Λίγα λόγια για τον Στόουνερ, και όχι μόνον.
Το μεράκι ή το σαράκι της μετάφρασης με συντροφεύει από πολύ νεαρή ηλικία.
Ευτύχησα να έχω στα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά καθηγητές –τον
Γιώργο Καρατσώλη αρχικά, τον Στέφανο Πατάκη αργότερα– οι οποίοι επέμεναν
να μην είναι η μετάφραση ξερή αλλά να μεταφέρει το ύφος και το ήθος του
κειμένου, την ανάσα του. Στη συνέχεια ήρθε η αναστροφή μου με τα
αγγλικά κείμενα και αργότερα η ανάγκη να μεταφέρω –για λόγους
βιοποριστικούς πια– σε στρωτά ελληνικά βιβλία μαζικής παραγωγής, ενίοτε
προχειρογραμμένα, που ήδη έκαναν θραύση στις αγγλόφωνες χώρες και είχαν
αρχίσει να κάνουν τα πρώτα τους βήματα στην εγχώρια αγορά.
Ήταν κι αυτά πολύτιμη μαθητεία με τον τρόπο τους.
Έφτασα στον Στόουνερ τυχαία ως
αναγνώστρια, αφού είχα γευτεί τη χαρά και την οδύνη να μεταφράσω
σπουδαία κείμενα, από τον Μέλβιλ, τον Τουέιν και τον Γουό μέχρι τον
Μπέκετ, τον Κουτσί και τον Τομπίν. Ο Τζον Γουίλιαμς, όπως και ο
σπουδαίος Ρίτσαρντ Γέιτς και η Κριστίνα Στεντ, είναι από τους
Αμερικανούς συγγραφείς που πέρασαν σχεδόν απαρατήρητοι στην εποχή τους,
και ανακαλύφθηκαν εκ νέου –δικαίως– τα τελευταία χρόνια ως εξαιρετικά
δείγματα γραφής. Ο ολιγογράφος Γουίλιαμς έγραψε σε μια εποχή όπου ήδη
μεσουρανούσε ο Νόρμαν Μέιλερ, και αργότερα μονοπώλησε τη σκηνή ο
πολυγραφότατος, χειμαρρώδης και ισοπεδωτικός Φίλιπ Ροθ.