13.3.22

Οι πόλεμοι της μνήμης


Τιτίκα Δημητρούλια* 

Ξεφυλλίζοντας ενδεικτικά μερικές λογοτεχνικές σελίδες προσπαθούμε να συλλάβουμε αυτές τις ώρες το πρόσωπο της Ουκρανίας, την ιστορία της, τη θέση της στους πολιτικο-οικονομικούς ανταγωνισμούς που καθορίζουν τη μοίρα της. «Τότε μαζεύονταν τρομερά σύννεφα πάνω στην υδρόγειο. Η καταιγίδα ήταν δίπλα. Εκανες έτσι και τη μυριζόσουν. Τότε, εμείς οι τέσσερις λέγαμε: “Τώρα τι θα κάμουν άραγε οι Γάλλοι; Τα διεθνή προλεταριάτα; Ο Ρούσβελτ; Οι Ινδίες; Τα αγγλικά τραίηντ-γιούνιονς; Η κόκκινη

Κίνα;” Νύχτες ολόκληρες ξενυχτούσαμε. Να προβλέψομε κάτι. Σαν τις χαρτορίχτρες. Να προλάβομε κάτι. Σαν στοργικοί γιατροί, αν περνούσε από το χέρι μας. […] “Νιώθω το σώμα μου να σπάζει από το βάρος. Νιώθω ότι τρομερά γεγονότα προχωρούν και μας φθάνουν και σαν να με πλακώνει η αγωνία τους”». Αυτά έγραφε η Μέλπω Αξιώτη στο διήγημά της «Φράου ντόκτορ» (1945-46), αποτυπώνοντας την αγωνιώδη προσπάθεια των ανθρώπων, στα τέλη της ταραγμένης δεκαετίας του ’30, να καταλάβουν τι και γιατί συμβαίνει. Θα μπορούσαν, με κάποιες αλλαγές, να είναι σκέψεις και κουβέντες δικές μας, χτεσινές και σημερινές, μπροστά στις αναταράξεις της μεταδιπολικής παγκοσμιοποίησης, τους πολέμους που ξεσπάνε δίπλα και πιο μακριά μας και δημιουργούν καραβάνια (ανεπιθύμητων) προσφύγων –μαζί και όλους όσοι διεξάγονται σε μόνιμη βάση και χαμηλή ένταση και διαφεύγουν συχνά από το οπτικό μας πεδίο. Οσο κι αν ξεχνάμε για να συνεχίσουμε να ζούμε, πλάι στην κάθε νέα σύγκρουση εμφανίζονται και οι πιο παλιές, πλάι στην Ουκρανία θυμόμαστε τη Γιουγκοσλαβία, τη Συρία, το Ιράκ, το Αφγανιστάν… Οι προβολείς πέφτουν φυσικά κάθε φορά στην καινούργια σύγκρουση, που εκτυλίσσεται μπροστά μας ζωντανά –χωρίς αυτό να αίρει, το αντίθετο, την πολλαπλή διαμεσολάβησή της. Ετσι, μπροστά σε μια οθόνη ή ξεφυλλίζοντας βιβλία, προσπαθούμε να συλλάβουμε αυτές τις ώρες το πρόσωπο της Ουκρανίας, την ιστορία της, τη θέση της στους πολιτικο-οικονομικούς ανταγωνισμούς που καθορίζουν τη μοίρα της –για να καταλάβουμε, να προβλέψουμε, να προλάβουμε, να αντιδράσουμε... Με τη δική του σκευή ο καθένας, τις δικές του αναφορές, τις δικές του επιφυλάξεις για τη συναίρεση του γεγονότος με την άποψη, την οπτική και την ερμηνεία σε όσα λέγονται και γράφονται, στις κάθε λογής αφηγήσεις. Αλλοι διαβάζουν Ιστορία –που μπορεί επίσης να νοηθεί ως πεδίο μάχης, αν θυμηθούμε τον Τραβέρσο («Η ιστορία ως πεδίο μάχης», 2016, και «Ιδιότυπα παρελθόντα», 2021)· για να βάλουν σε μια τάξη στον νου τους τις πολύπλοκες σχέσεις της Ρωσίας και της Ουκρανίας, όπως διαμορφώθηκαν στο διάβα δέκα αιώνων και κυρίως στη σοβιετική και τη μετασοβιετική περίοδο, ίσως και τον ελληνισμό της Ουκρανίας που πηγαίνει αιώνες πίσω (Μ. Κορομηλά, «Οι Ελληνες στη Μαύρη θάλασσα», 2001· Π. Κοτσιώνης, «Λαοί και πολιτισμοί στην πρώην Σοβιετική Ενωση. Η ελληνική παρουσία», 1999· Δ. Καλαμβρέζος, «Ο ελληνισμός στη Ρωσία και τις άλλες χώρες της τ. ΕΣΣΔ», 2017). Για τους Ρως του Κιέβου, τις σχέσεις τους με το Βυζάντιο και τη διάλυσή τους, για τον πρίγκιπα-άγιο Βλαδίμηρο που το άγαλμά του δεσπόζει από το 2016 μπροστά στο Κρεμλίνο και το άγαλμά του στο Κίεβο με το σταυρό στο χέρι περιγράφει γλαφυρά ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ στη «Λευκή φρουρά»· τους κοζάκους και τη συνθήκη του Περεγεσλάβ· τη «δημοκρατία του Ντονέτσκ-Κριβόι Ρογκ», με πρωτεύουσα το Χάρκοβο και μετά το Λουγκάνσκ το 1918 και την έγνοια του Λένιν για το Ντονμπάς –ο Andrea Graziosi παραθέτει την άποψή του, το 1921, ότι αποτελούσε επίκεντρο άπειρων μηχανορραφιών και περιπλοκών («At the roots of Soviet industrial relations and practices [Piatakov’s Donbass in 1921]»)· ώς την (εντελώς διαφορετική) ουκρανοποίηση της δεκαετίας του ’20 και της δεκαετίας του ’80, το «Γολοντομόρ», όπως ονομάστηκε στις αρχές της νέας χιλιετίας από τους Ουκρανούς ο λιμός της δεκαετίας του ’30, ο οποίος χαρακτηρίστηκε γενοκτονία σχεδιασμένη με εθνοτικά κριτήρια από τον Στάλιν, χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό επιχείρημα στη διεθνή ατζέντα και πυροδότησε έναν άγριο «πόλεμο μνήμης» με τη Ρωσία.

 Λογοτεχνία και λογοτέχνες στο κέντρο της διαμάχης 

Ο Αλεξάντρ Σολτζενίτσιν, με άρθρο του στην «Ισβέστια» (2.4.2008), τάχθηκε τότε κατά της πολιτικής του Κιέβου και της προσπάθεια της ουκρανικής ηγεσίας να βάλει δύο αδελφούς λαούς να τσακωθούν, όπως έλεγε, με μια προπαγάνδα που ξεπερνούσε στα μυθεύματά της και την πιο τολμηρή μπολσεβίκικη αγκιτάτσια και προσφερόταν ως ωραίο παραμύθι στους δυτικούς –χωρίς να παραλείψει να αναφερθεί στον γεννημένο στη Γιάνοβκα (σημερινή Μπερεσλάβκα) Λέοντα Τρότσκι που επανειλημμένα επανέρχεται στην Ουκρανία στα κείμενά του. Φυσικά το άρθρο του αυτό συζητήθηκε πολύ και προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Οπως και να έχει, οι πόλεμοι της μνήμης προηγούνται, όπως φαίνεται, των όπλων –κι αξίζει να έχει κανείς την προσοχή του στραμμένη σ’ αυτούς σε μόνιμη βάση, είτε πρόκειται για ψηφίσματα υπερεθνικών οργανισμών, είτε για τους μετασχηματισμούς της εθνικής δημόσιας μνήμης, είτε στα έργα που προωθούνται στο πεδίο των Σπουδών μνήμης, απ’ όταν εξέλειψε από το προσκήνιο η ουτοπία και το τραύμα άρχισε να προβάλλεται όχι μόνο ερήμην των συμφραζομένων τους αλλά συχνά και των προθέσεων των εμπλεκομένων, όπως μας θυμίζει και πάλι ο Εντσο Τραβέρσο («Αριστερή μελαγχολία», 2017). Διότι αποτελούν, όπως φαίνεται, ένα μείζον εργαλείο ερμηνείας όσων γίνονται και όσων προετοιμάζονται. Αλλοι αναζητούν απαντήσεις στη λογοτεχνία για όλα εκείνα που δεν χωράνε στην Ιστορία, για τις κρυμμένες όψεις των πραγμάτων και τα βάθη της ψυχής. Στη λογοτεχνία που βρέθηκε κι αυτή στο κέντρο της διαμάχης μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας μετά το 2014, καθώς βιβλία απαγορεύονταν εκατέρωθεν. Αναζητώντας κανείς την ουκρανική λογοτεχνία πάντως και πηγαίνοντας πίσω, σε παλιότερες εποχές, διαπιστώνει ότι πολλοί συγγραφείς και ποιητές και ποιήτριες ουκρανικής καταγωγής (με βάση τις κατοπινές συνοριακές διευθετήσεις) τοποθετούνται στην παγκόσμια λογοτεχνία μέσα από τους εθνικούς κανόνες της Ρωσίας και της ΕΣΣΔ, όπως εντελώς ενδεικτικά ο Νικολάι Γκόγκολ, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Ισαάκ Μπαμπέλ, ο Μιχαήλ Ζόσενκο, η Αννα Αχμάτοβα, ο Ιλια Ερενμπουργκ· και άλλων χωρών επίσης, όπως ο Στάνισλας Λεμ, ο Τζόζεφ Κόνραντ, αλλά και η Κλαρίσε Λισπέκτορ και ο Ζμπίγκνιου Χέρμπερτ. Αντίστροφα, πάντως, σήμερα ο διεθνούς φήμης συγγραφέας Αντρέι Κούρκοφ, δηλώνει Ουκρανός συγγραφέας ρωσικής καταγωγής. Κι αν κάποιος βρίσκει μεταφράσεις της νεότερης ουκρανικής λογοτεχνίας σε άλλες, μεγαλύτερες γλώσσες, στην Ελλάδα μόνο τελευταία μεταφράζονται κάποιοι τίτλοι λογοτεχνίας και ποίησης (Σοφία Αντρούκοβα, Κατερίνα Μπάμπκινα, Βολοντίμιρ Ντανιλένκο, ανθολογία νέων Ουκρανών ποιητών). Ψάχνοντας όμως λίγο καλύτερα μπορεί να εντοπίσει πολύπλοκες λογοτεχνικές σχέσεις ανάμεσα στην ελληνική ποίηση και τον ελληνικό πολιτισμό και τον πατέρα, όπως θεωρείται, της νεότερης ουκρανικής ποίησης και της ουκρανικής γλώσσας Ταράς Σεβτσένκο (1814-1861), του οποίου ποιήματα έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, και ο Γιάννης Ρίτσος, ενώ, με πρωτοβουλία της Ελλης Αλεξίου, το έργο του είχε παρουσιαστεί στη δεκαετία του ’60 στην «Αυγή» (9.3.1961) και στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (τ. 77). Η ανάγνωσή τους του έργου του Σεβτσένκο, συνυφασμένη με τη σοσιαλιστική προοπτική, αφίσταται προφανώς από τις σύγχρονες αναγνώσεις του, που τοποθετούνται στο πλαίσιο της ενίσχυσης της ουκρανικής ταυτότητας, σε αντιπαράθεση με το παρελθόν της χώρας –να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στην ουκρανική τηλεόραση παρουσιάστηκε ως πολέμιος της ΕΣΔΔ! Η ίδια η γλώσσα και η γλωσσική πολιτική άλλωστε λειτουργεί ως εργαλείο στο πλαίσιο της ενίσχυσης της ουκρανικής ταυτότητας –με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις γλώσσες των μειονοτήτων. Από την άλλη, τουλάχιστον δύο έργα σχεδιάζουν το πρόσωπο της Ουκρανίας, του Κιέβου για την ακρίβεια, στις αρχές και στο τέλος του 20ού αιώνα αντίστοιχα. Και παρότι οι συγγραφικές θέσεις και προθέσεις μένει πάντα να επιβεβαιωθούν από τα κείμενα καθαυτά, αξίζει να σημειώσουμε ότι ούτε ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ ούτε ο Αντρέι Κούρκοφ διαπνέονται από προλεταριακό, αγωνιστικό ενθουσιασμό. Ο Μπουλγκάκοφ δεν ακολούθησε τους Λευκούς, όπως τα αδέλφια του, αλλά δεν υπήρξε και ποτέ το καλό παιδί του καθεστώτος. Στο δε συγκεκριμένο βιβλίο, τη «Λευκή φρουρά», διάκειται τρυφερά, με κατανόηση, απέναντι στις αγωνίες των αντιμπολσεβίκων ηρώων του. Ο Κούρκοφ πάλι δεν έχει διστάσει να υπερασπιστεί ακόμη και τους φασίστες της Ουκρανίας τα τελευταία χρόνια, χαρακτηρίζοντάς τους ριζοσπάστες που μπορούν να συμβάλουν στον εξευρωπαϊσμό της χώρας. Ευτυχώς όμως τα κείμενα γράφονται με λέξεις και όχι με ιδέες και οι λέξεις, το ξέρουμε πολύ καλά, στα σημαντικά έργα ανοίγουν κρυφά μονοπάτια, που τα ακολουθούν οι αναγνώστες ερήμην των δημιουργών. 

«Η λευκή φρουρά» του Μπουλγκάκοφ 

 Το αυτοβιογραφικό, πρώτο μυθιστόρημα του γεννημένου στο Κίεβο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ «Η λευκή φρουρά» (Πάπυρος 2016, Ερατώ 2017), αρχικά δημοσιεύτηκε σε ένα περιοδικό το 1926, αλλά εκδόθηκε αυτοτελώς μόνο μετά τον θάνατό του. Παρακολουθεί τις περιπέτειες των μελών της και των φίλων της οικογένειας Τουρμπίν μέσα στη δίνη των πολλαπλών, πολιτικών, κοινωνικών και στρατιωτικών συγκρούσεων στην Ουκρανία στα τέλη του 1918 και στις αρχές του 1919 –το ομόθεμο θεατρικό, με τον τίτλο «Ημέρες των Τουρμπίν», ανέβηκε σε σκηνοθεσία Στανισλάφσκι στο θέατρο το 1926 και το εκτιμούσε ιδιαιτέρως ο Στάλιν, αφού όπως έλεγε στο τέλος νικάνε οι κόκκινοι. Σε ένα Κίεβο όπου έχουν μαζευτεί όλοι όσοι μισούν τους μπολσεβίκους αλλά και τους χωρικούς, ο Μπουλγάκοφ περιγράφει, βασισμένος στις προσωπικές του εμπειρίες τις τελευταίες μέρες του Αταμανάτου, του καθεστώτος που πραξικοπηματικά είχε επιβάλει ο Πάβλο Σκοροπάντσκι με τις ευλογίες των Κεντρικών Αυτοκρατοριών· την αποχώρηση των (προστατών) Γερμανών· την προσπάθεια των υποστηρικτών του αταμάνου να προσχωρήσουν στους Λευκούς του Ντενίκιν· το μίσος των χωρικών για τον παλιό κόσμο και όλους τους εκπροσώπους του· την προέλαση του Σιμόν Πετλιούρα, επιφανή και αμφιλεγόμενη μορφή του ουγγρικού εθνικισμού· αλλά και τον Κόκκινο στρατό που καταφτάνει πια στο Κίεβο. Συνδυάζοντας τον λυρισμό, την ονειρική αφήγηση και τον ρεαλισμό, ο Μπουλγκάκοφ περιγράφει το χάος του εμφυλίου, την καθημερινή πάλη της επιβίωσης, την ιδιοτέλεια, την αναλγησία, την αγριότητα και τη βλακεία, αλλά και το υπαρξιακό αδιέξοδο των ανθρώπων της προεπαναστατικής Ρωσίας που αισθάνονται χαμένοι στη νέα πραγματικότητα. Σε μια συναρπαστική αφήγηση που ανάγει την Πόλη, τη «μητέρα όλων των ρωσικών πόλεων», την «πιο όμορφη πολιτεία του κόσμου», το Κίεβο δηλαδή που δεν ονομάζεται, σε σαγηνευτικό κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Μιας ιστορίας στην οποία τελικά οι κόκκινοι εμφανίζονται ως η μόνη λύση. 

«Ο θάνατος ενός αγνώστου» του Κούρκοφ 

Το δεύτερο μυθιστόρημα είναι «Ο θάνατος ενός αγνώστου», του Αντρέι Κούρκοφ, που παρουσιάζει τον παραλογισμό, τη φτώχεια, την κατάθλιψη της μετασοβιετικής περιόδου με καυστικό χιούμορ, σουρεαλιστικές εικόνες και «μαύρη αισιοδοξία», όπως την ονομάζει. Το συγκεκριμένο βιβλίο τοποθετείται και πάλι στο Κίεβο μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, όπου ο Βίκτορ, ένας δημοσιογράφος που εργάζεται ως συντάκτης νεκρολογιών επωνύμων που δεν έχουν ακόμη πεθάνει, μοιράζεται ξαφνικά τη ζωή του με έναν μοναχικό πιγκουίνο που έχει δραπετεύσει από τον ζωολογικό κήπο, τον Μίσα. Εστιάζοντας αποδραματοποιημένα στην καθημερινότητα, παρουσιάζει την πόλη και τους ανθρώπους της σε μια μεταιχμιακή στιγμή της ζωής τους και της Ιστορίας – απέναντι στην οποία ούτε ο ίδιος δεν έχει τοποθετηθεί σαφώς, αφού το βιβλίο εκδίδεται το 1995. Αυτή ακριβώς η αμεσότητα της μαρτυρίας και η ρευστότητα της κατάστασης επιτρέπουν τις πολλαπλές αναγνώσεις ενός κειμένου που φωτίζει τους όρους με τους οποίους αποδομήθηκε κοινωνικο-πολιτικά η σοβιετική τάξη πραγμάτων στα πρώτα χρόνια μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ γενικά και ειδικότερα στην Ουκρανία. Στο επίκεντρο και των δύο έργων είναι το χάος σε μια πόλη. Στο έργο του Μπουλγκάκοφ η περιγραφή της διεθνούς συγκυρίας, έστω και μέσα από την υποκειμενική πρόσληψη, είναι παρούσα, οι ανταγωνισμοί ευανάγνωστοι και οι εικόνες διαυγείς. Στο έργο του Κούρκοφ οι νέοι συσχετισμοί διαμορφώνονται υπόγεια και πολλοί από αυτούς σχεδιάζονται υπόγεια ήδη, αλλά εκτός κειμένου. Τόσο ο Κούρκοφ όσο και ο Μπουλγκάκοφ μάς δείχνουν πόσο πολύπλοκα είναι τα πράγματα και πόσο δύσκολο να τα κατανοήσουμε σε βάθος, με δεδομένη τη χρονική, πολιτισμική απόσταση, τα κάθε λογής στερεότυπα, τις ίδιες τις θέσεις μας. Ο,τι μας λένε για την Ουκρανία είναι τοπικό και μαζί καθολικό, οικουμενικό, φωτίζουν τις ψυχές των ανθρώπων, την ώρα που κομματιάζονται στον τροχό της Ιστορίας. Μιας Ιστορίας που αρνείται πεισματικά να τελειώσει και στο γύρισμά της φέρνει νέους ανταγωνισμούς, νέα βάσανα για τους λαούς που δεν θυμούνται και δεν επαγρυπνούν. Αυτό το καθήκον της μνήμης αναδεικνύεται τόσο μέσα από την ανάγνωση της Ιστορίας όσο και της λογοτεχνίας. Και οι πόλεμοι της μνήμης οδηγούν πάντοτε σε αιματοχυσίες. 

 *Καθηγήτρια Θεωρίας και Πράξης της Μετάφρασης στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ, μεταφράστρια και κριτικός λογοτεχνίας 

https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/333950_oi-polemoi-tis-mnimis 

Δεν υπάρχουν σχόλια: