Γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος
Είναι κοινός τόπος ότι οι μύθοι όλων των λαών αποτελούν ιστορίες που αποτυπώνουν την κοσμολογία τους: τους θεούς τους και τη σχέση μ’ αυτούς, τη θέση του ανθρώπου μες το σύμπαν και την ενότητα με τη φύση, τα γενεαλογικά ζητήματα αλλά και έννοιες όπως η δικαιοσύνη που συνέχουν τα πολιτισμικά συστήματα. Επίσης, είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι η ορολογία ‘μύθος’ δεν παρέπεμπε σε μια επινοημένη αφήγηση. Ήταν εδραία η πεποίθηση των ανθρώπων που εξιστορούσαν ή άκουγαν τους μύθους ότι λειτουργούσαν, υπό μία έννοια, ως «ιερά» κείμενα, διά των οποίων αναπαραγόταν η κοσμολογία τους.
Ο Τεχλεμετζής γνωρίζει τη λειτουργία των μύθων. Έχει υπόψη του, ακόμη, τη μεγάλη δύναμη που κρύβουν αυτές οι ιστορίες, να αποτελέσουν το ζυμάρι για τον ίδιο, για να πλάσει τις δικές του αφηγηματικές εκδοχές. Υποδηλώνει τις προθέσεις του με το οιονεί εισαγωγικό κείμενο στα ‘μυθολογήματά’ του. Πρόκειται για τη μύηση στον κόσμο της γραφής. Συνομιλήτριά του είναι μια παιδίσκη, ενδεχομένως άμαθη στη γλώσσα της μυθοπλασίας και της δυναμικής της. Την προσκαλεί σ’ ένα παιχνίδι λέξεων. «Θα σου δίνω λέξεις. Θα τις ζυμώνεις. Θα τις μαλώνεις. Θα τις κανακεύεις. Θα τις ερωτεύεσαι. Θα τις καταπίνεις. Θα τις χαστουκίζεις. Θα τις φτύνεις. Όσες δεν κάνουν, θα τις πετάς. Και ό,τι μείνει απ’ αυτό τον συρφετό, θα το ανακατώνεις με χρώματα και ήχους, και εκείνο θα λοξοδρομήσει μοιάζοντας διαφορετικό».
Το απόσπασμα συνιστά προγραμματική αφηγηματική αρχή για τον συγγραφέα, σε ό,τι αφορά τη στόχευση όσων εμπεριέχονται στο βιβλίο του. Εισάγει τον αναγνώστη/τρια στο αφηγηματικό του εργαστήρι. Παρουσιάζει τον λογοτέχνη ως τεχνίτη λέξεων, οι οποίες ανασημασιοδοτούνται τοποθετούμενες σ’ ένα νέο περιβάλλον.
Την ίδια στιγμή, όσα προαναφέρθηκαν προεξαγγέλλουν μια δεύτερη ανάγνωση, καθώς εμπεριέχουν την εμπρόθετη προσέγγιση των μύθων. Θα τους χρησιμοποιήσει με τον ίδιο τρόπο. Αφετηρία του είναι η αξιοποίηση του υλικού, ώστε να το μετασχηματίσει δημιουργώντας τις δικές του ιστορίες. Ο Τεχλεμετζής δημιουργεί τον δικό του ‘χάρτινο κόσμο’. Ένα μικροσύμπαν που κτίζεται με υλικά του παρελθόντος αλλά με ζύμωση δική του. Είναι ο δικός του μυθοπλασμένος κόσμος. «Τι να την κάνεις την ζωή όταν έχεις τις λέξεις». Είναι η τελευταία του φράση στο εν είδει ποιητικής της πεζογραφίας του εισαγωγικό κείμενο. Η διατύπωση ανακαλεί στη μνήμη τον Κορτάσαρ, ο οποίος , επιχειρώντας μια απολογιστική αποτίμηση της πορείας του, υποστηρίζει ότι «για μένα, ‘λογοτεχνία’ και ‘ζωή’ ήταν ανέκαθεν ένα και το αυτό» 1
Σ’ αυτή την αντίληψη είναι εμποτισμένα τα μυθολογήματα του συγγραφέα, υπό την έννοια ότι η λογοτεχνία αρδεύει κάθε φορά από βιώματα προσωπικά αλλά και την ιστορική εμπειρία. Και ακόμη, τα λογοτεχνικά έργα αλλά και η ζωή του συγγραφέα βρίσκονται σε μια διαδικασία οφιοειδούς πορείας.
Ο Σίσυφος, ο Λήθιος ο κυνικός, η Ξανθίππη, ο Ησίοδος και ο Πέρσης αλλά και ο Θεσπιεύς ως εκπρόσωπος των πεσόντων συμπολιτών του στη μάχη Θερμοπυλών αναλαμβάνουν το αφηγηματικό έργο να γίνουν οι φωνές του συγγραφέα, ο οποίος δηλώνει, σ’ ένα από τα μυθολογήματά του (Οι ημέρες του): «Νομίζω ήρθε η ώρα να μιλήσω». Πρόκειται για αφηγηματική τυπολογία που παραπέμπει στα παραμυθιακά μοτίβα, τα οποία δηλώνουν την έναρξη και το τέλος της αφήγησης. Στην περίπτωση του Τεχλεμετζή εμφανίζεται να ανταποκρίνεται σε μια οφειλή, πολιτισμική και κοινωνική, καταθέτοντας την άποψή του για όσα τον βασανίζουν στην περιπέτεια της γραφής ως διάθλαση των κοινωνικών συμβάντων.
Ωστόσο, η γραφή του είναι πολύσημη, κτίζοντας τις δικές του αναβαθμίδες. Σαν τους παλιούς πετράδες. Η πολυσημία της γραφής είναι βασικό γνώρισμα αυτών των πεζογραφημάτων. Η πρώτη ματιά μπορεί να ξεγελάσει. Επιλέγει τους μύθους του και τα πρόσωπα που μπορεί να συνδράμουν τον στόχο του. Οι ήρωες είναι πρόσωπα που έχουν ορθώσει το ανάστημά τους, απέναντι σε δυσκολίες, ή στο θεωρούμενο ως καθήκον, μέσα από διαδικασία ωρίμανσης και συνειδητοποίησης. Δεν υπακούουν στα συναισθήματα (Θεσπιεύς) ούτε στην εξουσιαστική δύναμη (Σίσυφος). Προκύπτει η θέση τους ως εσωτερική διεργασία και ως ανάγκη συνοδοιπορίας με το πολιτισμικό τους κεφάλαιο.
Είναι στάση ζωής (Σωκράτης), που δεν υποκύπτει στις πιέσεις και στην έννοια του ανθρώπινου δικαίου. γατί, πέρα από τις συμβάσεις, υπάρχουν οι ανθρωπιστικές αρχές. Ο Τεχλεμετζής, με τον τρόπο του, συνομιλεί διαγωνίως με τα μείζονα θέματα της εποχής του. Στον αντίποδα κινείται ο Λήθιος ο κυνικός, που δραπετεύει από το περιβάλλον του και όταν καλείται να υποστηρίξει τις επιλογές του απαρνείται την προτεραία ζωή του.
Ο συγγραφέας, λοιπόν, αξιοποιεί τους μύθους για να αρθρώσει λόγο για σύγχρονα ζητήματα, όπως είναι η θέση της γυναίκας. Δεν κραυγάζει. μόνο αφήνει να διαφανούν οι πληγές αλλά και ο ασφυκτικός κοινωνικός έλεγχος που καλούν τις Ξανθίππες να προσαρμοστούν στον κατασκευασμένο κοινωνικό τους ρόλο: να υπηρετούν τους άλλους, αφού δεν γεννήθηκαν αγόρια. Σ’ αυτό το σχήμα παραθέτει τους ανείπωτες έρωτες, αυτούς που δεν σαρκώθηκαν. Τέτοιος είναι ο έρωτας του Λαέρτη της Ιθάκης και της Αντίκλειας, της ‘δούλας’ του. Οι τελευταίες στιγμές του Λαέρτη , με την Ευρύκλεια στο πλευρό του και την πάλη με τη σύζυγο, δίπλα στον ψυχορραγούντα βασιλιά, αποτελούν σελίδες δραματικές έντασης που αναδεικνύουν τα χαρίσματα του συγγραφέα. «Ήταν η τελευταία της φορά να τον ακουμπήσει». Ένας έρωτας που μπορεί να ολοκληρωθεί με πολλούς τρόπους. Με ένα άγγιγμα ή με ονειροφαντασίωση.
Αυτό που διατρέχει τα κείμενα του Τεχλεμετζή είναι η αγωνία του για την γραφή. Ζώντας σ’ ένα παράδειγμα ρευστών συναισθημάτων και σχέσεων, βιώνοντας τη τεχνολογική βία που υπονομεύει τον ιδιωτικό του χώρο αλλά και δίνει όγκο στα πράγματα (διαφήμιση), η γραφή είναι ένας τρόπος να αποκτήσει την ισορροπία του και να αποκαταστήσει τη σχέση του με το περιβάλλον. «Δημιουργία, κυρίες και κύριοι», αναφωνεί ο Μνήμιος. Μια δημιουργία πλαστική, κέραμοι λίθοι ατάκτως ερριμμένοι.
Ο συγγραφέας έχει μια διαφορετική αντίληψη για τη δημιουργία κι έτσι τα πεζογραφήματά του είναι διάστικτα από την «ποιητική» του. Ο Σίσυφος γίνεται το σύμβολο της διαρκούς πάλης με το σκοτάδι, με την ευκολία στη γραφή. Ο Τεχλεμετζής υπονομεύει, σε δεύτερο επίπεδο, τη γραμμικότητα της γραφής αλλά και τη βεβαιότητα του κόσμου που δημιουργείται, καθώς και της σχέσης του δημιουργού μ’ αυτόν τον κόσμο. Τι έγινε ο Σίσυφος; Πού βρίσκεται ο συγγραφέας στο πόνημά του; Πώς οδηγείται στην έμπνευση και τη γραφή (Ησίοδος); Ποια η σχέση επινόησης/μυθοπλασίας και πραγματικότητας (Θ); Για τον Τεχλεμετζή, ο δημιουργός εμφανίζεται με διαφορετικά προσωπεία, που προκαλούν ρωγμή στη μία και μοναδική προσέγγιση.
Ο συγγραφέας αποκτά διάφορα προσωπεία στο βιβλίο. Δανείζει τη φωνή του στην εκπαιδευτικό Όλγα που υιοθετεί την πολυσημία της γραφής αλλά και την ανάγκη για μια άλλη οπτική στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Τα «μυθολογογήματα» του Τεχλεμετζή είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Δεν χρειάζονται ειδικοί κώδικες στην πρώτη ανάγνωση. Η γραφή όμως αυτό-υπονομεύεται με τα ιντερμέδια που λειτουργούν ως αφηγηματικά αερόστατα, με ψήγματα υπερρεαλιστικής γραφής.
1Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης. Opera 2021, σελ.8
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου