8.3.22

Πυκνά ποιητικά στρατοκούμουλους

Μαρία Τοπαλη 
 

ΑΛΕΞΙΟΣ ΜΑΪΝΑΣ
 Προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας εκδ. Μικρή Αρκτος, σελ. 144 
 Το πνεύμα των καιρών δεν σηκώνει εύκολα υψηλή στόχευση στις τέχνες και στην ποίηση. Γρήγορα μπορεί κανείς να κουράσει ή και να γελοιοποιηθεί αν αναμετρηθεί με τα μεγάλα ζητήματα, αν μιλήσει φιλοδοξώντας ο λόγος να διαθέτει βάρος, αν θελήσει να ανανεώσει ριζικά τα εκφραστικά μέσα. Κάθε εγχείρημα που δεν περιέχει ικανή δόση αυτοσαρκασμού, αυτοϋπονόμευσης, χιούμορ, μοιάζει καταδικασμένο να αραχνιάσει πριν καλά καλά εκδηλωθεί. Από την άλλη, η ποίηση και η τέχνη χρειάζονται όσο τίποτε τη μακρά πνοή για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Το μαχαίρι είναι δίκοπο, η ισορροπία δύσκολη. Καλά είναι τα αφρόψαρα, αλλά χρειαζόμαστε κάπου κάπου και κανένα κήτος. Στο τέταρτο βιβλίο του, ο ελληνογερμανικής καταγωγής Αλέξιος Μάινας (γενν. 1976) συνεχίζει σταθερά τον καλό αγώνα στην κόψη του ξυραφιού. Η ποίησή του μιλάει για όλα και με όλους τους τρόπους. Είναι φιλοσοφική και ερωτική, μεταμοντέρνα με παραδοσιακά στοιχεία, ενδιαφέρουσα στη διάπλαση της γλώσσας και στη συνεχή δοκιμασία των δυνατοτήτων της, δραματική χωρίς να απεμπολεί ένα κάπως πικρό χιούμορ. Κάποια στοιχεία που η ποιήτρια-κριτικός Γιάννα Μπούκοβα επισήμανε γράφοντας για το πρώτο βιβλίο του Μάινα στο «Φάρμακο» (τ.1, 2013) ισχύουν πάνω-κάτω και για την υπό συζήτηση συλλογή. Η Μπούκοβα προσμετρά στα θετικά της πρώτης συλλογής ότι είναι ήδη ώριμη καθώς «…περιέχει έντονα την αίσθηση πολλών ανέκδοτων βιβλίων», αφήνει ωστόσο να εννοηθεί ότι δεν πείθεται από την «πληθωρικότητα του όγκου του». Επαινεί, περαιτέρω, ως «εξαιρετική» τη χρήση των τίτλων που «με τη φαινομενική απλότητά τους εμβαθύνουν ή αντιστρέφουν την οπτική του ποιήματος». Οπως, λοιπόν, το πρώτο του βιβλίο δημιουργούσε την εντύπωση ότι έκλεινε μέσα του περισσότερα βιβλία, έτσι και εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ανάγνωσμα που είναι ταυτόχρονα πυκνό, απαιτητικό και εκτενές. Κατά τούτο μπορεί να τοποθετηθεί πλάι στην ποίηση της Δήμητρας Κωτούλα, που και αυτή, όπως και ο Μάινας, επιχειρεί ανάμεσα στους ποιητές της νεότερης γενιάς μια στόχευση σχεδόν καθολική, μια ποίηση-σύμπαν που περιλαμβάνει τα πάντα και μιλάει για τα πάντα διαπλάθοντάς τα. Η ποίηση του Μάινα είναι κατά σημεία ιδιαίτερα απολαυστική στη γλωσσική της δεξιοτεχνία και ταυτόχρονα ερεθιστικά ευφυής και φορτισμένη συγκινησιακά, ενώ το παιχνίδι με τους τίτλους και τους υποτίτλους διεκδικεί από την αρχή μέχρι το τέλος τα σκήπτρα ενός αόρατου, δαιμονικού κονφερασιέ. Κατά τον τόνο και το ύφος, ίσως λόγω του κοινού γερμανικού υπόβαθρου, ο Μάινας συγγενεύει με την ποιήτρια Λένια Ζαφειροπούλου. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα με το ποίημα «ΕΞΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΜΠΟ/ Λιποτάκτες των τοτέμ»· έχει ως εξής: «Τα σύννεφα αραιώνουν πάλι/ διαλύονται σε μικρά στρατοκούμουλους/ πάνω απ’ τις φυτείες σπαραγγιών και πάχνης/ μεταξύ Βαρσοβίας και Βέροιας./ Ας προσεύχονται κόντρα οι αγρότες/ αύριο θα ‘χει καλό καιρό». Δύσκολα, άλλωστε, θα αντιστεκόταν κανείς στη γοητεία των θεατροποιημένων αφορισμών που περιέχει το ποίημα «ΧΙΙΙ (Για να τελειώνουμε με τους Αψβούργους)», που ανήκει στο σπονδυλωτό «Τα πρωτόκολλα της αφής»: «Ηττα κι η νίκη, Πολυνείκη» και «Με τόσο τοίχο/ ακόμα κι η αγάπη μας/ θα γίνει Βερολίνο». Ο Μάινας ονομάζει με ευχάριστο θράσος «στρατοκούμουλους» τους στρωματοσωρείτες και, αλλού, «προμενάδα» τον παρόχθιο περίπατο. Παίζει ατελείωτα με ομοιοκαταληξίες και μέτρα, ελευθερώνεται και σκλαβώνεται χίλιες φορές μπροστά στον αναγνώστη-θεατή, κλείνοντάς του διακριτικά, μέσα σε παρένθεση, το μάτι: «(Νόημα, έρχεσαι/ από μόνο σου/ στα λόγια μου.)» Ακόμα κι όταν γλιστράει στην πληθωρικότητά του, διατηρεί το στοίχημα ενεργό. Λίγοι το επιδιώκουν, ελάχιστοι το καταφέρνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: