Ι
ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ ΕΝ ΚΑΜΙΝΩ
Ἰούλιος 2024
Φυσάει πολύ.
Τοῦ γιαλοῦ τό κάλεσμα ἀψήφησα·
στὰ ὀρεινὰ ἀνηφόρισα νὰ παραστῶ
στὴν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Ἰούνη.
Σὲ ἴσκιωμα βελανιδιᾶς
ἀπίθωσα τὸν πίθο τῆς Πανδώρας
μὲ ὅλα τὰ δεινά του.
Κάθε Σαββάτο τὸν σφραγίζω,
νὰ μένει ἀκηδεμόνευτη ἡ ἐλπίδα
ἀπ’ τὶς ὀργὲς τοῦ κόσμου,
τὴν ἀνιοῦσα τοῦ ὀξυγόνου νὰ τραβᾶ
μακριὰ ἀπὸ βλέμματ΄ ἀδιάκριτα·
ἀγωγὴ θεραπευτική
γιὰ τῆς ψυχῆς τίς ἄπνοιες.
Στὸ βάθος θάλασσα.
Κῆπος παντοῦ τριγύρω ἄγριος
σὲ συσκευασία ἐξημερωμένου,
ἴδια πατέντα,
ὡσὰν λύκος ἐμπρηστής
μὲ ἔνδυμα προβάτου,
φόβητρο μορμολύκειο τοῦ καλοκαιριοῦ.
Μποφὸρ ἐννέα καρατιῶν
λύνουν τῆς φλαμουριᾶς τήν κόμη,
νὰ γίνουν τά μαλλιά της
ἄκαυτα χαλιὰ
σὲ ρεματιὲς καὶ λόγγους.
Φυσάει βοριάς.
Δέντρα καὶ δάση
ἐγκαλοῦν τὸν Προμηθέα:
«Ἔλεος!
Τὸ κλεμμένο δῶρο σου
ἀσύστολα μᾶς καίει.
Ἐξαρχῆς ὑπῆρξε ἀναγκαῖον κακόν·
καί ἀναγκαῖο καί κακό».
Ἀρχαία δισημία ἀτελέσφορη,
σὰν δελφικὸ παράγγελμα
«ἥξεις ἀφήξεις οὐκ»
-ἀνάλογα τό ποῦ θὰ μπεῖ τὸ κόμμα.
Φυσάει φωτιά.
Ἔμπηξε τὶς φωνὲς ἡ δρῦς.
Κραυγὴ βοῶντος ἐν καμίνῳ.
Κρατοῦν σεκόντο oi κυρίες τῆς αὐλῆς,
Ζωή, Ὑγεία, Εὐεξία, Ἀειφορία:
—Σταμάτα, Αἴολε,
νὰ λαμπαδιάζεις τήν πυρά.
Φυσ ᾶ ς ἀνάβει.
Φυσ α ᾶ ς φουντώνει.
Φυσ α α ᾶ ς καιγόμαστε.
Βοριᾶς καὶ Προμηθέας
μὲ μιὰ φωνὴ ἀπάντησαν:
—Τὸν αἴτιο ζητῆστε.
Καὶ πάραυτα τὸν ἔδωσαν:
—Στὸ βάθος λύκος.
ΙΙ
ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ
Ἄλικα τῆς πορφύρας τὰ κεράσια,
στὸ χρῶμα τῆς ντροπῆς.
Δὲν κοκκινίζουν τώρα τὰ κοράσια.
Θρασύτατη κυρὰ τά παρασύρει,
χωρὶς αἰδῶ.
Ἀναίδεια τὴ λένε,
στυφὴ, σάν ἄγουρο κεράσι.
Σ΄ ἕνα μπαλκόνι αἰώρα,
καρφίτσα στὸν γιακά μιᾶς βυσσινιᾶς,
ἡ μοναξιὰ ἀποκαλεῖ τὴ σιωπή
γυρίστρα κι ἀδιάκριτη,
ἀφοῦ παντοῦ τρυπώνει,
κυρίως στὰ ταφεῖα μὲ τοὺς δούλους·
τούς ἀποθαμένους.
Θέ μου, σὲ ποιᾶς δουλείας κάτεργα
σκλαβώνονται οἱ ἄμοιροι;
Καὶ τὸ «ἀθάνατον ζῆν»
σὲ τόπους χλοερούς,
τὸ πλάκωσε ταφόπετρα;
Μέσα ἡ παρέα κόβει ράβει
κοινὲς κουβέντες καφενείου,
γιὰ τὸν καφὲ π΄ ἀκρίβυνε,
τὴν ἀλεποῦ ποὺ ξώκειλε
ὡς τὴν αὐλὴ τῆς Ἄννας
κι ἄλλα ράμματα γιὰ τὶς γοῦνες τους·
τίς ἀλεπουδίσιες.
Ἔξω ἡ καρδερίνα μερακλώνει στὸ κλουβί,
μοιρολογώντας τὴ σκλαβιά της.
Σάν ζωντανοὶ νεκροί·
οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω.
Μιὰ χούφτα πετροκέρασα,
τὸ ἐξιτήριο τοῦ Μάη,
τὸν ἐκτροχιασμὸ τοῦ χρόνου
τρέχει νὰ προφθάσει.
Τὰ διαπιστευτήριά του ἐπιδίδει
ὁ Ἰούνιος στὸ θέρος.
Κάτω ἀπ΄ τή σκιερὴ μουριά
ἰσοσταθμίζει κρύο ζέστη
σὲ παλάντζα θερμικῆς ἀνισορροπίας.
Ἀποχρῶσες ἐνδείξεις ἡλικίας
ἐντοπίζονται στῶν κερασιῶν τὶς ἀποχρώσεις.
Τὸ πράσινο τῆς νιότης φέρνει στό ροζέ,
τὸ ρουμπινὶ γέρνει στὸ κερασί
κι ὕστερα γερνάει.
Γέμισαν οἱ κερασῶνες ἐρυθρὲς ἀναίδειες.
Ποιά συστολὴ ἁγνότητας;
Γνωρίζουμε μόνο τῆς καρδιολογίας,
τὴ σύσπαση βαριᾶς καρδιᾶς.
Τὴν ἄλλη, τῆς σεμνότητας τὴ συστολή
στὶς ροδαλὲς παρειὲς τῶν κορασίδων ἐποχῆς,
θὰ τὴ ζητᾶμε πιὰ στοῦ Μάη τὰ κεράσια.
Ὡς ἀνάκληση ἀνεπανάληπτης ἀνάμνησης.
ΙΙΙ
ΥΔΑΤΙΝΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Δὲν πῆγα γιὰ μπάνιο.
Ἦρθε ἡ θάλασσα ὡς ἐδῶ.
Μετακόμισε σὲ κάστρο κουρσεμένο.
«Χρειάζεται ὑδάτινη ἀνακαίνιση
τὸ κτίριο τῆς φθορᾶς σας»
ἀποφάνθηκε.
Βούτηξα πένα φτερὸ
σὲ καλαμαριοῦ μελάνι,
νὰ ἱστορήσω ὅσα ἔβλεπα
-χαρτὶ καὶ καλαμάρι-
δρώμενα ἐκ διαμέτρου ἀπίθανα.
Γίναν οἱ τοῖχοι πέλαγο,
τὰ ἔπιπλα καράβια.
Γλείφει τοὺς ἀστραγάλους τοῦ παλιοῦ
τὸ ἀφρισμένο κῦμα.
Μπῆκε στ΄ ἀπολιθωμένα κάδρα,
στὶς φλεγματικὲς κορνίζες,
πού ἀκούνητες ἐπαίρονται
καθώς καθήλωσαν σέ ἀκινησία
κλισὲ στιγμὲς ζωῆς
γλυκῶν προσώπων·
τὴ ροὴ τοῦ χρόνου ἀπολίθωσαν,
ζευγνύοντας θνητὸ μ’ ἀθάνατο.
Εἰσχώρησε καὶ στὶς καρτερικὲς ντουλάπες
μὲ τὸ ἀδιαχώρητο.
Ἔκανε ὑδάτινη ἀπώθηση
τῆς παλαιᾶς σκουριᾶς.
Ξέπλυνε ἁρμοὺς προσκόλλησης,
χαραμάδες προδοσίας.
Κάλεσε καὶ τὸ φῶς φανάρι νὰ κρεμάσει,
τ’ ἄπλυτα τῶν ἀδύτων νὰ φωτίσει.
Κοντοστάθηκε μπρὸς στὴν κλειστὴ σοφίτα.
Καρδιὰ, τὴ λέγαν·
δύσκολο ν΄ ἀνοίξει.
Τρύπησε μὲ κοχύλι μυτερὸ τὰ σωθικά της.
Πίδακας ξεπετάχτηκε
ἀποσυμπίεσης δακρύων.
Παρέσυρε τραύματα φύκια,
ὄστρακα καρφιὰ στὴν ἄμμο τοῦ κορμιοῦ,
ἀχινοὺς μπλεγμένους
στὰ μαλλιὰ τῆς ὑπομονῆς.
Δὲν πῆγα γιὰ μπάνιο.
Ὑδάτινη ἀφύπνιση κατάργησε
βαθιὰ ἐμφυτεύματα
παρελθόντος πόνου καὶ φόβου.
Τὸ κτίριο γλίτωσε τήν ἔνεση
σιλικονούχας εὐθανασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου