότι είμαι πολυταξιδεμένος. Από τα κανονικά, όχι και τόσο όσο θα ήθελα. Ελπίζω στο μέλλον. Αν θέλουμε τώρα να συσχετίσουμε τη λογοτεχνία με τα ταξίδια θα έλεγα ότι υπάρχει συσχετισμός αλλά όχι απαραίτητα. Για παράδειγμα, στη «Δίκη» του Κάφκα δεν συναντούμε ταξιδιωτικές αναφορές, ενώ απεναντίας στη «Αμερική» του ίδιου συγγραφέα που είναι ένα καθαρά «ταξιδιωτικό μυθιστόρημα» οι ταξιδιωτικές αναφορές είναι εύλογες. Το ίδιο ισχύει και με το έργο του Μπέκετ «Ο Μαλόν πεθαίνει»  όπου επίσης ταξιδιωτικές αναφορές απουσιάζουν, σε αντίθεση με τα έργα του Ερνεστ Χεμινγουέη, που είναι ένας κατ εξοχήν κοσμοπολίτης συγγραφέας αυτές οι τελευταίες είναι εμφανείς.

Το μεταναστευτικό ζήτημα ενυπάρχει στο μυθιστόρημά σας με πολύ ουσιαστικό και έντονο τρόπο. Επέτεινε το ελληνικό δράμα αυτή η εξωγενής κατάσταση;

Απ.
Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό είναι όπως είπα και πιο πριν  μέρος του κοινωνικού καμβά πάνω στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία μας. Τώρα όσον αφορά για τη χώρα και το κατά πόσο αυτή επηρεάστηκε θα έλεγα ότι στις περιοχές όπου είχαμε αυξημένες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές η καθημερινότητα των κατοίκων επηρεάστηκε οπωσδήποτε. Όχι απαραίτητα με αρνητικό τρόπο, γιατί ορισμένοι πιθανότατα επωφελήθηκαν. Όσον αφορά την ελληνική κρίση, αναμφίβολα δεν ευθύνονται οι μετανάστες και οι πρόσφυγες. Είναι όμως μια παθογένεια το να τα ρίχνουμε αλλού. Ας μη μιλήσουμε καλύτερα για την αντιμετώπιση που είχαν οι έλληνες πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής αλλά και του πόντου.



Οι ήρωες του βιβλίου σας είχαν προδιαγεγραμμένη πορεία την οποία γνωρίζατε και ακολουθούσατε ως τη τελευταία σελίδα ή υπήρξε πιθανότητα «αυτονόμησής» τους κατά τη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου;

Απ.
Σαφώς και όχι. Κι εγώ παρακολουθούσα, πολύ συχνά με αγωνία θα έλεγα και με ενδιαφέρον αυτή την πορεία κατά τη διάρκεια της οποίας έβλεπα βήμα βήμα να γεννιόνται και να διαμορφώνονται οι χαρακτήρες και τα γεγονότα. Αυτό είναι και το συναρπαστικό της μυθοπλασίας. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να αφαιρώ παραγράφους, κεφάλια, λέξεις, να κόβω, να ράβω, αφαιρώντας ότι θεωρούσα ότι ήσαν αδύναμο, ή ότι δεν εξυπηρετούσε τη ροή και τον μύθο. Και στο τέλος, αφού πλέον είχε ολοκληρωθεί η ιστορία του βιβλίου, περάσαμε στη φάση της ωρίμανσης. Το μυθιστόρημα για κάμποσα χρόνια υπέστη επεξεργασία. Ενηλικιώθηκε θα μπορούσα να πω. Ακόμα και ρυτίδες θα μπορούσε κανένας παρατηρητικός να διακρίνει να ξεφυτρώνουν.


Γιατί να διαβάσει κανείς το «Σιρόκο»;

Απ.
Δεν είναι απαραίτητο. Κι εγώ έχω παρατήσει αδιάβαστα μυθιστορήματα και άλλα βιβλία την αξία των οποίων ούτε που διανοούμαι να αμφισβητήσω. Για να διαβάσει κάποιος ένα βιβλίο θα πρέπει να υπάρχει χημεία ανάμεσα σε εκείνο και τον αναγνώστη. Είναι κατά κάποιο τρόπο σαν πρόσκληση σε χορό. Κατά προτίμηση βαλς ή ταγκό. Το να το πάρει κάποιος στα χέρια του είναι η αποδοχή  αυτής της πρότασης. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να ταιριάζουν τα βήματα, να υπάρχει όπως είπα χημεία, να υπάρχει ενδιαφέρον, να συνεχίζει να γοητεύει για να μην ακούσει ο ένας εκ των δυο τον άλλον να λέει: «ας καθίσουμε καλύτερα». Προσωπικά το εκλαμβάνω ως μια μικρή νίκη κάθε φορά που ένας αναγνώστης κλείνει  οριστικά το «Σιρόκο», αφού πρώτα έχει διαβάσει και την τελευταία λέξη της τελευταίας του σελίδας. Αυτό είναι για μένα το στοίχημα.




Κατά τη γνώμη σας σε τι μπορεί να μας βοηθήσει σήμερα η λογοτεχνία;

Απ.
Αν εννοείς να κάνει η λογοτεχνία τον κόσμο καλύτερο, θα έλεγα ότι  αυτός δεν είναι ο ρόλος της. Τον κόσμο καλύτερο θα τον κάνουν  οι ποιοτικότεροι άνθρωποι και τέτοιους ανθρώπους θα έχουμε μόνο εφόσον φροντίσουν, οι γονείς κατ αρχάς, το σχολείο, οι δάσκαλοι και το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί. Εάν το βιβλίο αποτελέσει εργαλείο στα χέρια τους είναι και αυτό  ένα ζητούμενο, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν μόνο καλά βιβλία, όπως δεν υπάρχει μόνο καλός κινηματογράφος. Το πρόβλημα μ’ άλλα λόγια είναι σύνθετο και καθόλου μα καθόλου εύκολο.



Το αναγνωστικό κοινό έχει ιδιαιτερότητες;

Απ.
Ευδιάκριτη γραμμή ανάμεσα στα λεγόμενα «ανάλαφρα» και στα πιο… «κοπιώδη» (ας μου επιτραπεί η έκφραση) και όσον αφορά τη γραφή και όσον αφορά την ανάγνωση δεν υπάρχει. Στην μία και στην άλλη άκρη του φάσματος οι διαφορές βεβαίως εμφανείς. Κάπου στη μέση όμως συναντώνται και οι αναγνώστες και τα αναγνώσματα. Συνεπώς υπάρχουν πάμπολλοι, θα έλεγα το μεγαλύτερο κομμάτι του αναγνωστικού κοινού, που πατάει και στα δύο μέρη.


Προτιμάτε κάποια φόρμα γραφής κάποιο  είδος;
Απ. Θα έλεγα, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω τον όρο, ότι προτιμώ τον λεγόμενο «Φανταστικό ρεαλισμό». Δεν θα έλεγα τον «Μαγικό ρεαλισμό» δεδομένου ότι αυτός αφορά τον Μάρκες προσωπικά. Είναι μία κατηγορία μόνος του, όπως θα λέγαμε. Με άλλα λόγια δεν μου αρέσει να παίρνω και να διασκευάζω μια υπαρκτή ιστορία. Δεν μου αρέσει η μυθοπλασία να υπόκειται σε τέτοιου είδους περιορισμούς. Δεν το βρίσκω καθόλου μα καθόλου διασκεδαστικό. Ούτε να δανείζομαι τους ήρωές μου μ’ αρέσει από  πρόσωπα υπαρκτά, που γνωρίζω. Κάποια στοιχεία όλων αυτών οπωσδήποτε κάνουν στο υποσυνείδητο τη «δουλειά» τους, αλλά μόνο έως εκεί.

Οι συγγραφείς διαβάζουν; Είναι συστηματικοί αναγνώστες δηλαδή;

Απ.
Φαντάζομαι ναι. Ελπίζω να μην υπάρχει κανένας που να νομίσει ότι είναι ή να θέλει να γίνει συγγραφέας ή ποιητής χωρίς να διαβάζει. Και μάλιστα να διαβάζει πολύ. Να είναι το αγαπημένο του χόμπι. Παρθενογένεση στην τέχνη δεν υπάρχει. Είναι ανέφικτη. Χίμαιρα. Για να μην το πάω παραπέρα και πω: «γραφικότητα».


Τα τελευταία χρόνια έχουμε μία πληθώρα εκδόσεων. Κατά τη γνώμη σας όλο αυτό βοηθάει τον αναγνώστη στις επιλογές του;

Απ.
Είναι ένα ζήτημα αναμφίβολα οι πάρα πολλές εκδόσεις, αλλά όπως είπε κι ο Μάο: «ας αφήσουμε όλα τα λουλούδια ν’ ανθίσουν». Ποτέ κανένας δεν ξέρει. Μπορεί αυτό να είναι ενοχλητικό κάπως για εκείνους που επιδιώκουν ενδεχομένως να αποκτήσουν από τη γραφή φήμη και χρήμα και που νιώθουν όλη αυτήν την πολυκοσμία να κρύβει τη θέα τους. Τώρα εάν όλη αυτή η, ας την πούμε «πολυκοσμία», (τελευταία πάντως όχι τόσο όσο μερικά χρόνια πρωτύτερα) προκαλεί ένα είδος σύγχυσης στον αναγνώστη σχετικά με την επιλογή του κατάλληλου βιβλίου…   δεν αποκλείεται. Κατά τη γνώμη μου ο καλύτερος τρόπος επιλογής του βιβλίου, για να μη σπαταλάμε τα χρήματά μας είναι να εμπιστευτούμε τη γνώμη κάποιου φίλου, από αυτούς που συνηθίζουν να ψάχνουν, και που έχοντας διαβάσει κάποιο βιβλίο μας το προτείνει ανεπιφύλακτα. Αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η πιο αξιόπιστη μέθοδος επιλογής, απαλλαγμένη από «μηχανισμούς χειραγώγησης» του «τι θα πρέπει να μας αρέσει» και οι οποίοι (εν πολλοίς) είτε υπηρετούνε συμφέροντα είτε  είναι ενταγμένα στο σύγχρονο παιχνίδι των καλών δημοσίων σχέσεων με εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές κλπ. 

Οι δύσκολοι καιροί δίνουν καλά έργα τέχνης; Η λογοτεχνία χρειάζεται «κρίσεις» για να ανθίσει;

Απ.
Πάντοτε οι καιροί ήσαν δύσκολοι. Δυσκολότεροι για κάποιους και ευκολότεροι για κάποιους άλλους. Αν θα έπρεπε πάντως να βάλω κάπου μια διαχωριστική γραμμή θα την έβαζα εκεί κάπου ανάμεσα στις εποχές των πολέμων και της ειρήνης με την υποσημείωση ότι στους καιρούς των πολέμων και γύρω από αυτούς τα έργα που γράφονται είναι περισσότερο παθιασμένα. Ακόμα και όταν δεν αναφέρονται στον πόλεμο, (κάτι που το συναντάμε συχνά σε συγγραφείς που πασχίζουν θαρρείς  να απεμπλακούν απ’ τις μνήμες) ακόμα και τότε μπορεί αν θέλει κανένας να διακρίνει την «αύρα του». την επιρροή του. όπως για παράδειγμα στην «Έρημη χώρα» του Tomas Eliot  στην οποία ο ποιητής ναι μεν δεν μιλάει για τον πόλεμο που τον έχει σημαδέψει εμφανώς μιας και βίωσε προσωπικά τον πολύ σκληρό πρώτο παγκόσμιο, μιλάει όμως ξεκάθαρα για την ασχήμια. Την ασχήμια των ανθρώπων ιδίως, η οποία αναδύεται με τον χειρότερο τρόπο. Πάντως, αν θα έπρεπε να βρω διαφορές θα επεσήμαινα απλά ότι στις εποχές των πολέμων γεννήθηκαν ορισμένοι από τους γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Εκεί δηλαδή στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα συναντάμε συγγραφείς και ποιητές κυριολεκτικά κολοσσούς. Τον Χεμινγουέη για παράδειγμά και τον Στάινμπεκ στις ΗΠΑ τον Μπέκετ στην Ιρλανδία, τον Έλιοτ και την Γουλφ στην Αγγλία, τον Καμύ και τον Αραγκόν στην Γαλλία, τον Μπρεχτ, τον Μπελ, τον Κάφκα και τον Έσσε στην Γερμανία, τον Καουβαμάτα στην Ιαπωνία κλπ. Ενώ στην χώρα μας, που γνώρισε σε αυτό το διάστημα έξη πολέμους, έχουμε τον Καζαντζάκη, τους δύο νομπελίστες τον Ελύτη και τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Τσίρκα, τον Τερζάκη, τον Καραγάτση κλπ, κλπ.


Με ποια ερώτηση θα θέλατε να κλείσουμε;

Απ.
Με έχουν ρωτήσει αρκετοί αναγνώστες, γιατί το νησί της ιστορίας μας δεν έχει όνομα, γιατί δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο δηλαδή. Σε αυτούς απαντώ ότι, κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε κατ αρχάς αναντιστοιχίες ανάμεσα στις περιγραφές του βιβλίου και την πραγματική, την υφιστάμενη κατάσταση του συγκεκριμένου (εάν υπήρχε) νησιού. Επιπλέον θα ήταν περιοριστικό στην ανάπτυξή της μυθοπλασίας. Εξάλλου όπως υπαινίχθηκα ήδη στην πρώτη ερώτηση, φιλοδοξώ αυτό το νησί να εκπροσωπεί τον πλανήτη που αν το δεις από το διάστημα είναι ένα μικρό, πανέμορφο, γαλάζιο νησί στο μαύρο χάος του σύμπαντος».






ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Τ.ΓΚΟΝΤΗ

Ο Τάκης Γκόντης, κατά κόσμο Χρήστος Τότλης, γεννήθηκε το 1955 στη Φλαμουριά της Έδεσσας. Έζησε κι εργάστηκε σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Το 1979 απολύθηκε από τη ΔΕΗ όπου εργαζόταν εξαιτίας των απεργιακών κινητοποιήσεων στις οποίες συμμετείχε. Την ίδια χρονιά εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο "Εκείνη ο Χριστός κι ο ένας". Το 1980 προσλαμβάνεται και ορίζεται υπεύθυνος στο τμήμα φωτοσύνθεσης της νεοσύστατης τότε ΤΥΠΟΕΚΔΟΤΙΚΗΣ, από όπου παραιτείται έξι χρόνια μετά. Την ίδια χρονιά ολοκληρώνει και εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο "Η πολιτεία με τα τέσσερα παράθυρα". Το 1988 εγκαθίσταται στη γενέτειρά του ασχολούμενος με βιολογικές καλλιέργειες. Έχει εκδώσει συνολικά πέντε βιβλία με ποιήματα και πεζά. Τελευταίο η ποιητική συλλογή "Κολιμπρί" από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης και πρόσφατα από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το μυθιστόρημα «Σιρόκος». Σημαντικό μέρος από το έργο του παραμένει ανέκδοτο.



Δεν υπάρχουν σχόλια: