1.4.22

Ποιητικές φωνές του Μεσοπολέμου. Η περίπτωση του Μήτσου Παπανικολάου

 Γράφει ο Πάνος Χατζηγεωργιάδης

Του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ» και της Εθνικής Εταιρίας των Ελλήνων Λογοτεχνών


 

Το δικό μου θέλεις πόνο;

Όλοι οι πόνοι μου κοιμούνται...

Ένα “χαίρε” δώσε μόνο

Όπου ακόμα με θυμούνται...

                                «Αρρώστια», Μήτσος Παπανικολάου

Ο μεσοπόλεμος αποτελεί μία ιστορική περιόδο που δεν ποτέ δεν έκρυψα οτι με έχει απασχολήσει ιδιαίτερα. Σε αυτό το μεσοδιάστημα αναμεταξύ των δύο μεγάλων πολέμων, ένα διάστημα όπου η ανθρωπότητα αφήνοντας τον πρώτο μεγάλο πόλεμο θεώρησε επί ματαίω πως ανοίγεται εμπρός της μία νέα προοπτική η οποία θα συντριβεί μόλις έπειτα απο μία εικοσαετία μετά, η τέχνη βρήκε πρόσφορο έδαφος ώστε να αναπτυχθεί.

Η προσφιλής μου “γενιά του είκοσι”, η γενιά του όψιμου νεοσυμβολισμού για την Ελλάδα και η χορεία εκείνη όλων αυτών των ταλαντούχων ποιητών, θα ζήσει μεγάλο μέρος της μικρής κατά κύριο λόγο ζωής της (διότι βασικό χαρακτηριστικό των λογοτεχνών εκείνης της περιόδο είναι και ο σύντομος βίος κατά κανόνα), ως μία συντριμμένη εκ των συνθηκών γενιά. Μία γενιά αδικοχαμένη, θυσία στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής της.

Ο Μήτσος Παπανικολάου, ο περί ου ο λόγος ποιητής για τον οποίον συντάσσεται το παρόν μικρό κείμενο ως λογοτεχνική αναφορά, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει εξαίρεση σε όλη αυτή την μεσοπολεμική γενιά. Είναι γέννημα και θρέμμα του κλίματος που έφερε και στην χώρα μας η γενικοτερη κατάσταση και τούτο φαίνεται τόσο στο μικρό σε μέγεθος αλλά πολύ σημαντικό κατά τον υποφαινόμενο ποιητικό του λόγο (περί τα πενήντα μόλις ποιήματα δημοσιευθέντα), όσο και στο μεταφραστικό του έργο όπου όπως εύστοχα κανείς μπορεί να διαβάσει οτι διαμέσου του, ο ίδιος προσπάθησε να εκφράσει τον εαυτό του, μέσα απο σκέψεις άλλων, γεννημένων σε άλλες χώρες μα λογοτεχνών που συναντιλαμβάνονταν τον κόσμο παρόμοια με τον Παπανικολάου.

Βιογραφικά δεν γνωρίζουμε πολλά. Γεννιέται στην Ύδρα στα 1900, αλλά απο πολύ νωρίς εγκαθείσταται οικογενειακώς στον Πειραιά. Απο πολύ νωρίς επίσης θα αρχίσει να δημοσιεύει ποιήματα του, αρχικά στην “Διάπλαση των Παίδων” του Ξενόπουλου, ενός μυθικού περιοδικού που άνδρωσε συνειδησιακά πολλές γενιές Ελλήνων. Αργότερα θα εργαστεί ως δημοσιογράφος και θα υπάρξει μάλιστα και αρχισυντάκτης του ιστορικού λογοτεχνικού περιοδικού “Μπουκέτο”. Το τέλος του, μάλλον αναμενόμενο. Άνθρωπος με έντονα πάθη (όπως και ο σύντροφος του Λαπαθιώτης), θα ζήσει ως τα σαράντα τρία του χρόνια και θα πεθάνει στο δημόσιο ψυχιατρείο έπειτα απο ισχυρή δόση ναρκωτικών. Μέσα στην Κατοχή.

Η προσωπική του συντριβή δεν διαφέρει απο το γενικότερο κλίμα και τούτο αποδίδεται προφανώς και στην πρωτότυπη ποιητική του εργασία. Ποίηση άρτια στιχουργικά η οποία διαπνέεται υφολογικά απο την μελαγχολία, την απαισιοδοξία, την απεικόνιση με τα μελανότερα χρώματα της εσωτερικής ψυχικής καταστάσεως του μα και με στάλες ενός ανεπαίσθητου ρομαντισμού (θαρρείς κρυπτόμενου μέσα στην τόση μελαγχολική διάθεση), ένα πραγματικά καταφύγιο που μοιάζει κολαστήριο όπως αναφέρεται στην ποίηση και ο κυριότερος εκπρόσωπος του μεσοπολέμου για τα Ελληνικά γράμματα Καρυωτάκης.

Η ποίηση γενικώς για όλη τούτη την δύσμοιρη γενιά, υπήρξε ένα βήμα πριν απο τον βιολογικό θάνατο καθώς και ένα βήμα εκφραστικό, όπως και ένα βήμα διαμαρτυρίας. Υπήρξε το καταφύγιο που φθονούσε. Υπήρξε όμως και το καθαρτήριο όλων αυτών των εξαιρετικά προόωρα κουρασμένων ψυχών που δεν έβλεπαν καμιά προοπτική εμπρός και που έγραφαν για να μην αυτοκτονήσουν.

Έγραφαν ώστε να μπορέσουν να ζήσουν μία ακόμη ημέρα τρέμοντας απο τον φόβο του τι θα φέρει το αύριο, θα έλεγε δέ κανείς πως η δυστυχία ήταν πολύ έντονα ζυμωμένη μαζί με τα χαμένα όνειρα τούτης της μάζωξης ανθρώπινων πλασμάτων. Είναι η εποχή που η αγωνία μιάς ολάκερης γενιάς θα καταγραφεί στο χαρτί και που πέρα απο το ταλέντο της, την μελετούμε γιατι και κοινωνικά μοιάζει τόσο πολύ με την δική μας γενιά.

Έτσι βρίσκουμε έναν κοινό τόπο συνεννοήσεως με όλες αυτές τις σκιές που απο καιρό πια ζούν ανάμεσα μας λησμονημένες, ως αρχέτυπα μιάς βαθιάς, και έντονης απεικόνισης του πιο σκοτεινού κομματιού της ανθρώπινης ψυχής που αναδύεται κάθε τόσο που η γενικότερη κατάσταση του το επιτρέπει μα που συνάμα πάντα βρίσκεται εν ύπνω.

Ο Παπανικολάου δεν έχει την θέση που του αξίζει στα νεοελληνικά μας γράμματα. Τον ξέχασαν ακόμη και την ώρα που ζούσε όπως ζούσε. Πέρασε απο αυτή την ζωή σαν ένα τύπος του περιθωρίου που για την εποχή του ιδιαίτερα ήταν εντελώς απορριπτέο και έτσι δρασκέλισε στην αιωνιότητα ως σκιά που ο λεγόμενος “καλός κόσμος των γραμμάτων” θα ήθελε να ξεχάσει.

Μα τούτο δεν μικραίνει το ποιητικό του έργο. Τούτο δεν μπορεί να φανεί εμπόδιο εμπρός στην ανάδειξη των στίχων του. Ποτέ ο καθωσπρεπισμός της κάθε εποχής, δεν θα πρέπει να βρίσκεται σε θέση να επιλέγει για εμάς χωρίς εμάς. Και μείς οι υποτιθέμενα άνθρωποι πνευματκοί της εποχής μας, αυτής της πανάθλιας εποχής και για τα γράμματα μας, οφείλουμε να καταδυκνείουμε όποια χαραμαδα φωτός εντοπίζουμε, σε μιά αδιάκοπη προσπάθεια του να καταστήσουμε τον άνθρωπο καλύτερο, προς ένα καλύτερο, ανώτερο “Εγώ” του ατόμου μα και της ανθρωπότητας.

Ο Παπανικολάου σίγουρα αξίζει δύο γραμμές και μια αναφορά. Δεν είναι ευχάριστος. Δεν είναι εύκολος. Είναι όμως αληθινός. Και σε έναν τόσο ψεύτκο κόσμο, η αλήθεια το παν.

Μικρή ποιητική εκλογή

 

ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

 

Μέσα στη βουή του δρόμου

ήταν να ‘βρω τ’ όνειρό μου,

να το βρώ και να το χάσω

κι ούτε πιά που θα το φτάσω.

 

Μιά στιγμή πέρασε μπρός μου

κι ήταν η χαρά του κόσμου,

η χαρά που μας ματώνει

σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.

 

Πέρασε όπως περνούνε

όσα δέ θα ξαναρθούνε –

πουλιά πού ‘χουν φτερουγίσει

σύννεφα μέσα στη δύση.

 

Κι άφησε στο πέρασμά του

- πέρασμα ζωής, θανάτου –

στην καρδιά μου σα σφραγίδα

ώ... την πεθαμένη ελπίδα.

 

Μιάν ελπίδα πεθαμένη

που μας ζεί και μας πεθαίνει

κι όλο μας τραβάει δώ κάτου

ώς την πόρτα του θανάτου.

 

Όνειρο γλυκό και ξένο

και παντοτινά χαμένο,

σε κρατώ στο νού μου ακόμα

σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.

 

Όταν πέρασες με πήρες

κι όλες μου άνοιξες τις θύρες

με το μαγικό κλειδί σου

του χαμένου παραδείσου.

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

 

Μαύροι δρόμοι του χειμώνα

στη γυμνή την εξοχή·

του αμαξιού τα φώτα μόνα

τρέχουν μέσα στη βροχή.

 

Μέσα στην ανεμοζάλη

πρώτη ερωτική βραδιά !

Τέτοιαν άνοιξη και πάλι

που περίμενε η καρδιά;

 

Δυό κεφάλια πλάι – πλάι

το ένα φθινοπωρινό,

το άλλο δώρο απο το Μάη,

δεν είν’ είκοσι χρονώ.

 

- Που σε βρήκα; Που σε βρήκα,

άνθος της αμυγδαλιάς;

Τα μαλλιά σου έχουν τη γλύκα

μιάς χελιδονοφωλιάς.

 

Και τα μάτια, όπως τα κλείνεις

στο φιλί, μοιάζουν κι αυτά

με τα μάτια της Σελήνης

που κοιτούν πάντα κλειστά.

 

Είσαι η νύχτα κι είσαι η μέρα,

είσαι ο πόνος κι η χαρά !

Γύρω μας, μές τον αέρα

κυματίζουνε φτερά:

 

Περιστέρια έχουνε φθάσει

απο τόπους μακρινούς·

φέρνουν ανθισμένα δάση

και γαλάζιους ουρανούς.

 

... Και τ’ αμάξι, τρέχει, τρέχει

στην ασφαλτωμένη οδό.

Έξω από τα τζάμια βρέχει

κι ο χειμώνας είν’ εδώ...

 

 

ΑΡΡΩΣΤΙΑ

 

Το φεγγάρι απόψε λάμπει

σε θερμούς ονειροπόλους,

σε ζευγάρια ερωτευμένα –

λάμπει σ’ όλους, και σε μένα...

 

Το κοιτώ, καθώς περνάει

ταξιδιάρικο στα χάη·

πέφτει στο κρεβάτι απάνω

που ίσως μέλλω να πεθάνω...

 

- Το δικό μου θέλεις πόνο;

Όλοι οι πόνοι μου κοιμούνται...

Ένα “χαίρε” δώσε μόνο

Όπου ακόμα με θυμούνται...

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: