Ελενα Μαρούτσου
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
Ο συγγραφέας στήνει έναν μεγάλο καμβά φιλοδοξώντας να φιλοτεχνήσει ένα τρίπτυχο όπου η οικογένεια, η χώρα και ο πλανήτης απειλούνται από αυτό που δηλώνει εξαρχής ο τίτλος: την εκμηδένιση. Η ματιά του είναι διαπεραστική, οι παρατηρήσεις του σαρκαστικές, η διάθεση σαφώς απομυθοποιητική.
Κάθε νέο βιβλίο του πολυβραβευμένου και πολυμεταφρασμένου Μισέλ Ουελμπέκ αναμένεται με ανυπομονησία και σημειώνει τεράστιες πωλήσεις παρά τις ενστάσεις που διατυπώνονται από μια μερίδα αναγνωστών και κριτικών και παρά την εικόνα του κυνικού μισάνθρωπου που προβάλλει συχνά ο ίδιος σε δηλώσεις του και συνεντεύξεις.
Το πολυσέλιδο πρόσφατο μυθιστόρημά του (η μετάφραση από τον Γ. Καράμπελα αποτελεί όχι μόνο ποσοτικά αλλά ποιοτικά άθλο) διαδραματίζεται στη γενέτειρα χώρα του. Η αφήγηση ξεκινά από το Παρίσι, όπου ζει ο Πολ Ρεζόν, ο κεντρικός ήρωας, μαζί με τη συμβία του, στο ίδιο σπίτι αλλά σε ξεχωριστά δωμάτια, καθώς η σχέση τους έχει περάσει στο στάδιο της αποστασιοποιημένης ψυχρότητας και της «πολιτισμένης» αποξένωσης.
Ενα ξαφνικό εγκεφαλικό που θα ρίξει σε κώμα τον πατέρα τού Πολ θα στείλει το ζευγάρι στο πατρικό του σπίτι, στο Μποζολέ. Εκεί θα τους υποδεχτούν η αδελφή του ήρωα μαζί με τον άντρα της, ένα ζευγάρι σε καλύτερη εμφανώς κατάσταση. «Τα ζευγάρια που τα πάνε καλά δεν αρέσκονται συνήθως να ασχολούνται με την τύχη των ζευγαριών που τα πάνε άσχημα, σαν να νιώθουν ένα είδος φόβου, λες και είναι κολλητικά τα συζυγικά προβλήματα, τρομοκρατούνται σχεδόν από την ιδέα πως κάθε παντρεμένο ζευγάρι τη σήμερον είναι σχεδόν υποχρεωτικά ένα ζευγάρι σε διαδικασία διαζυγίου.
Σε αυτή την ενστικτώδη, ζωική απώλεια, μια συγκινητική απόπειρα να ξορκιστεί η κοινή μοίρα του χωρισμού και του θανάτου, προστίθεται η παραλυτική αίσθηση της ανημπόριας τους∙ είναι κάπως σαν τους μη καρκινοπαθείς – πάντα δυσκολεύονται να μιλήσουν στους καρκινοπαθείς, να βρουν τον σωστό τόνο». Ο Ουελμπέκ και σε αυτό το μυθιστόρημα βάζει το χέρι στις πληγές του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού: την κρίση του συζυγικού θεσμού, τον παραγκωνισμό, την παραμέληση και εν τέλει την ασυλοποίηση της τρίτης ηλικίας, την κυριαρχία των μίντια στην πολιτική ζωή, τις συνέπειες του καπιταλισμού στο κράτος πρόνοιας, την ανεργία και φυσικά (ένας στενός φίλος του συγγραφέα υπήρξε θύμα της βομβιστικής επίθεσης στο Charlie Hebdo) την τρομοκρατία. Η τελευταία μάλιστα παίζει δραματουργικό ρόλο στη σύνθεση της πλοκής καθώς στη διάρκειά της λαμβάνουν χώρα μια σειρά από τρομοκρατικά χτυπήματα, τα οποία δημοσιεύονται στο διαδίκτυο συνοδεία παράξενων κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Ο Πολ, καθώς εργάζεται στο γραφείο του υπουργού Οικονομικών, εμπλέκεται στην εξιχνίαση ετούτων των μηνυμάτων με τη βοήθεια κάποιων απόρρητων εγγράφων που φυλούσε ο πατέρας του, ο οποίος εργαζόταν ως κατάσκοπος για τις μυστικές υπηρεσίες της Γαλλίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε τρία επίπεδα: στο πρώτο βρίσκεται η ευρύτερη οικογένεια του Πολ, το δεύτερο είναι τα τρομοκρατικά χτυπήματα και η προσπάθεια εξιχνίασής τους, ενώ στο τρίτο παρακολουθούμε την προετοιμασία του υπουργού των Οικονομικών προς το ύπατο αξίωμα του προέδρου της Δημοκρατίας. Ο συγγραφέας στήνει έναν μεγάλο καμβά φιλοδοξώντας να φιλοτεχνήσει ένα τρίπτυχο όπου η οικογένεια, η χώρα και ο πλανήτης απειλούνται από αυτό που δηλώνει εξαρχής ο τίτλος: την εκμηδένιση.
Η ματιά του είναι διαπεραστική, οι παρατηρήσεις του ευθύβολες και σαρκαστικές, η διάθεση σαφώς απομυθοποιητική, δεν αφήνει περιθώρια ωραιοποίησης της ανθρώπινης κατάστασης. «Η ανθρώπινη ζωή αποτελείται από μια αλληλουχία διοικητικών και τεχνικών δυσκολιών, την οποία διακόπτουν ιατρικά προβλήματα∙ με την πάροδο του χρόνου, οι ιατρικές πτυχές παίρνουν τα ηνία. Η ζωή αλλάζει τότε χαρακτήρα, αρχίζει να μοιάζει με δρόμο μετ’ εμποδίων: ολοένα πιο συχνές κι ετερόκλητες ιατρικές εξετάσεις περνούν από κόσκινο την κατάσταση των οργάνων σου. Καταλήγουν ότι η κατάσταση είναι φυσιολογική ή έστω αποδεκτή, μέχρι που μία εξ αυτών βγάζει διαφορετική ετυμηγορία.
Η ζωή αλλάζει τότε χαρακτήρα για δεύτερη φορά και γίνεται μια λιγότερο ή περισσότερο μακρά κι επώδυνη διαδρομή προς τον θάνατο», γράφει ο Ουελμπέκ στη σελ. 250, προοιωνίζοντας όσα πρόκειται να ακολουθήσουν μετά από άλλες τόσες σελίδες: ο Πολ, ενώ βρίσκεται σε μια πορεία αναθέρμανσης των σχέσεων με τη γυναίκα του, δέχεται ένα χτύπημα από τη μοίρα, πολύ πιο εύγλωττο αλλά εξίσου συντριπτικό με τα τρομοκρατικά χτυπήματα που πλήττουν τον πλανήτη. Τα τελευταία μένουν ανεξιχνίαστα, προσκομίζοντας στο μυθιστόρημα όχι τόσο έναν χαρακτήρα αστυνομικού μυστηρίου όσο ένα δυσοίωνο φόντο, μια μουσική υπόκρουση αγωνίας στην προσωπική, παράδοξη και γι’ αυτό τραγική μοίρα του ανθρώπου, την οποία παρακολουθούμε στο τελευταίο κεφάλαιο βήμα προς βήμα στην πορεία της προς το τέλος.
Ωστόσο, όσο «βαρύ» κι αν είναι το θέμα του βιβλίου, ο αναγνώστης δεν στενάζει υπό το βάρος του. Η τρυφερότητα και το χιούμορ είναι υπόγεια αλλά πανταχού παρόντα. Αλλωστε, όπως αναφωνεί ο Μάκμπεθ: «Τίποτα σοβαρό δεν υπάρχει στη θνητότητα. Ολα είναι ένα παιδικό παιχνίδι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου