5.12.25

ΚΑΤΕΡΙΝΑ Δ. ΣΧΟΙΝΑ ΤΟΠΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ [1]


Poeticanet
ΚΑΤΕΡΙΝΑ Δ. ΣΧΟΙΝΑ
ΤΟΠΟΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΘΩΜΑ ΚΟΡΟΒΙΝΗ [1]
Ι. Ένα «ντου» στις πόλεις και την ιστορία τους
Από τους ομολογημένους λογοτεχνικούς προπάτορες του Θωμά Κοροβίνη ο ομότεχνος συντοπίτης του και μανιώδης περιπατητής της Θεσσαλονίκης Γιώργος Ιωάννου δημοσίως παραδεχόταν πως στους δρόμους της πάντα επιβράδυνε το βήμα του, προκειμένου να απολαύσει την πόλη και τους ανθρώπους της και να αφηγηθεί αργότερα τις ιστορίες τους που με τόσο ενδιαφέρον αφουγκραζόταν. Tέτοιες περιαδιαβάσεις στις πόλεις αγαπά, ως γνωστόν, και ο Κοροβίνης, ιδίως όταν πρόκειται για τη γενέτειρά του Θεσσαλονίκη και την αγαπημένη του Κωνσταντινούπολη, θυμίζοντας –τηρουμένων βέβαια των αναλογιών- τον μπωντλαιρικό flâneur, τον δυαδικό καλλιτέχνη/ποιητή της νεωτερικότητας που συνδυάζει τη μοναξιά με την περιπλάνηση στο πλήθος - προσφιλές του αντικείμενο παρατήρησης.
Σαρξ εκ της σαρκός του Ιωάννου ο Κοροβίνης τού απευθύνει ανοικτή επιστολή με το Γράμμα στον αδερφό Ιωάννου που λείπει είκοσι χρόνια στην καταπακτή (Μυγδονία, 2005). Εκεί τον αναζητά στους δρόμους που αμφότεροι αγαπούν, κοντά στους λαϊκούς και τους απόκληρους, και τον ξεναγεί πικραμένος στη σύγχρονη εκπεσούσα Θεσσαλονίκη, τα σφραγισμένα της τοπόσημα, την επιμελώς παραχωμένη μνήμη της και τα αλλοιωμένα σουσούμια της, απευθύνοντάς του την έσχατη πρόκληση. «Θέλει μαζί ξανά όλες οι ακρωτηριασμένες μοναχικότητες, εκείνοι που από κτίσεως κόσμου δεν τους δόθηκε ο λόγος ποτέ, να μας πουν τη γνώμη τους κι αυτοί. […] Να υψώσουμε ανάστημα, να κάνουμε ‘ντου’, δεν πάει άλλο». Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να προσδιορίσει την επιτελεστική λειτουργία του έργου του: αυτό το «ντου», την ηχηρή εισχώρηση μιας άλλης οπτικής στην τρέχουσα και κρατούσα, τη σθεναρή διεκδίκηση για την ορατότητα των αφανών, των «κομπάρσων» της ιστορικής σκηνής.
Ούτως ή άλλως ο Κοροβίνης δια της μνημονικής οδού παρέχει συχνά με το έργο του καταφύγιο στους αποσιωπημένους, στους ηττημένους, στους άγνωστους ή αδικημένους της Ιστορίας, αναζητώντας τους σε κάθε γωνιά των πόλεων που περιδιαβαίνει ο εκάστοτε αφηγητής του. Ο συγγραφέας συμμετέχει έτσι στον διαρκώς ανανεούμενο διάλογο Ιστορίας και Λογοτεχνίας που μάλιστα, ειδικά μετά το 1970, ενδυνάμωσε ίσως περισσότερο τον ρόλο της λογοτεχνίας. Σε αυτό συνετέλεσε βέβαια η ανάπτυξη του κλάδου της Δημόσιας Ιστορίας[2] και η αποκαθήλωση της Ιστορίας από την αποκλειστικότητα του ακαδημαϊκού της βάθρου. Το άνοιγμα της Ιστορίας στη μεθοδολογία και στους προβληματισμούς της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, καθώς και η έκρηξη των σπουδών μνήμης από τη δεκαετία κυρίως του 1990 δικαίωσαν κι άλλο εκείνη τη λογοτεχνία που αντιτάσσεται στη λήθη, ανασκάπτει τη μνήμη και την αποκαθιστά από πιθανές παραποιήσεις ή και αποσιωπήσεις του παρελθόντος.
Αυτό δεν επιδιώκει, άλλωστε, ο Κοροβίνης ακόμα και στους αστικούς του περιπάτους; Διαβάζει στο παλίμψηστο των πόλεων τις διαδοχικές ιστορικές τους επιστρωματώσεις που ρευστοποιούν τον χρόνο, ώστε, όπως θα διατύπωνε ο W. Benjamin, «τα περασμένα παρόντα» να επισωρεύονται στο έδαφος του αστικού παρόντος[3]. Γι’ αυτό και οι πόλεις στη λογοτεχνία του Κοροβίνη μαρτυρούν το (συχνά κρυμμένο) παρελθόν τους, δείχνουν αληθινές και ολοζώντανες, δεν είναι στατικά σκηνικά, αλλά πρόσωπα δυναμικά του έργου του, διαθέτουν ισχυρή φωνή, επικαθορίζονται από τα μνημονικά αποθέματα του συγγραφέα και γίνονται συγκροτητικές της αφήγησής του.
ΙΙ. Η λογοτεχνική χωροταξία στη Θεσσαλονίκη του Κοροβίνη
Περιοριζόμαστε (για λόγους οικονομίας) στη λογοτεχνική γεωγράφηση της γενέτειρας του συγγραφέα, διατρέχοντας πρώτα το Κανάλ ντ’ αμούρ. Αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του ’80 (Άγρα, 1996): στα λουστραρισμένα, «κομψευόμενα» και «αγοραία» Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης του ’90 που απορρύπαναν βίαια το άλλοτε «μπουρδελομάνι», ο αφηγητής αναζητά τα ημιθανή πλέον «σπαρταρίσματα της μνήμης» και μέσω αυτών αντιτάσσεται στην εκμαυλιστική νέα λαίλαπα που σαρώνει τα πάντα: «όταν το μυρίστηκα γύρω στο ’88 ότι όλα αυτά θα σκεπαστούν κάτω απ’ τη βαριά ταφόπλακα της αδιαφορίας και της λησμονιάς και πήρα την απόφαση να αρχίσω να μαζεύω τα λείψανα και τα σπαράγματα εκείνης της εποχής, είχαν σκορπίσει και τα τελευταία της απομεινάρια». «Μα εγώ θα φτιάξω άλλα Λαδάδικα, θα ανοίξω ένα άλλο Κανάλ Ντ’ Αμούρ, να φρεσκάρω τα αισθήματά μου […] να ξαναζεστάνω την αγάπη μου για τη Θεσσαλονίκη». Και αυτό επιχειρεί ο συγγραφέας με επιμονή, επιβεβαιώνοντας πως το εκάστοτε παρόν είναι που καθορίζει το αξιομνημόνευτο. Επειδή, λοιπόν, τα μνημονικά περιβάλλοντα χάνονται και η λήθη (επιβεβλημένη ή μη), οι αποσιωπήσεις και οι αποκρύψεις υπονομεύουν την αλήθεια, η λογοτεχνία του στήνει και κληροδοτεί μνημονικούς τόπους (κατά Pierre Nora), ώστε οι νεότεροι να γνωρίσουν την ψυχή της πόλης. Στο παλίμψηστό της ο Κοροβίνης ανακαλύπτει τις επάλληλες φάσεις της, την αναδιατάσσει και την αναχωροθετεί: εμφανίζονται, λοιπόν, οι ταβέρνες της περιοχής και οι θαμώνες τους, «η ταγγίλα απ’ τη στιβαγμένη ρέγγα και τον τσίρο κι η ξινίλα απ’ τη σαλαμούρα των αποθηκών», φημισμένα πορνοξενοδοχεία, σοκάκια με μεθυσμένους, τσόλια, πρεζόνια, τσιγγανάκια, ταλαιπωρημένους φτωχοδιάβολους, όλο το «παρδαλό χαρμάνι» της παραβαρδάριας ζωής ξαναγεννιέται με αυτές τις περιδιαβάσεις: μια ετεροτοπία εκτοπισμένη από την κρατούσα χωροταξία παίρνει σάρκα και οστά, προσωποποιείται, αλληλεπιδρά με το παρόν της πόλης.
Μια τέτοια αλληλεπίδραση απαντά και στο βιβλίο Ο γύρος του θανάτου (Άγρα, 2011). Μέσω της εξιστόρησης της ζωής του αδίκως εκτελεσθέντος Αριστείδη Παγκρατίδη ο αναγνώστης επισκέπτεται τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ΄50: την Τούμπα του 1955 με τα χαμόσπιτά της και την καλοσύνη των λαϊκών της ανθρώπων, το λιμάνι με την ανθρώπινη πολυχρωμία του, τα λαϊκά κέντρα στη Σαλαμίνα, τον προσφυγικό Επτάλοφο, τα μπουζουκομάγαζα, τα πάρκα και τις αλάνες όπου λαθροβιοί το περιθώριο, τα πανηγύρια με το βαρέλι στον γύρο του θανάτου, τους δρόμους όπου διαπομπεύονται αγόρια για τεντιμποϊσμό, όπου δολοφονείται ο Λαμπράκης, όπου διαφεντεύει το παρακράτος, όπου τύπος, καθεστηκυία τάξη, Αστυνομία και δικαστές κατασκευάζουν ενόχους. Όλοι οι χώροι του εμβληματικού αυτού μυθιστορήματος γίνονται τόποι μνήμης, πρόσωπα του έργου που αποφαίνονται αθωωτικά υπέρ του κατάφωρα αδικημένου «δράκου του Σέιχ Σου» Παγκρατίδη, αποκαθιστώντας με τον τρόπο τους τη δικαιοσύνη.
Ομοίως στον Κατάδεσμο (Άγρα, 2016) και στο παραληρηματικό ξόρκι της Ζηνοβίας όλη σχεδόν η απτή, λαϊκή Θεσσαλονίκη διαπλέκεται με τη μυθοπλαστική σε ευφάνταστες συζεύξεις, ενώ οι τόποι, παιδιόθεν γνώριμοι του συγγραφέα, συμπορεύονται με τα πρόσωπα που τους κατοικούν, τις χαρές και κυρίως τα βάσανά τους. Ο μνημονικός περιπατητής της «μάνας» πόλης Θεσσαλονίκης Κοροβίνης γίνεται και συναξαριστής της, όπως συμβαίνει στο Τι πάθος ατελείωτο και άλλες ιστορίες (Άγρα, 2014). Οικείοι κι επινοημένοι τόποι, τοπόσημα και ηχόσημα της πόλης συνομιλούν με τους θεσσαλονικείς δικούς του αγίους (π.χ. Γιώργο Ιωάννου, Γιώργο Σαββίδη, Μανόλη Αναγνωστάκη, Νίκο Παπάζογλου, Αβραάμ Μπεναρόγια, Παύλο Ζάννα κά), τοποθετημένους στο ίδιο εικονοστάσι με τόσους και τόσους «ανώνυμους» που τιμώνται ευλαβικά στο έργο του.
ΙΙΙ. Η μνήμη στον τόπο της Λογοτεχνίας
Τους «ανώνυμους» της ζωής και της Ιστορίας ο Κοροβίνης τιμά και στο πρόσφατο βιβλίο του Σταυροί στο Ακροθαλάσσι (Άγρα, 2024), όπου, δια στόματος της γιαγιάς του Ελπινίκης και, μέσω αυτής, των προσφύγων πρώτης γενιάς, ο αναγνώστης ακολουθεί ένα μνημονικό οδοιπορικό βιωμένων τόπων από τη θρακιώτικη κοιτίδα ως εκείνους που την αντικατέστησαν χωρίς ποτέ να την υποκαθιστούν. Ανεδαφικός ο τόπος των προσφύγων, τοποθετημένος στη ρευστότητα των ορίων και στη χώρα του φαντασιακού, καθορίζεται πάντα από την επιθυμία της (ανέφικτης) επιστροφής: Λουλέ Μπουργκάς («για μας πατρίδα εκείνη είναι, η Θράκ’, δεν πα να με δώσεις τον παράδεισο με τα χίλια τα καλά, Θράκ’ και πάλι Θράκ’»), μετά Θεσσαλονίκη («στη Σαλονίκ’, στα Κάστρα, σε τσαντίρ μαχαλάδες, σαν τσι κατσιβέλ’») και κατόπιν νέες πατρίδες εις ανάμνησιν των παλιών («Νέα Ηράκλεια, για να θυμούνται την παλιά Ηράκλεια». «Αχ, εκείνο το ‘εις μνήμην’ καρφώθηκε στα σωθικά μ’, ακόμα να το χωνέψω δε μπορώ!»). Η νέα προσφυγική χωροταξία που απαίτησε η χρονοτοπική ιστορικότητα εμφορείται, στην περίπτωση του Κοροβίνη, από την επιλεκτικότητα της προσωπικής του μνημονικής ανάκλησης και της οικογενειακής ιστορίας που είναι, όμως, και συλλογική. Δεν πρόκειται εδώ μόνον για το προσφυγικό συλλογικό τραύμα του βίαιου εκπατρισμού, αλλά και για εκείνο που συνδέεται με τους «αδικοθανατισμένους», τα τραγικά θύματα από τα εκρηκτικά κατάλοιπα του πολέμου, όπως ο νεαρός θείος του συγγραφέα, θύμα γερμανικής νάρκης το 1945. Η τραγική του απώλεια είναι η καρδιά του έργου, αλλά και το «μεγάλο θρήνος» της γιαγιάς Ελπινίκης, κρυμμένο στη «ραϊσμένη, γκρεμισμένη» ψυχή της, ξεχασμένο από τις επίσημες ιστορικές αφηγήσεις, αναστημένο ως μεταμνήμη, διαμεσολαβημένη από τις εκμυστηρεύσεις της Ελπινίκης στον εγγονό συγγραφέα και από το δάκρυ στο μάτι της που «όλο στάζ’ σα βρυσούλα».
Οι τόποι του Κοροβίνη είναι, λοιπόν, τόποι μνημονικοί, η χωροταξία του μια ετεροτοπία κι η λογοτεχνία του ένας δυναμικός διάλογος με την Ιστορία για μια αναδιάταξη του κόσμου και μια νέα νοηματοδότηση του παρελθόντος με την επικουρία της αντι-μνήμης, της μνήμης των ανωνύμων της ιστορίας, των αδικημένων της, των αποκλεισμένων από τις σελίδες της. Κρίνεται απαραίτητη κάθε τέτοια επιτελεστική λογοτεχνία, αντίλογος γενναίος στα ηγεμονικά αφηγήματα της επίσημης μνήμης, όλο και συχνότερα της επίσημης αμνησίας.
[1]Το κείμενο αποτελεί τμήμα εισήγησης στην 3η Πανελλήνια Διαλεσχική Συνάντηση Φιλαναγνωσίας «Η Ιστορία στη Λογοτεχνία: Τόπος και Χρόνος», με φιλοξενούμενους συγγραφείς τους Ζουλφί Λιβανελί και Θωμά Κοροβίνη, 7 & 8 Δεκεμβρίου 2024, Αμφιθέατρο Ιδρύματος Παπανικολάου, Κομοτηνή.
[2] Με την ανάπτυξη της Δημόσιας Ιστορίας παρέχεται και στους μη ειδικούς η δυνατότητα προσέγγισης του παρελθόντος. Συνήθεις πρακτικές της: η μουσειακή πολιτική εμπλοκής του επισκέπτη, τα ιστορικά ντοκυμανταίρ, οι ιστορικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, οι οργανωμένοι περίπατοι τοπικής ιστορίας, η πληθώρα αυτοβιογραφιών, βιογραφιών, μυθιστορημάτων και graphic novels με αναφορά στην Ιστορία, το ενδιαφέρον για την προφορική ιστορία και τις μαρτυρίες των αφανών κά.
[3] Ιδανικός οδηγός για τη λογοτεχνία του άστεως, της οποίας αρκετές σταθερές εντοπίζονται στο έργο του Κοροβίνη, παραμένει το βιβλίο Λογοτεχνία της Πόλης (Λ. Τσιριμώκου, Λωτός, 1988).
Ημ/νία δημοσίευσης: 25 Σεπτεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια: