7.3.22

Μεταξύ μνήμης και Ιστορίας




Ηλίας Καφάογλου
 Επιμέλεια: Μισέλ Φάις 
 Τρεις Κύπριοι συγγραφείς καταθέτουν ισάριθμα πρόσφατα κείμενα: μία νουβέλα και δύο εκτενή μυθιστορήματα, με διάφορες και διαφορετικές εκδοχές της κυπριακής συνθήκης. Η σφύζουσα από ζωή Αμμόχωστος πάλλει στο κέντρο της νουβέλας της Νάσιας Διονυσίου. Η πόλη είναι διπλά συμβολική για την ιστορική μνήμη των Κυπρίων, παραπέμπει και εκβάλλει στην επιφάνεια της γραφής υπό τη βρετανική κυριαρχία. Αλλά το τραύμα ύστερα από την τουρκική εισβολή -πόλη περίκλειστη, έρημη- παραμένει, βέβαια, ανοιχτό. Στην πολλαπλά συμβολική νουβέλα της, αποστασιοποιημένη με σεβασμό στα πάθη των ανθρώπων, η Διονυσίου εγκιβωτίζει πολλαπλές μνημονικές διαστρωματώσεις και ανάλογα σημαινόμενα χτίζοντας ήρωες αληθοφανείς. Στην Αμμόχωστο λειτουργούν δύο «κάμπους», εκεί όπου ύστερα από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ κρατήθηκαν Εβραίοι πρόσφυγες. Η αφήγηση αναπτύσσεται μέσω των επινοημένων ημερολογιακών εγγραφών ενός Κύπριου δημοσιογράφου, από το Σάββατο 26 Απριλίου 1947 μέχρι την Κυριακή 11 Μαΐου 1947. Ο δημοσιογράφος, τρόπον τινά περσόνα της συγγραφέως, περιπλανάται στο στρατόπεδο και καταγράφει προσωπικές ιστορίες των προσφύγων - «Για την ακρίβεια,, ζήτησαν μόνον εσένα», του λέει ο διοικητής. Ο δημοσιογράφος, ακούγοντας τις μαρτυρίες των προσφύγων, ανασυνθέτει τον καθ' ημέραν εντός στρατοπέδου βίο τους και τις προσδοκίες τους για τα μελλούμενα. Στο φόντο, το ακραίο κακό, το Ολοκαύτωμα. Τρεις διαφορετικές ιστορίες ενισχύουν το μνημονικό υπόστρωμα, τοποθετημένες στον ίδιο χώρο και χρόνο, ενώ η γλωσσική εκφορά ταλαντεύεται μεταξύ ελληνικής και της κυπριακής παραλλαγής της. Μια αγρότισσα κρύβει στο σπίτι της έναν δραπετεύσαντα Γερμανό αιχμάλωτο. Πράττει ή όχι το σωστό; Μια Εβραία της Θεσσαλονίκης, μέσα από ένα σεφαραδίτικο τραγούδι, μνημονεύει την πόλη και τους νεκρούς της. Ενας νεαρός Κύπριος οδηγός, με προσωπικό κίνδυνο, φυγαδεύει από το στρατόπεδο, τη Μεγάλη Παρασκευή, Εβραιόπουλα. Ονειρα και παραισθήσεις βασανίζουν τις νύχτες του δημοσιογράφου. Ονειρα απόκοσμα που παραπέμπουν στη «Φούγκα του θανάτου», ίσως το πιο γνωστό ποίημα για το Ολοκαύτωμα, το εμβληματικό ποίημα του Πάουλ Τσέλαν, ο οποίος, χάρη και στη λεπτοδουλεμένη γλώσσα της συγγραφέως που λειτουργεί οιονεί ως σχόλιο, περιφέρεται στο στρατόπεδο. Εχουμε, λοιπόν, σε πρώτο επίπεδο μια πραγμάτευση του Ολοκαυτώματος και των συνθηκών ζωής στα βρετανικά στρατόπεδα κράτησης, στα «κάμπους», ενώ οι μνήμες για την απώλεια του γενέθλιου τόπου διατρέχουν το κείμενο - δεύτερο βιβλίο της συγγραφέως ύστερα από τη νουβέλα Περιττή ομορφιά (Το Ροδακιό, 2017). Σε δεύτερο επίπεδο, η ένταση των Κυπρίων σιγοβράζει κάτω από τον αποικιοκρατικό ζυγό και λανθάνει η οδύνη για τον ξεριζωμό από την Αμμόχωστο και τον γενέθλιο τόπο. Οι ρόλοι εναλλάσσονται, πρόσφυγες και γηγενείς, άνθρωποι με ριζώματα και εκδιωχθέντες, μέσα στις τροπές των ιστορικών συγκυριών και πώς, αλήθεια, η γλώσσα μπορεί να περιγράψει τη συνθήκη του ξεριζωμού; Περισσεύει η ανθρωπιά, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, εφαλτήριο και συγχρόνως ανάχωμα στη δίνη της ιστορίας, στην προσφυγιά, στον φόβο σε τούτο το φιλάνθρωπο κείμενο, που χτυπά εν είδει μετρονόμου ανάμεσα σε ιστορία και μνήμη, χωρίς ούτε στιγμή να εκπίπτει στη μνημορραγία ή στις ιστορικοφανείς ερμηνείες, παραμένοντας λέξη τη λέξη κείμενο εξόχως λογοτεχνικό. «Αντίδοτο του κακού δεν γίνεται να είναι η λήθη, αλλά η μνήμη, σκέφτομαι, ακόμα κι αν πρέπει να επινοηθούν από την αρχή οι λέξεις, ώστε να μπορούν να περιγράψουν τα νέα πάθη των ανθρώπων, τα νέα λάθη τους, τον κάθε τους νέο δόλο», γράφει αρμοδίως η Διονυσίου, στη μάχη της με τις λέξεις να γίνουν πατρίδα. Τι μπορεί, αλήθεια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, να είναι ένας κάμπος; Ακριβώς μεταξύ μνήμης και ιστορίας πάλλεται και η σπονδυλωτή αφήγηση στο Βουνί της Λουίζας Παπαλοΐζου, επίσης δεύτερη συγγραφική κατάθεση, ύστερα από τη συλλογή διηγημάτων της Απειλούμενα είδη, που είχε εκδοθεί στη Λευκωσία το 2010. Πρόκειται για εκτενές πολυφωνικό μυθιστόρημα, θα τολμούσα να πω: ένα επίτευγμα, με επίκεντρο ένα βουνό σε ακριτική περιοχή της Κύπρου. Αφηγήσεις, μαρτυρίες, επιστολές συνθέτουν την κατάθεση της συγγραφέως, η οποία επεκτείνει τα στιγμιότυπα της ιστορίας και της μικροïστορίας σε ένα μυθοπλαστικό σύμπαν άρτια οργανωμένο. Τρεις ιστορίες ξεδιπλώνονται, μοιρασμένες, αντιστοίχως, στα τρία μέρη του μυθιστορήματος. Στο πρώτο, ο Ξένιος, μετά χρόνια στα καράβια και στην Αγγλία, επιστρέφει σε ένα χωριό της Τηλλυρίας, όπου κατοικούν άνθρωποι βουνίσιοι. «Γνωστός άγνωστος», με τις εμπειρίες των ανοιχτών οριζόντων, της ανοιχτοσύνης, απαρνιέται τον τόπο του, που και αυτός τον απαρνιέται, ένας τόπος όπου ο βυθός της θάλασσας βρίσκεται στις κορυφές βραχωδών βουνών, χαρακτηριστικό, άλλωστε, της κυπριακής εμπειρίας του τοπίου. Το βουνό δεσπόζει πάνω από ξηρά και θάλασσα και συνιστά τη μοναδική σταθερά στη ροή του χρόνου. Στο δεύτερο μέρος ξεδιπλώνεται σε κυπριακή, εξόχως ποιητική ιδεόλεκτο -κάποια από τα κεφάλαια εδώ μπορούν να διαβαστούν ως αυτόνομα μικρά πεζά-, η ιστορία της Κόρης, της νεαρής Ροδού, οι πόθοι της οποίας προσκρούουν στην ευταξία της μητέρας της και στον χαρακτήρα του πατέρα της, ο οποίος αυτά που πάνω απ' όλα αγαπά είναι τα ζώα, πριν η νόσος των μεταλλωρύχων της περιοχής, το καρβούνιν, του σκάψει τα σωθικά και του μαλακώσει την ψυχή. Στο τρίτο μέρος, διεκπεραιωμένο σε ημερολογιακή γραφή -στα δύο πρώτα μέρη έχει επιλεγεί μονολογική αφήγηση-, μέσα από τις εγγραφές ενός Σουηδού αρχαιολόγου που δραστηριοποιήθηκε μαζί με ομοεθνείς συναδέλφους του στο νησί μεταξύ 1927-1931, ανασκάπτοντας το Ανάκτορο του Βουνού κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, παρακολουθούμε την αμφίθυμη σχέση των ξένων με την κυπριακή γη και τους κατοίκους της, σχέση που χαρακτηρίζεται αμοιβαία από περιέργεια και επιφυλακτικότητα, ή, πάλι, δοτικότητα ή «κουτοπονηριά». Το μυθιστόρημα εκκινεί χρονικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να ακολουθήσει αντίστροφη πορεία στον χρόνο, μέχρι τον Μεσοπόλεμο. Από το Λονδίνο ώς τη Νέα Υόρκη και από την Τηλλυρία ώς το Φαλούν της Σουηδίας, το επίτευγμα της Παπαλοΐζου συνθέτει όσα μένουν αγνοημένα, τις δεύτερες φωνές κάτω από τις πρώτες, με φόντο την ταραγμένη ιστορία της Κύπρου και τον ξεριζωμό. Πρόκειται για ένα «μεγάλο κυπριακό μυθιστόρημα» με την κυπριακή συνθήκη πάντοτε παρούσα: άγριοι και ευάλωτοι βουνίσιοι, διχαστικές ιδεολογικές προκρίσεις, πάθος ένωσης, εύφλεκτη «κυπριακότητα» που θα μπορούσε να οριστεί από τα γήινα χρώματα, τους βράχους πάνω από τη θάλασσα, τους λεμονανθούς, τους ζίζιρους (τα τζιτζίκια), τα σύκα που τον Αύγουστο πέφτουν στο στόμα, τα διακεκαυμένα καλοκαίρια, την ανομβρία, αλλά και το υψηλό φρόνημα των Κυπρίων, την αγωνιστικότητα και την υπερηφάνειά τους. Η Παπαλοΐζου συνθέτει τη μεγάλη κυπριακή εικόνα, με τη μνημονική σκευή να διαπιστεύει ταυτότητες γερά αγκυρωμένες στη σπαραγμένη και σπαρασσόμενη κυπριακή γη, εκεί όπου οι Εννέα απαγχονίστηκαν. Ακριβώς Εννέα τιτλοφορείται το ογκώδες, πολυσχιδές, κατορθωμένο μυθιστόρημα του Κυριάκου Μαργαρίτη. Οι εννέα είναι οι ισάριθμοι απαγχονισθέντες από τους Βρετανούς στην Κύπρο την περίοδο 1956-1957 και ταφέντες στον περίβολο του τόπου εκτέλεσης, στον περίβολο των Κεντρικών Φυλακών Λευκωσίας, δίπλα στα κελιά των μελλοθανάτων. Ο λόγος για τους Μιχαλάκη Καραολή, Ανδρέα Δημητρίου, Χαρίλαο Μιχαήλ, Ανδρέα Ζάκο, Ιάκωβο Πατάτσο, Μιχαήλ Κουτσόφτα, Στέλλιο Μαυρομμάτη, Ανδρέα Παναγίδη και Ευαγόρα Παλληκαρίδη. Ο τελευταίος απαγχονίστηκε τις πρωινές ώρες της 14ης Μαρτίου 1957, ο τελευταίος αγωνιστής της ΕΟΚΑ που απαγχονίστηκε. Ηταν 19 ετών. Ηδη από την 1η Απριλίου 1955, ο ένοπλος αγώνας της ΕΟΚΑ είχε ξεκινήσει στην αγγλοκρατούμενη Κύπρο, όπου οι Βρετανοί είχαν κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης, είχαν επιβάλει κατ' οίκον περιορισμούς, είχαν διευρύνει τις αρμοδιότητες του Στρατού και της Αστυνομίας, είχαν προβεί σε εγκλεισμό αγωνιστών σε στρατόπεδα, είχαν εκτοπίσει τον Μακάριο, και προχώρησαν, όπως μόλις είδαμε, σε απαγχονισμούς, παρά, μάλιστα, τις έντονες αντιδράσεις μέρους της διεθνούς κοινότητας και διανοουμένων, όπως του Καμί για την περίπτωση του Καραολή. Ο Μαργαρίτης αξιοποιεί πλήθος πηγών, στηριζόμενος πρώτα πρώτα στο Ημερολόγιο του Βρετανού δημίου Χάρι Αλεν (1911-1992), αν και η επιστολή του υπουργείου Αποικιών σχετικά με την έλευση του δημίου «με το παπιγιόν», σε ένδειξη σεβασμού προς τους απαγχονιζόμενους, φέρει ημερομηνία 31 Δεκεμβρίου 1957, οπότε είχαν ήδη γίνει οι εκτελέσεις. Ωστόσο, ο Μαργαρίτης κατ' αρχάς στηρίζεται στην ευρύτερα αποδεκτή εκδοχή να είναι ο Αλεν ο εκτελεστής. Ο συγγραφέας αξιοποιεί, επίσης, το Κόκκινο Τετράδιο του Παλληκαρίδη, 37 ποιήματα αφιερωμένα όλα στον πλατωνικό του έρωτα, Λύα Χατζηαδάμου. Πρόκειται για μυθιστόρημα κεντημένο με τέτοιο μαστορικό τρόπο, ώστε να μην αποκαλύπτονται, χάριν της αναγνωστικής απόλαυσης, οι ραφές του, οι πλήθος κειμενικές αναφορές, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε: Ροτ, Παλαιά και Καινή Διαθήκη, Σεφέρης, Χαραλαμπίδης, Σολωμός, Δάντης, Ομηρος, Μπόρχες, Κάφκα, Ν.Γ. Πεντζίκης, Σελίν, τα κυπριακά Χρονικά του 15ου αιώνα, γραμμένα από τον Λεόντιο Μαχαιρά και τον Γεώργιο Βουστρώνιο με τίτλο Κρόνακα -τίτλος και του βιβλίου του Μαργαρίτη-, βυζαντινές και μεσαιωνικές πηγές, μεταξύ άλλων. Σε αυτό το από άμβωνος θανάτου συγγραφικό εγχείρημα, φιλόδοξο, αλλά γερά αρθρωμένο, η Κύπρος προβάλλεται τρόπον τινά ως κείμενο με ρίζες γερές και παλιές, χωρίς στιγμή να εκπίπτει σε θρηνωδία η ποιητική περί κυπριακής γης και περί θανάτου, οι μνήμες διαρκώς μπολιάζονται από τις τροπές της ιστορίας, ιδιαίτερα την εποχή της Αγγλοκρατίας, εποχή σημαίνουσα και σημαδιακή για να ψηλαφίσουμε και, ίσως, να αντιληφθούμε, την κυπριακή συνθήκη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: