47
Έδωσε μια στην πόρτα και προσχώρησε στη μνήμη. Έξω καράβια, το λιμάνι, οι γερανοί βουλιάζαν στα θολά νερά.
Πού πήγαμε, τι κάναμε. Απ’ τις χρονολογίες έχουνε πια τα γεγονότα
δραπετεύσει. Λίγο νωρίτερα, λίγο αργότερα. Το διάστημα, μπαούλο που δεν
βολεύει να το κουβαλήσεις. Κι αυτά τα γράμματα μονάχα, όπου φυσάει μέσα
τους ακόμα ένας ξερός αέρας και σκάνε στα πλευρά τους, κάτι αφρισμένα
κύματα.
Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Επιστρέφω στον τόπο του ποιήματος, ως ιχνευτής στα ίδια μου τα
χνάρια. Ο ήλιος πρωινός χαρταετός, φρεσκοχυμένη άσφαλτος και η μέρα
ξεκλειδώνει τα τοπία.
Βαδίζω σαν τον Παύλο προς τη Δαμασκό, μα πάω απλώς στους Λύκους, που
απόμειναν κρυμμένοι πιο ψηλά κι όπως το απόβροχο ξεραίνονται στη γούβα.
Το δάσος από χρόνια δε μιλά, έχει τραβήξει τις εικόνες σα σφουγγάρι, τα
πρόσωπα όσων κάποτε περάσαν από δω, δώσανε μάχες με ληστές, σταβλίσανε
σε χάνια, κατηφορίσαν μέρα σαν κι αυτή, φέραν το αίμα τους στην πόλη.
Δεν ξέρω από δέντρα ούτε από πουλιά, αργόσχολος της φύσης είμαι, που την
κρατά ένα βελανίδι στην παλάμη του και ψάχνει να του σπάσει αυτό το
κέλυφος, να μπει παροξυσμένος μες στη μνήμη, ν’ ακούσει τις εικόνες που
σιωπούν, φωνές ατέλειωτων βουβών αιώνων, τεμαχισμένες τώρα πια, κορμοί
από υλοτόμους, που τριγυρίζει έρποντας το φίδι του μυαλού.
Δεν έχει η γη κιτάπι να κρατά, μια βρύση αφήσαν μόνο, απ΄τα βουνά
ξεκίνησαν να δουν τους μαχαλάδες, ν’ ακούσουν τη βοή απ΄τα νερά, να
χτίσουν μοναστήρια, δέσανε στο κορδόνι της φωνής μια και μιαν άλλη
γλώσσα, πήραν τα ζώα κι ήρθανε στην πόλη αγωγιάτες.
ΣΥΝΝΕΦΟ ΠΟΥ ΜΑΖΕΥΤΗΚΕΣ, βροχή και μπόρα έγινες,
μικρή δεκαετία του ’70. Που κουβαλάς το λείψανό σου και που θα ρίξεις τα
απόνερα, τώρα που μούσα ιδιωτεύεις, πνεύμα σε ένα στοιχειωμένο σπίτι
και ακούς μονάχα τους τριγμούς των λέξεων από την καμινάδα του μυαλού να
υψώνονται στον ουρανό μες στην απέραντη σελίδα.
ΤΩΡΑ ΕΔΩ. Αυτοί ναι οι δρόμοι, οι φλέβες και το αίμα
που αρμενίζω, το κρύσταλλο της μνήμης να θαμπώνει, και λιώνουνε τα
πρόσωπα σε φως ή μουσική. Λιμνάζουν τα νερά της ιστορίας, έλος που
περιμένει ν’ αποξηρανθεί, βουτάς με σκάφανδρο και ψάχνεις για ναυάγια,
ίσως το ίδιο ναυαγός κι εσύ, συντρίμι στο βυθό της κάθε μέρας, γίνεσαι
μια φυσιογνωμία φανταστική, λες καλημέρα στην κυρία Μποβαρύ, πίνεις
κρασί με τους Μπουβάρ και Πεκυσέ, μικραίνεις, δύο γραμμές μες στο μυαλό
σου και η ζωή ένα ράφι να λησμονηθείς.
ΣΤΑΛΚΕΡ
Σ’ ένα βάρος γέρνουν όλα, μια κάθετος που φυγαδεύεται μέσα μας,
φανάρι τρωγλοδύτου, να ψάχνει τα θεμέλια των εικόνων. Έχει όμως και
ακατοίκητες πλευρές ο εαυτός μας. Απέραντες εκτάσεις που μακραίνουν κάτω
από ένα χλωμό φως, Πώς να στρατοπεδεύσουνε οι σκέψεις και να στηθούν
αντίσκηνα σ΄ αυτά τα μέρη, άλογα να χλιμιντρίσουνε σπιρουνισμένα,
σημαίες και εμβατήρια. Δεν πρόκειται για τέτοια επιβολή. Ένα
απροσδιόριστο φόντο που χυμάει όλο μαζί μέσα στο χρόνο, και περιμένει
στάλκερ να το αποκρυπτογραφήσουν ή άλλους να κυλήσουνε απλώς και να
χαθούν σκιές, σ’ ένα μικρό ιδιωτικό Άδη.
ΚΥΚΛΟΙ που μέσα τους χωνεύονται υλικά, κύκλοι που
περιμένουν ν’ αποδράσεις. Πνίξε και κάποια ιδέα στα χορτάρια,
εκμαυλισμένε ποιητή, πνίξε το πρόσωπο που βλέπεις στον καθρέφτη, και
μείνε άπραγος για μια στιγμή, έτσι ν’ αναστατώσεις το άπειρο.
Ο
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΣ γεννήθηκε το 1954 στην Έδεσσα όπου
και ζει. Σπούδασε Ιταλική φιλολογία στη Φλωρεντία . Το 1987 δημοσίευσε
τη συλλογή Παράγραφος 1, 2. Τα κείμενα εδώ είναι από το δεύτερο βιβλίο
του Ντοκυμανταίρ , εκδόσεις Δελφίνι
http://www.poiein.gr/archives/3355