Ο Γιώργος Ουρούμης, εκφραστής της μεικτής μουσικής παράδοσης, γεννήθηκε στον Εξαπλάτανο Αλμωπίας το 1933.
Πατέρας του ήταν ο Δημήτρης Ουρούμης, καταπληκτικός μουσικός κι αυτός, που έπαιζε βιολί και κλαρίνο. Ανοιχτός στην προσφυγιά και την κουλτούρα της ο πατέρας Ουρούμης έστησε την πρώτη του κομπανία με πρόσφυγες. Μέσα σ’ αυτόν έγινε το πάντρεμα της ντόπιας μουσικής παράδοσης μ’ αυτήν της Ελλάδας της Ανατολής και το θαυμάσιο αποτέλεσμα βρήκε την έκφραση και την τελείωσή του στον άξιο γιο, το Γιώργο.
Από πανηγύρι σε πανηγύρι και από γάμο σε γάμο σε όλο το νομό Πέλλας ο Γιώργος Ουρούμης αποκάλυψε γρήγορα το φυσικό του χάρισμα και καταξιώθηκε ως δεξιοτέχνης του κλαρίνου μ’ ένα απέραντο ρεπερτόριο μελωδιών από τη Μακεδονία, τη Θράκη, τον Πόντο, τη Σμύρνη, την Πελοπόννησο. Μεγάλα ονόματα στο χώρο του κλαρίνου όπως ο Γιάννης Βασιλόπουλος, ο Βασίλης Σαλέας κι ο Βασίλης Σούκας αναγνώρισαν την αξία του και επιδίωξαν τη συνεργασία του.
Η πρώτη δισκογραφική του δουλειά έγινε στην Αθήνα. Η εταιρεία VASΙΡΑΡ κυκλοφόρησε δίσκο του 45 στροφών με σκοπούς δικούς του και του πατέρα του. Στη συνέχεια ηχογραφήθηκαν μουσικά του κομμάτια σε δυο μεγάλους δίσκους που κυκλοφόρησαν στα πλαίσια των εκδηλώσεων "Μουσικός Χειμώνας".
Ακόμη, με το περιοδικό Ηχος κυκλοφόρησε το 1998 ένα CD με λαϊκούς οργανοπαίκτες. Στο CD αυτό συμμετέχει κι ο Γιώργος Ουρούμης με ένα του κομμάτι, στο δε περιοδικό γίνεται αναφορά σ’ αυτόν. Η τελευταία του ηχογράφηση έγινε σε CD που επιμελήθηκε ο πολιτιστικός σύλλογος Μέγας Αλέξανδρος Εδεσσας με τίτλο «Χωρίς Λόγια» το 1997, όπου συμμετέχει με δώδεκα μουσικά του κομμάτια.
Κατά καιρούς έπαιξε με τις ορχήστρες του Μανόλη Αγγελόπουλου, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Νίκου Ξανθόπουλου, του Μητσάκη. Δέχτηκε προτάσεις συνεργασίας από τον ενορχηστρωτή Μουζάκη και πρόσκληση για διδασκαλία κλαρίνου από τον Ιρλανδό Ρος Ντέιλι.
Του έγινε ακόμη πρόταση για περιοδεία στην Αμερική από το βάρδο του λαϊκού τραγουδιού Βαγγέλη Περπινιάδη, όσο συνεργαζόταν επί σειρά ετών με την επίσης Εξαπλατανιώτισσα καλλιτέχνιδα Ρία Νόρμα (Ελευθερία Ελευθεριάδου).
Ωστόσο, ο Γιώργος Ουρούμης ήταν και παρέμεινε παιδί του Εξαπλατάνου. Παρά την πανελλήνια εμβέλειά του και τη βέβαιη επιτυχία όπως την εννοούν οι πολλοί, δεν άφησε τον τόπο του.
Έμεινε εδώ και τον πλούτισε με την τέχνη του. Πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 2003.
*****
Μεγάλη τιµή πρέπει να αποδοθεί στους ανθρώπους αυτούς, που υπηρέτησαν το είδος αυτής της µουσικής, και µάλιστα σε πολύ δύσκολα χρόνια. Και αυτό επειδή οι µουσικοί αυτοί διέθεταν ταλέντο και ευφυΐα και κατάφερναν να δηµιουργήσουν τεχνοτροπίες και σχολές που µε το δικό τους τρόπο δίδασκαν και µετέδιδαν την τέχνη αυτή. Ακόµα, γιατί οι συνθήκες και οι αντιλήψεις της περασµένης εποχής, για την υπηρεσία αυτή της παράδοσης, δεν επέτρεπαν να εκτιµηθεί και να τους αποδοθεί η αντίστοιχη τιµή. Έτσι, πολλοί οργανοπαίχτες έζησαν σε ολόκληρη τη ζωή τους φτωχοί και περιφρονηµένοι. Πολλές φορές, µέσα στη µέθη της χαράς και της ευφορίας του γλεντιού, ταπεινώνονταν και λοιδορούνταν.
Είναι αλήθεια, ότι δεν εκτιµήθηκε η προσφορά των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο «γύφτοι» και ίσως και ακόµα και σήµερα δεν έχει αποκατασταθεί η µνήµη και η αναγνώριση της πολιτιστικής τους προσφοράς από επίσηµους και µη φορείς.
Η οµολογία του Γιώργη Ουρούµη δείχνει του λόγου το αληθές:
«Ο πατέρας µου δεν ήθελε να µάθω µουσική, γιατί τότε η µουσική δεν ήταν όµορφο πράµα όπως σήµερα. Ερχόταν ο άλλος και σε έβαζε µε το ζόρι να παίζεις. Αλλιώς, σε έδερνε κιόλας. Εκείνη τη µέρα είχαµε θάψει τη γιαγιά µου. Έρχεται λοιπόν ένας κύριος και λέει στον πατέρα µου:
- Ρε ∆ηµητρό, πιάσε λίγο το κλαρίνο.
- Ρε Γιάννη, δεν γίνεται. Σήµερα έθαψα τη µάνα µου.
Αυτός τίποτε. Να επιµένει. Του τραβάει λοιπόν µια του πατέρα µου. Τον σέρνει µέχρι την πλατεία και από το σκισµένο σακάκι του πατέρα µου να τον τραβάει και να τον δέρνει για να παίξει. Ο πατέρας µου αναγκάστηκε πια να παίξει» …
ΠΗΓΕΣ...
Πατέρας του ήταν ο Δημήτρης Ουρούμης, καταπληκτικός μουσικός κι αυτός, που έπαιζε βιολί και κλαρίνο. Ανοιχτός στην προσφυγιά και την κουλτούρα της ο πατέρας Ουρούμης έστησε την πρώτη του κομπανία με πρόσφυγες. Μέσα σ’ αυτόν έγινε το πάντρεμα της ντόπιας μουσικής παράδοσης μ’ αυτήν της Ελλάδας της Ανατολής και το θαυμάσιο αποτέλεσμα βρήκε την έκφραση και την τελείωσή του στον άξιο γιο, το Γιώργο.
Από πανηγύρι σε πανηγύρι και από γάμο σε γάμο σε όλο το νομό Πέλλας ο Γιώργος Ουρούμης αποκάλυψε γρήγορα το φυσικό του χάρισμα και καταξιώθηκε ως δεξιοτέχνης του κλαρίνου μ’ ένα απέραντο ρεπερτόριο μελωδιών από τη Μακεδονία, τη Θράκη, τον Πόντο, τη Σμύρνη, την Πελοπόννησο. Μεγάλα ονόματα στο χώρο του κλαρίνου όπως ο Γιάννης Βασιλόπουλος, ο Βασίλης Σαλέας κι ο Βασίλης Σούκας αναγνώρισαν την αξία του και επιδίωξαν τη συνεργασία του.
Η πρώτη δισκογραφική του δουλειά έγινε στην Αθήνα. Η εταιρεία VASΙΡΑΡ κυκλοφόρησε δίσκο του 45 στροφών με σκοπούς δικούς του και του πατέρα του. Στη συνέχεια ηχογραφήθηκαν μουσικά του κομμάτια σε δυο μεγάλους δίσκους που κυκλοφόρησαν στα πλαίσια των εκδηλώσεων "Μουσικός Χειμώνας".
Ακόμη, με το περιοδικό Ηχος κυκλοφόρησε το 1998 ένα CD με λαϊκούς οργανοπαίκτες. Στο CD αυτό συμμετέχει κι ο Γιώργος Ουρούμης με ένα του κομμάτι, στο δε περιοδικό γίνεται αναφορά σ’ αυτόν. Η τελευταία του ηχογράφηση έγινε σε CD που επιμελήθηκε ο πολιτιστικός σύλλογος Μέγας Αλέξανδρος Εδεσσας με τίτλο «Χωρίς Λόγια» το 1997, όπου συμμετέχει με δώδεκα μουσικά του κομμάτια.
Κατά καιρούς έπαιξε με τις ορχήστρες του Μανόλη Αγγελόπουλου, του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Νίκου Ξανθόπουλου, του Μητσάκη. Δέχτηκε προτάσεις συνεργασίας από τον ενορχηστρωτή Μουζάκη και πρόσκληση για διδασκαλία κλαρίνου από τον Ιρλανδό Ρος Ντέιλι.
Του έγινε ακόμη πρόταση για περιοδεία στην Αμερική από το βάρδο του λαϊκού τραγουδιού Βαγγέλη Περπινιάδη, όσο συνεργαζόταν επί σειρά ετών με την επίσης Εξαπλατανιώτισσα καλλιτέχνιδα Ρία Νόρμα (Ελευθερία Ελευθεριάδου).
Ωστόσο, ο Γιώργος Ουρούμης ήταν και παρέμεινε παιδί του Εξαπλατάνου. Παρά την πανελλήνια εμβέλειά του και τη βέβαιη επιτυχία όπως την εννοούν οι πολλοί, δεν άφησε τον τόπο του.
Έμεινε εδώ και τον πλούτισε με την τέχνη του. Πέθανε στις 13 Σεπτεμβρίου του 2003.
*****
Μεγάλη τιµή πρέπει να αποδοθεί στους ανθρώπους αυτούς, που υπηρέτησαν το είδος αυτής της µουσικής, και µάλιστα σε πολύ δύσκολα χρόνια. Και αυτό επειδή οι µουσικοί αυτοί διέθεταν ταλέντο και ευφυΐα και κατάφερναν να δηµιουργήσουν τεχνοτροπίες και σχολές που µε το δικό τους τρόπο δίδασκαν και µετέδιδαν την τέχνη αυτή. Ακόµα, γιατί οι συνθήκες και οι αντιλήψεις της περασµένης εποχής, για την υπηρεσία αυτή της παράδοσης, δεν επέτρεπαν να εκτιµηθεί και να τους αποδοθεί η αντίστοιχη τιµή. Έτσι, πολλοί οργανοπαίχτες έζησαν σε ολόκληρη τη ζωή τους φτωχοί και περιφρονηµένοι. Πολλές φορές, µέσα στη µέθη της χαράς και της ευφορίας του γλεντιού, ταπεινώνονταν και λοιδορούνταν.
Είναι αλήθεια, ότι δεν εκτιµήθηκε η προσφορά των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο «γύφτοι» και ίσως και ακόµα και σήµερα δεν έχει αποκατασταθεί η µνήµη και η αναγνώριση της πολιτιστικής τους προσφοράς από επίσηµους και µη φορείς.
Η οµολογία του Γιώργη Ουρούµη δείχνει του λόγου το αληθές:
«Ο πατέρας µου δεν ήθελε να µάθω µουσική, γιατί τότε η µουσική δεν ήταν όµορφο πράµα όπως σήµερα. Ερχόταν ο άλλος και σε έβαζε µε το ζόρι να παίζεις. Αλλιώς, σε έδερνε κιόλας. Εκείνη τη µέρα είχαµε θάψει τη γιαγιά µου. Έρχεται λοιπόν ένας κύριος και λέει στον πατέρα µου:
- Ρε ∆ηµητρό, πιάσε λίγο το κλαρίνο.
- Ρε Γιάννη, δεν γίνεται. Σήµερα έθαψα τη µάνα µου.
Αυτός τίποτε. Να επιµένει. Του τραβάει λοιπόν µια του πατέρα µου. Τον σέρνει µέχρι την πλατεία και από το σκισµένο σακάκι του πατέρα µου να τον τραβάει και να τον δέρνει για να παίξει. Ο πατέρας µου αναγκάστηκε πια να παίξει» …
ΠΗΓΕΣ...
http://lyk-exapl.pel.sch.gr/exaplatanos/topos_mas.pdf
https://www.youtube.com/watch?v=0VvI8BXhE1w
https://www.youtube.com/watch?v=0VvI8BXhE1w
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου