18.3.22

Στροφές, στιγμές πολυφωνικές από τη γραφή του Μιχάλη Γκανά


Γράφει ο Χρήστος Νιάρος

Και οπως γράφει σε ενα ποιημα του

«και τι να πω για την ζωή,

Τη ζω, με ζώνει με πονάει,

Και τι να πω για την αγάπη,

Δεν την σπούδασα την ξέρω από στήθους»

 

Η απόλυτη αφαίρεση των μηνυμάτων στην σαφήνεια τους αλλά και η προοπτική της λέξης ως βίωμα και συνέχεια εμπεριέχεται στις γραφές του. Σαν πρώτη αφορμή στίχων «τα καράβια του» που βγαίνουν στην στεριά και πιάνουνε τα όρη. Δεν σταματάνε όμως εκεί. Ερωτευμένα πουλιά και ψάρια, καταφέρνουν να βλέπουν τα πάντα αλλά και να τα συντροφεύουν. Περισκόπιο χωρίς αναπαμό η έμπνευση καταγράφεται, πιστώνεται σε όλες τις εποχές και στις στιγμές μας. Χειμώνα καλοκαίρι ταξιδιώτες και ναυαγοί της αγαπής και των γωνιών της μπαίνουμε και στο μικρό του Τιτανικό. Εκεί μια αγάπη διχασμένη συναντάει του πόθου της το αγρίμι. Το ποθητό και την λάχταρα του πανικού της. Ενός ποθητού και ποθούμενου  που ούτε τρώει, αλλά ούτε και πίνει. Απλά συντηρεί το κάθε του κάτοπτρο. Εκεί βρίσκεται και το συν, το σημείο των καιρών δηλαδή, που όλοι λίγο πολύ το ονειρεύομαστε και θα θέλαμε. Η κλίμακα των συγκινήσεων  ανεβοκατεβαίνει και προσαρμόζεται, με ότι είναι απέναντι, δίπλα και μέσα μας.

Παντός καιρού όλες οι αποστάσεις τους πλησιάζουν και μετριάζονται.

Να την φέρουμε όμως και στα μέτρα της αντοχής της. Ενδεχομένως και στα δικά μας μέτρα.  Στα κορμιά και στα μαχαίρια, σε ένα άλλο εμβληματικό σταθμό στην πορεία του δημιουργού ντύνονται οι χαρμολύπες. Όσα χέρια και να αλλάξουν όμως, τα σημάδια τους που δώσανε και πήρανε και αφήσανε θάναι εκει. Στο κάθε εκεί. Σαν υπενθύμιση, σαν μετερίζι και σε οτι υπήρξε πολυφωνικά θα ξαναγιεννιέται.

 

Ο ´Ηπειρώτης στην καταγωγή δημιουργός Μιχ.Γκανάς, τον τόπο, τον ουρανό, την στρωματσάδα, τους κεκοιμημένους, την μάνα, τον έρωτα δεν τους ξεχνάει. Σε κανένα ενεστώτα τους  δεν απουσιάζει. Γιατί ένα κορμί,  ενα σώμα,  δεν είναι μόνο αγκαλιά .Τυπική και ουσιαστική κυρίως η λειτουργία της δεν είναι μόνο για το σήμερα και το φευγαλέο. Είναι πιο μεγάλα και τα όρια της και τα ταξείδια της. Να το ξαναπούμε. Είναι, εν κινήσει, μια πατρίδα που θα γίνει ξενητιά. Μια ξενητιά σαν τόπος, μια ξενητιά σαν απουσία, σαν αφορμή, σαν δεδομένο και σαν επιστροφή. Να και το μαχαίρι της γραφής του πάλι εδώ μπροστά μας. Οταν κόβονται οι ομφάλιοι λώροι, όταν κόβονται οι επαφές, όταν κόβονται οι καλημέρες, τότε καταλαβαίνουμε ή προσπαθούμε να κατανοήσουμε το τι έγινε και τι απόμεινε. Ακριβός παρατηρητής και ταξιδιώτης της γλώσσας, ακαριαία εκπέμπει, από την πανίδα και την χλωρίδα του. Κατοικεί και ταξιδεύει στην αποδημία των λέξεων. Χωρίς να κουράζει η συχνότητα τους καταφέρνουν να ρέουν πεντακάθαρα στα μάτια και στα αυτιά μας. Ειτε είμαστε στην Πινδο, είτε στον Ωηλορείτη, είτε στο Ελληνικό, είτε στην Αθήνα, είτε στο Σου μι Τζου τα κύματα της γραφής του Μιχαλη Γκανά νυχτοήμερα μας ανταμώνουν. Το παρόν των προσώπων και η πορεια τους ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Ανοίγοντας  τα κιτάπια του, στο παράπονο, στο φως, στο άγγιγμα και   στα βήματα του χρόνου,με ομοιοκαταληξία ή μη, ο λόγος του μας πάει παραπέρα.

 

Στην κιβωτό του χωράνε πολλά και πολλοί. Συνεχίζει σε άλλη του γραφή «τριμενο σακάκι τριμένο χέρι, μασχάλες ξηλωμένες, που θα φανούν στην σταύρωση». Μέχρι το τέλος η γραφή του εχει μια αμεσότητα. Μια μοναξιά και ειλικρίνεια εν δυνάμει ορμώμενες και απο της Ηπείρου το άπειρο κοινωνείται και αναστοχάζεται,χωρίς προσωπείο και προσχήματα, με την καθημερινότητα, τα ταξείδια και τα όνειρα μας. Τα πατήματα και τα βιώματα δεν περάσανε ξώφαλτσα και παροδικά απο το είναι του. Οι τόποι που περπάτησε αλλά και τα δημοτικά τραγούδια που αφουγκραστηκε δεν σβηστήκανε απο μέσα του. Ακόμη και στην γραφή του, για την Οδύσσεια και την Ιλιάδα του Ομήρου (που προσέγγισε σχετικά πρόσφατα) καταφέρνει να την εμπλουτίζει με μαεστρία και με λεπτότητα χιουμοριστική. Οι προσθήκες με αποσπάσματα άλλων δημιουργών λειτουργούν στο σύνολο του έργου καταλυτικά. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα, (για ένα από τα σημαντικότατα εργα και παραμύθια, όλων των γενιών,  όπου γης και όπου γλώσσας ) και το ακόλουθο:

 

«Πιάσε το χέρι μου, Θεά ψυχή μου δώσε ρεύμα,

να γράψω μ’ έναν κεραυνό πάνω σε μαύρη πλάκα του Αχιλλέα τον θυμό και τ’ Αρχηγού το πείσμα μήπως και ταρακουνηθούν οι δύο πολεμάρχοι.

Θυμώσανε, πεισμώσανε και πήραν στον λαιμό τους τόσες χιλιάδες Αχαιούς που δάγκασαν το χώμα και τους κατασπαράξανε οι σκύλοι και τα όρνια.

Τόσες ψυχές αθάνατες γκρεμίστηκαν στον Άδη για έναν γυναικοκαβγά που ‘καναν οι μεγάλοι: ο Αγαμέμνων ο Αρχηγός κι ο Μέγας Αχιλλέας.

Δάχτυλος Δία βέβαια κρύβεται από πίσω μα την πληρώσαν οι θνητοί,

όπως συμβαίνει πάντα.»

 

Με άνεση μας ακουμπάει. Αλλωστε και τόσα τραγούδια που υπέγραψε τους στίχους καταφέρνουν να αντέχουν. Κατι,  δεν μπορεί, αναρωτιέμαι, θα κυκλοφορεί ανάμεσα στους στίχους. Στις αράδες. Καποιο κενό ανάμεσα στις λέξεις και στις εικόνες θα γεμίζει και θα αδειάζει. Και που συμπληρώνεται, ίσως με τα λόγια και τα κενά μας. Και ειναι αναγνωρίσιμα τούτα τα ταξείδια των γραφών. Ετσι πάνε αυτά. Δίνεις αμεσότητα, αλήθεια και ξέφωτα και αυτά λαμβάνεις. Και αυτά σε σφεντονιάζουν. Σε σημαδεύουν και τα σημαδεύεις. Αν και γράφει κάπου άλλου «εξ επαφής, ψηλά τα χέρια, κάτω τα στυλό» και αναδεικνύει και τα της σύγχρονης εποχής θα έλεγα το γραφικό της χαρακτήρα μέσα σε λίγες αράδες. Σε μια άλλη του προσέγγιση, για τις εποχές της πολυκατοικιάς, αφοπλιστικά σημειώνει: «χτίζουν το μέλλον κάτω από την μύτη μας. Πανύψηλο, μας αφήνει απ’ έξω». Ο ποιητής είναι παρών στα δρώμενα του γύρω του. Αλλωστε και ο ίδιος ψιλό αποφεύγει τα κοινωνικα δίχτυα. Αλλού όμως ρίχνει τις ψαριές και το οξυγόνο της αγάπης του. Στο Εγώ, στο Εσύ, στο Μαζί, στη Μνήμη.

 

Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, λέει σε μια στροφή του. Και μας εκπλήσσει πάντοτε για το μετά της, όταν δηλαδή ξαναβρισκόμαστε στα ίδια μέρη. Εκεί τι γίνεται; Ο τρόπος που κοιταζόμαστε αλλά και που κοιτάμε έχει αλλάξει. Όπως αλλάξαμε και μεις. Τόπους, ουρανούς, σώματα, κουβέντες, σιωπές και βροχές κουρνιάζουν, αλυχτάνε και χειρονομούνε από πολλές γωνίες της αφήγησης του δημιουργού. Εμφανίζονται δε πολλαπλά στα έργα του. Και εκεί ζούνε και πονάνε. Όσα χρόνια και αν περνάνε[ ή αν περάσανε], στα ίδια μέρη όταν ξαναβρισκόμαστε ξαναχανόμαστε, χωρίς όταν. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Τα υπόλοιπα, (καλή ακρόαση, καλή απόλαυση  οπως λένε στις Ραδ. Συχνότητες) στα Γυάλινα Γιάννενα. Σε ένα άλλο του βιβλίο. Και αυτό σημαντικό πόνημα στο χώρο της Τέχνης. Εκεί ακούει και τα μπακίρια να βελάζουν. Και ότι συνομιλεί απο καρδιάς μαζί του ονειρικό, πραγματικό μας το προσφέρει. Μακριά από τα παράθυρα που τα [μας] κούρασε η θέα, συνομιλεί ο ποιητής και η γραφή του, με σένα και με εμένα. Στη πόλη της ταχύτητας και της μοναξιάς μας βρίσκει η φλέβα των λόγων του. Στο ποίημα ‘’Αμνησία’’ του καταλήγει

 

«Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,

δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.

Γριές και γέροι και παιδια, μεσήλικες θλιμμένοι.

Μάτια θυμάμαι και φωνές,

πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ μου».

 

Ο θόρυβός τους,γλυκός ή πικρός  συνοδεύει τα βήματα του. Τα βήματά μας. Τα χειμαδιά τους ροβολάνε σε ολα και από όλα τα σημεία του ορίζοντα της μνήμης. Τα λιοπύρια και τα χιόνια το ίδιο. Αυτά συναντούν τον ποιητή Μιχάλη Γκανά στην ανωνυμία του. Στέλνουν, στέλνει το δικό τους [του] μήνυμα αφιέρωσης προς πάσα κατεύθυνση. Δια ζώσης και τα δέντρα και η νοσταλγία συνεπικουρούν. Εκ του κοντινού.Σε μια γραφή του, με τον τίτλο «μέσα στην άφθονη ανωνυμία» (μας υπενθυμίζει κάτι άλλωστε που όλοι βιώνουμε στην ασφυξία των πόλεων και της τυπικότητας των συναλλαγών ή σχέσεων), η φλέβα της καρδιάς χτυπάει γνώριμα και δυνατά αποτυπώνεται.

 

«λιγομίλητος, και με σκιά βελανιδιάς

Κάθεται τώρα στην ίδια την σκιά του,

σαν ορφανό σε ξένη πόρτα,

κάθεται και παραμιλάει μόνος,

λέξεις χαλίκια και σπασμένα σύμφωνα,

μπροστά σε μανιασμένη θάλασσα,

ο δωρικός του λόγος…..»

 

Στα αποσιωπιτικά, στο τέλος του ποιήματος, βρίσκονται πιστεύω και θαρρώ κομμάτια της ζωής που ακόμη έχουνε φωνή. Της περασμένης, της επαναλαμβανόμενης, της χαμένης, της σημερινής, της μελλούμενης. Και καταλήγει,  αυτή η γραφή, στην πέμπτη της παράγραφο (σαν μια πορεία ωριμότητας και σημαδιών που μεινανε στο σώμα και στην ψυχή) ως εξής:

 

«μα η ζωή ζητάει το μερτικό της,

δεν ξέρει ακόμη τι τον περιμένει,

αργότερα θα καταλάβει,

πως η ζωή τον προσπερνάει,

πως τίποτε δεν ονομάζει, ούτε νερό

ούτε νεράκι λέει,

και μες στην άφθονη ανωνυμία,

μονάχα τούτα τα χαρτιά,

και ο μαρκαδόρος του που τελειώνει».

 

Σημαντικότατη η παρουσία της γραφής του Μ. Γκανά στο κύμα, στο ταμείο και στα μονοπάτια της ζωής μας. Ας κλείσουμε το κύκλο και με λίγα μαθηματικά των εποχών, με μια ακόμη του γραφή.

 

ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΜΟΥ

 

Οι μέρες κι οι νύχτες μου

κι όλος ο χρόνος που πέρασε.

  

Αφημένος εδώ

ένα τίποτε ή ένα σημάδι

κάτω από το γλόμπο του ήλιου.

Καίει το σκοτάδι αθόρυβα

καταναλώνει τα δέντρα και τη φυλή μου.

  

Όλα τούτα προστίθενται κάπου ή αφαιρούνται; 

https://www.fractalart.gr/michalis-gkanas/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: