5.3.22

Γυμνά φαντάσματα, καρτονέρος και νυχτόβιοι πότες


Αντώνης Ν. Φράγκος
  Σέσαρ Άιρα «Τα φαντάσματα», μετάφραση: Κώστας Αθανασίου, εκδόσεις Καστανιώτη, 2021 Κορυφαίος συγγραφέας της Λατινικής Αμερικής και μόνιμος κάτοικος Μπουένος Άιρες από το 1967, ο Αργεντινός Σέσαρ Άιρα δίδαξε επί χρόνια στα πανεπιστήμια της πρωτεύουσας και του Ροσάριο –μεταφραστής και επιμελητής στον χώρο των εκδόσεων– έχει χρηματίσει, επίσης, συνεργάτης της γνωστής ισπανικής εφημερίδας El País. Πολυγραφότατος έχει γράψει πάνω από 120 έργα – βασικά νουβέλες, αλλά και διηγήματα, θεατρικά κείμενα και δοκίμια πολυβραβευμένα. Παρόλο τον όγκο της δουλειάς του πέντε μόνο βιβλία κυκλοφορούν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Μεταίχμιο και Angelus Novus. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ο Άιρα είναι απ’ τους λογοτέχνες που επηρέασαν τον Ρομπέρτο Μπολάνιο και τη γενιά του, τη λεγόμενη Σχολή του Εκλεκτικισμού – με το ιδιότυπο και συνάμα ακατάτακτο παραπλανητικό ύφος που εκκινεί με την τρέχουσα πραγματικότητα για να την υπονομεύσει με ισχυρές δόσεις παραλόγου. Είναι τέτοιος ο τρόπος παράθεσης των γεγονότων ώστε η πλάστιγγα γέρνει αποφασιστικά προς το φανταστικό. Αν σε αυτό προσθέσουμε το υπονομευτικό χιούμορ στις καταστάσεις των ηρώων και την καλοδουλεμένη και λιτή ακρίβεια στην έκφραση, τότε έχουμε ένα απολαυστικό κείμενο που απαιτεί απ’ τον αναγνώστη/στρια να αφήσει τη λογική εξέλιξη της ίντριγκας στην πίσω θέση. Στην απορία μας ο Άιρα απαντά με ένα συνεχές μειδίαμα και απαιτεί να τον ακολουθήσουμε στη σουρεαλιστική του απογείωση. Ο λογοτέχνης αρέσκεται να περιγράφει λεπτομερειακά κινήσεις και αντικείμενα σε κάθε στροφή της διήγησης. Ένας φανατικός αναγνώστης, που αποφάσισε με την ενηλικίωσή του να γίνει συγγραφέας για να διαβάζει απερίσπαστα, αυτός είναι ο Άιρα. Οι τρεις νουβέλες των Φαντασμάτων εδράζονται στο ρεαλιστικό φόντο καθημερινών καταστάσεων ενώ, στην πορεία, ανατρέπουν τις όποιες συμβάσεις με απίστευτα γεγονότα. Στην ομότιτλη μεταφερόμαστε σε κάποια οικοδομή του Μπουένος Άιρες, παραμονή Πρωτοχρονιάς με φοβερή ζέστη. Οι ιδιοκτήτες και μελλοντικοί κάτοικοι επισκέπτονται το γιαπί, συζητούν με τον αρχιτέκτονα για το πότε θα είναι έτοιμα τα διαμερίσματα απαιτώντας βελτιώσεις. Στο ρετιρέ κατοικοεδρεύει προσωρινά η οικογένεια του νυχτοφύλακα Ραούλ Βίνιας, οικονομικού μετανάστη εκ Χιλής. Οι εργασίες συνεχίζονται με τη σκέψη στην ξεκούραση της αυριανής αργίας. Το βράδυ της μεγάλης γιορτής θα μαζευτούν όλοι οι συγγενείς της οικογένειας –πολλοί εκ των οποίων δουλεύουν εδώ– και θα γλεντήσουν μέχρι πρωίας. Οι ετοιμασίες προχωρούν. Και ενώ όλοι βρίσκονται υπό καθεστώς ευωχίας και τα παραδοσιακά φαγητά ψήνονται, μερικοί παρατηρούν φασματικές μορφές που γλιστρούν ανάμεσα στους τοίχους. Είναι ανδρικά φαντάσματα εν αδαμιαία περιβολή. Μόνο η έφηβη Πάτρι επιδιώκει να μιλήσει μαζί τους. Οι διάφανοι κάτοικοι την προσκαλούν να συμμετάσχει στη δική τους μεταμεσονύκτια γιορτή. Μοναδική προϋπόθεση να μην είναι ζωντανή. Στην Παραγκούπολη, ο Άιρα δημιουργεί τον νεαρό Μάξι, ένα είδος ντοστογιεφσκικού Ηλίθιου. Ψηλός, ρωμαλέος περνοδιαβαίνει τα σκοτεινά βράδια και βοηθά τους καρτονέρος, λούμπεν προλετάριους που εμφανίζονται καθώς οι νοικοκυραίοι πετάνε τα τελευταία τους αποφάγια πριν την έλευση των σκουπιδιάρικων. Υποτίθεται πως μαζεύουν χαρτιά, γυαλιά κ.τ.λ., αλλά στην ουσία ψάχνουν τα υπολείμματα τροφών μέσα στις στραπατσαρισμένες συσκευασίες. Ο Μάξι κουβαλάει ακούραστα τα γεμάτα καροτσάκια τους, ακόμη και ολόκληρες οικογένειες πάνω σε αυτά. Το επάγγελμα του ρακοσυλλέκτη ακμάζει μετά την κρίση του 2000 στην Αργεντινή και ούτως κανείς δεν ασχολείται με τους αόρατους. Τα λάφυρα καταλήγουν στο τέλος της μεγάλης λεωφόρου Ριβαδάβια όπου ένθεν κακείθεν στέκεται μια φαβέλα με στενά δρομάκια-λαβύρινθους στολισμένα με χιλιάδες λαμπιόνια. Εκεί υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό και εκεί διακινούνται ναρκωτικά, σφαίρες σφυρίζουν, διεφθαρμένοι αστυνομικοί κάνουν παρέα με δικαστές και παπάδες, υπό τροπικές καταιγίδες. Τέλος, «Το δείπνο» μοιάζει με κομμάτι φρι-τζαζ: άρχεται με ένα βαρετό δείπνο, στη συνέχεια λειτουργεί άναρχα και αυτοσχεδιαστικά για να επιστρέψει τελικά λίγο στο απόδειπνο. Ενδιάμεσα γινόμαστε μάρτυρες μιας μετά-μοντέρνας εκδοχής της Νύχτας των Ζωντανών Νεκρών του Τζορτζ Ρομέρο: εκεί, στην πόλη Κορονέλ Πρίνγκλες, γενέτειρας του συγγραφέα, χιλιάδες ζόμπι βγαίνουν από τους τάφους προς αναζήτηση ενδορφινών, της ουσίας της ευτυχίας, που υπάρχουν σε μεγάλες ποσότητες στο σώμα των ζωντανών. Οι τελευταίοι αδυνατούν να συγκρατήσουν τα στίφη των διψασμένων νεκρών και έτσι βλέπουμε τρομακτικές εικόνες καθώς απομυζούν το πολύτιμο υγρό αφήνοντας πίσω τους άψυχα σώματα. Πώς θα συγκρατηθούν άραγε αυτοί οι πεθαμένοι δολοφονικοί τύποι;

Δεν υπάρχουν σχόλια: