Ένα μικρό δείγμα της τέχνης του ζωγράφου Πάρι Χατζηγιάννη σας παρουσιάζουμε σήμερα. Τον έχουμε γνωρίσει μέσα από τις εκθέσεις ζωγραφικής των μαθητών του αλλά και από τα δικά του έργα.
Ο Πάρις Χατζηγιάννης γεννήθηκε στην Έδεσσα και τελείωσε το ΑΠΘ (Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών) με άριστα. Έχει συμμετέχει σε πολλές ομαδικές και ατομικές εκθέσεις. Εργάζεται ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Έδεσσα.
Όπως αναφέρει ο ίδιος: "Όλα
τα πορτρέτα της δουλειάς μου έχουν δημιουργηθεί με την παραδοσιακή
μέθοδο και τα υλικά ( καθαρό μελισσοκέρι, μαστίχα Χίου και χρώμα σε
μορφή σκόνης ) της εγκαυστικής ζωγραφικής. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί
πουθενά πινέλο πάρα μόνο μια ζεστή σπάτουλα.
Σε
όλα τα πορτρέτα έχει εφαρμοστεί ο αρχαιοελληνικός Κανόνας, για τον λόγο
αυτό μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να μην είναι μια πιστή αναπαράσταση.
Αλλά αυτό είναι κάτι ασήμαντο μπροστά σε αυτή την αρχέγονη αύρα που
αποπνέουν.
Το
ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν είναι ότι πρόκειται για σύγχρονες
εικόνες (όλα τα μοντέλα είναι υπαρκτά πρόσωπα) που έχουν αναφορές σε
ένα μακρινό παρελθών και προορίζονται για ένα μακρινό μέλλον".
Η παραδοσιακή μέθοδος -όπως ο ίδιος εξηγεί- είναι:
"Εγκαυστική ζωγραφική ονομάζουμε τη ζωγραφική με ζεστό κερί στο οποίο έχει προστεθεί χρωστική ουσία. Πρόκειται για αρχαιοελληνική μέθοδο ζωγραφικής που χάθηκε μέσα στους αιώνες. Δυστυχώς δεν σώζονται δείγματα αρχαιοελληνικής
εγκαυστικής ζωγραφικής, ωστόσο γνωρίζουμε την ύπαρξη της από αρχαία
κείμενα που αναφέρουν την τεχνική καθώς και τα εργαλεία που
χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα. Υπολείμματα της εγκαυστικής
ζωγραφικής έχουν βρεθεί και σε πολλούς αρχαιοελληνικούς ναούς πράγμα που
μαρτυρά ότι οι αρχαίοι έλληνες γνώριζαν ότι το μοναδικό γνωστό για την
εποχή εκείνη υλικό ικανό να σταθεί επάνω στο μάρμαρο ήταν το κερί.
Μπορούμε
όμως να πάρουμε μια ιδέα για το πώς πρέπει να ήτανε η αρχαία ελληνική
εγκαυστική ζωγραφική από τα 1200 νεκρικά πορτρέτα που βρέθηκαν σε
ανασκαφές του 1880 στην περιοχή Φαγιούμ της Αιγύπτου περιόδου από 100 ως
300 μ.χ.
Κατά
τους ελληνιστικούς χρόνους και με την μετακίνηση πληθυσμού στην
Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου έλληνες καλλιτέχνες διαδίδουν την τέχνη της
εγκαυστικής ζωγραφικής στον αιγυπτιακό κόσμο.
Τα
νεκρικά πορτρέτα της περιόδου 100 ως 300 μ.χ. ή αλλιώς «πορτρέτα
Φαγιούμ» όπως συνηθίζετε να αναφέρονται στην ιστορία της τέχνης από την
ομώνυμη περιοχή της Αιγύπτου οπού ανακαλύφθηκαν, ήταν πορτρέτα που
δημιουργήθηκαν όταν ο απεικονιζόμενος ήταν στην ζωή και μετά τον θάνατο
του, ενσωματώνανε το πορτρέτο του στην σαρκοφάγο που θα τον συνόδευε στη
μετά θάνατο ζωή.
Στα
πορτρέτα που συναντάμε χρυσό φόντο, στεφάνι ή κοσμήματα ήταν πορτρέτα
ευγενών ή ανθρώπων που ανήκανε σε ανώτερη κοινωνική τάξη. Τα πρόσωπα που
φορούσαν μενταγιόν ήταν παιδιά που είχανε πεθάνει πριν την ενηλικίωση
τους.
Σε
πολλά πορτρέτα Φαγιούμ συναντάμε γράμματα πάνω στα ρούχα, στο φόντο ή
και σε άλλα σημεία όπου αναγράφουν το όνομα του απεικονιζόμενου, την
επαγγελματική του ιδιότητα ή το κοινωνικό του αξίωμα.
Τα
πορτρέτα Φαγιούμ αποτελούν τον πρόδρομο της βυζαντινής τέχνης αφού πολύ
εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε τα κοινά τους χαρακτηριστικά.
Έχουν
παραποιηθεί τα φυσικά χαρακτηριστικά των προσώπων, αφού ακολουθούσαν
έναν ιδιότυπο κανόνα αναλογιών, πράγμα που συνεχίστηκε και στην
βυζαντινή αγιογραφία. Η αυστηρή τήρηση αυτών των αναλογιών προερχόμενων
από δογματικούς και θρησκευτικούς κανόνες είχαν στόχο το αίσθημα της
αιώνιας ζωής. Τελικά μετά από αυτό ο απεικονιζόμενος μπορεί να μην
έμοιαζε καθόλου με το πορτρέτο του, άλλα δεν ήταν αυτός ο στόχος έτσι
και αλλιώς. Ο Αντρέ Μαρλώ γράφει ότι στο βλέμμα τους μοιάζει να καίει
ένα καντήλι αιώνιας ζωής".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου