5.4.22

Οι κεραίες της ασπόνδυλης εποχής μας


Κώστας Καραβίδας
 Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 
 Κριτικοί ή πανεπιστημιακοί, σε τακτά χρονικά διαστήματα, θα φιλοτεχνούν ευσύνοπτες μονογραφίες σημαντικών πεζογράφων που συνεχίζουν να τροφοδοτούν την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Σήμερα, ο πανεπιστημιακός, φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας Κώστας Καραβίδας (πιάνοντας το νήμα του Α. Σαΐνη για τον Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλο), μας επανασυστήνει εποπτικά τον πεζογράφο Δημήτρη Νόλλα. 
 Μ.Φ. 
 Η πεζογραφία του Δημήτρη Νόλλα (γενν. 1940), κορυφαίου μεταπολιτευτικού συγγραφέα, συντονίζεται απόλυτα, στη διαδρομή πενήντα χρόνων, με τις φευγαλέες εικόνες και τον ρυθμό μιας χαοτικής εποχής. Ο κόσμος που περιγράφει με μαστορική τέχνη και οξυμένο ένστικτο είναι ρευστός και παρωδιακά παραμορφωμένος, οι αφηγήσεις του ελλειπτικές, υπαινικτικές και ταχύτατες, οι αδροί αντι-ήρωές του σκοπίμως ανολοκλήρωτοι. Οι συγγραφικές κεραίες του Νόλλα είναι οι κεραίες μιας ασπόνδυλης εποχής∙ της παρατεταμένης και παραζαλισμένης μεταπολίτευσης, με την επαναστατική θολούρα του ξεκινήματος, τις κραιπάλες του μεσοδιαστήματος και τα κραυγαλέα αδιέξοδα των ύστερων χρόνων. Οι σύγχρονοι καιροί ευνόησαν αναμφίβολα τη μικρή φόρμα και τον μινιμαλισμό. Ο Νόλλας, με καίρια συγγραφική διαίσθηση, κατέστησε άνετη τη διέλευση των ειδών. Οχτώ μικρά μυθιστορήματα (μέχρι 200 σελίδες), έξι συλλογές διηγημάτων και τέσσερις νουβέλες είναι, μέχρι σήμερα, η μυθοπλαστική συγκομιδή ενός λεπταίσθητου έργου. Τα non-fiction ταξιδιωτικά και δοκιμιακά του έργα (Μικρά ταξείδια, 1998 και Φύλλα καπνού, 2005) συνομιλούν με τα μυθοπλαστικά, προεκτείνοντας και υπομνηματίζοντάς τα. Ο Νόλλας κατέθεσε πολλαπλώς το ενδιαφέρον του για τη μορφή και τη λειτουργία της αφήγησης. Εύστοχα η κριτική έχει επισημάνει την «ενιαία υφολογική μορφή» που διατρέχει ένα «έργο εν προόδω, με εξαιρετικά ιδιότυπη ομοιογενή ατμόσφαιρα» (Κοτζιά). Οι όποιες μετατοπίσεις, ιδεολογικές και αισθητικές (από τον ιδιότυπο αναρχισμό στην ορθοδοξία, από τον κοσμοπολιτισμό στην εντοπιότητα), σε μια συγγραφική τροχιά ανήσυχη και καθόλου στατική ή ευθύγραμμη, δεν αλλοιώνουν την ενιαία του ταυτότητα. Από την ηλεκτρισμένη, συνειρμική και ροκ αφήγηση της Νεράιδας της Αθήνας (1974) μέχρι την αναζήτηση του «χαμένου κέντρου» στην τριλογία Δύσκολοι Καιροί (2013-2017), συναντούμε μια πυρακτωμένη και εξωστρεφή συγγραφική συνείδηση σε δυσαρμονική σχέση με την αλλοπρόσαλλη πραγματικότητα. Ηδη από το δίδυμο ξεκίνημα (Νεράιδα της Αθήνας και Πολυξένη, 1974), στην πρόζα του Νόλλα, παρακάμπτονται οι κλασικές αφηγηματικές συμβάσεις. Τα δύο εμβληματικά έργα, «από τα εγκόλπια της μεταπολιτευτικής γενιάς» (Τσιριμώκου), αποτύπωσαν με οξύτητα, έκκεντρο βλέμμα και «καταστασιακή» ένταση το επαναστατικό ψυχικό habitus της εποχής, εγκαινιάζοντας μια βιωματική σχέση με την ιστορία, διυλισμένη σε στιγμιότυπα και ρωγμές της καθημερινότητας. Για τον Νόλλα βαραίνουν περισσότερο περιπτώσεις συγγραφέων που υπονόμευσαν εσωτερικά τον ρεαλισμό, όπως ο Καχτίτσης, ο Αρ. Νικολαΐδης, ο Χιόνης, παρά οι τοιχογραφικές κοινωνικές αναπαραστάσεις του Τσίρκα ή του Φραγκιά. Ο αινιγματικός τίτλος της Πολυξένης (πολύ ξένη, πόλη ξένη) μεταφέρει τη θεματική της ξενότητας και την ποιητική του δρόμου, γνώριμα στοιχεία στο μετέπειτα έργο του. Ωστόσο, ο κρίσιμος κόμβος είναι η δεκαετία του ’80. «Εκεί, λίγο μετά τα τριάντα, κοντά στην κρίσιμη ηλικία, τότε που παίρνονται οι στροφές, συνήθως τόσο κλειστές, που λίγοι καταφέρνουν να κρατηθούν γερά στο τιμόνι» (Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε), δημοσιεύονται τρία έργα που εμπεριέχουν τον θεματικό και τεχνοτροπικό πυρήνα των μεταγενέστερων. Στα έξι διηγήματα της συλλογής Τρυφερό Δέρμα (1982), ο Νόλλας έχει κιόλας λειάνει το αφηγηματικό του στιλ, ψηλαφώντας με χιούμορ όψεις του κοινωνικού, ερωτικού και καθημερινού παραλόγου. Στη νουβέλα Τα Καλύτερα Χρόνια (1984) εισάγει τη φιγούρα του παγιδευμένου ήρωα, τον αποτυχημένο ηθοποιό που οδηγείται στην ταπείνωση και την αυτοακύρωση. Με τη νουβέλα Το Πέμπτο Γένος (1988) καταπιάνεται σχετικά νωρίς, τη στιγμή που η «17 Νοέμβρη» χάνει την όποια ηθική νομιμοποίηση, με το ζήτημα της τρομοκρατίας, ως διαστρεβλωμένη πολιτική συμπεριφορά. Στην ένοπλη πολιτική βία και το ψυχοσυναισθηματικό υπόβαθρο των πρωταγωνιστών της επανέρχεται στα μυθιστορήματα Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε (1994) και Ο καιρός του καθενός (2010), όπου οι ήρωες, ιμπρεσιονιστικά ή εξπρεσιονιστικά σκιτσαρισμένοι και ηθικά μεταλλαγμένοι, κινούνται μεταξύ τύψεων, φόβων, οικογενειακών τραυμάτων και ενοχών. Η κινηματογραφική τεχνική, απόρροια της εμπλοκής του συγγραφέα με τη σεναριακή γραφή, έχει σωστά επισημανθεί ως βασικό στοιχείο της πρόζας του. Στα διηγήματα της συλλογής Ονειρεύομαι τους φίλους μου (1990) η παρώδηση των ηρώων, που ταλανίζονται από έλλειψη επικοινωνίας, σκηνοθετείται με γρήγορες μονταρισμένες εικόνες και στακάτους διαλόγους, όπως στο πολύ χαρακτηριστικό διήγημα με τον φορτηγατζή («Οι ιστορίες είναι πάντα ξένες») που τιτλοφόρησε τη συγκεντρωτική έκδοση των διηγημάτων του (2016). Περιπλανώμενοι, λοξίες, ματαιωμένοι και κυνηγημένοι είναι οι ήρωες στις συλλογές διηγημάτων Θολά τζάμια (1996) και Παλαιός εχθρός (2004), ενώ στη Φωτεινή μαγική (2000) εμφανίζεται η θεματική της υιοθεσίας, αναδεικνύοντας οικογενειακούς ανταγωνισμούς με φόντο ένα πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Ουσιώδης διαφοροποίηση στις διαθέσεις του Νόλλα παρατηρείται στην τελευταία συλλογή διηγημάτων του Στον τόπο (2012), όπου η ματιά του γίνεται πιο αγαπητική και παραμυθητικά τρυφερή απέναντι σε αδύναμα, απροστάτευτα και απόβλητα θύματα της ρευστής νεωτερικότητας. Το αγαπητικό βλέμμα και η φιλότητα προς τον ξένο αναδύονται και στην παπαδιαμαντικής υφής νουβέλα Ναυαγίων πλάσματα (2009), θίγοντας, επίσης έγκαιρα, το μεταναστευτικό και τα ναυάγια στο Αιγαίο. Ο Νόλλας, ριζωμένος στη συγχρονία, αλλά και ανοιχτός στην ιστορικότητα, δεν υπήρξε ποτέ αδιάφορος για την Ιστορία και την κοινωνία. Αυτή η «φιλίστορη μυθοπλασία» (Μαρωνίτης), με πλούσιους συμβολισμούς και νοηματοδοτήσεις του παρόντος, αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα ιστορικά μυθιστορήματά του. Στην έξαρση του Μακεδονικού, ο συγγραφέας δημοσιεύει το πρώτο του μυθιστόρημα, τον Τύμβο κοντά στη θάλασσα (1992), με σκηνικό τοποθετημένο στη βουλγαροκρατούμενη κατοχική Καβάλα, ενώ στο Από τη μια εικόνα στην άλλη (2003), παρουσιάζοντας την καρικατούρα του πρώην αριστερού που αναρριχάται επιχειρηματικά στον δημόσιο τομέα, σχολιάζει έμμεσα τα «εκσυγχρονιστικά» ήθη της εποχής. Κάπως έτσι, η κατάληξη στην τριλογία Δύσκολοι καιροί (Ταξίδι στην Ελλάδα 2013, Μάρμαρα στη μέση 2015, Κήπος στις φλόγες 2017), με την οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει την ηθική-αξιακή διάσταση της κρίσης, δεν είναι παράδοξη. Κι εδώ οι συμβολισμοί νοηματοδοτούν, ειδικά στο τρίτο μέρος, όπου οι μεταφορικές σκηνές πυρκαγιάς, με τις οποίες ανοίγει και κλείνει το βιβλίο, παραπέμποντας στη Μαρφίν, τις νεανικές εξεγέρσεις και τις δασικές πυρκαγιές, αφήνουν ανοιχτή την ερμηνεία για την καταστροφική ή καθαρτική λειτουργία της φωτιάς. Φωτίζοντας ανερμάτιστες κοινωνικές στάσεις και παρωδώντας αναγνωρίσιμους ανθρώπινους τύπους, ο Νόλλας διερεύνησε όψεις της ηθικής διάβρωσης και της στρεβλής πορείας μιας εποχής «που έψαχνε να ξεφορτωθεί τα υπόλοιπα των αξιών της» (Φωτεινή μαγική). Ενοπλη βία, μετανάστευση, άλωση του δημοσίου από συμφέροντα, κομφορμισμός, αφομοίωση από το σύστημα, καταναλωτική παραίσθηση, γραφειοκρατική παράνοια, κρατική ρεμούλα και πολιτική διαφθορά, είναι θέματα που έθιξε στο έργο του. Η ανήσυχη σχέση του με τον «κατ’ επίφαση ρεαλισμό» και η ισορροπία του «ανάμεσα στον μοντερνισμό και τον μεταμοντερνισμό» (Δημητρούλια) προδίδει «έναν συγγραφέα που αναζητά τα υλικά της τέχνης του στον κόσμο ο οποίος τον περιβάλλει» (Ο άνθρωπος που ξεχάστηκε). Ο Νόλλας καλλιεργεί σχέση με τον αναγνώστη, χάρη στα συγγραφικά του χαρίσματα: απλή γλώσσα, ακριβολογία, πλούσια εικονοποιία, τολμηρές παρομοιώσεις, μετα-αφηγηματικά τεχνάσματα, υπαινικτικά διακείμενα, απουσία πόζας και ναρκισσισμού, υποβλητική ανάπτυξη της πλοκής. Το συνολικό του έργο είναι μια λεπιδοφόρος, ειρωνική, αναρχική και έκκεντρη ματιά στη σύγχρονη ζωή και τα παράλογά της. Ευχόμαστε η διαδρομή να έχει κι άλλες στάσεις. 
 Τα βιβλία του Δ. Νόλλα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ικαρος, Καστανιώτη, Εστία κ.ά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: