Ένας απ’ τους κεντρικότερους ποιητές της Νεοελληνικής ποίησης και ίσως ο μοναδικός που τόλμησε να καταγγείλη την αθλιότητα της πραγματικότητας με τέτοιον ωμότατο τρόπο είναι ο Κώστας Καρυωτάκης. Απ’ την στιγμή της αυτοκτονίας του ως και σήμερα, τις αρχές του 21ου αιώνος, έχει αποτελέσει ένα από τα κύρια αντικείμενα ενασχόλησης των κριτικών της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Δυστυχώς απ’ την εποχή της παραγωγής του ακόμη οι κριτικές που λάμβανε ήταν ως επι το πλείστον απορριπτικές κατακρίνοντας την ποίησή του ως υπερβολικά απαισιόδοξη, μελαγχολική και δίχως ιδιαίτερο νόημα. Μάλιστα ορισμένοι έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν ότι η όλη θεματική της ποιήσεώς του και το ύφος της δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία <<πόζα>>, μία <<υποκριτική>> ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον ίδιο και τους υπολοίπους, την οποία δεν δύναται να ξεπεράσει και να προχωρήσει σε άλλες θεματικές στην ποιητική παραγωγή του. Βέβαια ο κύριος που το ισχυρίστηκε διεψεύσθη με μία πιστολιά…
Ο Καρυωτάκης υπέστη από πολύ νεαρά ηλικία την ανυπόφερτη ανία της υπαλληλικής ζωής. Σπουδασμένος στη Νομική, γνωρίζοντας Γαλλικά και Γερμανικά κι έχοντας οπωσδήποτε μία ευαισθησία κατεδικάσθη στην απροσωπία και την αναισθησία των Δημοσίων Υπηρεσιών της εποχής. Και δεν είναι μόνον αυτό, εξηναγκάσθη να μετακινείτε από μικροχώρι σε μικροχώρι μη έχοντας πρόσβαση ούτε στα στοιχειώδη που κάνουν την ζωή έστω υποφερτή. Και τ’ αποκορύφωμα της όλης αηδίας που ένιωσε ήταν στην Πρέβεζα όπου η αίσθηση του <<Δεν υπάρχεις>> ήταν διάχυτη στην ατμοσφαίρα. Εν τέλει όλη αυτή η απαισιοδοξία είναι απλώς μία μανιέρα του ίδιου του Καρυωτάκη, όπως ισχυρίστηκαν πλείστοι, ή μήπως κάτι άλλο;
Ο κύριος θεματικός άξονας της ποίησης του Καρυωτάκη είναι η κριτική της κοινωνίας και γενικότερα της πραγματικότητας. Στην πλειονότητα των ποιημάτων του εκφράζει μία καταγγελία, μία κατακραυγή εναντίον κάθε υποκρισίας, δουλικότητας, αναισθησίας κι όλης της αθλιότητας εν γένει που υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο. Εν ολίγοις απορρίπτει <<των όλα αλλάζουν τους διαλαλητάδες>>. Είναι λοιπόν ένας γνήσιος διαλαλήσας της πραγματικότητας.
Αἰσιοδοξία
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε φτάσει
στὸ μαῦρο ἀδιέξοδο, στὴν ἄβυσσο τοῦ νοῦ.
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς ἤρθανε τὰ δάση
μ᾿ αὐτοκρατορικὴν ἐξάρτηση πρωινοῦ
θριάμβου, μὲ πουλιά, μὲ τὸ φῶς τ᾿ οὐρανοῦ,
καὶ μὲ τὸν ἥλιο ὅπου θὰ τὰ διαπεράσῃ.
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς εἴμαστε κεῖ πέρα,
σὲ χῶρες ἄγνωστες, τῆς δύσης, τοῦ βορρᾶ,
ἐνῷ πετοῦμε τὸ παλτό μας στὸν ἀέρα,
οἱ ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Γιὰ νὰ μᾶς δεχθῆ κάποια λαίδη τρυφερά,
ἔδιωξε τοὺς ὑπηρέτες της ὁλημέρα.
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς τοῦ καπέλου ὁ γῦρος
ἄξαφνα ἐφάρδυνε, μὰ ἐστένεψαν, κολλοῦν,
τὰ παντελόνια μας καί, μὲ τοῦ πτερνιστῆρος
τὸ πρόσταγμα, χιλιάδες ἄλογα κινοῦν.
Πηγαίνουμε — σημαῖες στὸν ἄνεμο χτυποῦν —
ἥρωες σταυροφόροι, σωτῆρες τοῦ Σωτῆρος!..
Ἂς ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε φτάσει
ἀπὸ ἑκατὸ δρόμους, στὰ ὅρια τῆς σιγῆς,
κι ἂς τραγουδήσουμε, – τὸ τραγούδι νὰ μοιάσῃ
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγῆς –
τοὺς πυρροὺς δαίμονες, στὰ ἔγκατα τῆς γῆς,
καί, ψηλά, τοὺς ἀνθρώπους νὰ διασκεδάση!
<<Ας υποθέσουμε>>… Τι είναι λοιπόν η Αισιοδοξία; Υποθέσεις. Τίποτα περισσότερο! Και μάλιστα υπερβολικές, ανυπόστατες υποθέσεις που τολμάνε να τις διαλαλούν σα να ‘ναι η ίδια η πραγματικότις και <<ψηλά τους ανθρώπους να διασκεδάση>>. <<Αισιοδοξούμε ότι στο μέλλον θα…>>, ποιο μέλλον; Άρα προς το παρόν δεν γίνεται τίποτα. Κυριαρχεί η παθητικότητα. Κι ούτε μέλλεται να γίνει κάτι, αν εξακολουθήσετε να αισιοδοξείτε… Επομένως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Αισιοδοξία έχει για στηριγμά της το κενό, ενώ ο Καρυωτάκης δεν υποθέτει, λέγει την πραγματικότητα ως έχει.
Ας δούμε τώρα την τάχα απορριπτική του στάση απέναντι στη ζωή. Κατ’ αρχάς τα ποιήματά του τ’ αποκαλούσε διαρκώς τραγούδια, όπως παρατηρείται στην αλληλογραφία του ποιητού. Έκανε λοιπόν τον πόνο του άρπα και τον είπε τραγούδι. Πλην όμως το τραγούδι είναι ένα στοιχείο που προσδίδει στην ζωή άλλη όψη, πιο υποφερτή. Και φυσικά ξεδιπλώνει πάντα τον πόνο του με την φίνα ρίμα του και το σατιρικό του στοιχείο.
(Ἂν τουλάχιστον, μέσα στοὺς ἀνθρώπους
αὐτούς, ἕνας ἐπέθαινε ἀπὸ ἀηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, μὲ σεμνοὺς τρόπους,
θὰ διασκεδάζαμε ὅλοι στὴν κηδεία.
Μέσα λοιπόν στην όλη του μελαγχολία και θρηνητικότητα βρίσκει το κουράγιο να σατιρίσει και να εκφράσει χιουμοριστικά στοιχεία στην ποίησή του. Βλέπουμε το ποίημά του <<Διάκος>>, που προφανώς έχει επηρεαστεί απ’ το μοτίβο ζωής-θανάτου των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Σολωμού, στο οποίο επαινεί το << καλῶς τεθνάναι>>.
Διάκος
Μέρα τοῦ Ἀπρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελοῦσε ὁ κάμπος
μὲ τὸ τριφύλλι.
Ὡς τὴν ἐφίλει
τὸ πρωινὸ θάμπος,
ἡ φύση σάμπως
γλυκὰ νὰ ὁμίλει.
Ἐκελαδούσαν
πουλιά, πετώντας
ὅλο πιὸ πάνω.
Τἄνθη εὐωδούσαν.
Κ’ εἶπε ἀπορώντας:
«Πῶς νὰ πεθάνω;»
Παρ’ όλα αυτά, όταν παρατηρεί την εμορφιά του φυσικού κόσμου κι όχι του αθλίου και υποκριτικού αστικού, διστάζει ν’ αφήσει αυτό τον κόσμο. Τον κρατάει η ζωτικότητα… Συνεπώς ο Καρυωτάκης ουδέποτε απέρριψε την ζωή εν γένει, παρά μόνον το <<κακῶς ζῆν>> ή για να το θέσω πιο συγκεκριμένα το <<δουλικῶς ζῆν>>. Και υπάρχουν πλείστα παραδείγματα καταγγελίας της δουλικότητας και γενικότερα της παθητικότητας της κοινωνίας απ’ τον ποιητή. Ιδίως σήμερα στην δημοσιοϋπαλληλική εποχή που όλοι οι νέοι διεκδικούν μία μόνιμη κι <<ασφαλή>> θέση στις δημόσιες υπηρεσίες της χώρας, η θέση του ποιητού δείχνει την ιδιαίτερη διαχρονικότητά της. Πλην όμως αναδεικνύεται και μία άλλη αλήθεια μέσω αυτής της παρατήρησης, η στατικότητα της διαχρονίας του συνειδησιακού του λαού. Και νομίζω ότι δεν θα αμφισβητήσει κανείς το γεγονός ότι ύστερα από έναν περίπου αιώνα απ’ την αυτοκτονία του Καρυωτάκη το θεωρούμενο ιδανικό των καθημερινών πολιτών δεν παύει να ‘ναι η Πολιτεία <<Ηλεκτρολόγος>> κι <<ο Θάνατος που τους ανανεώνει>> και <<να σκέφτωνται την τιμή, τους νόμους, όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους… σαν κουρντισμένοι>> και να <<σκέπτονται το συνάλλαγμα – τους ώμους σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι>>, όπως λέγει και στο ποίημα του <<Δημόσιοι Υπάλληλοι>>. Μάλιστα λοιπόν! Απορριπτικός! Όχι όμως της ζωής, αλλά της δουλικότητας και κυρίως της παθητικότητας που ‘ναι φυσικά αντίθετο της ζωής.
Όσο αφορά την αυτοκτονία του υπήρξε κατακριτέα από πολλούς κριτικούς αλλά και αναγνώστες… Τα αίτια μπορεί να ‘ναι πολλά, ωστόσο δεν μπορούμε να τα εντοπίσουμε όλα καθώς δεν είμεθα ο ίδιος ο Καρυωτάκης, ούτε δυνάμεθα να αποκτήσουμε πρόσβαση στην συνείδησή του, παρά μόνον μέσω των ποιημάτων του και των ολίγων πεζών του. Βάσει των δεδομένων ένα από τα αίτια μιας τέτοιας αυτοκτονίας θα μπορούσε να ‘ναι η ίδια η κοινωνία, η οποία ανέκαθεν αδιαφορούσε για τους εραστές της αλήθειας και τους κατακριτές. Και μία άλλη αιτία είναι η υπερβολική ευαισθησία και η πνευματική εντιμότητα του υποκειμένου. Μπορεί οι κριτικοί και οι αναγνώστες ν’ απορρίπτουν και να κατακρίνουν αυτή του την πράξη, αλλά δεν δύνανται ν’ αμφισβητήσουν την γνησιότητα της που έρχεται σαν επιβεβαίωση της όλης του ποιητικής παραγωγής και στάσης. Ζωή και έργο εν και ωυτό.
Κι αυτό είναι ό, τι πιο πνευματικά έντιμο και γενναίο. Γιατί ένας νεαρός με πολλά υποσχόμενες προοπτικές στην ποιητική του πορεία είχε την επιλογή να ζήσει (έστω και δουλικά-συμβατικά) και ίσως στο μέλλον να λάμβανε και μεγάλη αναγνώριση για το έργο του. Ωστόσο επέλεξε ν’ αυτοκτονήσει και ν’ αφήσει αυτό τον κόσμο που θεωρούσε εντελώς ανάξιο να ζει κανείς. Πόσοι είναι βέβαια εκείνοι οι ποιητές που γκρίνιαζαν για την υποκρισία και την απανθρωπιά της κοινωνίας και παρ’ όλα αυτά εξακολουθούσαν να την υποφέρουν και μερικές φορές να την αποδέχονται όσο ανάξια κι αν είναι, ώστε να δεχθούν τους επαίνους της κάποια στιγμή; Ελάχιστοι τόλμησαν να αφήσουν εκείνο το διπλωματικό <<Σαράντα παρά μία>>, που τόσο ωραία λέγει ο ποιητής Κ. Μόντης, και να πέσουν στο μηδενικό και να τελειώσουν πια τα σαράντα τους και να τελειώσουν και την αρίθμησή τους! Να πάνε την ιδέα τους μέχρι το τέρμα, μέχρι την τελείωσή της. Αυτούς τους ελάχιστους οφείλουμε τουλάχιστον να τους μελετάμε ανεξαρτήτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε μαζί τους. Γιατί ο Καρυωτάκης, ο ένας απ’ αυτούς τους ελάχιστους, είναι πράγματι σα <<φως που ρίχνει γύρω του σκοτάδι>>, που πολύ σωστά λέγει η Μ. Πολυδούρη. Και μην απορούν οι πολλοί. Η πραγματικότητα και η αλήθεια φέρουν πολλή σκληρότητα μέσα τους που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα από τους πολλούς…
Οπωσδήποτε το τέλος είναι ένα τέλος, ένα τέρμα, μία λήξη. Ωστόσο ένα τέτοιο τέλος, όπως του Καρυωτάκη, που δεν είναι μόνον τέρμα αλλά και τελείωσις δύναται ν’ αποτελέσει πηγή αναζωπύρωσης μιας νέας αρχής. Μην απατάστε όμως, αυτές οι αρχές, όπως και τα τέλη, είναι για αυτούς τους ελάχιστους…
Βιβλιογραφία:
-Κ.Γ.Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, Επιμ. Δημήτρης Δημηρούλης, Εκδ.
Gutenberg, Αθήνα, 2017
– Αποστολίδης, Η.Ρ.Η. Σ. Ανθολογία της νεοελληνικής Γραμματείας. Η Ποίηση, Α’-Γ’, Αθήναι,
2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου