26.4.22

Ως τη συντέλεια της μνήμης (για τον Χρήστο Μπράβο από την Άννα Μπίσμπα)


Είμαι από τους ανθρώπους που δεν γνώρισαν τον Χρήστο Μπράβο ως άνθρωπο. Οι στίχοι του μου τον ανέστησαν.

Τραγουδισμένο τον πρωτάκουσα. Ο Βραχνός Προφήτης του Θανάση Παπακωνσταντίνου για ‘μένα υπήρξε αποκάλυψη. Άνοιξα το ένθετο βιβλιαράκι του cd  και κάτω από τους στίχους είδα το όνομα του Χρήστου. Δεν τον ήξερα, αλλά ήθελα να τον μάθω. Έψαξα. Έψαξα πολύ. Ρώτησα την καθηγήτριά μου, Άντεια Φραντζή, και μου είπε πόσο

ενδιαφέρον είχε η περίπτωσή του. Αλλά τα ποιήματά του άφαντα. Ούτε στις βιβλιοθήκες, ούτε στο εμπόριο, ούτε στο διαδίκτυο. Σκόρπιες αναφορές και σπαράγματα έβρισκα μόνο. Ιδού, λοιπόν, η μεγάλη πρόκληση: να ξαναβρώ τα κομμάτια, να τα ενώσω, να τον ξαναθυμίσω σε όσους τον ξέχασαν, να τον γνωρίσω σε όσους το έχουν ανάγκη. Συντοπίτες του που τον αγαπούσαν ακόμα, τόσα χρόνια μετά, μου έδειξαν το πώς.

Και κάπως έτσι γνώρισα την Ερμιόνη Μπράβου, σύζυγο του ποιητή και σύντροφό του ως τα τώρα με όλο το βάρος της λέξης. Βρεθήκαμε πολλές φορές στην Αθήνα, συναντηθήκαμε στη Δεσκάτη, με έβαλε στο σπίτι της, μου άνοιξε το αρχείο, μου άνοιξε την καρδιά της και μου μίλησε για τον ποιητή, μου μίλησε για τον νεκρό της άντρα. Έτσι τον γνώρισα, από μνήμης.

Νυχτέρι στο πατρικό του στη Δεσκάτη με τα ποιήματα στο τραπέζι, συζητήσεις με τους συγχωριανούς του από τους οποίους άκουγα τη μυθολογία του ποιητικού του κόσμου. Είχαν πια αναστηθεί οι τόποι, τα πρόσωπα κι οι θρύλοι κι εγώ βρέθηκα μαζί τους στην πίσω πλαγιά του χρόνου… Η διπλωματική εργασία που προέκυψε ήταν ένας ελάχιστος φόρος τιμής και μια κατάθεση ευχής ν’ ανοίξει δρόμους.

Στη Δεσκάτη, λοιπόν. Εκεί γεννήθηκε ο Χρήστος Μπράβος, το 1948. Στη μακρινή Δεσκάτη που οι σφήκες ονομάζονται ταβάνια και δίνουν χρησμό στον ύπνο του Γκαντάρα. Μαινόταν ο Εμφύλιος ακόμα όταν ήταν νεογέννητος. Δεν τα έζησε τα γεγονότα. Τα άκουγε όμως από τον πατέρα του και από τους συγχωριανούς του. Η Δεσκάτη ήταν πατρίδα των απόντων και μετρούσε τον χρόνο με Ψυχοσάββατα. Ο πατέρας ήταν με τους λυπημένους, με τους  ματαιωμένους αντάρτες του ΕΛΑΣ, πήρε μέρος στην Αντίσταση, όχι στον Εμφύλιο, και έζησε την πικρία της ήττας και την ακύρωση των προσδοκιών. Ο πατέρας που με τις αφηγήσεις του καλούσε τα φαντάσματα έγινε για τον ποιητή ενθύμιο λύπης και του αφιερώθηκε η ενότητα «Με τους λυπημένους» στη δεύτερη συλλογή, Με των αλόγων τα φαντάσματα.

Αντάρτες, καταδίωξη, αίμα, θάνατος, φόβος, η νύχτα, οι παράνομοι και οι άλλοι,  τα δίκωχα και οι μαύρες κάπες, τα τουφέκια κι ο καπνός, τα μαύρα άλογα και τα σκυλιά που αλυχτούν σημαίνοντας θάνατο, όλα αυτά αποστράγγιζε από τις αφηγήσεις του πατέρα και των συγχωριανών του. Αλλά το κυνήγι και οι εκτελέσεις συνεχίζονταν ακόμα. Κι έτσι παιδί ο ποιητής είδε φράχτες με κομμένα κεφάλια ανταρτών, τον πραματευτή που κουβαλά κρανία, τη στάχτη και το πριονίδι που έστρωναν στους δρόμους να στραγγίσει το αίμα, το ατέλειωτο μαύρο, το πένθος των γυναικών που παν με τα κόλλυβα. Μια εποχή ζοφερή, τρομακτική και σαρκοβόρα.

Από τη γιαγιά του άκουγε δημοτικά τραγούδια, τον Πραματευτή και τη Μηλιά, ζούσε τους θρύλους και τις δοξασίες, τις Λυτές βραδιές, έβλεπε στις κηδείες τους ηλικιωμένους να μπήγουν καρφιά στο ξύλινο πάτωμα, μην ξαναβγεί ο Χάρος, έπαιζε στο παλιό τούρκικο νεκροταφείο, άκουγε ιστορίες για φαντάρους που δεν γύρισαν ποτέ και για επικηρυγμένους που αποφάσιζαν να φωτογραφηθούν.

Κάποτε έφυγε από τη Δεσκάτη για να σπουδάσει Μαθηματικά στην Πάτρα. Έχει κι αυτό τη σημασία του. Γιατί στην ποίηση του Μπράβου, όπως και σε οποιουδήποτε αξιόλογου τεχνίτη, τίποτε δεν είναι τυχαίο. Όχι μόνο οι λέξεις και οι στίχοι, όχι μόνο τα ποιήματα, αλλά ολόκληρες οι συλλογές έχουν εσωτερική ενότητα. Ένας  αυστηρός ποιητικός ορθολογισμός που δομείται με θαυμαστή μαθηματική οργάνωση (ας μου επιτραπεί ο όρος), πειστήριο ότι πρόκειται για ποιητή αξιοπρόσεκτο από κάθε άποψη.

Κι έπειτα πήγε στην Αθήνα. Έγινε υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, παντρεύτηκε την Ερμιόνη, απέκτησε δυο παιδιά, τον Ηλία και τον Γιάννη, γνωρίστηκε με τον ποιητικό του δάσκαλο, τον Μίλτο Σαχτούρη, μπήκε στην παρέα των Κειμένων του Φίλιππου Βλάχου και της Γεωργίας Παπαγεωργίου κι από ‘κει και πέρα τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.

Έφτασε 35 χρονών για να δημοσιεύσει την πρώτη του συλλογή, κάπως αργά δηλαδή. Δεν είχε μείνει σιωπηλός ως τότε. Έγραψε χρονογραφήματα, άρθρα και επιφυλλίδες σε τοπικές εφημερίδες, κέρδισε μάλιστα δύο ποιητικούς διαγωνισμούς. Ωστόσο, το ώριμο έργο του δημοσιεύτηκε το 1983. Ήταν το Ορεινό Καταφύγιο από τις εκδόσεις Κείμενα. Ακολούθησε και δεύτερη συλλογή το 1985, Με των αλόγων τα φαντάσματα, από τις ίδιες εκδόσεις.

20 Απριλίου 1987, Δεύτερη μέρα Πάσχα, ο Χρήστος Μπράβος στα 39 του μόλις χρόνια νικήθηκε από τον χάρο που ήρθε με των αλόγων τα φαντάσματα. Καλπάζουσα ανίατη ασθένεια τον πήρε από την οικογένειά του, τους αγαπημένους φίλους του, και την ποίηση. Το έργο του έμεινε μισοτελειωμένο. Ό,τι είχε στον νου του το πήρε μαζί του. Ό,τι είχε στα συρτάρια- τα πριν τις συλλογές και τα μετά- φρόντισαν η γυναίκα του και οι φίλοι του, ο Μιχάλης Γκανάς και ο Μισέλ Φάις, να βρουν τον δρόμο για το τυπογραφείο κι έτσι στα 1996 εκδόθηκε η τελευταία συλλογή, Μετά τα μυθικά, με εικονογράφηση του Χρόνη Μπότσογλου. Σ’ αυτά συμπεριλαμβάνεται το Σονέτο του σκοτεινού θανάτου, το τελευταίο μονόφυλλο που είδε τυπωμένο ο Χρήστος Μπράβος.

Ο Μπράβος εντάσσεται γραμματολογικά στη λεγόμενη γενιά του ’70, τη γενιά των ποιητών δηλαδή που έφεραν τα τραύματα του μετεμφυλιακού κλίματος και ζούσαν ως παιδιά ή έφηβοι έναν απροσδιόριστο φόβο για ένα υποφώσκον κακό. Ο Μπράβος δεν έζησε με βιολογικούς όρους τα ίδια τα τραγικά γεγονότα, αλλά τα κληρονόμησε εγχαραγμένα σαν σε γενετικό κώδικα. Όλα αυτά που συνέβησαν ερήμην του, θα τον καταδιώκουν ισοβίως ως φάσματα.

Ωστόσο, υπάρχει μια βασική διαφοροποίηση του Μπράβου απ’ τους υπόλοιπους ποιητές της ίδιας γενιάς. Η γενιά του ’70 είναι εσωστρεφής, μονωμένη στο αστικό τοπίο, δημιουργεί μια προσωπική για κάθε ποιητή μυθολογία. Αντιθέτως, η ποίηση του Μπράβου είναι εντελώς παράταιρη με τον αστικό χώρο.

Ο πυρήνας της είναι η ύπαιθρος. Και το ποιητικό υποκείμενο δεν είναι ο ένας, είναι όλοι, είναι η κοινότητα, είναι το συλλογικό ασυνείδητο. Αν η ποίηση του Μπράβου ήταν αρχαία τραγωδία, πρωταγωνιστής θα ήταν ο χορός. Για τον λόγο αυτό οι εμφανείς ποιητικές συγγένειες με ομοτέχνους της ίδιας περιόδου μειώνονται αισθητά. Ο Μπράβος ταιριάζει με άλλους, με λίγους, είναι οι λεγόμενοι ποιητές της ενδοχώρας ή της ηπειρώτικης σχολής, ποιητές σαν τον Μιχάλη Γκανά, τον Μάρκο Μέσκο, τον Γιάννη Ζαρκάδη.

Φωτογραφίζεις από μνήμης/ τους απόντες. Αυτό το δίστιχο είναι εμβληματικό για την ποίηση του Μπράβου. Η μνήμη είναι αυτή που τροφοδοτεί την ποίηση. Αλλά και η ποίηση με τη σειρά της ανατροφοδοτεί τη μνήμη. Η εμμονή του Χρήστου Μπράβου στην άσκηση της μνήμης εκτείνεται στα όρια της ασκητικής. Και εκεί έγκειται ο ιδιότυπος εξπρεσσιονισμός του: τα πρόσωπα και τα πράγματα φιλτράρονται από τη μνήμη που λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός. Το αποτέλεσμα μοιάζει με την καταγραφή ενός εφιάλτη.

Ο Μπράβος αγαπούσε πολύ τη ζωγραφική. Έδωσε, λοιπόν, χρωματική υπόσταση σχεδόν σε όλα του τα ποιήματα, σκιαγραφώντας πιο παραστατικά πρόσωπα, πράγματα, αλλά κυρίως δημιουργώντας ατμόσφαιρα. Το αποτύπωμα του ποιήματος στον αναγνώστη έχει χρώμα.  Κι αυτό το χρώμα είναι άλλοτε άσπρο, άλλοτε κόκκινο, κυρίως όμως μαύρο. Το μαύρο είναι χρώμα φιλικό λέει ο ποιητής, Το μαύρο ξεγεννάει τους ποιητές του, είναι συνώνυμο της ποίησης. Μα είναι και μετωνυμία του θανάτου. Ξεκινάει από τις μαύρες γυναίκες που θρηνούν, συνεχίζει με τα μαύρα άλογα των ανταρτών κι εκτείνεται ως την άβυσσο. Είναι τότε της γης το μέγα μαύρο που παραχώνονται οι νεκροί. Το κόκκινο είναι αίμα, είναι φωτιά και βία, είναι πέλμα του λύκου πορφυρό. Όμως, αυτά που φύγαν, αίματα/αυτά που θα ‘ρθουν, χιόνι. Το άσπρο είναι για το βαμβάκι, είναι της γαλήνης, είναι της ανάπαυσης και της σιγής.

Έπειτα είναι και η γλώσσα των ποιημάτων που τα κάνει τόσο γοητευτικά. Γιατί κρατά απ’ τη ντοπιολαλιά της υπαίθρου, με το ρήμα και το ουσιαστικό στο κέντρο. Δεν θέλει επίθετα, δεν θέλει λυρισμούς. Είναι βαριά και στακάτη η ποίηση του Μπράβου. Σαν το δημοτικό τραγούδι που κυλάει στις φλέβες του ποιητή. Ο Μπράβος αρδεύει από το δημοτικό τραγούδι, γιατί είναι κτήμα του συλλογικού σώματος. Κι όσο κι αν κάποιος δεν καταλαβαίνει από τσαπράζια και βραγιές και κάμα, ο κυνηγός που πίνει το σπίρτο στο πέρασμά του για τον κάτω κόσμο είναι πάντα γοητευτικός και στον αναγνώστη της πόλης.

Οι φθόγγοι προστίθενται ή αλλάζουν και κάνουν τα λυτά μαλλιά παράλυτα, τον ομφάλιο λώρο εμφύλιο, τα σημεία και τέρατα, σημεία και πέρατα.  Και ο έμμετρος στίχος που χρησιμοποιεί δεν είναι ειρωνεία ή διάβρωση όπως σε άλλους σύγχρονούς του, είναι επίταση της ελεγείας και του θρήνου.

Δεσπόζουσα έννοια στην ποίηση του Μπράβου είναι ο θάνατος. Ωστόσο, η ποίησή του δεν είναι πεισιθανάτια. Ο θάνατος  για τον Μπράβο δεν είναι τόσο ένας υπαρξιακός προβληματισμός, ένας τρόπος διαφυγής από την πνιγηρή πραγματικότητα, αλλά ένα σύμπτωμα της εποχής. Υπάρχει παντού, χωρίς να επιζητείται η παρουσία του. Το αντίθετο, μάλιστα. Μοιάζει με κακό που ο ποιητής προσπαθεί να ξορκίσει.

Και τελικά τι σχέση έχουμε εμείς, οι κάτοικοι του άστεως εν έτει 2019, δεκαετίες μετά τους εμφυλίους και τους ματωμένους φράχτες να μιλούμε και να συγκινούμαστε με τέτοια πράματα; Με άλλα λόγια, τι είναι αυτό που κάνει τον Μπράβο ακόμα επίκαιρο;

Ο Μπράβος είναι από τους πολύ λίγους που μίλησαν για μια εποχή διφορούμενη χωρίς να το κάνει εριστικά, χωρίς αγκυλώσεις, χωρίς εμμονές, χωρίς συνθήματα. Τους αντάρτες τους είπε λυπημένους, τους αντιπάλους τους είπε απλώς άλλους.

Στο κέντρο του ποιητικού του κόσμου είναι το συλλογικό δράμα, η τραγωδία της κοινότητας, είναι αυτή η ανθρώπινη αγωνία του μετεωρισμού ανάμεσα σ’ αυτό που είναι ζωή και σ’ αυτό που δεν είναι. Γι’ αυτό και τα ποιήματά του έγιναν τραγούδια. Τα είπε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, νωρίτερα τα τραγούδησε ο Πάρις Παρασχόπουλος, θα τα πουν κι άλλοι στο μέλλον. Γιατί τελικά το πιο γλυκό βιολί το παίζει ο θάνατος. Κι ο Χρήστος Μπράβος το γνώριζε καλά.

 

Υ.Γ.Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Χρήστο Δανιήλ που με συμπεριέλαβε στο νέο ταξίδι του ποιητή. Ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ από καρδιάς στην Ερμιόνη Μπράβου για την εμπιστοσύνη και την αγάπη της. Το ότι τη γνώρισα με κάνει να λυπάμαι πολύ περισσότερο που δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον ίδιο τον Χρήστο. Ας είναι καλά εκεί που είναι.

Φάντασμα το τραγούδι του να ‘ρχεται μες στο χιόνι/ Και να φυσάει το γέλιο του στου κήπου τις μηλιές.

 

 

(*) Η Άννα Μπίσμπα είναι φιλόλογος. Το 2006 υποστήριξε τη διπλωματική της εργασία στο Π.Μ.Σ. του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. με τίτλο Εισαγωγή στην ποίηση του Χρήστου Μπράβου. Η κριτική πρόσληψη του έργου του.

info: Χρήστος Μπράβος, Βραχνός προφήτης, Ποιήματα και κριτικά κείμενα 1981-1987, εκδ. Μελάνι

 https://www.oanagnostis.gr/%CF%89%CF%82-%CF%84%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%BD%CE%AE%CE%BC%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83/?fbclid=IwAR0MS0j17Nel7D4OL4YnYZrerJauXhbxwnuztsHMwfSOhPk_QUnOJ1O74Qo

Δεν υπάρχουν σχόλια: