Όταν κυκλοφόρησε το λογοτεχνικό αυτό βιβλίο το 1993 , όπως είναι φυσικό,λίγοι το πρόσεξαν, διότι ήμουν άγνωστος και υποθέτω διότι μιλούσα για πράγματα που δεν αφορούσαν αυτούς που διαβάζουν, τους αστούς.
Ω λέλε!
Μεταφράζεται αυτή η έκφραση σε άλλη γλώσσα, αναρωτήθηκε κάποτε σε ανάρτηση της η φίλη μου από τα φοιτητικά μας χρόνια , η Κατερίνα Μόντη, γιατρός, συγγραφέας και ποιήτρια που ζει στις Βρυξέλλες, σε μια στιγμη μάλλον που αυθόρμητα την ξεστόμισε κι οι γύρω της αναρωτήθηκαν τι άραγε να σημαίνει αυτό το περίεργο επιφώνημα...
Είναι κάποιες εκφράσεις που πιστεύω πως είναι αδύνατον να μεταφραστούν.
Είναι κυρατζήδες κι οι λέξεις, μεταφέρουν βαρύ, αλλιώτικο φορτίο,, κουβαλούν ιστορία, βιώματα, όνειρα, βάσανα, ανηφόρες πολλών γενεών.
Είναι σαν τα σπάνια πετρώματα που δεν συναντάς σε άλλους τόπους, σαν τα διάφανα νερά των ποταμών που έχουν τις πηγές τους σε βουνά δυσπρόσιτα, οριοθετούν τη διαδρομή στον χρόνο της μνήμης, είναι μονοπάτια που μόνο όποιος τα πέρασε τα γνωρίζει.
Πρέπει να σε πάρει από το χέρι αυτός που περπάτησε στα ομαλά και στ'απόκρημνα και να τα διαβείς μαζί του, αλλιώς δεν γίνεται να εννοήσεις τη γλώσσα των επιφωνημάτων. Να σου ερμηνεύσει μπορεί, αν θα τα νιώσεις όμως είναι μια άλλη ιστορία...
Να και ένα βιβλίο με τίτλο του το αμετάφραστο επιφώνημα. Μεταφράζονται όμως στις γραμμές του και κοινωνούνται τα αισθήματα που το γεννούν. Με πήρε από το χέρι και με ταξίδεψε στον χρόνο και στον τόπο.
Δεν είναι καινούριο, άργησα να το διαβάσω, είναι όμως διαχρονικά πολύτιμο.
Είναι βιβλίο που μετουσιώνει τη λαογραφική καταγραφή σε ποιητική αφήγηση, σε λόγο παραμυθητικό με την αρχαία σημασία της λέξης, λόγο παρηγορητικό της μνήμης, γραμμένο από τον πανεπιστημιακό δάσκαλο, ποιητή και αρθρογράφο Βασίλη Νιτσιάκο.
Για το επιστημονικό /διδακτικό/ερευνητικό του έργο στον τομέα Λαογραφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων δεν είμαι η κατάλληλη να γράψω. Το γνωρίζουν καλύτερα οι συνάδελφοι του, οι φοιτητές του κι οι φοιτήτριες του. Παρακολουθώ την αρθρογραφία του στον τύπο, διαβάζω τις αναρτήσεις του στο φβ, που καλύπτουν ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων. Προ καραντίνας, είχα την τύχη να παρακολουθήσω και θαυμάσιες εκδηλώσεις στο Λαογραφικό Μουσείο της Πόλης μας, στο οποίο προΐσταται ως πρόεδρος του Δ.Σ.
Συναντηθήκαμε στον Γράμμο. Στο Ντένισκο (Αετομηλίτσα) οι ρίζες του, λίγο πιο κάτω, στο Βόιο οι δικές μου, πέρασμα αιώνων οι στράτες του για τους νομάδες προγόνους μας.
Συμμερίζομαι την περηφάνεια του για την βλάχικη καταγωγή του και τον αγώνα του μαζί με άλλους συμπατριώτες να αναδείξει τη γλώσσα και τον πλούσιο πολιτισμό της.
Ο καθηγητής Νιτσιάκος είναι εξαίρετος ποιητής και πεζογράφος. Ο πρώτος μάλιστα που έγραψε ποίηση στη βλάχικη γλώσσα και μελοποιήθηκε έξοχα στο CD Ω Λέλε από τον συνθέτη Σουλη Λιάκο.
Πριν από αυτό όμως προηγήθηκε το βιβλίο(1993, εκδ. Οδυσσέας) με τον ίδιο τίτλο " Ω λέλε", έκφραση γνωστή σε όλες τις κοινότητες της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.
Ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι, αρβανιτόφωνοι και σλαβόφωνοι μοιραζόμαστε την πιο βαθιά φωνή που βγαίνει από τα μύχια της ψυχής μας. Είναι η κοινή μας γλώσσα,
δύο λέξεις της απόγνωσης, της θλίψης, της έκπληξης, του σπαραγμού, της ανάμνησης, του νόστου. Η γλώσσα της ψυχής, η κοινή μας πατρίδα.
Διαβάζοντας απνευστί τις 60 σελίδες του βιβλίου, περπάτησα με τον συγγραφέα σε γνώριμους δρόμους, είδα με άλλη οπτική εικόνες που κουβαλούσα από παιδί. Είδα τα καραβάνια των φορτηγών με τα γιδοπρόβατα και τα άλογα στο πίσω μέρος να αγκομαχούν στον ανήφορο, μπροστά στο πατρικό μου, όταν ανέβαιναν να ξεκαλοκαιριάσουν στα βουνά μας. Γεύτηκα το ρυζόγαλο στη Μπάρα, εκεί που σταματούσαμε με τον πατέρα μου να πάρουμε μιαν ανάσα μετά τις στροφές της Καστανιάς. Ξαπόστασα στη μοναχική γκορτσιά στο Άνω Βόιο, ανθισμένη μια μακρινή άνοιξη, όταν σταμάτησα να τη φωτογραφίσω γιατί μόνον αυτή τη μοναξιά μπορούσα να κουβαλήσω πίσω. Κοιμήθηκα πάνω στις κόκκινες βελέντζες που ύφαιναν οι γυναίκες, σταμάτησα στο Επταχώρι, λίγο πριν κατηφορίσουμε για τα Γιάννενα, διάβασα τα ονόματα όλων, τα χαραγμένα στις φλούδες αρχαίων δέντρων, περήφανες γενεαλογίες ανδρών και γυναικών, πόθοι, πάθη, μυστικά, μάγια, μαγγανείες και μυστικά, ανταμώματα και μισεμοί, θύματα εντός και εκτός της συνοριακής γραμμής που όρισε ο πόλεμος.
Εμείς όλοι στις αράδες του βιβλίου κι ας μην ήμασταν νομάδες, εμείς που ξέρουμε καλά το φως και τα σκοτάδια αυτού του τόπου.
Πιο ποιητική μεταφορά της μνήμης σε πεζό λόγο, ενός τρόπου ζωής που χάνεται οριστικά πλέον, δεν έχω ξαναδιαβάσει.
Ειλικρινής, πηγαία, τρυφερή και περήφανη, βαθιά περήφανη γραφή. Κοφτές προτάσεις, κοφτός λόγος σαν τη ζωή αυτών που περιγράφει το βιβλίο.
Η Λαογραφία, η Κοινωνική Ανθρωπολογία έγινε Λογοτεχνία!
Στο τέλος κάθε κεφαλαίου αναφωνούσα κι ένα λέλε.
Ευχαριστώ για τη συγκίνηση Βασίλη Νιτσιάκο!! Vassilis Nitsiakos II
Δύο σειρές ως δείγμα μιας έξοχης γραφής.
"Και κάνει κονάκι του τη μικρή κερασιά της αυλής της. Ένα συννεφάκι αόρατο. Το 'βλεπαν μόνο οι καρδερίνες. Και το κελαηδούσαν. Ένα μοναχικό. Κελαηδισμένο συννεφάκι. Κάθε που κατέβαινε ως το χωριό"
( Αθηνά Παπανικολάου, φιλόλογος- συγγραφέας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου