κάτι από νύχτα, σιγή και λέξεις, από φλόγα κι από χάραμα είναι η ποίηση
συστατική επιστολή
κοίταξέ με ίσια στα μάτια
σφίξε μου ζεστά το χέρι
με όλη την παλάμη σου
και μίλησε μου στον ενικό
με το μικρό μου όνομα
καθαρά και ειλικρινά
μια θέση αν θέλεις στην καρδιά μου
Η ποίηση σου επιτρέπει, έστω και ως ανίσχυρος γραφιάς, να ξαναζείς απ’ την αρχή τη ζωή τη δική σου και μαζί την πορεία του κάθε ανθρώπου δίχως τα βάρη του παρελθόντος, τις μελανές κηλίδες ενός λάθους ή μιας παράλειψης· μπορείς να την αναπλάθεις με τη φαντασία σου, να συναντάς τους αγαπημένους σου χωρίς τα βαρίδια του χωρισμού, δίχως την απόσταση χρόνων και συμβάντων, να ξαναζείς την ιστορία στα μέτρα της ψυχής σου: εγώ ο μικρός που είμαι, για φαντάσου,/ κι από τους τρεις σας τώρα μεγαλύτερος/ και σύντομα θα έρθω να σας συναντήσω/ να γίνουμε μια αγαπημένη οικογένεια/ χωρίς καυγάδες πια και χωρισμό/ όπως στα πρώτα παιδικά μας χρόνια/ κι ως τότε να μου στέλνετε μηνύματα/ με κόκκινο ένα σύννεφο το σούρουπο/ δροσερές στάλες βροχής το καλοκαίρι/ σπουργίτι ή χελιδόνι στο μπαλκόνι μου/ θα καταλάβω εγώ μην αμφιβάλετε/ και να μην κλαίτε, ποτέ σας να μην κλαίτε/ θα κλαίω εγώ για όλους μας απελπισμένα/ μόνος αργά το βράδυ στη γωνιά μου/ έως ότου ανθίσει το χαμόγελο στα χείλη μας/ γιατί σας αγαπώ πέρα απ’ τον θάνατο για πάντα/ το πάντα εκείνο τ’ ουρανού που δεν τελειώνει («γράμμα, 2», σ. 11). «Ανήκω στα φαντάσματα» μας λέει ο Νικηφόρου: «σκιές είναι που γράφουν στ’ όνομά μου/ στη μάταιη επίγεια διαδρομή τους» («πατρίδα», σ. 10).
Ταυτόχρονα ο Τ.Ν. επαναδιατυπώνει αρχές και προτεραιότητες πέρα από μύθους και πρότυπα αναλώσιμα: μη σκάβετε μην ψάχνετε άδικα/ σε χώρες μακρινές εξωτικές/ σε κοίτες ποταμών και υπόγειες στοές// μα ούτε καν σε τράπεζες χρηματιστήρια/ στα κάθε είδους τυχερά παιχνίδια/ και οικονομικές συναλλαγές// πλούτος αμύθητος είναι/ ένα χαμόγελο ένα σφίξιμο χεριού/ τα μαγεμένα μάτια των παιδιών/ κάθε μικρό θαύμα καθημερινό// με ανεξάντλητα κοιτάσματα χρυσού/ της πιο εκλεκτής ποιότητας/ το μυθικό Ελντοράντο αποκαλύπτεται/ σε μια ανοιχτή καρδιά/ που ξέρει να δέχεται και να προσφέρει («οδηγίες προς χρυσοθήρες», σ. 34).
Και στην παρούσα συλλογή αφθονούν τα ποιήματα ποιητικής καθώς ο συγγραφέας μέσω της ποίησης εξακολουθεί να αναρωτιέται και να αποκαλύπτεται μπροστά στο θαύμα της ύπαρξης αλλά και στο αναπότρεπτο του τίποτα. Δεν είναι απολογισμός ζωής: πρόκειται για μια ψύχραιμη διατύπωση της πραγματικότητας που ορίζει το χάσμα αλλά και η συνέχεια ζωής και αβύσσου: υπάρχει μέσα μου ένα χάσμα/ ένα απύθμενο κενό/ από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια/ κάτι σαν απώλεια ή απουσία/ που καθορίζει τη ζωή μου// ίσως όλα μου τα διαβάσματα/ οι έρωτες οι περιπέτειες τα ταξίδια/ ένα-ένα τα βιβλία μου/ τα εκατοντάδες ποιήματα/ να ήταν μια απόπειρα/ να γεμίσει αυτή η άβυσσος// η άβυσσος όμως παραμένει/ πάντα ψυχρή κι ανέκφραστη/ η άβυσσος μου γνέφει ότι με περιμένει («γεμίζει η άβυσσος;», σ. 30). Και στο ποίημα «χώμα στο χώμα», σ. 31 σημειώνει: στις πόλεις λάμπουν τα φώτα/ και παιανίζουν μουσικές/ αποπειράται ο κόσμος/ να ξεχάσει και να ζήσει// καθώς ο προαιώνιος βόρειος άνεμος/ λυγίζει στα κοιμητήρια τα κυπαρίσσια/ ενώ στις στέγες και στα καλντερίμια/ για μια φορά ακόμη αναγγέλλει παγερά/ το πεπρωμένο των θνητών// το άγγιγμα το χνώτο η ζεστασιά/ η στιγμιαία παρήγορη αυταπάτη/ και ύστερα πάλι χώμα στο χώμα/ καταγωγή και προορισμός/ το τίποτα.
Από τα πλέον μεστά και ανθρώπινα ποιητικά έργα γεμάτα συγκίνηση αισθαντικότητα και αγάπη για όσα υπάρχουν και διαμορφώνουν τον άνθρωπο: όσοι έχουν ανοιχτή καρδιά/ και μάτια παιδικά ψηλά στραμμένα/ βλέπουν εκστατικά τα χίλια χρώματα/ ακούν το μουσικό φτερούγισμά τους// έτσι γεννιούνται τα πουλιά/ και με το σπέρμα τ’ ουρανού/ κυοφορούνται τα νέα ποιήματα.
«Μ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου