Μικέλα Χαρτουλάρη
Τζίνα Πολίτη, Α. Μπαλτάς, Π. Κουνάδης, Γ. Ψυχοπαίδης, Γ. Σταθάτος, αλλά και η Μιράντα Τερζοπούλου, ο Π. Μπουκάλας, ο Δ. Βανέλλης, η Πηνελόπη Πετσίνη, ο Ν. Κυπουργός, ο Γ. Σαμπατακάκης, ο Ν. Τερζόγλου και η δυναμική νεολαία: Κ. Χριστόπουλος, Αννα Παπαέτη, Χριστίνα Δημακοπούλου, Αθηνά Εξάρχου, Δήμητρα Λιάκουρα, Χριστιάνα Γαλανοπούλου, συνολικά πενήντα φωνές ζωντανεύουν «Μνήμες τεχνών και Θραύσματα ιστορίας», σε ένα συλλογικό έργο-απάντηση στον υπόκωφο όσο και αμείλικτο πόλεμο που μαίνεται για τη νομή του παρελθόντος.
Από τα δημοτικά τραγούδια που κατέγραφαν την ιστορία και διαμόρφωναν συνειδήσεις με την αδογμάτιστη πολυφωνία τους, μέχρι την «εθνική μνημειομανία» του 19ου αιώνα που κατασκεύαζε εθνικές συσπειρώσεις διά των ανδριάντων. Από το ληστρικό τραγούδι Σαράντα παλικάρια, που έχει καταλήξει να λειτουργεί ως πατριωτικός θούριος, μέχρι τον Μεγάλο περίπατο του Πέτρου και τα άλλα βιβλία που έγραψε από το ’60 η Αλκη Ζέη «για να μάθουν τα παιδιά την ιστορία τους», όπως δεν θα τη διδάσκονταν ποτέ στο σχολείο. Από την πατρίδα που ονειρεύτηκε ο «Φιλόπατρις» του Κάλβου (1824) μέχρι την εξιδανικευμένη εικόνα της χώρας και τη φυλετική συνέχεια των Ελλήνων που υποστήριζαν με πατριωτισμό οι σκηνοθετημένες μεσοπολεμικές φωτογραφίες της Nelly’s.
Από τη θεσμική εμπλοκή δύο εργαστηρίων της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου για την εικονογράφηση της πολεμικής προπαγάνδας του 1940, μέχρι τον αγωνιστή του ’21 Παναγιώτη Ζωγράφο και τον εικαστικό Γιάννη Ψυχοπαίδη, που με ζωγραφικές αναπαραστάσεις μαχών ο ένας, με τον Βύρωνα ο άλλος, αντιστάθηκαν στη μυθοποίηση του παρελθόντος.
Είναι ένα ελάχιστο δείγμα του πολύχρωμου μωσαϊκού με τεκμήρια από το σώμα των τεχνών και των γραμμάτων τα οποία ξεχώρισαν με την ιδιαίτερη «βιογραφία» τους στο διάστημα 1821-2021 και μας προκαλούν να διαβάσουμε αλλιώς τη νεοελληνική περιπέτεια.
Ιστορικά γεγονότα, τομές και συνέχειες, στερεότυπα και κυρίαρχα κοσμοείδωλα είναι χωνεμένα στη μουσική και στο θέατρο ή στον χορό, στην πεζογραφία και στην ποίηση, στη λαϊκή αφήγηση και στο τραγούδι, στον κινηματογράφο ή στη φωτογραφία, στις εικαστικές τέχνες ή στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Αποτυπώνουν αλήθειες και τεχνητές αλήθειες για βιώματα και μνήμες, για επιθυμίες και αδιέξοδα, για πολιτικές αντιλήψεις, στάσεις ζωής ή νοοτροπίες. Και έτσι μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε το πώς δημιουργήθηκε ή υπονομεύτηκε το σιδερωμένο εθνικό αφήγημα. Αλλά και να ανιχνεύσουμε τους όρους διαμόρφωσης της νεοελληνικής ταυτότητας με τις εσωτερικές αντινομίες, τις εντάσεις και τις μεταλλαγές της στη διάρκεια των τελευταίων δύο αιώνων.
Αυτή η διαδικασία αναπτύσσεται με γλαφυρότητα, στο 1821-2021 Μνήμες τεχνών, Θραύσματα ιστορίας: ένα έργο συλλογικό, από τα πιο ενδιαφέροντα, ερεθιστικά και ενοχλητικά του επετειακού έτους.
Καρπός μιας πρωτοβουλίας του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς (ΙΝΠ) -το οποίο συμπληρώνει φέτος 25 χρόνια εναλλακτικής αριστερής παρέμβασης στη θεωρία, στην πολιτική και στην επιστήμη- το βιβλίο μπαίνει με αρετή και τόλμη στον δημόσιο διάλογο ανοίγοντας έναν άτυπο πόλεμο θέσεων με επιχειρήματα από το πεδίο του πολιτισμού. Εκτείνεται σε 830 σελίδες με 47 κείμενα-καρπούς κυρίως πρωτογενούς έρευνας, γραμμένα από 50 ανήσυχες συνειδήσεις που εκπροσωπούν «δασκάλους» και «μαθητές» σε ένα ηλικιακό εύρος από τα 90 ώς τα 35 χρόνια. Πρόκειται για συνέκδοση με τον οίκο νήσος, μοναδική στο ελληνόγλωσσο τοπίο για τη θεματική και το εύρος της όσο και για την πανοραμική ματιά της.
Ο τίτλος του τόμου ηχεί αποστασιοποιημένος, αρχειακός, ενημερωτικός, αλλά το περιεχόμενό του πάλλεται από μια υπόγεια δυναμική που αντιμάχεται τον εφησυχασμό, καθώς ζωντανεύει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο επεισόδια από την ιδεολογική χρήση της ιστορίας στην τέχνη, όσο και από την εργαλειοποίηση της τέχνης -λαϊκής ή λόγιας- στη δημιουργία μιας τεχνητής ιστορικής μνήμης. Σε διάλογο με τα ιστορικά τους συμφραζόμενα αλλά και με τον αναστοχασμό για μια άλλη Ελλάδα, οι «μνήμες τεχνών» -όπως επισημαίνει και ο επιστημονικός επιμελητής του τόμου, Ανδρέας Μαράτος- κινούνται «στον αντίποδα εθνικιστικών, ανιστορικών, μονοσήμαντων αφηγήσεων και των στερεοτύπων που τις συνεπικουρούν».
Χαμηλότονος πολυτεχνίτης, ζωγράφος και υποψήφιος διδάκτορας Φιλοσοφίας στο Πάντειο, με σπουδές Φυσικής και μεταπτυχιακό Αρχιτεκτονικής στο ενεργητικό του, ο Μαράτος είναι επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΠ. Εκείνος είχε την ιδέα του βιβλίου και υπογράφει την αναλυτική Εισαγωγή του, παρουσιάζοντας τους κομβικούς ιστορικούς σταθμούς που έχουν σηματοδοτήσει τον σταδιακό μετασχηματισμό της χώρας και οργανώνουν τη δομή του τόμου και τη σειρά των κειμένων. Μεταξύ τους και η δική του συμβολή, εστιασμένη στην «Κατάσταση πολιορκίας» του Θεοδωράκη, μουσικό έργο-ορόσημο του αντιδικτατορικού αγώνα (1968) με διαχρονικά στοιχεία.
Ποια Ελλάδα θέλουμε, λοιπόν, και σε τι κόσμο; Σε αυτό το ζητούμενο, γράφει ο Μαράτος, χρειάζεται να έχουμε στραμμένο το βλέμμα μας (που δεν είναι ουδέτερο), με τη γνώση όσων μεσολάβησαν.
Μια γνώση που ετούτο το βιβλίο την καθιστά πολυπρισματική σε ένα πεδίο τόσο κρίσιμο, τόσο σημαντικό και τόσο παραγνωρισμένο. «Αναστοχαζόμαστε το παρελθόν, σημαίνει πως διαβάζουμε την εποχή μας αντιπαλεύοντας τα προκατασκευασμένα σχήματα και έχοντας το βλέμμα επιτακτικά στραμμένο στο δικό μας μέλλον», καταλήγει στην Εισαγωγή του. Και «ακούει» την Αθηνά Αθανασίου, μέλος του Δ.Σ. του ΙΝΠ, που υπογραμμίζει: «Σε συνθήκες όπου ο καπιταλισμός λειτουργεί ολοένα και περισσότερο ως μίσος για τη δημοκρατία (…), εκκρεμεί ένα αίτημα επανεπινόησης της σοσιαλιστικής εναλλακτικής και προοπτικής».
Εργαλειοποίηση αλλά και μη συμμόρφωση
Το 1821-2021 Μνήμες τεχνών, Θραύσματα ιστορίας κλείνει με την επιδραστική συναυλία του 2018 στο Ηρώδειο, που αφηγήθηκε συμπυκνωμένη την πολυπολιτισμική ιστορία των Βαλκανίων. Μέσα από ένα μουσικό οδοιπορικό με μοναδική ενωτική δύναμη, ακούστηκαν τραγούδια από τις γλωσσικές μειονότητες που περιθωριοποιήθηκαν ή και διώχθηκαν βίαια στη διάρκεια του 20ού αιώνα (Ν. Κυπουργός, Ε. Κουνάδη).
Αισιόδοξος ο επίλογος, ωστόσο το βιβλίο (όπου κι εγώ έχω την τιμή να συμμετέχω) είναι γροθιά στο στομάχι. Ανοίγει με τα δημοτικά τραγούδια, «ελευθερόφωνα και ελευθερόγνωμα» που «η κατοπινή τους χρήση ή κατάχρηση» τα μείωσε «αποσιωπώντας ό,τι αντέβαινε στην «ορθότητα»» (Μπουκάλας). Παρουσιάζει μαρτυρίες για την εργαλειοποίηση της μουσικής σε μια τεχνολογία του τρόμου, που αναπτύχθηκε κατά τον εμφύλιο πόλεμο στη Μακρόνησο όπως και στα κρατητήρια της δικτατορίας των συνταγματαρχών (Παπαέτη). Φωτίζει την απάλειψη των «σκοτεινών στιγμών» της ελληνικής ιστορίας που επιτεύχθηκε το 1871 και 1872 στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου με τη φαινομενικά αρμονική συνύπαρξη ανδριάντων όπως του Ρήγα, οραματιστή ενός πολυεθνοτικού, δημοκρατικού και φιλελεύθερου κράτους, και του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ που αφόρισε την Επανάσταση (Μπόλης).
Οι εθνικοί μύθοι αναπαράχθηκαν και στον κινηματογράφο με λίγες ρωγμές, όπως καταδεικνύει η διεισδυτική έρευνα (1929-2007) που αφορά 31 ταινίες μυθοπλασίας και δύο ντοκιμαντέρ για το Εικοσιένα. «Ο πατριωτισμός, ο έρως, τα αρχαία, τα μεγάλα ονόματα, η ιστορία, όλα μαζύ γίνονται ένα μίγμα οικτρόν. Η φουστανέλα γίνεται καρνάβαλος», έγραφε το 1929 (αλλά από ποια σκοπιά;) η εφημερίδα «Μακεδονία» για τη χαμένη ταινία «Αι τελευταίαι ημέραι του Οδυσσέως Ανδρούτσου» του Γ. Καμινάκη (Κερσανίδης). Υπήρξε και η αντικομμουνιστική προπαγάνδα της δικτατορίας σε ταινίες όπως οι «Γενναίοι του Βορρά», που εκλαΐκευσαν μέσα από στερεότυπες εικόνες το προϋπάρχον αντικομμουνιστικό αφήγημα (με το «παιδομάζωμα», τους μουσάτους «συμμορίτες» κ.ο.κ.) και επηρέασαν τις συλλογικές αντιλήψεις (Ανδρίτσος). Ακόμη και στο ξεκίνημα της Μεταπολίτευσης, με αιτιολογία την «αναμόχλευση πολιτικών παθών», ασκήθηκε πολιτική λογοκρισία σε ταινίες και τραγούδια που «αντανακλούσαν πολιτικές αντιλήψεις και ιστορικές ερμηνείες έως τότε «απονομιμοποιημένες»» (Πετσίνη).
Κι άλλες φωνές δεν συμμορφώθηκαν. Ο Πέτρος Πουλίδης, ο οποίος κατέγραψε με τις φωτογραφίες του τη μεταμόρφωση που έφερε στην ελληνική κοινωνία η άφιξη των προσφύγων (Σταθάτος). Ο Μανώλης Φουρτούνης με τα «ματωμένα ποιήματά» του και το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967) με τους προβληματισμούς, τις αναζητήσεις και τις εντάσεις της Αριστεράς (Κρεμμύδας). Ο Ξενάκης με τις «Νύχτες» (1967-68), ορόσημο της αριστερής μουσικής πρωτοπορίας (Σολωμός). Οι φωνές στα ρεμπέτικα, στα λαϊκά και στα ελαφρά τραγούδια του αστικού χώρου, ιδιαίτερα αυτές που εμψύχωναν τον παροικιακό Ελληνισμό, καταγραμμένες στη δισκογραφία των 78 στροφών (Κουνάδης).
Το θέατρο αξιοποίησε και τη μετωπική επίθεση. Στα χρόνια της Πτώχευσης (1894), της σκοτεινής «Εθνικής Εταιρείας», του ελληνοτουρκικού πολέμου (1897) και του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου ο Γ.Η. Ησαΐας έγραψε ανελέητες πολιτικές σάτιρες σε δεκαπεντασύλλαβο όπου «καυτηρίαζε όλα τα «άθικτα» της ελληνικής κοινωνίας: ευνοιοκρατία, συναλλαγή, ρεμούλα, διαπλοκή» (Πολενάκης). Στις αρχές του ’70 ξεκίνησε η παρεμβατική και ρηξικέλευθη παρουσία στο θέατρο και στη λογοτεχνία, του Γιώργου Σκούρτη και του Περικλή Κοροβέση που μετά το 1989, όταν «ο εφησυχασμός θα εμπεδωθεί στην κοινωνία, και η κριτική του παρόντος θα εξοβελισθεί», θα σταθούν «άκαμπτοι απέναντι στην κεντρική σκηνή και στο τραγούδι των σειρήνων της» (Μπαλτάς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου