24.4.22

Το λευκό χαρτί και ο ποιητής


Αννα Γρίβα 
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Τι είναι το λευκό χαρτί; Η δυνατότητα ενός ποιήματος να υπάρξει; Ή μήπως εκείνο που ποτέ δεν θα γραφτεί; Η φράση μπορεί να διαβαστεί και με τους δύο τρόπους. 
Στην πρόσφατη ποιητική συλλογή του ο Κώστας Καναβούρης αναπτύσσει έναν στοχασμό περί ποίησης. Πρωτίστως, προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν τη φύση της ποιητικής δημιουργίας ως ενός φαινομένου που άπτεται της ίδιας της κατανόησης της ανθρώπινης σκέψης και δράσης μέσα σε έναν ιστορικό χωροχρόνο αλλά και μέσα στο άχρονο. Στον πρόλογο, οι σύντομοι αφορισμοί φαίνεται να καταγράφουν στιγμιαίες συνειδητοποιήσεις περί ποιητικής δημιουργίας, ενώ στον τελευταίο και πιο εκτενή ποιητικό αφορισμό η ποίηση παρουσιάζεται ως μια μυστηριώδης δύναμη που παράγει και καταναλώνει, που συνθέτει και μεταμορφώνει, μέσα από μια κοπιώδη διαδικασία, εκείνο που προϋπάρχει: «Η ποίηση είναι ένα ράμφος / που σκάβει μέσα στο κορμί σου / σκάβει μέσα στο πολεμικό κορμί σου. / Η ποίηση σκοτώνει τα αιχμάλωτα φωνήεντα / κι όλα εκείνα τα σύμφωνα κορμιά / με το κλειστό στόμα. / Αυτό θέλω να πω: / μετά την ποίηση δεν απομένει τίποτα». Στο κύριο σώμα της συλλογής κυριαρχεί η φράση «Λευκό χαρτί». Κάθε φορά αυτή η φράση ακολουθείται από μια ποιητική ανάπτυξη σκέψεων, που άλλοτε είναι σύντομες, σαν μονολεκτικοί ή αφαιρετικοί ορισμοί, κι άλλοτε απλώνονται σε μια μεγαλύτερη έκταση. Τι είναι το λευκό χαρτί; Η δυνατότητα ενός ποιήματος να υπάρξει; Ή μήπως εκείνο που ποτέ δεν θα γραφτεί; Η φράση μπορεί να διαβαστεί και με τους δύο τρόπους. Είναι ενδιαφέρουσα η προσπάθεια να οριστεί αυτό το «μη ον» και να του αποδοθούν ιδιότητες σε μια στιγμή που ακόμη δεν υπάρχει, ενώ είναι πιθανόν και το να μην υπάρξει ποτέ. Η τραγική όψη αυτής της ανεξιχνίαστης εν δυνάμει ύπαρξης καταγράφεται σε αρκετά αποσπάσματα. Ενδεικτικά αναφέρω από το μέρος XIV κάποιους στίχους: «Λευκό χαρτί: Ατόφιο και συμπαγές / όπως το χέρι που γνέφει “ποτέ πια” / κι αποδημεί κι αποδημεί κι αποδημεί / και όλο φεύγει / αφήνοντας πίσω έναν τυχαίο τοίχο / έναν παράλογο τοίχο / που έχει ένα ακόμη πιο παράλογο καρφί / να σκουριάζει μέσα στις ηττημένες ιστορίες». Advertisement Αλλες φορές πάλι οι ιδιότυποι ορισμοί του «λευκού χαρτιού» αξιοποιούν ένα βίαιο λεξιλόγιο που αφορά μια πάλη εσωτερική, έναν «πόλεμο», μέχρι να βρει κανείς τη θέση του μέσα στον ωκεανό των προγόνων και να διαλεχθεί μαζί τους με τον τρόπο που ο ίδιος θα ορίσει: «Λευκό χαρτί: Είσαι μάχαιρα. / Κόψε το κεφάλι του Ελιοτ / άσπιλο αίμα να τρέξει / στα κράσπεδα / στα σφαγεία / ανάμεσα στα πτώματα / που δεν θα γίνουμε ποτέ / το ποίημα που περίμενες». Και αλλού: «Να βγαίνει ο Εζρα Πάουντ / να σπάζει τις λέξεις / από κάτω άλλες λέξεις / να σπάζει και να σπάζει / από κάτω ο Μπόρχες / από κάτω ο φασισμός / από κάτω ένα κορμί που σφαδάζει». Η «πάλη» αυτή του ποιητή προς το λευκό χαρτί συνεχίζει και στον επίλογο, όπου ο στοχασμός που έχει αναπτυχθεί μεταβαίνει στο αόρατο πεδίο της μνήμης: πρόκειται για μια μνήμη που αναμοχλεύεται, που ανακαλεί αντικείμενα, χώρους και πρόσωπα, με πρώτο και κύριο το πρόσωπο της μάνας. Αυτή η μνήμη καταργεί τα όρια που χωρίζουν ζώντες και τεθνεώτες: «Η μάνα μου τραυλίζοντας: / “Γιατί τραυλίζεις;” της λέω. / “Γιατί πέθανα”, μου λέει. / Η μάνα μου είκοσι χρόνια πεθαμένη / και ίσως περισσότερο / είχα πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ / ακόμη πριν γεννηθεί και η ίδια. / Αλλά και πάλι, πού να ξέρεις; / Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει μετά θάνατον. / Ούτε κι ο Θεός ξέρει / αφού είναι αθάνατος». Ο Καναβούρης με αυτό το βιβλίο καταθέτει έναν προβληματισμό πάνω σε ένα διαχρονικό ζήτημα που μπορούμε να πούμε ότι εκτείνεται πέρα από τα όρια της ποίησης και της τέχνης, αφού διερωτάται για τη δυνατότητά μας να γνωρίσουμε πραγματικά της ουσία των αγωνιωδών δημιουργών δυνάμεών μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: