«Αν δε μιλούσα ελληνικά, δεν θα είχα γίνει ποιητής»(από συνέντευξη του Ελύτη στον Γιώργο Πηλιχό, Τα Νέα, 10-12-1979)
«Δεν ξέρω, αν κατέβαιναν οι άγγελοι στη γη, θα έγραφαν πιο ωραία;»
Γ. Π. Σαββίδης (από τις παραδόσεις του για το «Άξιον εστί» στην Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. το 1975)
Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης υπήρξε θεράπων και δημιουργός μιας ποίησης που αποτελεί αστείρευτη πηγή εμπνεύσεων και ζωοδότησης του ελληνικού τραγουδιού. Λίγοι ποιητές ευτύχησαν σε παγκόσμια κλίμακα (ένας απ’ αυτούς ο «ομοαίματος» του Ελύτη Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα) να αγαπηθούν σαν κι αυτόν και να κερδίσουν την απέραντη αποδοχή σεβαστού μέρους του έργου τους από πλατιές λαϊκές μάζες μέσω των μελοποιημένων ποιημάτων τους.
Σα να ακολουθεί την ρήση του Έζρα Πάουντ «πρέπει να γράφεις έναν στίχο σα μια μουσική φράση» ο Ελύτης, ο μελωδικότερος όλων των νεοελλήνων ποιητών, υποβάλλει την μελωδικότητα μέσα απ’ την έντονη μουσικότητα που ξεχειλίζει απ’ όλα του τα ποιήματα, από κάθε στίχο του, κατά την ανάγνωση, την απαγγελία ή την ακρόασή τους. Το τραγούδι και η μουσική ενυπάρχει ως σύμφυτη με την ποίησή του παρουσία, καθώς ο ποιητής τόσο «εν παρορμήσει», όσο και συνειδητά χρησιμοποιεί αφειδώς στοιχεία της μουσικής, μουσικές ατμόσφαιρες, μουσικές εικόνες και μουσικούς όρους. Ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός σημειώνει εμφατικά τα στοιχεία που εκφράζουν την έντονη μουσικότητα που διακρίνει τον Ελύτη : «Το τολμηρό, αλλά πάντοτε εύηχο συνταίριασμα των λέξεων, η μελωδικότητα των στίχων, ο ρυθμός –ιδιαίτερα στα μη έμμετρα ποιήματα- και η αρμονία». Ο δε μεταφραστής του Ελύτη Έντμουντ Κίλι θυμάται : «Αυτό που μου ζήτησε ο Ελύτης ήταν να έχει ο ήχος των λέξεων μια μουσική στην ξένη γλώσσα».
Η μουσικότητα λοιπόν αυτή που προσλαμβάνεται φυσικά και αβίαστα από τον αναγνώστη και τον ακροατή προσδίδει μια πρόσθετη, πέραν της ποιητικής σημασίας, καλλιτεχνική αξία στην τέχνη του Ελύτη. Ασφαλώς ένα μέρος της γοητείας που ασκεί μοναδικά αυτή «η εντελώς ιδιότυπη ΄΄ελληνική μαγεία΄΄», όπως την χαρακτήρισε ο Λώρενς Ντάρελ οφείλεται και σ’ αυτήν την πέραν της ποιητικής δεξιοτεχνίας του ιδιότητά της. Η ποίηση του λοιπόν εμπεριέχει την μουσική σαν ένα συμφυές, βασικό και αναπόσπαστο συστατικό της. Επομένως, τα ποιήματά του, ανεξάρτητα από την λιγότερο ή περισσότερο επιτυχή συνεργασία τους με τους συνθέτες που εμπνεύστηκαν απ’ αυτά, διατηρούν από μόνα τους ατόφια και στίλβουσα την αυθεντική μελωδική τους υπόσταση.
Αυτή η περισσότερο ή λιγότερο φανερή μουσική «αρμονία» διαπνέει όλο το ποιητικό corpus του Ελύτη, ενώ στίχοι, δίστιχα, τμήματα ή αυτοτελή ποιητικά σώματα προσφέρονται ακόμη και για μια εκ του προχείρου, «προφορική», μελοποίηση(σου ’ρχεται δηλαδή να κάνεις «εύκολα» τραγουδάκια ή τραγούδια), μ’ έναν, ας τον πούμε, ενστικτώδη, πηγαίο και ενθουσιώδη αυτοσχεδιασμό. Με την προϋπόθεση όχι τόσο να είσαι μέτοχος υψηλής μουσικής παιδείας ή να είσαι δόκιμος μουσικός ή συνθέτης αλλά να είσαι «μουσικά έμπειρος», να έχεις ακούσει και καταγράψει στο θυμητικό σου μια πλούσια γκάμα του ελληνικού, κυρίως, τραγουδιού (πολλώ δε μάλλον «πριμοδοτημένος» είσαι, αν έχεις «χωνέψει» πολλή και καλή ελληνική ποίηση).
Ας σημειωθεί όμως ότι παράλληλα η συνήθως ανατρεπτική, ρηξικέλευθη έναντι των ποιητικών κεκτημένων της εποχής του, γλωσσοπλαστική και «γλωσσολαγνική» ποίησή του Ελύτη λειτουργεί δυνάμει –και ως προς την φόρμα και ως προς το περιεχόμενο- «σαμποταριστικά» τρόπον τινά προς τον κοινό λόγο και δεν διευκολύνει την προσπάθεια σοβαρής μελοποίησης –πέραν των ποιημάτων που γράφτηκαν με σκοπό να γίνουν τραγούδια και ενός μέρους του «Άξιον εστί». Στο υπόλοιπο ποιητικό έργο του μάλλον ο επίδοξος μελοποιός «τα βρίσκει μπαστούνια».
Δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψει κανείς κάποιους λόγους στους οποίους μπορεί να οφείλεται η μαγνητική έλξη που ασκεί η ποίηση του Ελύτη σε πλειάδα Ελλήνων συνθετών με σημαντικότερο ίσως όλων την ασυναγώνιστη «ευγονία» του, μια πνευματική περιοχή που προσφέρεται στους δημιουργούς για ποικίλες, γόνιμες και συνδυαστικές αναζητήσεις και πειραματισμούς. Και όπως γράφει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης «Η ευγονία αυτή επικυρώνει την ασκητική και αποκλειστική αφοσίωσή του στην ενάσκηση της ποίησης, χωρίς άλλον επαγγελματικό περισπασμό. Η έκπληξη διπλασιάστηκε, σε ποιοτικό τώρα επίπεδο, όταν εξ επαφής διαπιστώθηκαν η πολυμέρεια και η πολυτροπία του εξελισσόμενου ποιητικού έργου, στο εσωτερικό της οποίας παρατηρούνται γενναία άλματα από τον εύκρατο υπερρεαλισμό προς τον προκλητικό μεταμοντερνισμό. Εντυπωσιάζουν ακόμη : οι εναλλακτικοί πειραματισμοί στην προσωδία, στη στιχοποιία, στη στροφική σκευή(και ανασκευή), αλλά και το πέρασμα από τον έμμετρο στον πεζόμορφο ρυθμό, από τον εσωστρεφή μονόλογο στον δραματοποιημένο διάλογο, από το ολιγόστιχο ποίημα στη γεωμετρημένη μεγάλη σύνθεση, από τη ρητορική έξαρση στη φραστική απογύμνωση. Προέχει βέβαια το ευρύτατο φάσμα του, εμπρόθετου συνήθως, θεματολογίου, σε συνδυασμό μάλιστα με αυτό που ονομάζω ΄΄ποιητική ιδεολογία΄΄. Που πάει να πει : ποίηση που παράγει ιδέες, ιδέες που παράγουν ποιήματα. Τα σήματα της αμφίδρομης αυτής ιδεολογίας συστήνουν, κατά τη γνώμη μου, την ποίηση του Ελύτη κατά βάση ως : φυσιοκρατική, μεθιστορική και γλωσσοκεντρική».
Δύο κυρίως μεγαλόπνοα ποιητικά έργα μετά τον πόλεμο μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν τρόπον τινά «εθνικά ποιήματα»(γιατί περιέχουν ή προβάλλουν υψηλό εθνικό όραμα, εθνικοαπελευθερωτικό πνεύμα, αγωνιστικό παλλαϊκό φρόνημα) : η «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, με μια πιο «προλεταριακή», διεθνική, αριστερή ιδεολογική τοποθέτηση, και το «Άξιον εστί» του Ελύτη, με την πρόταξη μιας πιο πατριωτικής, εθνικής, -και μάλλον «ενωτικής» ως προς την πολιτική πόλωση, και όχι «δεξιάς», όπως από κάποιους, λίγους, έχει κριθεί- ιδεολογίας. Και τα δύο ευτύχησαν να αποτελέσουν –αποσπασματικά- την βάση εμπνευσμένων, δυναμικών συνθέσεων του Μίκη Θεοδωράκη. Μερικά κομμάτια, όπως, π. χ. «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται», «Δέντρο, το δέντρο», «Σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες», απ’ την «Ρωμιοσύνη», «Ένα το χελιδόνι», «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Της αγάπης αίματα», απ’ το «Άξιον εστί», κατέκτησαν την ψυχή του κόσμου, πέρασαν στο στόμα του και αποτελούν σταθερές αναφορές στα παλλαϊκά συλλαλητήρια εμψυχώνοντας την διεκδικητική και αγωνιστική διάθεση των διαδηλωτών.
Η «επαναστατική» πνοή αυτών των αποσπασμάτων και συνολικά το λαϊκό ορατόριο «Άξιον εστί» των Θεοδωράκη – Ελύτη, με την συμμετοχή της «αδιαπραγμάτευτης» και καταγγελτικής απαγγελίας του ηθοποιού Μάνου Κατράκη, της αρρενωπής και συγκλονιστικής ερμηνείας του λαϊκού αοιδού Γρηγόρη Μπιθικώτση, την απογειωτικής ατμόσφαιρας σύμπραξη του ψαλμωδού και την γητειά που προκαλεί η αγγελική χορωδία, στο σύνολό του, αυτό το λαϊκό άσμα, το χιλιοτραγουδισμένο με τη φωνή ενός λαού που ξαναέβρισκε το εαυτό του μετά την επτάχρονη δικτατορία, προσέδωσε με την μεταπολίτευση στην ποίηση του Ελύτη εκτός από τον ελλαδοκεντρικό, πατριωτικό και εθνικό, και έναν αρκετά «αριστερό» χαρακτήρα.
Η θητεία του ποιητή στα φοιτητικά του χρόνια σε πνευματικούς κύκλους με αντικομμουνιστικό προσανατολισμό, -αφού ήταν ένθερμος θιασώτης της «Ιδεαλιστικής Ομάδος του Πανεπιστημίου» που αποτελούνταν από τους Θεοδωρακόπουλο, Κανελλόπουλο, Συκουτρή και Τσάτσο, και στρεφόταν ευθέως εναντίον της θεωρίας του ιστορικού υλισμού-, η αίσθηση που άφηνε να επικρατεί διακριτικά αλλά και η γενικότερη τοποθέτησή του του κατά την ωριμότητά του, η συνεπής στάση του απέναντι στην πάγια θέση του να μην ανακατευτεί στα πολιτικά πράγματα (με εξαίρεση την στήριξη της Ε.Α.Ρ. του Αντώνη Σαμαρά), συνηγορούν στην άποψη ότι ο ίδιος ο ποιητής δεν θα αποδεχόταν κάποιας μορφής άμεση σύνδεσή του με την Αριστερά.
Όσον αφορά στην ιστορία του «Άξιον εστί», του πρωτοποριακού και «οριακού» για την νεότερη ποίησή μας συνθετικού αυτού ποιήματος, από τον μήνα της έκδοσής του (Δεκέμβριος 1959), την εξ αφορμής του απονομή του Πρώτου Κρατικού Βραβείου Ποίησης τον αμέσως επόμενο χρόνο(1960), την επιλογή του ποιητή να δώσει για προδημοσίευση αποσπάσματά του στο αριστερό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», την θετική υποδοχή του από αριστερούς συγγραφείς, όπως ο Βρεττάκος, η Μιλλιέξ και ο Θασίτης, τις αρνητικές φωνές του Δάλλα και του Λεοντάρη από το περιοδικό «Κριτική» του Αναγνωστάκη, κ.α. συναφή, διαφωτιζόμαστε αναλυτικά αν ανατρέξουμε στο άρθρο του Βασίλη Κ. Καλαμάρα «Το φως της ποίησης του Ελύτη – Εργογραφία ».
Την άνοιξη του 1961 ο Θεοδωράκης, εξόριστος στο Παρίσι, παραλαμβάνει έναν φάκελο που του είχε ταχυδρομήσει ο Ελύτης και ο οποίος περιείχε ένα από τα 800 τεύχη της πρώτης έκδοσης του «Άξιον εστί» με εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη. Η διάρκεια της συγγραφής του ποιήματος είχε κρατήσει εννιά χρόνια (1950-1959). Ο συνθέτης έγραψε αργότερα : «Το ίδιο βράδυ είχα προσχεδιασμένα τα δύο πρώτα μέρη : τη ΄΄Γένεση΄΄ και τα ΄΄Πάθη΄΄. Ενυπήρχε μέσα μου αυτή η μουσική και δεν έμενε παρά το χτύπημα της ρομφαίας πάνω στο βράχο για να αναπηδήσει το ζωντανό νερό των ήχων». Πολύ κατατοπιστικά για την ιστορία της συνεργασίας Ελύτη-Θεοδωράκη αναφέρεται ο δημοσιογράφος Φώτης Απέργης στο άρθρο του «Η πιο μαγική διαδρομή της ποίησης προς τη μουσική» σε βιβλιαράκι - αφιέρωμα της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία» στον Ελύτη.
Το έργο έζησε πολλές και ποικίλες περιπέτειες. Γνωστή η πρόσκληση του Μίκη να συμμετάσχει και ο Στέλιος Καζαντζίδης στην ηχογράφησή του που αντιμετωπίστηκε αρνητικά από τον κορυφαίο λαϊκό αοιδό, εφόσον θα έπαιρνε μέρος και ο έτερος εξέχων δραματικός τραγουδιστής Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Στα μείον της πρωθυπουργίας του Γεωργίου Παπανδρέου έχει σημειωθεί η άρνησή του να παραχωρήσει το Ηρώδειο για την παρουσίαση του έργου, στα αρνητικά της ιστορίας του Ηρωδείου η δική του άρνηση λόγω της συμμετοχής των μπουζουκιών και του Μπιθικώτση. Σημειωτέα και η αμηχανία, η προκατάληψη, τα «χτυπήματα» των κριτικών της εποχής. Και γενικότερα η ρηχή και βιαστική αντιμετώπιση του έργου. «Το «Άξιον εστί» ηχογραφήθηκε ξανά από νεότερους τραγουδιστές(Νταλάρας, Κότσιρας) –κατά την γνωστή συνήθεια του Μίκη να προσπαθεί να ανανεώσει το ενδιαφέρον και να «αναστήσει» το παλιό «λαϊκό πάθος» του κόσμου και έχουν γίνει πολλές ζωντανές εκτελέσεις του από πλειάδα συντελεστών -χωρίς όμως οι νέα εκδοχές να κατορθώσουν να μεταδώσουν ποτέ την ατμόσφαιρα, την ρώμη και το αυθεντικό κύρος της πρώτης ιστορικής ηχογράφησης.
Ο μουσικοσυνθέτης και μουσικολόγος Γιώργος Ε. Παπαδάκης σε άρθρο του με τίτλο «Οι νότες της ποίησής του» θεωρεί ότι το «Άξιον εστί» έχει καταγραφεί μελοποιημένο ως το σπουδαιότερο και πιο διακεκριμένο ποιητικό έργο στη συνείδηση του λαού : «Από τον σχετικά μεγάλο αριθμό ποιημάτων του Ελύτη, που μελοποιήθηκαν, φαίνεται πως η ιστορία λογαριάζει για πιο σημαντικό απ’ όλα το μουσικό έργο ΄΄Άξιον εστί΄΄ όχι μόνο εξαιτίας –ας μου επιτραπεί να πω- της απτής και μεγάλης καλλιτεχνικής του αξίας, αλλά και για την απολύτως πειστική απάντηση που έδωσε σε ένα ΄΄προπατορικό΄΄ αμάρτημα της νεοελληνικής λόγιας μουσικής : την απεμπόληση της ντόπιας παράδοσης(ως ένα λείψανο της τουρκοκρατίας) και την παράλληλη αναγνώριση της ΄΄ανωτερότητας’΄΄ του ευρωπαϊκού μουσικού πολιτισμού έναντι όλων των άλλων του πλανήτη!».
Αξιόλογες παρατηρήσεις αναφορικά με την σχέση του ποιητή με το τραγούδι αλλά και με τις ιδεολογικές του ανακατατάξεις κάνει ο Ηρακλής Οικονόμου στο περιοδικό «Δίφωνο» : « ………. Ήταν ένας εθνοκεντρισμός που επεδίωκε τη συνάντηση με την αναπτυγμένη Δύση, και όχι την απομάκρυνση από αυτήν. Ο Ελύτης επισημαίνει: ΄΄Οφείλαμε να προβάλουμε τον τύπο του Ευρωπαίου-Έλληνα΄΄. Τέλος, στον Ελύτη συναντάμε σπέρματα ενός ιδεολογικού προσανατολισμού συμβατού με τις προοδευτικές πεποιθήσεις των συνθετών που ενεπλάκησαν με το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι. Για να κατανοήσουμε αυτή τη διασύνδεση, θα πρέπει να υπερβούμε το στερεότυπο του δήθεν αντι-ριζοσπαστικού Ελύτη, επισημαίνοντας στοιχεία, όπως : την προδημοσίευση μέρους του «Άξιον Εστί» από την Επιθεώρηση Τέχνης - τη σύνδεση υπερρεαλισμού και μαρξισμού, όπως αυτή εκφράζεται από τον Αντρέ Μπρετόν και τον Λουί Αραγκόν, οι οποίοι προσχωρούν στο γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα - τη μετάφραση του φορτισμένου πολιτικά Λόρκα από τον Ελύτη μόλις το 1945, αλλά και τα λόγια του ίδιου του Ελύτη όταν αναφέρεται στον Τρότσκι ή ΄΄στην περίοδο τη σύντομη όπου είχα προς στιγμήν ψαύσει τον ιστορικό υλισμό΄΄».
Σχετικά με τον ισχυρό εθνικοθρησκευτικό χαρακτήρα της υποδομής του «Άξιον εστί» έγραψε, άμα τη εκδόσει του, ο Γ. Π. Σαββίδης : «Ο Ελύτης που χρειαζόταν ένα χώρο θρησκευτικής και εθνικής κατάνυξης και έξαρσης θεμελίωσε το ποίημά του πάνω σε δύο απόλυτα ταιριαστές βάσεις : Την βυζαντινή λειτουργική παράδοση και την τριαδική συμμετρία, αμφότερες βάσεις […] της βυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής».
Γύρω από την στενή σχέση, την «εξάρτηση» μεταξύ μουσικής και ποίησης στο «Άξιον εστί» αποφαίνεται ο Αντώνης Σαραντίδης! : «Συγχρόνως εντοπίζονται οι μουσικές δυνατότητες, οι οποίες οδήγησαν και στην μετέπειτα μελοποίηση από τον Θεοδωράκη, όπως για παράδειγμα η μορφολογία και ο ρυθμός της ποιητικής σύλληψης του Ελύτη που βασίζονται σε τυπικές φόρμες της λαϊκής και εκκλησιαστικής παράδοσης, οι οποίες ωθούν και σε αυτόν τον λυρικό χαρακτήρα, ή ο συνδυασμός, με τις πλούσιες εναλλαγές του ποιητικού λόγου, που άλλοτε είναι ΄΄κατανυκτικός σαν ψαλμός΄΄ και άλλοτε ΄΄πειθαρχημένος στο λαϊκό τραγούδι΄΄ »
Αφενός οι εμφανείς επιδράσεις από την Βίβλο και άλλα «ιερά» βιβλία, ιδιαίτερα από τα Ευαγγέλια στα «Αναγνώσματα» και από το «Ψαλτήριον» στους «Ψαλμούς»(στοιχεία που έχουν ομολογηθεί από τον ίδιο τον ποιητή, αποκαλύπτονται και από την πυκνή αλληλογραφία του με τον Μάριο Βίτι, έχουν δε σχολιαστεί από πολλούς ερευνητές και μελετητές του έργου του), και αφετέρου οι ποικίλες τάσεις που συνδιαλέγονται στο μουσικό έργο: στοιχεία συμφωνικής(δυτικής), λαϊκής, δημοτικής και ευρύτερα παραδοσιακής μουσικής και βυζαντινής υμνογραφίας διαμόρφωσαν ένα ιδιαίτερα σοβαρό και φορτισμένο συναισθηματικά περιβάλλον, με πολλαπλές και εμβληματικές αναγωγές στις γενεαλογικές και στις ορθόδοξες βαθύχρονες παραδόσεις, που του προσδίδουν υψηλό κύρος και ισχυρό «νεοϊστορικό» χαρακτήρα, αφού προτείνει ταυτόχρονα μείξη στοιχείων της οικείας μουσικής παράδοσης με νεωτερικά.
Ο Θεοδωράκης συνεπαρμένος από τη ποιητική του δύναμη εργάστηκε με ζήλο και ενθουσιασμό πάνω στο «Άξιον εστί». Ο ίδιος λέει σχετικά : «Το λαϊκό ορατόριο ΄΄Άξιον Εστί΄΄ άρχισε και τελείωσε σχεδόν στα 1960. Εν τούτοις, δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω γιατί διαισθανόμουνα ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμα ώριμο για να το δεχθεί. Η πρώτη εκτέλεση του έγινε στα τέλη του 1964. Δηλαδή όταν ένα πλατύ κοινό είχε ήδη σχηματιστεί γύρω από την λαϊκή μουσική μου και όταν οι κύκλοι (τραγουδιών) και τα τραγούδια είχαν αρχίσει να γίνονται κτήμα σε μεγάλες λαϊκές μάζες. Έτσι μπορούσα να πω ότι το κοινό προσδοκούσε το νέο έργο. ΄΄Νέο΄΄ από την άποψη θα ξεπερνούσε τα όρια του ΄΄κύκλου΄΄ σαν φόρμα και σαν περιεχόμενο, ενώ σαν ΄΄όγκος΄΄ θα περνούσε στην κατηγορία των μεγάλων παραδοσιακών έργων».
Με την μελοποίηση του «Άξιον εστί» και την αντανάκλαση της θαυμάσιας μουσικοποιητικής σύνθεσης έξω απ’ τα όρια της χώρας η υψηλή ελληνική ποίηση αποκτά μια παγκοσμίως πρωτοφανή αποδοχή. Ο Ρόντρικ Μπίτον επισημαίνει : «Η μελοποίηση ενοτήτων από το ΄΄Άξιον εστί΄΄ του Ελύτη ως λαϊκό ορατόριο το 1959 υπήρξε κομβική στην παρουσίαση του έργου των ποιητών σε ένα ευρύτερο ακροατήριο».
Ο Αναστάσης Βιστωνίτης σε άρθρο του αναφέρεται εκτενώς στις επιδράσεις που έχει δεχτεί ο Ελύτης στο «Άξιον εστί» από τον Ρωμανό τον Μελωδό : «Αλλά ο Ρωμανός επηρέασε δημιουργικά ιδίως στο θέμα του χειρισμού της γλώσσας και τη μελοποιία(δηλαδή για να το πούμε ξεκάθαρα στην ποιητική του) έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές μας –το Οδυσσέα Ελύτη- και αξίζει να διαβάσει κανείς το κείμενό του ΄΄Ρωμανός ο Μελωδός΄΄ που περιλαμβάνεται στον τόμο ΄΄Εν λευκώ΄΄(1992). Τα ΄΄πατήματα΄΄ εκείνου του ΄΄Ελληνοσύρου μάγου΄΄ είναι εμφανέστατα στο μείζον έργο του Ελύτη, το «Άξιον εστί», και ειδικότερα στα διασημότερα ποιήματα (λόγω της μελοποίησής τους από τον Θεοδωράκη, όπως ΄΄Ένα το χελιδόνι΄΄, ΄΄Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ΄΄, ΄΄Της αγάπης αίματα΄΄) θυμίζουν –κι ας μιλούν για άλλα- το θαυμάσιο ΄΄Η παρθένος σήμερον/τον υπερούσιον τίκτει/και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει΄΄ κι ίσως ακόμη περισσότερο το παρακάτω : ΄΄Ο πατήρ της μητρός/γνώμη υιός εγένετο/ο σωτήρ των βρεφών/ βρέφος εν φάτνη έκειτο΄΄.
Αλλά ακόμη κι αν δεν είχαν αποφανθεί με απτά σχεδόν παραδείγματα και συσχετισμούς αναφορικά με την στενή σχέση ποιητικού λόγου και εκκλησιαστικής μελωδίας στο «Άξιον εστί» όσοι, «άνθρωποι των γραμμάτων», έχουν ασχοληθεί σχετικά, η «εσκεμμένη» από μέρους του ποιητή μουσικότητα αποκαλύπτεται και προσλαμβάνεται πολύ φυσικά από οποιονδήποτε «άνθρωπο του λαού» που εκκλησιάζεται έστω και μόνο κατά την Μεγάλη Εβδομάδα. Βλέπε π. χ. αποσπάσματα, όπως «Γύρισα τα μάτια/δάκρυα γιομάτα/κατά το παραθύρι» ή «Δάγκωσα τη μέρα/και δεν έσταξε ούτε/σταγόνα πράσινο αίμα», που έχουν τον ίδιο αριθμό στίχων με τους ύμνους «Αι γενεαί πάσαι» και «Ω, γλυκύ μου έαρ» και δυνάμει θα μπορούσαν να ψαλλούν(τραγουδηθούν) όπως εκείνοι.
Βρέθηκαν ένθερμοι επικριτές που στιγμάτισαν την ευθύνη του ποιητή επειδή επέτρεψε την μελοποίηση του «Άξιον εστί». Το 1978 ο Ελύτης απάντησε εξηγώντας και την στάση του απέναντι στο ζήτημα αυτό : «Υπάρχει μια ολόκληρη παράταξη, αναμφισβήτητα καλόπιστη, που καταδικάζει ωστόσο στη συνείδησή της κάθε συνεργασία μουσικής και ποίησης, ίσως γιατί εκτιμά τη μελωδία και βρίσκει άτοπο να συνδέεται αυτή μ’ ένα κείμενο που δεν της ήτανε απαρχής προορισμένο. Τις απόψεις αυτές, πρέπει να πω ευθύς αμέσως, τις κατανοώ και τις σέβομαι, αλλά δε μου είναι δυνατόν να τις δεχτώ. Φοβούμαι ότι κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλονται στη μακρά συνήθεια που μας έχει κληρονομήσει η Δύση και που την υποθάλψανε οι εξατομικευμένες κοινωνίες, να νοούμε τις τέχνες σαν μονάδες ξεχωριστές και να θεωρούμε βεβήλωση τη σύζευξή τους….» .
Ο Γιώργος Ε. Παπαδάκης συνοψίζει εύστοχα το σκεπτικό του για την πολύτιμη, «ιστορική» σημασία της συμβολής του Θεοδωράκη με την μελοποίηση αυτού του έργου : «Το ΄΄Άξιον εστί΄΄ γονιμοποίησε τον Θεοδωράκη κι εκείνος δημιούργησε ένα έργο που στάθηκε μέγα βήμα σε μια κρίσιμη περίοδο και χάραξε μια έντονη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δυο εποχές. Το κορυφαίο αυτό έργο αποτελεί μια εφαρμογή των πνευματικών προσανατολισμών και των αντιλήψεων που από πολύ νωρίς εξέφρασε ο Θεοδωράκης : η μουσική αποτελεί υπέρτατη μορφή δημιουργίας, με την προϋπόθεση πως τα έργα δεν πρέπει να είναι πνευματικώς ξένα στο μεγάλο, στο ευρύτερο κοινό. Η απόσταση ανάμεσα στη ζωή των λαϊκών τάξεων και της μουσικής που προσφέρεται σ’ αυτές προκαλεί κρίση ιδιαίτερα στον συμφωνικό τομέα. Στο ποιητικό αυτό έργο, που αποτελεί μια από τις δυσκολότερες και περιεκτικότερες ποιητικές δημιουργίες της σύγχρονης εποχής, ο Θεοδωράκης κατάφερε να δώσει μουσική-ηχητική υπόσταση. Το καινούριο που έφερε ήταν μια πρωτοφανέρωτη και ταυτοχρόνως οικεία ατμόσφαιρα, που είχε τη χάρη να προβάλλει στην κοινή συνείδηση και να «δυναμώνει» την ιστορική συνέχεια χρησιμοποιώντας στοιχεία και μέσα τόσο της ντόπιας μουσικής παράδοσης όσο και δυτικές τεχνικές, δημιουργώντας ένα νέο κλίμα μέσα στο οποίο η ποίηση και η μουσική ξανάβρισκαν τον ρόλο και τη θέση τους μέσα σ’ ένα σύνθετο σύνολο».
Στο βιβλίο του «Star-System» ο Θεοδωράκης σημειώνει: «Δεν είναι μόνο το Άξιον Εστί κατάκτηση στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και το κοινό εκείνου του καιρού που ήταν άξιο για το Άξιον Εστί».
Η πρώτη ωστόσο συνδημιουργική προσπάθεια Ελύτη-Θεοδωράκη είχε γίνει το 1961 στον δίσκο «Αρχιπέλαγος», με το αλέγκρο τραγουδάκι «Ανάμεσα Σύρο και Τζιά», από τον κύκλο «Μικρές Κυκλάδες», που ανήκει στη συλλογή «Τα Ρω Του Έρωτα», με την φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κυκλοφόρησε και σε δισκάκι 45 στροφών.
Ακολουθεί το 1964 ο κύκλος επτά τραγουδιών με τον τίτλο «Μικρές κυκλάδες», που κυκλοφορεί σε δύο βερσιόν με την μια να συναγωνίζεται την άλλη σε ερμηνευτικό πάθος που διέθεταν εξίσου πλούσιο η Σούλα Μπιρμπίλη (εταιρεία Lyra) και η Ντόρα Γιαννακοπούλου(εταιρεία His master’s voice). Εδώ ανήκουν τα τραγούδια «Τα Ελληνάκια», «Το τριζόνι», «Τα ’δατε, τα μάθατε» και τα αριστοτεχνικά, «αθάνατα» κομμάτια, «Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα», «Μαρίνα», «Του μικρού βοριά», «Η Μάγια», που, όταν πρωτοακούστηκαν εντυπωσίασαν μοναδικά και συνεπήραν πολλούς.
Το 1967 ο Μίκης Θεοδωράκης ολοκληρώνει την μελοποίηση τού «Romancero Gitano» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα σε απόδοση Ελύτη(από την «Δεύτερη γραφή»). Τα τραγούδια αυτού του κύκλου –που αγαπήθηκαν πολύ και υπέβαλλαν ιδιαίτερα με το καίρια ευαίσθητο και παράλληλα αρκετά αγωνιστικό ποιητικό κλίμα τους- είναι τα εξής : «Αντόνιο Τόρρες Τερέδια 1», «Αντόνιο Τόρρες Τερέδια 2», «Η καλόγρια η Τσιγγάνα», «Η παντέρμη», «Του πικραμένου», «Χαμός από αγάπη». Αρχικά, το έργο προοριζόταν να κυκλοφορήσει με ερμηνεύτρια την πρωταγωνίστρια του νέου κύματος Αρλέτα. Η επιβολή της δικτατορίας ακύρωσε την έκδοση του έργου, το οποίο τελικά κυκλοφόρησε το 1975 με την «ηγερία» του Μίκη Μαρία Φαραντούρη και το 1978 με την Αρλέτα. Το έργο ηχογραφήθηκε ξανά για φωνή και κιθάρα με τη Φαραντούρη και τον διεθνούς φήμης κιθαρίστα John Williams.
Ο πρώτος συνθέτης που παρουσίασε μελοποιημένο Ελύτη ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Στις 2 Φεβρουαρίου 1959, στην πρεμιέρα της παράστασης «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπρεχτ σε απόδοση Ελύτη από το «Θέατρο Τέχνης» έπαιξε επί σκηνής στο πιάνο την μουσική που είχε γράψει για το έργο το 1957, ενώ τα τέσσερα τραγούδια ερμήνευσε ο Γιώργος Μούτσιος. Η εργασία αυτή με τους ίδιους συντελεστές κυκλοφόρησε αργότερα σε δίσκο 45 στροφών. Τα τραγούδια αυτά είναι : «Η μπαλάντα του στρατιώτη», «Τέσσερις στρατηγοί», «Ανάγκη να σε πάρω εγώ», «Μια φορά κι έναν καιρό», «Εμβατήριο για λεηλασίες», «Ο κόσμος έγινε άνω κάτω». Μερικά από αυτά, όπως το «Τέσσερις στρατηγοί», έγιναν δημοφιλέστατα στις παρέες των νεοκυματικών μπουάτ με εμβληματικές φωνές της εποχής, όπως εκείνη του Γιώργου Ζωγράφου.
Το 1972 ο Χατζιδάκις μελοποιεί –μαζί με μια πλειάδα εκλεκτών ποιημάτων από το συνολικό ποιητικό σώμα της ελληνικής γραμματείας : Σαπφώ, Ευριπίδη, Άσμα ασμάτων, Λιανοτράγουδα, Γκάτσο, Μυρτιώτισσα κ.α.- με καίρια ευαισθησία και εξαιρετικά υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα το ποίημα του Ελύτη «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής», σε αισθαντική ερμηνεία του νεαρού Δημήτρη Ψαριανού. Τα τραγούδια αυτά συμπεριλαμβάνονται σε ένα, ιστορικό πλέον, άλμπουμ με τον τίτλο «Ο Μεγάλος Ερωτικός». Τόσο οι ερμηνείες του Ψαριανού, όσο προπαντός εκείνες της ανεπανάληπτης, «ουράνιας» Φλέρυς Νταντωνάκη αλλά και η πρωτότυπη συνθετική και ορχηστρική μαεστρία του Χατζιδάκι –όπου «δένει» βυζαντινότροπα μελίσματα με λαϊκές μπαλάντες, παραδοσιακά μοτίβα και πειραματικούς μελωδισμούς δημιουργούν ένα μοναδικό αποτέλεσμα. Ο δίσκος λατρεύτηκε, αμφισβητήθηκε, κατακρίθηκε αλλά από κάποιους θεωρήθηκε ότι μ’ έναν τρόπο παράδοξο «χτυπούσε» την δικτατορία και είναι από τις σημαντικότερες ποιοτικές παρακαταθήκες του σοφού μελωδού. Ο ίδιος ο Χατζιδάκις κατέθεσε σχετικά : «Είδα ότι εκείνο που έλειπε απ’ τον τόπο μας δεν ήταν το σύνθημα. Έλειπαν οι μεγάλες ανθρώπινες αξίες που είχαν καταρρακωθεί».
Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλοί και σημαντικοί «λόγιοι», διαπρεπείς μουσικοί, και ερευνητές μουσικής και συνθέτες φλερτάρουν με την ποίηση του Ελύτη και παρουσιάζουν κατά καιρούς μουσικά έργα που βασίζονται σ’ αυτήν.
Το 1962 ο μουσουργός Θεόδωρος Καρυωτάκης, μελοποιεί το ποίημα «Αιθρίες», από την ενότητα «Σποράδες», από την συλλογή «Προσανατολισμοί», έργο για φωνή, κλαρινέτο, τσελέστα, κρουστά και ορχήστρα εγχόρδων. Το 1968 ο Καρυωτάκης γράφει το «Adagio», για φωνή και ορχήστρα εγχόρδων μελοποιώντας το ποίημα «Η θητεία του καλοκαιριού», από τους «Προσανατολισμούς». Τέλος το 1969 συνθέτει μουσική πάνω στο ποίημα «Ωρίων», από την συλλογή «Προσανατολισμοί», επτά τραγούδια για φωνή και βιολί. Την ίδια χρονιά ο ίδιος συνθέτης γράφει μουσική πάνω στα «Επτά νυκτερινά επτάστιχα», πάλι από την συλλογή «Προσανατολισμοί», τραγούδια για φωνή, φλάουτο, βιόλα, ξυλόφωνο, κιθάρα και κρουστά.
Το 1964 ο συνθέτης, μαέστρος και δάσκαλος Αργύρης Κουνάδης μελοποιεί τα «Επτά νυκτερινά επτάστιχα», από την ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί».
Το 1967 ο συνθέτης Γιάννης Σταματόπουλος μελοποιεί την ίδια ομάδα ποιημάτων («Επτά νυκτερινά επτάστιχα») για υψίφωνο και ορχήστρα δωματίου. Το 1984 ο Σταματόπουλος μελοποιεί το ποίημα «Ωρίων», από την συλλογή «Προσανατολισμοί», έργο για φωνή και πιάνο. Το 1992 ο ίδιος συνθέτης μελοποιεί το ποίημα «Του Αιγαίου», από την συλλογή «Προσανατολισμοί», για χορωδία a cappella. Τέλος, ένα χρόνο μετά συνθέτει το ποίημα «Κλίμα της απουσίας», από τη συλλογή «Προσανατολισμοί», για υψίφωνο, τενόρο και πιάνο.
Ο Νότης Μαυρουδής μελοποιεί το «Άσμα Ηρωικό Και Πένθιμο Για Τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό Της Αλβανίας» που κυκλοφορεί το 1968 με ερμηνευτές τον πρωταγωνιστικό αοιδό του Μίκη Πέτρο Πανδή, την Ρενάτα Καπερνάρου και την Πετρή Σαλπέα και αφηγητή τον ηθοποιό Χρήστο Τσάγκα. Το έργο διακρίνει ένας δυναμικός, επαναστατικός τόνος. Ο Μαυρουδής θα ασχοληθεί ξανά με τον Ελύτη στον δίσκο «Στην Όχθη Της Καρδιάς Μου» που κυκλοφορεί το 1984 με επτά μελοποιημένα ποιήματα των Ουγκαρέτι, Ζουβ και Ελιάρ σε μετάφραση του ποιητή. Ο ίδιος ο συνθέτης καταθέτει την άποψή του για το έργο του Ελύτη και τις εμπνεύσεις του απ’ αυτό : «Ποιητής-φάρος, που φώτισε το ελληνικό τοπίο με φως που πήρε από ό, τι θεωρείται ελληνικός πολιτισμός στο πέρασμα του ευρέος χρόνου. Η τύχη το ’φερε να τον γνωρίσω από κοντά, το 1968, όταν ο Αλέξανδρος Πατσιφάς μού ανέθεσε την μελοποίηση στο θρυλικό ποίημα ΄΄Άσμα Ηρωικό Και Πένθμο Για Τον Χαμένο Ανθυπολοχαγό Της Αλβανίας΄΄. Εποχή που μας ωθούσε στη σχέση μας με τη μαχητική ποίηση. Εποχή που ήταν ηλεκτρισμένη από την γκρίζα ατμόσφαιρα μιας χώρας αγκυλωμένης στο στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών. Εποχή που η έννοια τα ελευθερίας ήτα ζωτικό και αισθητικό ζητούμενο. Εποχή που το ΄΄Άξιον εστί΄΄ του Θεοδωράκη μας έβαζε στη διαδικασία της προσέγγισης της μελοποίησης με κάποιο πατριωτικό τρόπο, αφού στο ΄΄Άσμα΄΄ ο Ελύτης αναφερόταν στην ελευθερία ως στοιχείο μιας πανανθρώπινης δημιουργικής αναγκαιότητας. Η γνωριμία μου με τον ποιητή συνεχίστηκε ως συνεργασία μέσα στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε το έργο, με την αφεντιά μου πελαγωμένο ανάμεσα σε ενορχηστρώσεις και εναρμονίσεις πολυσύνθετες για τα είκοσι τρία μου χρόνια. Ο Ελύτης υπήρξε μέντορας, εξηγώντας μου τα αθέατα της ποίησής του. Επανήλθα το 1984 στη ΄΄Δεύτερη Γραφή΄΄, όταν επέλεξα ποιητές της συλλογής αυτής –όχι απλά μεταφρασμένους- αλλά σε ποιητική απόδοση κατά το ελύτειο ύφος. Ο ποιητικός αυτός κύκλος γράφτηκε ως ΄΄Έργο Για Κλασική Κιθάρα Και Τενόρο΄΄, με το εξαίσιο Γιάννη Σαμσιάρη στην ερμηνεία και εμένα στην κιθάρα. Λέξεις-φράσεις-νοηματική, με ανάγλυφη τη σμίλευση ενός σουρεαλιστικού λόγου που εισχωρεί βαθιά στις αισθήσεις». Στην τελευταία εργασία ο συνθέτης επέλεξε τα ποιήματα «Η όμορφη νύχτα», «Το θαμμένο λιμάνι», «Ένα όνειρο δικό σου εγώ» και «Χαράζει» του Γκιουζέπε Ουνγκαρέττι, και, «Ευγενικά περήφανη μελαγχολία», «Να κοιμάσαι» και «Σε όπλα επίφοβα» του Πιέρ Ζαν Ζουβ.
Το 1968 κυκλοφορεί πρώτα στο Λονδίνο, και κατόπι, το 1969, στη χώρα μας, ο κύκλος τραγουδιών «Ήλιος ο Πρώτος» του Γιάννη Μαρκόπουλου πάνω σε ποιήματα του Ελύτη από την ομώνυμη ποιητική συλλογή, επιλεγμένα με την σύμφωνη γνώμη του ποιητή. «Κατάλαβα με την πρώτη ματιά ότι έχεις κάνει τεράστια δουλειά», είχε γράψει ο ποιητής στον συνθέτη για το έργο. Στην ηχογράφηση συμμετέχουν δύο φωνές, ένας αφηγητής, χορωδία γυναικών και ενδεκαμελής ορχήστρα. Μ’ αυτόν τον δίσκο ο Μαρκόπουλος προετοιμάζει το ύφος των μετέπειτα μουσικών εργασιών του που βασισμένες στην παράδοση ευαγγελίζονται μια «νεοπαραδοσιακή» άνοιξη στο ελληνικό τραγούδι. Η πιο «φυσιολατρική» στιγμή της ποίησης του Ελύτη με την παγκυριαρχία της παραστατικής εικονοποιίας και την πληθώρα λεκτικών σχημάτων συναντά την εμπνευσμένη ώρα του νεαρού φερέλπιδος συνθέτη και τις δυναμικές επικολυρικές ερμηνείες της εξαίρετης Μαρίας Δημητριάδη -και του Σταύρου Πασπαράκη. Έτσι επιτυγχάνεται η επιτυχής μέθεξη υψηλού λυρικού λόγου και ποιοτικής μελωδίας.
Το 1972 κυκλοφορεί το «Θαλασσινό Τριφύλλι» του Λίνου Κόκοτου με τον Μιχάλη Βιολάρη, την Ρένα Κουμιώτη και χορωδία. Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της μετα-νεοκυματικής μουσικής. Διαφέρει από τις μέχρι τότε μουσικές εργασίες πάνω σε έργα του, γιατί ο Ελύτης έγραψε στίχους ειδικά για αυτό το άλμπουμ, με τραγούδια που έμειναν κλασσικά, όπως τα «Τζιτζίκια» και το «Δελφινοκόριτσο». Οι τίτλοι των υπόλοιπων τραγουδιών του δίσκου είναι : «Το θαλασσινό τριφύλλι», «Το ερημονήσι», «Ο ταχυδρόμος», «Ντούκου-ντούκου μηχανάκι» «Η Ελένη», «Ο Αύγουστος», «Το χρυσό κλειδί». Τα τραγούδια παραμένουν δροσερά, θυμίζουν καλοκαίρι και μια σπάνια ξενοιασιά, κάνοντας το απόλυτα «ελαφρό» άλμπουμ μελοποιημένου Ελύτη.
Η απλοϊκότητα, η επίτηδες, θαρρείς, -ας την πούμε «στημένη»- αφέλεια των στιχουργημάτων αυτών ήταν μάλλον εύλογο να προκαλέσει και αρνητικές αντιδράσεις και σχόλια, ειδικά στους κύκλους των ανθρώπων της «κουλτούρας». Στα «Ρω του έρωτα» -αλλά και στον «Ήλιο τον Ηλιάτορα» η επίτηδες «απλοϊκή χρήση της γλώσσας, ο έντονος, ζωηρός ρυθμός, η αλληλοδιείσδυση φανταστικού και πραγματικού χωρίς επικράτηση του ενός ή του άλλου, η πλούσια χρήση επίτηδες «αφελών» καλολογικών στοιχείων, ο παιγνιώδης, «πειρακτικός» χαρακτήρας του ύφους σε σημείο «παιδικότροπο», αποδίδουν το κλίμα της ξενοιασιάς, της σχόλης και της ραστώνης του ελληνικού θέρους.
Η εφημερίδα «Τα Νέα» λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου έγραψε : «Ο Λίνος Κόκοτος που ο Ελύτης του εμπιστεύθηκε τη μελοποίηση των τραγουδιών του, έκανε ότι του γύρεψαν οι στίχοι: έγραψε μία μουσική όλο δροσιά και θάλασσα, μία μουσική ευχάριστη και ζεστή, πατώντας πάνω στα νησιώτικα, αλλά και στο λαϊκό τραγούδι , με έντονη παράλληλα νεοκυματική επίδραση». Ο συνθέτης θυμάται: «Όταν έπαιξα στον Ελύτη στο πιάνο τις τελευταίες μελωδίες από το δίσκο, εκείνος με χτύπησε στον ώμο και μου είπε:
Μπράβο
παιδί μου, έβγαλες ένα Αιγαίο και μία Ελλάδα όπως τα φανταζόμουν». Το 1971 ο κορυφαίος συνθέτης Θόδωρος Αντωνίου μελοποιεί το «Κλίμα της απουσίας», με τον χαρακτηρισμό «φωνητικό έργο», και αργότερα το ποίημα «Νεροσταγόνα», που έχει συμπεριληφθεί στον δίσκο «lingua musicalis»(«Λόγος Μουσικός»).
Το 1974, ο Γιάννης Γλέζος γράφει με επαναστατική διάθεση μια πλήρη μουσική ενότητα πάνω στο συνθετικό ποίημα του Λόρκα «Αντόνιο Τόρρες Χερέδια», σε μετάφραση του Ελύτη, επιλέγοντας κομμάτια με έντονη ποιητική δύναμη. Τα ερμηνεύει μοναδικά η Μαρία Δημητριάδη, ενώ η ενορχήστρωση είναι του Νίκου Μαμαγκάκη.
Η συλλογή «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας» είναι η πρώτη δισκογραφική κατάθεση(1982) του πρόωρα χαμένου(μόλις στα τριάντα εννιά του χρόνια) ιδιοφυούς και ευρηματικού Ζακυνθινού συνθέτη Δημήτρη Λάγιου. Συγκροτημένη πνευματική και καλλιτεχνική προσωπικότητα, με ιδιαίτερη σχέση –και έντονη δραστηριότητα- με τα Επτάνησα, την Κύπρο και τις Κυκλάδες, ο Λάγιος προτείνει έναν δίσκο με κύκλο τραγουδιών του Ελύτη βαδίζοντας, ούτως ειπείν, στα «ιδεολογικά» χνάρια του ποιητή με ενορχηστρώσεις που πατούν, άλλες στο λαϊκό τραγούδι και άλλες στο ευρύτερα παραδοσιακό με επιδράσεις από την δυτική παιδεία του συνθέτη. Οι άψογες ερμηνείες των τραγουδιστών, Γιώργου Νταλάρα και Ελένης Βιτάλη -που ερμηνεύουν και τα δύο δημοφιλέστερα τραγούδια ο καθένας : «Όμορφη και παράξενη πατρίδα» και «Γεια σου, κύριε μενεξέ(Το τραγούδι του κοριτσιού)-, καθώς και του αείμνηστου, και άδικα παραγνωρισμένου έξοχου ερμηνευτή Νίκου Δημητράτου –με την συνοδεία χορωδίας- συντελούν στην δημιουργία ενός αισθαντικότατου αποτελέσματος. Ο μελωδός δούλεψε εντατικά τα τραγούδια σε διάστημα δύο χρόνων, από το 1978 μέχρι το 1980, ενώ έτυχε της θερμής συγκατάθεσης του ποιητή για την συγκεκριμένη μελοποίηση.
Ο κύκλος ποιημάτων «Ήλιος ο Ηλιάτορας» έχει μελοποιηθεί και από τον «αιρετικό» μουσικό Θανάση Γκαϊφύλλια. Ο τραγουδοποιός άρχισε την επεξεργασία του έργου το 1972. Την ίδια εποχή και με παρότρυνση της φίλης του Μαλβίνας Κάραλη, η οποία ήταν φίλη και του ποιητή, θα του χτυπήσουν μαζί την πόρτα για να του ζητήσουν να ακούσει την μελοποίηση. Τα σχετικά με το ιστορικό αυτής της ανέκδοτης εργασίας αποκαλύπτει ο Γκαϊφύλλιας : : «Πήγαμε λοιπόν στη Σκουφά, εκεί που ήταν το σπίτι του, χτυπάμε την πόρτα του διαμερίσματός του, μπροστά η Μαλβίνα και πίσω εγώ με το τζάκετ, με μακριά μαλλιά και γένια και ξαφνικά ανοίγει την πόρτα, βγάζει το κεφάλι του ο Ελύτης και με έντονο ύφος λέει: "Τι θες εσύ;" ¨Οδυσσέα θέλουμε να σε δούμε, έφερα ένα φίλο μου¨ λέει η Μαλβίνα. "Να μου λείπει" λέει ο Ελύτης και κλείνει την πόρτα! Έτσι εγκατέλειψα εκείνη την προσπάθεια!».
Τον Γκαϊφύλλια όμως δεν έπαψε να τον απασχολεί η μελοποίηση αλλά και η δομή που έπρεπε να έχει το μουσικό του έργο. Ο δημοσιογράφος Γιώργος Πισσαλίδης καταθέτει : «Αντίθετα από την εργασία του Δημήτρη Λάγιου στο ίδιο ποίημα, που κυκλοφόρησε το 1982 (MinosEMI), ο οποίος έκοψε το έργο σε κομμάτια για τις ανάγκες τις δισκογραφίας, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας του έδωσε μορφή λαϊκού ορατορίου». Το πρώτο ανέβασμα του έργου έγινε στη Σαμοθράκη το 1998, στην Παλαιόπολη, στον αρχαιολογικό χώρο που τελούνταν τα Καβείρια μυστήρια, μαζί με μία ομάδα φοιτητών και συμμετείχαν οι ανήλικες τότε Ελένη και Σουζάνα Βουγιουκλή. Η παράσταση ανέβηκε στα πλαίσια επιστημονικού συνεδρίου που διοργάνωσε το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το οποίο μετά από τη συμβολή του τότε πρύτανη Κ. Σιμόπουλου ήταν έτοιμο να κυκλοφορήσει το έργο σε 10.000 αντίτυπα. Αριθμός ιδιαίτερα μεγάλος για έκδοση εκτός εμπορίου. Για άλλη μία φορά όμως, τριάντα χρόνια μετά από την απογοητευτική αντιμετώπιση που είχε από τον Οδυσσέα Ελύτη, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας θα εισπράξει την άρνηση της κληρονόμου του ποιητή, κυρίας Ιουλίτας Ηλιοπούλου, να δώσει την άδεια γι’ αυτή την έκδοση του έργου κι ας ήταν με την σφραγίδα του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και εκτός εμπορίου». Το έργο παρουσιάστηκε μελοποιημένο, στην τελική του μορφή, στα πλαίσια του εορτασμού για τα "Ελευθέρια της Θράκης", στις 11 Μαΐου 2008, στην Κομοτηνή, με τη συμμετοχή πολλών μουσικών και αφηγητών.
Ακούγεται συχνά πως οι περισσότεροι ποιητές μας δεν απαγγέλλουν «ωραία», και πάντως ότι οι ίδιοι δεν είναι οι ιδεώδεις αναγνώστες των έργων τους. Ίσως κανείς να μην διαθέτει την επιβλητική και υποβλητική προφορά και δεινότητα στην απαγγελία όπως ο καθηλωτικός στην ανάγνωση των ποιημάτων του Ανδρέας Εμπειρίκος . Ωστόσο η παρακαταθήκη των φωνών πολλών σημαντικών από τους ποιητές να διαβάζουν οι ίδιοι ποιήματά τους έχει αυταξία με σημασία τεράστια.
Σε δική του απαγγελία ο Ελύτης ηχογραφεί, το 1964, τις «Έξι και μια τύψεις για το ουρανό» και τα «Επτά νυκτερινά επτάστιχα», σε μουσική υπόκρουση του Αργύρη Κουνάδη, για την δισκογραφική εταιρεία «Διόνυσος»(που έχει κυκλοφορήσει σειρά με αρκετούς απ’ τους καλύτερους μεταπολεμικούς ποιητές μας να απαγγέλλουν ποιήματά τους)
Η ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί» -με δεύτερη κατά σειράν «Τα Ρω Του Έρωτα»- φαίνεται πως είναι η προσφορότερη όλων για μελοποίηση, γεγονός που πιστοποιείται από τις πολλές κατά καιρούς ηχογραφήσεις αποσπασμάτων της και την ποικιλία των μουσικών τρόπων που την προσεγγίζουν οι συνθέτες.
Ένας απ’ τους επίδοξους μαθητές του Θεοδωράκη, ο προικισμένος συνθέτης συνθέτης Ηλία Ανδριόπουλος ήρθε σε επαφή με τα ποιήματα των «Προσανατολισμών» το 1966, όταν ήταν ακόμα μαθητής, στον Πύργο Ηλείας. Η πρώτη ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη (1940) βρέθηκε στα χέρια του, και έτσι ανακάλυψε την ομορφιά της νεοελληνικής ποίησης και δέχτηκε την έκπληξη του ελληνικού υπερρεαλισμού. Το 1978 έγινε η πρώτη δισκογραφική παρουσίαση σύνθεσης του Ηλία Ανδριόπουλου πάνω σε ποίημα των «Προσανατολισμών», στον προσωπικό του δίσκο «Εικόνες», με «Το τραγούδι του Αιγαίου», το οποίο ερμήνευσε η Γεωργία Βέρδη. Η συστηματική επεξεργασία του συνθέτη πάνω στα ποιήματα της συλλογής άρχισε το 1982, ενώ το έργο δεν έχει πάψει να τον απασχολεί μέχρι και σήμερα. Το αποτέλεσμα της διετούς την σπουδής του συνθέτη(1982-1984) ήταν η δημιουργία του κύκλου «Προσανατολισμοί», που κυκλοφόρησε από την LYRA το 1984 με την ατμοσφαιρική ερμηνεία της Άλκηστης Πρωτοψάλτη. Σχετικά με το έργο αυτό ο Ανδριόπουλος δηλώνει: «Μιλώντας μόνο ως μουσικός που αφήνεται να τον συγκινήσει η ποίηση, θα έλεγα ότι τους ΄΄Προσανατολισμούς΄΄ τους βλέπω σαν λυρικούς ερωτικούς ύμνους με όλες τις προεκτάσεις τους, που τραγουδιούνται την άνοιξη και το καλοκαίρι». Το έργο έχει καταγραφεί σε δύο ακόμα δισκογραφικές εκδοχές: To 1994 στον δίσκο «Η Άλκηστις Πρωτοψάλτη σε έργα Ανδριόπουλου στο Ηρώδειο», με τη συνοδεία συμφωνικής ορχήστρας, (Universal) και το 2007 στον δίσκο «Προσανατολισμοί» με ιδανική ίσως ερμηνεύτρια την Νένα Βενετσάνου (MBI)
Πολύ εξομολογητικός και αναλυτικός ο ίδιος ο συνθέτης καταθέτει : «Οι ΄΄Προσανατολισμοί΄΄ με κυνηγούν απ’ την εφηβεία μου. Ήταν άνοιξη του 1966 στον Πύργο, όταν ένας συμμαθητής μού δώρισε ένα μικρό βυσσινί βιβλιαράκι με αυτά τα ποιήματα. Ένιωσα, ξεφυλλίζοντάς τα, ένα πρωτόγνωρο και δυνατό ξάφνιασμα. Πέρασαν τα χρόνια, ανέβηκα στην Αθήνα, σπούδασα μουσική και το 1984 καταθέτω την πρώτη μου μουσική μαρτυρία πάνω στους ΄΄Προσανατολισμούς΄΄. Εκείνη η ματιά μου, αν και εύστοχη ως προς το μουσικό κλίμα που δημιουργούσε, ήταν περισσότερο παρορμητική. Άλλωστε, μην ξεχνάμε πως αυτό το στοιχείο της παρόρμησης διακατείχε και τον Ελύτη, γιατί κι αυτός υπήρξε νέος όταν έγραφε τους ΄΄Προσανατολισμούς΄΄. Οι ΄΄Προσανατολισμοι΄΄ συγκροτούν έναν κόσμο που κινείται τελετουργικά μέσα στο φως του ελληνικού καλοκαιριού, όπου κυριαρχούν ο έρωτας, η νοσταλγία και η νεότητα. Εξυφαίνονται ύμνοι κατανυκτικοί, μεθυστικοί, υπέροχο, που εικονογραφούν μορφές ωραίων κοριτσιών, τραγουδούν φεγγαρόφωτες νυχτιές, θαλασσινούς αγέρηδες, μελτέμια και αύρες, ροδιές και κυπαρίσσια, βράχους και ξωκλήσια νησιών, χρωματιστά πλεούμενα, όπου όλα κινούνται με τρόπο ονειρικό και τα αποθεώνει μια υψηλή πνοή ολάνθιστου λυρισμού. Μην κάνουμε όμως το λάθος και τα δούμε όλα αυτά μέσα από το βλέμμα της τουριστικής ελαφρότητας. Οι ΄΄Προσανατολισμοί΄΄ αποκωδικοποιούν όλη την ποιητική πορεία του Ελύτη, γιατί μέσα τους υπάρχουν εκείνα τα υλικά που θεμελιώνουν την μετέπειτα δημιουργική του εξέλιξη».
Το 1979 ο συνθέτης Μιχάλης Τρανουδάκης παρουσιάζει τον δίσκο «Η ποδηλάτισσα», μια σοβαρή εργασία που διακρίνεται για τον υψηλό λυρισμό της, με την Αφροδίτη Μάνου σε υποβλητικές ερμηνείες. Άλλα δύο τραγούδια αυτού του κύκλου(«Τελετή», «Το σπίτι το ακατοίκητο») θα συμπεριληφθούν στον δίσκο «Σύννεφο, σύννεφο, πού πας;»(1983) σε ερμηνεία της Σοφίας Μιχαηλίδου.
Ο ίδιος δηλώνει Στο περιοδικό «Δίφωνο» : «Τα τραγούδια της ΄΄Ποδηλάτισσας΄΄ γράφτηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70, όταν πρωτοκυκλοφόρησαν τα ΄΄Ρω του Έρωτα΄΄. Το βιβλιαράκι αυτό περιείχε ποιήματα του Ελύτη που είχαν ήδη γίνει πολύ γνωστά και αγαπημένα τραγούδια, αλλά και κάμποσα που περίμεναν. Δεκατρία από αυτά μελοποιήθηκαν και παρουσιάστηκαν σε μια συναυλία το 1975 με την Μαρία Κάτηρα και τον Γιάννη Δημητρά. Λίγο αργότερα άκουσε τα τραγούδια ο Χατζιδάκις, του άρεσαν, και πρότεινε να δισκογραφηθούν στο ΄΄Πολύτροπον΄΄, την εταιρεία του, που λειτουργούσε στο πλαίσιο της Lyra, πράγμα που δεν έγινε ποτέ, μιας και η εταιρεία σύντομα έπαψε να υπάρχει. Τελικά ο δίσκος εκδόθηκε από την Lyra του Πατσιφά, με την Αφροδίτη Μάνου και με έντεκα από τα τραγούδια. Τα δύο που απέμειναν δισκογραφήθηκαν αργότερα με τη Σοφία Μιχαηλίδου στο δίσκο ΄΄Σύννεφο, Σύννεφο, Πού Πας΄΄. Έργο του Ελύτη ήταν και το εξώφυλλο• μάλιστα ο δίσκος κυκλοφόρησε με δύο διαφορετικά εξώφυλλα, γιατί το πρώτο δεν του είχε αρέσει. Όλα τα υπόλοιπα ήταν στη δικαιοδοσία του παραγωγού, ο οποίος αποφάσισε την σειρά των τραγουδιών, τον τίτλο, παρενέβη ακόμη και στην ενορχήστρωση του Τάσου Καρακατσάνη. Στο δίσκο έπαιξαν οι καλύτεροι μουσικοί της εποχής, ανάμεσά τους ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Φίλιππος Τσεμπερούλης, η Στέλλα Κυπραίου, ο Παντελής Δεσποτίδης, ο Τάσος Διακογιώργης, ο Κίμων Βασιλιάς. Η ΄΄Ποδηλάτισσα΄΄ κυκλοφόρησε το χειμώνα του 1979, αμέσως μετά την απονομή του Νόμπελ στον Ελύτη.
Το 1977 ο Θάνος Μικρούτσικος παρουσίασε μια πλουραλιστική μουσική άποψη από το συνολικό έργο του ποιητή με τον τίτλο «Η μεγάλη ώρα», και την ένδειξη : Σκηνική μουσική για σειρά παραστάσεων με σύνθεση από το ποιητικό έργο του Οδυσσέα Ελύτη.
Μέσα στην δεκαετία του ’70 ο μουσουργός, συνθέτης και ερευνητής Αντώνης Λάβδας μελοποιεί το ποίημα «Η τρελή ροδιά», από την ενότητα «Η θητεία του καλοκαιριού», από την συλλογή «Προσανατολισμοί», μαδριγάλι για έξι φωνές.
Το 1979 ο συνθέτης Ιάκωβος Χαλιάσας μελοποιεί το ποίημα «Το τριζόνι», από την ενότητα «Μικρές Κυκλάδες», από την συλλογή «Τα Ρω Του Έρωτα», για γυναικεία χορωδία.
Το 1980 ο μουσουργός και συνθέτης Μιχάλης Μεσσήνης μελοποιεί το ποίημα «Επέτειος», από την συλλογή «Προσανατολισμοί», για φωνή και ενόργανο σύνολο.
Το 1982 ο συνθέτης και βιρτουόζος του φλάουτου Μπάμπης Κανάς συνθέτει «Πέντε μαδριγάλια», για μεικτή χορωδία a cappella, έργο 4, από το ποίημα «Το μονόγραμμα». Το 1991 ο Κανάς συνθέτει την «Νυχτωδία», για φωνή και ενόργανο σύνολο, έργο 16, που βασίζεται στο ποίημα «Φυλλομάντης», από την συλλογή «Τα ετεροθαλή».
Η σπουδαία συνθέτης, ερμηνεύτρια και ποιήτρια Αγγελική Ιονάτου, γνωστή ως Angélique Ionatos, η οποία έχει μεταφράσει και μελοποιήσει στα γαλλικά αρκετούς Έλληνες ποιητές, έχει ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του Ελύτη. Η καλλιτέχνης από πολύ νωρίς είχε δηλώσει : «Ο Θεοδωράκης είναι ο μουσικός μου πατέρας και ο Ελύτης ο ποιητικός μου πατέρας». Το 1984 μελοποιεί αποσπάσματα από την «Μαρία Νεφέλη». ». Η Ιονάτου κατόρθωσε έπειτα από πολλές ενστάσεις και επιφυλάξεις του Ελύτη να πάρει άδεια για την ηχογράφηση αυτή. Το 1988 μελοποιεί αποσπάσματα από το «Μονόγραμμα». Ενώ στον δίσκο της «Ο έρωτας»(1992) μελοποιεί δύο στροφές από την αρχή της συλλογής «Προσανατολισμοί»(από τον τίτλο «Του Αιγαίου»). Το 1996, συνθέτει το ποίημα «Ιουλίου λόγος», από την συλλογή «Τα ελεγεία της Οξώπετρας». Τέλος, το 2015 η Ιονάτου παρουσίασε στα γαλλικά μια μεταφρασμένη ανθολογία του ποιητή με τον τίτλο «Le soleil sait»(«Ξέρει ο ήλιος»), πλουταίνοντας το εύρος των ενασχολήσεών της με το έργο του Ελύτη.
Το 1987 κυκλοφορεί ο δίσκος «Ήχος Β'» του συγκροτήματος «Δυνάμεις του Αιγαίου» που πρότεινε νέου τύπου μελωδίες οι οποίες όμως «πατούσαν» στην παραδοσιακή μουσική. Εδώ ο Χρίστος Τσιαμούλης μελοποιεί και τραγουδά δύο ποιήματα από την συλλογή του Ελύτη «Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά»: «Σε μεγάλη απόσταση» (από το ποίημα «Η κόρη που 'φερε ο βοριάς») και «Το κόκκινο άλογο».
Το 1987 ο συνθέτης Άγγελος Καλογεράς δημιουργεί μια μουσική σύνθεση πάνω σε αποσπάσματα του ποιήματος «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», για υψίφωνο, βαρύτονο, αφήγηση και ορχήστρα δωματίου.
Το 1990 ο συνθέτης συμφωνικής μουσικής Δημήτρης Μαραγκόπουλος στον δίσκο του «Μαρία Ντολόρες – παρελθόν» μελοποιεί ένα μικρό απόσπασμα από την «Μαρία Νεφέλη» που ερμηνεύει ιδανικά η Σαββίνα Γιαννάτου.
Το 1992 ο συνθέτης Αλέξανδρος Καλογεράς συνθέτει το ποίημα «Το τρελοβάπορο», από την συλλογή «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας», για μεικτή χορωδία, μαντολίνο, βιολί, βιόλα και τσέλο.
Το 1992, επίσης, ο συνθέτης Χρίστος Παπαγεωργίου συνθέτει δύο τραγούδια από την συλλογή «Τα Ρω Του Έρωτα», «Το ερημονήσι» και «Η ρουλέτα», για φωνή και ορχήστρα(επίσης, για φωνή και πιάνο).
Το 1993 ο μουσικός και δάσκαλος Σπύρος Ραυτόπουλος συνθέτει το ποίημα «Ελένη», για φωνή και πιάνο.
Το 1996 η λαμπρή λυρική ερμηνεύτρια Νένα Βενετσάνου συνθέτει και τραγουδά δύο ποιήματα του Ελύτη, «Το μαγισσάκι» και «Τα όσα η μοίρα μου ’γραφε», που ηχογραφεί στον δίσκο «Νέα γη». Μια συνεργασία με άριστο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Το 2003 η Βενετσάνου μελοποιεί το ποίημα «Ο, που ξέρει ελληνικά», από την συλλογή «Τα Ρω Του Έρωτα», που εντάσσει στον δίσκο της «Καφέ Γκρέκο».
Ενδιαφέρουσα και πολύ ατμοσφαιρική η μελοποίηση της ποίησης του Ελύτη είναι εκείνη που φέρει τον τίτλο «Τραγούδια για τους μήνες» του Δημήτρη Παπαδημητρίου με ερμηνεύτρια την Ελευθερία Αρβανιτάκη(1996). Το άλμπουμ περιλαμβάνει, ανάμεσα σε ποιήματα της Σαπφώς, του Καρυωτάκη, της Πολυδούρη, του Γκανά και δημοτικά δίστιχα, τέσσερα τραγούδια του Ελύτη : «Αγαμέμνων», «Σου το ’πα για τα σύννεφα», «Όλα τα πήρε το καλοκαίρι» και το συγκλονιστικό «Το παράπονο». Το 1997 η Αρβανιτάκη δηλώνει : «Τα τέσσερα ποιήματα του Ελύτη προερχόταν από την συλλογή ΄΄Τα Ρω του έρωτα΄΄. Στην εισαγωγή έγραφε ότι τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν για να τραγουδηθούν με την συνοδεία μιας κιθάρας. Φυσικά χρησιμοποιήσαμε περισσότερα όργανα από μια απλή κιθάρα».
Ενώ ο Δημήτρης Παπαδημητρίου προσθέτει: «Στείλαμε τα τραγούδια του Ελύτη στην σύντροφο του, Ιουλιέττα Ηλιοπούλου Εκείνη την εποχή ο Ελύτης έγραφε ένα σημαντικό βιβλίο, που επρόκειτο να είναι το τελευταίο του. Η Ιουλιέττα μας είπε ότι ο Ελύτης είχε ακούσει τα τραγούδια, τα είχε εγκρίνει και είχε εκφράσει την επιθυμία του να μελοποιηθούν και άλλα ποιήματα. Η μουσική για το ΄΄Σου το ’πα για τα σύννεφα΄΄ βασίζεται στην παραδοσιακή μουσική της Λέσβου (από όπου έλκυε την καταγωγή του ο Ελύτης). Έγραψα ένα τραγούδι βασισμένο σε κρουστά γιατί ήθελα να εκφράσω τον ελληνικό παγανισμό, που είναι η προσωποποίηση των δυνάμεων της ελληνικής φύσης».
Ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός έχει μελετήσει και έχει ασχοληθεί συστηματικά με το έργο του Ελύτη παρουσιάζοντας κατά καιρούς διάφορες συνθέσεις του. Έχοντας μιλήσει για την μουσικότητα που εντοπίζει στον Ελύτη(«το τολμηρό, αλλά πάντοτε εύηχο συνταίριασμα των λέξεων, η μελωδικότητα των στίχων, ο ρυθμός –ιδιαίτερα στα μη έμμετρα ποιήματα- και η αρμονία») μελοποιεί το «Μονόγραμμα», ένα συμφωνικό-λυρικό έργο, άκρα ερωτικό, με τη μορφή σκηνικής καντάτας, το οποίο ερμηνεύουν ο Τάσης Χριστογιαννοπουλος και η Βασιλική Καραγιάννη. Ο Κουρουπός έχει καταθέσει όλα τα σχετικά με την γνωριμία του με την ποίηση του Ελύτη και τις μελοποιήσεις έργων του από μέρους του : «Με τον Ελύτη ασχολήθηκα για πρώτη φορά το 1990, κατόπιν παραγγελίας από τη νεοϊδρυθείσα τότε ΄΄Ορχήστρα των χρωμάτων΄΄, καθώς ο Μάνος Χατζιδάκις ήθελε να δώσει έμφαση στην ελληνική μουσική. Ο ζωγράφος Χρόνης Μπότσογλου μου υπέδειξε να διαβάσω το ΄΄Μικρό Ναυτίλο΄΄. Με συνεπήρε, εκατό τοις εκατό Ελύτης, με όλη την ευαισθησία και τον πλούτο του ποιητή. Το έργο ονομάστηκε «Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη – Ο Μικρός Ναυτίλος». Το 1997 επανήλθα στον Οδυσσέα Ελύτη με το έργο ΄΄Ακινδύνου, Ελπιδοφόρου, Ανεποδίστου΄΄ από τα ΄΄Ελεγεία της Οξώπετρας΄΄, έργο για φωνή και ορχήστρα δωματίου. Ακολούθησε η παράσταση ΄΄Με το λύχνο του άστρου΄΄ με απαγγελία ποιημάτων του Ελύτη από την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, ερμηνεία τραγουδιών του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, και δικών μου σε ποίηση Ελύτη από τον Σπύρο Σακκά κι εμένα στο πιάνο. Έγραψα συνολικά δέκα τραγούδια, δύο εκ των οποίων σε ιταλική μετάφραση. Το 2002 συναντώ το ΄΄Μονόγραμμα΄΄. Ο Ελύτης είχε αρνηθεί σε συνθέτες την αποσπασματική μελοποίηση του έργου λέγοντας : ΄΄’’Το ΄΄Μονόγραμμα’’ ΄΄ είναι μια χειρονομία που δεν διακόπτεται. Ή το αναλαμβάνεις ή δεν το αναλαμβάνεις΄΄. Αυτό μου μετέφερε η Ιουλίτα και δέχτηκα να μελοποιήσω όλο το ΄΄Μονόγραμμα΄΄ ως συμφωνικό έργο, με δύο σολίστες, χορωδία και ορχήστρα. Είναι ένα έργο-σταθμός για τη ζωή μου. Με απασχόλησε δύο χρόνια και εμπεριέχει όλη τη μουσική μου σκέψη στην ωριμότερη φάση της». Το «Μονόγραμμα» του Κουρουπού ηχογραφήθηκε το 2004.
Το 1998 ο Γιώργος Κουρουπός παρουσιάζει το έργο «Η ωραία μας άγνωστη», πέντε τραγούδια για φωνή και πιάνο από την ποιητική ενότητα «Η πεντάμορφη στον κήπο», από τους «Προσανατολισμούς» : «Η πεντάμορφη στον κήπο», «Εαρινό απόσπασμα», «Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα», «Η ωραία μας άγνωστη», «Ακόμα μια φορά».
Το 2000 ο Γιώργος Κουρουπός συνθέτει νέα σειρά τραγουδιών πάνω σε ποίηση Ελύτη. Είναι τα εξής : «Γεγονός του Αυγούστου», από την συλλογή «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά», Όλβια Ντόννα, από το ποίημα «Η θητεία του καλοκαιριού»(«Προσανατολισμοί»), «Venerdi 1M», από το «Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου», Martedi 7b, από το «Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου», σε ιταλική μετάφραση.
Το 2006, επίσης, ο Κουρουπός επανέρχεται στο το έργο «Η ωραία μας άγνωστη», στο οποίο συνυπάρχουν μελοποιημένα μαζί με τα ποιήματα «Εν λευκώ» και «Σηματολόγιο» (από τους «Προσανατολισμούς») του Ελύτη, και ποιήματα από το «Τετράδιο Γυμνασμάτων» του Σεφέρη και την «Ενδοχώρα» του Εμπειρίκου. Ερμηνεύουν ο Σπύρος Σακκάς, η Μάτα Κατσούλη και η Ειρήνη Καραγιάνη.
Το 2008 μελοποιεί δύο αποσπάσματα : «Ο προπατορικός παράδεισος» και «Ο χαρταετός» από την «Μαρία Νεφέλη».
Τέλος, το 2011 ο Γιώργος Κουρουπός παρουσιάζει μια εκτενή μουσική εργασία πάνω σε πλήθος ποιημάτων από διάφορες συλλογές του Ελύτη : «Η Νεφέλη», «Ζωή», «Η τοσοδούλα Τύχη», «Η συναυλία των Γιακίνθων», «Απόστιχα Μυστικά για έναν όρθρο στο Ασκητήριο του Απολλού», «Η Πορτοκαλένια», «Εμείς ψωμί δεν έχουμε», «Ακόμα ένα τσιγάρο», «Περασμένα Μεσάνυχτα», «Της Σελήνης της Μυτιλήνης», «Τύχη», και τριών ποιημάτων της Σαπφώς: «Αγάπες μου», «Μονάχη κι Έρημη» και «Ανέβαινε ψηλά η Πανσέληνος», σε μετάφραση του ποιητή.
Το 1999 ο Μίκης Θεοδωράκης και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου απαγγέλλουν το «Μονόγραμμα» με μουσικό φόντο το «Adagio» του Μίκη.
Τον ίδιο χρόνο το ροκ συγκρότημα «Μωρά στη φωτιά» μελοποιεί το ποίημα «Ο χαμαιλέων» που εντάσσεται στον δίσκο τους «Οι θεατρίνοι».
Το 2002 ηχογραφείται και ο πολυσυλλεκτικός δίσκος με τον τίτλο «lingua musicalis»(«Λόγος Μουσικός»)- μελοποιημένη ελληνική ποίηση-, σε επιμέλεια του Νίκου Διονυσόπουλου. Πρόκειται για μία εργασία αξιώσεων που συγκεντρώνει γνωστές και άγνωστες μελοποιήσεις έργων δέκα μεγάλων Ελλήνων ποιητών από εννέα σπουδαίους συνθέτες του 20ου αι. ερμηνευμένες με πρωτότυπο και πολύ εκφραστικό τρόπο από τον Σπύρο Σακκά στο τραγούδι και τον Γιώργο Κουρουπό στο πιάνο. Εδώ συμπεριλαμβάνονται δύο ποιήματα του Ελύτη : «Η νεροσταγόνα» σε μουσική του Θόδωρου Αντωνίου και «Η πεντάμορφη στον κήπο» σε μουσική του Γιώργου Κουρουπού. Το πνεύμα της έκδοσης συνοψίζεται στην σκέψη του επιμελητή ότι «η σύζευξη της μουσικής δημιουργίας με τον ποιητικό λόγο επιχειρεί να δημιουργήσει μια νέα οντότητα που και το ποίημα να μετουσιώνει και τη μουσική σκέψη να προάγει.
Το 2006 ο Νίκος Ξυδάκης ηχογραφεί εφτά τραγούδια της Σαπφώς σε απόδοση Ελύτη που τα ερμηνεύει η Ελευθερία Αρβανιτάκη ενταγμένα σε μια ενότητα με τον τίτλο «Γρήγορα η ώρα πέρασε». Είναι τα εξής : «Αθάνατη Αφροδίτη», «Θεός μου φαίνεται», «Ο Άδωνις», «Πολλές φορές», «Όσ’ άστρα γύρω βρίσκονται», «Να ’χα πεθάνει», «Πυρετός κρυφός», «Τι θέλω τι», «Γρήγορα η ώρα πέρασε».
Την ίδια χρονιά Ο Ανδρέας Αδαμόπουλος μελοποιεί το ποίημα «Μικρή πράσινη θάλασσα», από την συλλογή «Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά», ενώ η Μαρία Βουμβάκη ηχογραφεί το τραγούδι «Το κοχύλι», από «Τα Ρω Του Έρωτα» που το περιλαμβάνει στον δίσκο της «Τα τερραίν του παραδείσου».
Το 2006, επίσης, ο μουσικός Παύλος Βοντιτσιάνος παρουσιάζει, κάνοντας σπάνια αίσθηση, μία μουσική εργασία υψηλών απαιτήσεων με την ονομασία «Το τρίπτυχο : Ελένη-Αόρατος θίασος-Ο χορός της Μαρίας Νεφέλης», μία σύνθεση δηλαδή γραμμένη πάνω στα ποιήματα που αντιστοιχούν στους τρεις τίτλους του «Τρίπτυχου» : «Ελένη του Σεφέρη, «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» του Καβάφη και «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη.
Το 2007 το μουσικό συγκρότημα «Χαίνηδες» ηχογραφεί το ποίημα του Ελύτη «Τα όσα η μοίρα μου ’γραφε» σε μουσική Αντώνη Σκαμνάκη και ερμηνεία του ίδιου και της Μαρίας Κώτη. Το τραγούδι συμπεριλαμβάνεται στον πολυσυλλεκτικό δίσκο «Ο γητευτής και το δρακοδόντι».
Το 2007, επίσης, το συγκρότημα «Χειμερινοί κολυμβητές» ηχογραφεί ένα απόσπασμα από το ποίημα «Η τρελή ροδιά»(«Το πέρασμά σου») με την χαρακτηριστική «πηγαδίσια» φωνή του Αργύρη Μπακιρτζή σε ένα άλμπουμ υψηλών «πνευματικών» αξιώσεων που περιλαμβάνει είκοσι μελοποιημένα ποιήματα και άλλων ποιητών, όπως Βάρναλη, Σεφέρη, Καββαδία, Χριστιανόπουλου, Ναζίμ Χικμέτ, Αζίζ Νεσίν, -ακόμη και Σαίξπηρ, κ.α.
Το 2009 το συγκρότημα «Ωχρά σπειροχαίτη» μελοποίησε το τραγούδι «Μαρία Νεφέλη»(από το ομώνυμο ποίημα). Τραγουδισμένο μεταξύ πρόζας και μελωδίας, με εκτενή εισαγωγή και ήχο ηλεκτρικό μέσα σε ατμοσφαιρικό, ψυχεδελικής ατμόσφαιρας μουσικό κλίμα αγωνίας.
Το 2011 ο Νίκος Μαμαγκάκης ηχογραφεί το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο γα τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», σουίτα τραγουδιών και υποκρούσεως, με αφηγητή τον ίδιο τον συνθέτη με την υποβλητικότατη φωνή και ερμηνευτές τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, την Λιζέτα Καλημέρη, την Ηρώ Σαία και τον Αλέξανδρο Καψοκαβαδά.
Το 2011, επίσης, ο μουσικός και οργανοποιός Πέτρος Ζαράνης παρουσιάζει ζωντανά σε διάφορες μουσικές σκηνές της Αθήνας δύο μελοποιημένα ποιήματα του Ελύτη : 1. «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας», σε ερμηνεία Δήμητρας Μπακλαγιάννη με συνοδεία από κιθάρες, φλάουτο και βιολί, και 2. «Ο Αύγουστος», σε ερμηνεία του ίδιου και της Μαρίας Κοτσίρη με συνοδεία κιθάρας και νέι. Πρόκειται για αξιόλογες μουσικοποιητικές προτάσεις σε ενδιαφέρουσα «νεοπαραδοσιακή» εκδοχή.
Το 2014 η Κατερίνα Φωτεινάκη, αξιόλογη καλλιτέχνης, στενή συνεργάτης της Ιονάτου, ηχογραφεί στη Γαλλία τον δίσκο «Τα τζιτζίκια» μελοποιώντας ανάμεσα σε άλλα και τέσσερα ποιήματα του Ελύτη : «Τα τζιτζίκια», «Το θαλασσινό τριφύλλι», «Ντούκου ντούκου μηχανάκι» και «Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας».
Τον Ιούλιο του 2010 το μουσικό περιοδικό «Δίφωνο» έκανε αφιέρωμα στον ποιητή. Το τεύχος συνοδευόταν από ένα συλλεκτικό CD με ανθολογία μελοποιημένου Ελύτη(14 τραγούδια). Εξαιρετικό ενδιαφέρον σχετικά με την μελοποιημένη ποίηση του Ελύτη παρουσιάζουν ο απόψεις –δικές του και άλλων- που παραθέτει εδώ ο επιμελητής του τεύχους Ηρακλής Οικονόμου.
Σε ομιλία του προς τους Έλληνες μετανάστες στη Στοκχόλμη, ο ποιητής είχε πει : «Για ένα τραγούδι ζούμε, στο βάθος, όλοι μας. Το τραγούδι που λέει τους καημούς και τους πόθους καθενός μας». Αργότερα, όταν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ, είχε δηλώσει : «Η μόνη ανταμοιβή που γνώρισα πριν από τη σημερινή, ήταν ν’ ακούω τους συμπατριώτες μου να με τραγουδούν».
Μελοποιημένη ή όχι, η ποίηση του Ελύτη, κυρίως μετά την απονομή του Νόμπελ, έχει ταξιδέψει όλο τον κόσμο και έχει γίνει κτήμα πολλών ανθρώπων σχεδόν σε όλες τις χώρες του πλανήτη.
Το γεγονός ότι η ποίησή του, μέσα από τις γνωστές συνθέσεις Ελλήνων συνθετών αλλά και πειραματικά –με απόπειρες μελοποίησης διάφορων ποιημάτων του -που δεν έχουν κυκλοφορήσει ηχογραφημένες στο εμπόριο- από νέους προπαντός, ερασιτέχνες ή επαγγελματίες μουσικούς-, είναι η πιο πολυτραγουδισμένη ποίηση στο διαχρονικό φάσμα της ελληνικής γραμματείας και ότι είναι από τα προσφιλέστερα αντικείμενα αφιερωματικών επετείων –με ποικίλες αφορμές : 28η Οκτωβρίου, Πολυτεχνείο, 25η Μαρτίου, αφιερώματα στο έργο του, αφιερώματα στο Αιγαίο, αφιερώματα στον έρωτα, κ.α.-, ιδιαίτερα δε στα πλαίσια των πολιτιστικών δραστηριοτήτων στα εκπαιδευτήρια τόσο εντός της χώρας, όσο και της οικουμενικής διασποράς της ομογένειας, φανερώνει την απέραντη, αδιάπτωτη αγάπη στο έργο του και καταδεικνύει το εύρος, το βάθος και την αντοχή της ανεκτίμητης προσφοράς του σε πνευματικό, κοινωνικό, και ευρύτατα πολιτιστικό και διαπολιτισμικό επίπεδο.
το δεύτερο μέρος της μελέτης του Θωμά Κοροβίνη "Ο ΣΕΦΕΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΥΤΗΣ ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟΙ", που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 2016(εκδόσεις ΙΣΤΟΣ-ΖΩΓΡΑΦΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ)-
Ο ΜΕΛΩΔΟΣ ΕΛΥΤΗΣ – Η ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου