Γεώργιος Ν. Περαντωνάκης
Επιμέλεια: Μισέλ Φάις
ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ. Μαθήματα λογοτεχνίας. Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης. Σελ. 402. Εκδόσεις Opera, 2021
Ο Κορτάσαρ θεωρεί τα μυθιστορήματα το κατεξοχήν είδος που υποβάλλει ερωτήματα κι ενίοτε τα λύνει, «ένα ανοιχτό λογοτεχνικό παιχνίδι που μπορεί να εξελίσσεται επ’ άπειρον». Μπορεί ο Χούλιο
Κορτάσαρ να είχε σπουδάσει φιλοσοφία, γλώσσα και γαλλική φιλολογία, αλλά τα μαθήματα που έδωσε στο Berkeley το 1980 στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στην ιδιότητά του ως συγγραφέα. Ξεκινά σαν διαβήτης, από το έργο του, εκτείνεται στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία και τέλος απλώνεται στο ευρύτερο εξωτερικό, τη λογοτεχνία ως έννοια. Οι αναφορές του σε πολλούς Νοτιοαμερικανούς και Ευρωπαίους συγγραφείς δείχνουν πως η σκέψη του αρχίζει από τα κείμενα κι επαγωγικά επεκτείνεται σε προβληματισμούς και συμπεράσματα για τη λογοτεχνία εν γένει. Διαβάζοντας τις δέκα διαλέξεις, είναι όντως σαν να παίρνεις μαθήματα, όχι μόνο λόγω της προφορικότητάς τους, αλλά κυρίως επειδή προβάλλουν τη συγγραφική στόφα του Αργεντίνου συγγραφέα, τον τρόπο με τον οποίο θεωρητικοποιεί τη γραφή του και μεταδίδει με τη διαίσθηση ή την αντίληψη τον τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνική παραγωγή του ανδρώθηκε κι εξελίχθηκε. Ξεκινώντας δηλαδή από τα δικά του έργα, διατυπώνει μια προσωποπαγή ποιητική, η οποία αποκαλύπτει γενικότερα μυστικά και αλήθειες για τη συγγραφή. Τα «Μαθήματα λογοτεχνίας» είναι η ρητή εικόνα της κορτασαριανής γραφής, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας την οραματίστηκε, την πραγματοποίησε και εκ των υστέρων τη συστηματοποίησε («Αυτά είναι πράγματα που ο συγγραφέας τα μαθαίνει αφού έχει γράψει το βιβλίο»). Ο Κορτάσαρ επιμένει ιδιαίτερα στο διήγημα, επειδή πιστεύει ότι αποτελεί ένα λατινοαμερικάνικο είδος με περγαμηνές. Εστιάζει, ωστόσο, περισσότερο στο φανταστικό, αφού εκεί ο ίδιος και άλλοι κατάφεραν να σπάσουν τα όρια και τους φραγμούς της πραγματικότητας. Ακόμα και το ρεαλιστικό πεζογράφημα δύσκολα το απομονώνει από το φανταστικό, αφού η φαντασία πάντα διατρυπά την πραγματικότητα με μαγικούς, συμβολικούς ή ουτοπικούς τρόπους. Ετσι ο ίδιος χειρίζεται, λ.χ., τον χρόνο με μεγάλη ελευθερία, ως μια αντίληψη του νου, κι έτσι εισάγει παράλληλους χρόνους, διαστέλλει ή συστέλλει τη διάρκειά του, τον διχάζει και μαζί διχοτομεί το εγώ. Σ’ αυτό το πλαίσιο εξετάζεται η έννοια της μοίρας ως κάτι που δεν μπορεί να ελέγξει ο άνθρωπος (κι η μικρόνους λογική του), της μοίρας που καθορίζει απρόσμενα συναντήσεις και ανατροπές. Ο Κορτάσαρ, ξαναλέω, διδάσκει όχι με τον κανόνα της επιστήμης, αλλά με τον αέρα της τέχνης. Οταν π.χ. μιλάει για τη μουσική στη λογοτεχνία, δίνει την αίσθηση του ρυθμού ως υπόκρουσης, ως τέμπο, ως βηματισμού που καθορίζει την επιλογή των λέξεων, οδηγεί την ανάγνωση και τελικά προσδίδει υποδόρια αξία σ’ αυτό που ίσως δεν μπορεί να συλλάβει ο νους. Ισως και το χιούμορ είναι αυτή ακριβώς η ρωγμή από την οποία απρόσμενα, βέβηλα, υπονομευτικά εισέρχεται στο σοβαρό μια άλλη ευαισθησία, όχι κατ’ ανάγκην κωμική, η οποία πλαγιοτονίζει το βαθύ με νότες ανάλαφρες και παιγνιώδεις. Ο Κορτάσαρ επιμένει στο παιχνίδισμα ως καθοριστική πλευρά της λογοτεχνίας, ως γλωσσικό πλέι-μομπίλ, ως κυνήγι του νοήματος με έμμεσους τρόπους, ανατρεπτικούς και γι’ αυτό δελεαστικούς. Το παιχνίδι συνδέεται με το χιούμορ, και τα δυο βασίζονται στο φανταστικό, όπως στις «Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα», όπου φανταστικά όντα ενσαρκώνουν οραματικές και ευφάνταστες συλλήψεις. Και, τέλος, αν συνυπολογίσουμε τον ερωτισμό, έχουμε όλο το κράμα της επαναστατικότητας που διέπει τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. Πιο εκτενείς παρατηρήσεις του ομιλητή αφορούν φυσικά το «Κουτσό» και «Το βιβλίο του Μανουέλ». Στο πρώτο, η ατομικιστική συνείδηση του συγγραφέα θέτει ερωτήματα, ανακατεύει την αφηγηματική τράπουλα και ψάχνει το δυναμικό του ανθρώπου, ενώ στο δεύτερο, πιο κοινωνικά συνειδητοποιημένος ο Κορτάσαρ, επιχειρεί μια ιστορική ματιά: «Ενα βιβλίο είναι απλώς ένας από τους πολλαπλούς τρόπους που διαθέτουν οι λαοί για να εκφραστούν, να αναρωτηθούν, να βρουν τη θέση τους μέσα στον στρόβιλο ενός ανελέητου ιστορικού δράματος». Από όλη την περιδιάβαση στη σκέψη του ο αναγνώστης κρατά εκτενείς σημειώσεις για τη λογοτεχνία, αλλά και μεμονωμένες ρήσεις με τη δική τους βαρύτητα. Ο Κορτάσαρ θεωρεί τα μυθιστορήματα το κατεξοχήν είδος που υποβάλλει ερωτήματα κι ενίοτε τα λύνει, «ένα σύμπαν όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται κεφαλαιώδη ζητήματα της ανθρώπινης μοίρας», «ένα ανοιχτό λογοτεχνικό παιχνίδι που μπορεί να εξελίσσεται επ’ άπειρον». Απαξιώνει τα ευπώλητα βιβλία, καθώς, χωρίς «την παραμικρή λογοτεχνική αξία», προσφέρουν έτοιμη τροφή στον αναγνώστη. Πιστεύει στη γλώσσα, αλλά ενίοτε αυτή «μπορεί να εξελιχθεί σε ένα από τα χειρότερα κελιά που μας περιμένουν», πιστεύει στον κριτικό λογοτεχνίας όταν «κάνει μια βαθιά ανατομία ενός λογοτεχνικού έργου», πιστεύει στη λογοτεχνία που παίρνει τα τραύματα του δημιουργού και τα μετατρέπει σε κίνητρα δημιουργικής δουλειάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου