15.8.24

Για το «Αμήν. Προσευχές στο κενό» του Μισέλ Φάις – γράφει η Ευγενία Μπογιάνου


Σπαράγματα εαυτού

Μισέλ Φάις, Αμήν. Προσευχές στο κενό, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2024.

Κάθε βιβλίο του Μισέλ Φάις είναι μια ψηφίδα σε ένα πολύπλοκο, εντελώς προσωποπαγές και ιδιότυπο, αφηγηματικό οικοδόμημα. Ο συγγραφέας με αυτές τις ογδόντα εφτά μικρές έως πολύ μικρές ιστορίες που αποτελούν τη συλλογή διηγημάτων Αμήν με υπότιτλο Προσευχές στο κενό, ακριβώς όπως δηλώνει

αυτός ο υπότιτλος, δεν απευθύνεται πουθενά. Ο αποδέκτης απουσιάζει. Δεν υπάρχει κανένας θεός να προνοήσει, να ακούσει, να προστατεύσει, να απαλύνει τον πόνο. Η απεύθυνση όμως παραμένει. Κάπου απευθύνονται αυτές οι πολύπλοκες, διφορούμενες, άβολες σκέψεις του αφηγηματικού υποκειμένου, το οποίο πάσχει και αγωνιά. Πού απευθύνονται; Μήπως σε αυτόν τον ίδιο τον αφηγούμενο εαυτό; Μήπως από κει που εκπέμπεται η επίκληση εκεί απευθύνεται κιόλας; Μήπως απευθύνεται στον υποτιθέμενο αναγνώστη που ταυτίζεται με τον πάσχοντα εαυτό; Ογδόντα εφτά τρόποι να υπάρχεις ή ογδόντα εφτά τρόποι να πεθάνεις, να πάσχεις, να υποψιάζεσαι, να οδοιπορείς, να σκέφτεσαι, να αναρωτιέσαι, να καταλαβαίνεις, να απορείς, να ζητάς και να δίνεις. Ογδόντα εφτά τρόποι να υποβάλεις σε νοητικά μαρτύρια τον καταστροφικό, σπαραγμένο εαυτό. Ογδόντα εφτά προσευχές που όλες ξεκινούν με τη φράση «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου» και τελειώνουν με τη φράση «Αμήν». Αμίν, Αμέν, Εμουνά, Μαάμιν. Σε ένα τέλος παραπέμπει η λέξη «Αμήν», αλλά και σε μια επιβεβαίωση των λεγομένων, σε μια ευχή εφικτού. Τι εύχεται όμως ο αφηγητής στο τέλος αυτών των σύντομων γραφτών που άλλα μοιάζουν ως ημερολογιακές καταγραφές, άλλα ως αφορισμοί, άλλα ως λεκτικές φάρσες και άλλα ως «ντοκιμαντέρ ονείρων» για να θυμηθούμε τον υπότιτλο του προηγούμενου έργου του Φάις, της «Εξουθένωσης» που, έτσι κι αλλιώς, συγγενεύει με το «Αμήν;» Εύχεται να πεθάνει στη θέση ενός άλλου ή ακριβώς αυτή η προσομοίωση θανάτου, και όχι ο πραγματικός τελεσίδικος θάνατος, το προφυλάσσει από την ολική καταστροφή; Γιατί περί καταστροφής πρόκειται. Όσο κι αν ο θάνατος δεν επιτελείται εντέλει, άρα είναι ένα παιχνίδι όλο αυτό, μια φάρσα, μια διάθεση ευφρόσυνη, βέβηλη και ζοφερή. Παρ’ όλα αυτά η συνθήκη που οδήγησε στο παιχνίδι είναι συνθήκη καταστροφής, γιατί στον πυρήνα των διηγήσεων δεσπόζουν η αποξένωση, η αποτυχία, η απώλεια, ο φόβος, το αδιέξοδο, ένα απελπισμένο «μη ανήκειν» εντέλει. «Κάποιες φορές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου. Ένα ντροπιασμένο, ένα γελοίο, ένα πανικόβλητο μη ανήκειν σε κατακλύζει. Από το στόμα. Από τ’ αυτιά. Από τον κώλο. Από την τρύπια καρδιά. Αμήν». Και ο χρόνος. Πάντα ο χρόνος που δεν χαρίζεται ποτέ και σε κανέναν. «Ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. (…) Τότε που είχες τόσο άπλετο, τόσο άδειο χρόνο, που δεν ήξερες πώς να ξοδέψεις, πώς να σπαταλήσεις αυτό το ατελείωτο χρονικό απόθεμα. Εξού κι άφηνες τον χρόνο να περνάει, να φεύγει μέσα από τα μαλλιά σου, τα δάχτυλά σου, τ’ αρχίδια σου, την ανία και τη σιωπή σου. Αμήν». Ο Φάις πατάει στον ρεαλισμό, αλλά δεν φαίνεται να τον υπολήπτεται ιδιαίτερα, καθώς τον τορπιλίζει διαρκώς, με αφηγήσεις που μοιάζουν φασματικές, παράλογες, εξωλογικές –ένα είδος καφκικού τρόμου–, κάτι μεταξύ σκέψης, ονείρου, φαντασίας και πραγματικότητας. Ακριβώς όπως και η βία. Πραγματική ναι, αλλά άλλο τόσο εικονική. Το παιδί πριονίζει τα χέρια των γονιών του αλλά το πριόνι είναι σοκολατένιο και στο τέλος το τρώει.

Ο Φάις σε πολλά σημεία συνομιλεί με το προηγούμενο έργο του –πράγμα που λειτουργεί στον γνώστη της γραφής και της πορείας του αλλά που, μάλλον, δεν αποτρέπει και αυτόν που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την πένα του–, άλλα κείμενα του βιβλίου έχουν τη μορφή διηγήματος μπονζάι, μικρά, πυκνά, διφορούμενα, αποφθεγματικά, αφήνοντας συνήθως ένα ερωτηματικό για το τέλος, εκφρασμένο μέσα από μια απορημένη κατάφαση: «Το μέλλον είναι ένα παρελθόν χωρίς επιστροφή» λέει και αλλού: «Δεν θυμάσαι αν είναι εκλογικό κέντρο και πας να ψηφίσεις ή αν φοράς κοντά παντελονάκια και σέρνεις τη βαριά σάκα σου».

Άλλα κείμενα του βιβλίου είναι διαλογικά. Περιστρέφονται γύρω από τη διαλογικότητα, έννοια που απασχόλησε τον Φάις και σε άλλα έργα του, όπως στη Lady Cortizol, το Όπως ποτέ, το Από το πουθενά. Διαλογικά κομμάτια όπου τα υποκείμενα δεν ονοματίζονται αλλά περιγράφονται με βάση κάποιο χαρακτηριστικό ή κάποια επαναλαμβανόμενη κίνηση, αφού προηγουμένως έχει περιγραφεί με λεπτομέρεια ο σκηνικός χώρος στον οποίο βρίσκονται, και τα οποία μέσω του υποτιθέμενου διαλόγου, περισσότερο απομακρύνονται μεταξύ τους παρά πλησιάζουν, δίνοντας την εντύπωση πως οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν ως μόνη προοπτική τη ρήξη –τελειωτική, άγρια, αναπότρεπτη–, παρά τη σύνθεση.

Ο Φάις παραπαίει διαρκώς ανάμεσα στην αγάπη για τον άνθρωπο, στη δυνατότητα να μπαίνεις στη θέση του άλλου –ακόμη και να πεθαίνεις τον δικό του θάνατο, άρα να μπορείς να ζήσεις, «δεις», τη δική του ζωή– και σε έναν ιδιότυπο μισανθρωπισμό, ο οποίος βάζει το δάχτυλο στην πληγή, την δείχνει και την εντείνει.

Πολύτροπος, με αναγνωρίσιμη πένα, πάντα με την εντύπωση πως έχει κάτι καινούργιο –και συνάμα παλιό και δουλεμένο– να προσθέσει.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. ]

https://frear.gr/?p=36247&fbclid=IwY2xjawESs6NleHRuA2FlbQIxMAABHYuaAZ4ogmvZgdIRvvKs0kkEvSR-Tal9SfG-FOv6RFDUTQTJU0sx5jKbbA_aem_5hScPCsRMb11HhKHWS5D8w

Δεν υπάρχουν σχόλια: