(1)
***
ἀμείνω δ᾿ αἴσιμα πάντα.
*
το ’χω καλύτερο να στέκουμαι στο μέτρο.
Οδύσσεια η 310, ο 71
***
Λογάριασε καλά
μα μη χαθείς στο μέτρημα.
Το μέτρο
Απ’ την αρχή
μου είπανε ν’ ακολουθώ το μέτρο.
Ήταν μακριά οδυνηρή γραμμή
στενό μονοπάτι δύσκολο
ανάμεσα στα κόκκινα ηδονικά τριαντάφυλλα
που αντίκριζαν απέναντι
τους λωτούς της τρυφής.
Πηγή χαράς μεγάλης πρόβαλλαν
την ομορφιά της απραξίας τους.
Γεύσεις κι ευωδιές στο πέρασμά μου
καλέσματα στο μεθυσμένο πανηγύρι
να μπω και να χαθώ.
Στη διαδρομή μου θέλησα να βασιστώ στο μέτρο.
Ήταν λεπτό σκοινί που ακροβατούσα
να φτάσω όσα της κτίσης μου
εννόησα και πίστεψα.
Κάτω ρέμα ορμητικό να τραβηχτώ στ’ αντίθετα
ή βάλτος απαθής αμεθεξίας.
Τα βήματά μου αργά - βήματα δέους
Κάθε ένα πράξη σταθερή
κάθε ένα χωρίς υπερβολή.
Στον τρόπο που διάλεξα το μέτρο ήταν παρόν.
Ήταν το διάβα μου στην πύρινη άμμο
κάτω απ’ τον ήλιο που καίει
ενώ μ’ ακουμπούσε θελκτικά
ο παφλασμός της λήθης
κάλεσμα ψεύτικης δροσιάς
να γίνω ένα με τη θάλασσα∙
κι ένας ξεχασμένος ήχος σε κοχύλι
ψιθύριζε στην άγνοια να κλειστώ.
Δεν ακολούθησα την ορμήνεια του·
η έχθρα των πολλών έφερ’ αέρηδες
κι εγώ στης τρικυμίας τη μέση
σε μια ανάσα προσπαθούσα να πιαστώ.
Τι εύκολο που θα ’τανε
με ένοχο συμβιβασμό
ακούσιο δήθεν γλίστρημα
έξω απ’ τη δίνη να βρεθώ
σε μέρες πέτρινης ραστώνης
χωρίς τα βάσανα
π’ αποζητά η γνώση
δίχως η σκέψη
να τεντώνει προκρούστεια τη μέρα μου
κι ούτε έπαρσης χρώματα
να σκιάζουνε το ουδέτερο δικό μου.
Στην κάθε διάσταση της αναζήτησης
τα μάτια μου γυρέψανε το μέτρο.
Ήταν ο μετεωρισμός ανάμεσα σε γης και ουρανό
τα θεία και τ’ ανθρώπινα στοιχεία να παντρέψω
ενώ μπορούσα ψηλότερ’ αν ανέβαινα απ’ τα σύννεφα
να γλύτωνα τους κεραυνούς
ενώ μπορούσα αν πάταγα στο χώμα
να γλύτωνα καμώματα κι αναποδιές της τύχης.
Μια αστραπόγλωσση κραυγή συχνά με τράνταζε
κι έπειτα
«Μην έχεις φόβο, μην έχεις δισταγμό
αλλ’ ούτε ενθουσιασμό, κι άφταστες προσδοκίες.
Μην ξεχνάς να βλέπεις τ’ άστρα∙
μην προσπαθήσεις να τ’ αγγίξεις.
Διάσχισε τη θάλασσα, μόνο αν στο επιτρέψει∙
μην πας να τη δαμάσεις∙ θα χαθείς.
Άκου τις μαγικές φωνές να τραγουδούν∙
λέξη μην πεις, θα χάσεις τη λαλιά σου.
Κόψε καρπούς, μα απ’ τα κλαδιά τα χαμηλά».
Στη ζωή σκεφτόμουν πάντα να ’μαι συνετός.
Μ’ αν δεν άκουγα μέσα μου
την υπερκόσμια φωνή
απ’ των καιρών τα άδυτα βγαλμένη
να λέει
μέτρον άριστον
να τάζει σ’ όποιον ζει μ’ αυτό
στο τέλος να κερδίζει
θα ’λεγα πια
με πίκρα υποψίας βέβαιης
το μέτρο ως τώρα σκότωσε
τη μέτρια ζωή μου.
(2)
***
ἤματα δ᾿ ἂμ πέτρῃσι καὶ ἠιόνεσσι καθίζων
δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι θυμὸν ἐρέχθων
πόντον ἐπ᾿ ἀτρύγετον δερκέσκετο δάκρυα λείβων.
*
Κι όλες τις μέρες στο ακροθάλασσο καθόταν και στα βράχια,
με πίκρες, στεναγμούς και κλάματα σπαράζοντας τα στήθη,
την άκαρπη θωρώντας θάλασσα με βουρκωμένα μάτια.
Οδύσσεια ε, 156 - 158
***
Κι άλλη μια μέρα πέρασε, Οδυσσέα.
Ημερολόγιο
Το πέρασμά σου σήμερα
σαν τ’ άλλα αποτύπωσες
σε μια νέα σελίδα.
Ο λόγος σου ίδιος∙ μονότονος
όπως και πριν.
Γεμάτος ασυνταξίες και πάλι αβάστακτα ορθογραφικά.
Χωρίς ένα θαυμαστικό∙
μια πρόκληση.
Χωρίς μια τελεία∙
μια ανάπαυλα.
Μονάχα ερωτηματικά
μες στο ανεξερεύνητο των μάταιων γραμμών
στέρφα ερωτήματα
τσακίζουν τον νου ν’ απαντηθούν
κι αν φτάσει η γνώση κάποτε
θα ’ν’ ίσως πια πολύ αργά.
Θα ’χουν τελειώσει μάλλον
του βιβλίου οι σελίδες.
(3)
***
ὣς δ᾽ αὔτως ἑτέρωθεν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ
νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπινήνεον ἀχνύμενοι κῆρ,
ἐν δὲ πυρὶ πρήσαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας.
*
Κι από την άλλη οι Αργίτες σώριαζαν οι χαλκαρματωμένοι
πα στην πυρά τους σκοτωμένους τους με σπαραγμένα σπλάχνα∙
κι αφού τους κάψαν, πίσω εγύρισαν στα βαθουλά καράβια.
Ιλιάδα, Η 430 - 432
***
Όνειρ’ απατηλά, μονάχα για τους άλλους.
Τα όνειρα του ασήμαντου Αχαιού
Ο κόσμος δεν είναι για όνειρα.
Για εμάς ποτέ δεν ήταν.
Απ’ της σφαγής τον παραλογισμό κάποιος σαν βγει
αρπάζει τρόπαια και φεύγει∙ προχωρεί.
Αυτός ο ένας ο ικανός.
Αυτοί οι λίγοι οι δυνατοί.
Οι άλλοι εκεί ψυχορραγούν
νικημένοι, παράλυτοι, λεηλατημένοι.
Έχει ο καθένας τους περίσσια αγωνιστεί
αλλά εκείνα που ήλπιζαν
να χάνονται κοιτάζουν.
Τώρα πια τίποτα μπροστά τους.
Μαύρο κενό.
Στήθος και χέρια αδειανά.
Έτσι, μες στην οικτρή ασημαντότητα
μαθαίνουν πως τα όνειρα
σαν όλα τ’ άλλα στους ανθρώπους τα σπουδαία
είναι από πριν για εκλεκτούς φτιαγμένα
απ’ όλους πως μπορούν να εκπληρωθούν
ένα χυδαίο ψέμα.
(4)
***
Οὖτις ἐμοί γ᾿ ὄνομα∙ Οὖτιν δέ με κικλήσκουσι
μήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ᾿ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.
*
Κανένας τ᾿ όνομά μου, κι όλοι τους Κανένα με φωνάζουν,
κι η μάνα μου μαθές κι ο κύρης μου κι οι επίλοιποι συντρόφοι.
Οδύσσεια, ι 366 - 367
***
Ποιος είσαι τελικά;
Ούτις
Αρνήσου
πρώτα αυτά που έχεις∙
όσα σου ’δώκαν
κι όσα με κόπο ή τύχη απέκτησες.
Ξεγράψου
απ’ τα βαριά κι επίμονα
που στα κατάστιχά της η Ιστορία σ’ έχει χρεώσει
κι απ’ την κληρονομιά που σου αφήσαν οι παλιοί.
Λησμόνησε
τα θέλω των δικών σου και των φίλων
τον δρόμο που σου χάραξαν και τα σημάδια
για να ’σαι ένας απ’ εκείνους.
Πέτα
τους τίτλους σου και τ’ αξιώματα
σφραγίδες και οικόσημα προσωπικών σου βασιλείων
μύθους που έφτιαξες να περπατούν μαζί σου.
Ξέχασε
τέλος τ’ όνομά σου.
Αντίκρισε
κατάματα τη ματαιότητα που ’χεις ντυθεί.
Τώρα πια, ξέρεις.
Είσαι ο Κανείς.
(5)
***
δεῦρ᾿ ἄγ᾿ ἰών, πολύαιν᾿ Ὀδυσεῦ, μέγα κῦδος Ἀχαιῶν,
νῆα κατάστησον, ἵνα νωιτέρην ὄπ ἀκούσῃς.
οὐ γάρ πώ τις τῇδε παρήλασε νηῒ μελαίνῃ,
πρίν γ᾿ ἡμέων μελίγηρυν ἀπὸ στομάτων ὄπ᾿ ἀκοῦσαι,
ἀλλ᾿ ὅ γε τερψάμενος νεῖται καὶ πλείονα εἰδώς.
*
Έλα κοντά, Οδυσσέα περίλαμπρε, των Αχαιών η δόξα!
Το πλοίο σου στο νησί μας άραξε, ν᾿ ακούσεις τη φωνή μας∙
κανείς ως τώρα δεν προσπέρασε με μελανό καράβι,
τη μελοστάλαχτη απ᾿ τα χείλη μας φωνή πριχού γρικήσει∙
κι ως φράθη πια κι ο νους του επλούτυνε, κινάει και φεύγει πάλε.
Οδύσσεια, μ 184 - 188
***
Ήχους απρόσκλητους πολλούς ο αγέρας πάντα φέρνει.
Σειρήνες
Έλκουν καθέναν από μας
Σειρήνες της ζωής του.
Αυτές που μας παρέδωσαν για συνοδεία απ’ την αρχή
κι όσες εμείς γεννήσαμε.
Μοιάζουνε λόγια μυστικά και μαγικά
ήχοι παράξενοι κι ακατανόητοι
άλλοτε μακρινοί κι απόκοσμοι
αφουγκρασμοί μες σε κοχύλι σε ώρες μοναξιάς
αιφνίδιοι άλλοτε και φορτικοί πολύ
φωνές που βίαια διαπερνούν έν’ άπνοο μεσημέρι.
Είν’ οι Σειρήνες διαρκής κι αφόρητη ενόχληση.
Μας τραγουδούν τις ήττες μας
στιγμές που δεν χαρήκαμε στις μέρες της συνήθειας
ή εκλεκτές που αγγίξαμε στο όνειρο μονάχα.
Το διαλαλούν
στην ευκαιρία της μιας φοράς
στο τόξο αστοχήσαμε
και του αγώνα το έπαθλο κάποια ήταν Πηνελόπη.
Πως κάποτε κατώτεροι κι ανάξιοι φανήκαμε
ή έστω ότι διαβήκαμε γδυμένοι από τύχη
σ’ αμπέλια που ’μειναν ατρύγητα
σε γνώσεις μυστικές που αφήσαμε και χύθηκαν.
Πως στον ωραίο προορισμό
δεν πρόκειται να φτάσουμε.
Τι λάθη, τι γλιστρήματα, τι πάθη και πεσίματα
όλα μες στον σκοπό τους.
Κι αν αισθανόμαστε ποτέ
να χάνεται το παρελθόν βουλιάζοντας στη λήθη
των αλγεινών θυμήσεων ο αχός να σιγοσβήνει
πλάνη γλυκιά αλλά μάταιη και του μυαλού ξεγέλασμα.
Λίγο να στρέψουμε το αυτί
είν’ οι Σειρήνες πάντα εκεί, του ταξιδιού αφέντρες.
Πώς μας τραβάν τους δύστυχους
και πώς μας βγάζουν συνεχώς απ’ την πορεία!
Με τον διαρκή τους ψίθυρο
τη σκέψη δολερά αποκοιμίζουν
κι ενώ αρμενίζει ο νους ανήμπορος τσακίζεται
σε βράχια δίχως έλεος
της στοιχειωμένης μνήμης.
Παναγιώτης Πέτσας, Στον κύκλο του Οδυσσέα, εκδόσεις Ίαμβος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου