3.5.15

Ἀλεξάνδρα Πιπλικάτση: Ἁλάτι

02-PiΡΟΧΩΡΑΝΕ ΣΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ. Ἡ γυ­ναί­κα θ’ ἀ­νά­ψει τὸ φῶς. Ὁ ἄν­τρας θὰ τὸ σβή­σει. Μὴν εἶ­σαι ὑ­περ­φί­α­λη, τῆς λέ­ει κι ὕ­στε­ρα τὴν ἀ­φή­νει νὰ ξε­κλει­δώ­σει καὶ ν’ ἀ­νοί­ξει τὴν πόρ­τα γιὰ νὰ μποῦν. Αὐ­τὸς θὰ τὴν κλεί­σει καὶ θὰ τὴν κλει­δώ­σει πά­λι, γυρ­νών­τας τὸ κλει­δὶ —ἀ­κού­ω, κά­νει τὸ ἴ­διο θό­ρυ­βο μὲ τὸ δι­κό μου— μί­α, δυ­ό… τρεῖς φο­ρές, γιὰ νὰ μὴ βγοῦν.
            Πί­σω ἀ­π’ τὴν πόρ­τα ὁ ἄν­τρας θὰ κα­θί­σει στὸν κα­να­πέ. Ἡ γυ­ναί­κα θὰ πά­ει δί­πλα του. Τοῦ βγά­ζει τὰ πα­πού­τσια, μὴ φύ­γεις, θὰ τοῦ πεῖ καὶ θὰ τὰ κρύ­ψει. Μέ­νω, θὰ τῆς πεῖ κι ἀ­νοί­γει τὸ που­κά­μι­σό της. Τὸ στῆ­θος της ξε­πε­τι­έ­ται κι αὐ­τὸς λέ­ει πει­νά­ω. Τοῦ πιά­νει τὸ κε­φά­λι καὶ τὸ ἀ­κουμ­πά­ει ἐ­κεῖ. Τὸ στό­μα του βυ­ζαί­νει. Πρῶ­τα τὴ μί­α ρό­γα, ἔ­πει­τα τὴν ἄλ­λη. Αὐ­τὴ τοῦ χα­ϊ­δεύ­ει τὰ μαλ­λιά.
            Εἶ­ναι γλυ­κὸ τὸ γά­λα σου, θὰ τῆς πεῖ καὶ θὰ τὴν σκουν­τή­σει. Βα­ρέ­θη­κα, φω­νά­ζει. Ἐ­κεί­νη θὰ τρέ­ξει, θ’ ἀ­λεί­ψει τὶς ρό­γες της μὲ ἁ­λά­τι. Ὁ­ρί­στε, θὰ τοῦ πεῖ. Αὐ­τὸς θὰ δο­κι­μά­σει. Τὶς δαγ­κώ­νει. Τὶς κό­βει. Τὶς μα­σά. Τὶς κα­τα­πί­νει. Ὡ­ραῖ­ες εἶ­ναι, λέ­ει καὶ θὰ ρί­ξει κι ἄλ­λο ἁ­λά­τι. Αὐ­τὴ δὲν λέ­ει τί­πο­τα. Κρα­τᾶ τὸ κε­φά­λι του καὶ κλαί­ει.
            Στα­μά­τα, θὰ τῆς πεῖ. Τώ­ρα ἔ­χει πο­λὺ ἁ­λά­τι. Θὰ πά­θω κα­κό. Ἐ­κεί­νη σκου­πί­ζε­ται. Στε­ρεύ­ει. Αὐ­τὸς θὰ γυ­ρί­σει τὸ κε­φά­λι. Ἔ­μει­νες χω­ρὶς γά­λα, θὰ τῆς πεῖ. Τώ­ρα τί θὰ τρώ­ω; Κά­τι θὰ βρῶ, τοῦ ἀ­παν­τά­ει, μή μοῦ στε­να­χω­ρι­έ­σαι. Κά­νε γρή­γο­ρα, τῆς λέ­ει κι ἀ­πο­κοι­μι­έ­ται στὸν κα­να­πέ.
            Ἡ γυ­ναί­κα θὰ τὸν σκε­πά­σει. Θὰ πε­ρι­μέ­νει νὰ ξυ­πνή­σει. Κά­τι θὰ βρῶ νὰ τοῦ δώ­σω νὰ φά­ει. Ἀ­κό­μα; τὴ ρω­τᾶ. Πῶς τὸ ξέ­ρεις, ἀ­να­ρω­τι­έ­ται. Μὴν σκᾶς καὶ σὲ ξέ­ρω, θὰ τῆς πεῖ. Κό­ψε τὸ δά­χτυ­λό σου καὶ βρά­σε το. Αὐ­τὸ θὰ μοῦ κό­ψει τὴν πεί­να. Μό­νη μου; Μό­νη σου, θὲς καὶ βο­ή­θεια; Θέ­λω, θὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σει.
            Ὁ ἄν­τρας παίρ­νει τὸ μα­χαί­ρι. Δῶ­σε μου τὸ χέ­ρι σου. Ἡ γυ­ναί­κα δι­στά­ζει. Δῶ­σέ μου το. Ἡ γυ­ναί­κα τὸ ἁ­πλώ­νει. Θ’ ἀ­νοί­ξει τὰ δά­χτυ­λά της. Αὐ­τό, θὰ πεῖ καὶ θὰ τὸ κό­ψει. Βρά­σε τὸ τώ­ρα κι αὐ­τὴ θὰ τὸ βρά­σει. Θὰ τὸ βά­λει σὲ πιά­το πορ­σε­λά­νης καὶ θὰ τοῦ τὸ προ­σφέ­ρει. Ἐ­κεῖ­νος θὰ τὸ φά­ει με­μιᾶς. Δὲν χόρ­τα­σα, τῆς λέ­ει. Κό­ψε κι ἄλ­λο.
            Ἡ γυ­ναί­κα κό­βει κι ἄλ­λο καὶ τοῦ τὸ δί­νει. Κι ἐ­γὼ μὲ δυ­ὸ δά­χτυ­λα νο­μί­ζεις πῶς θὰ χορ­τά­σω; τῆς λέ­ει. Ἐ­κεί­νη κό­βει κι ἄλ­λο κι ἄλ­λο, με­τρά­ω, δέ­κα στὴ σει­ρά. Τώ­ρα; Αὐ­τὸς πε­τά­ει τὸ πιά­το στὸ νε­ρο­χύ­τη. Εἶ­σαι ἄ­σχη­μη, θὰ πεῖ καὶ θὰ ξα­πλώ­σει πά­λι στὸν κα­να­πέ. Αὐ­τὴ θὰ κοι­τά­ξει τὴν πόρ­τα. Θὰ πά­ει ὡς ἐ­κεῖ. Τὰ κλει­διὰ κρέ­μον­ται στὴν κλει­δα­ριά. Θέ­λει νὰ ξε­κλει­δώ­σει. Δὲν μπο­ρεῖ. Δὲν ἔ­χει δά­χτυ­λα. Γυ­ρί­ζει στὸ νε­ρο­χύ­τη. Ξε­πλέ­νει ὅ,τι ἔ­μει­νε.
            Καὶ ποῦ νο­μί­ζεις πῶς θὰ πᾶς; Δὲν μπο­ρεῖς νὰ φύ­γεις, τῆς λέ­ει. Αὐ­τὴ συμ­φω­νεῖ. Ἐ­σύ, ὅ­μως, μπο­ρεῖς, καὶ θέ­λεις; Ὁ ἄν­τρας ση­κώ­νε­ται. Τὴν πλη­σιά­ζει. Τὴν ἀγ­κα­λιά­ζει. Αὐ­τὴ ἀ­να­τρι­χιά­ζει. Ναί, μπο­ρῶ. Πο­νᾶς; Δὲν πρέ­πει. Μπο­ρῶ ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω. Ὄ­χι, ἀ­κό­μη. Τὴ γυρ­νά­ει. Τῆς δαγ­κώ­νει τὸ αὐ­τί. Νό­στι­μο εἶ­ναι, θὰ σὲ φά­ω, τῆς ψι­θυ­ρί­ζει κι ἐ­κεί­νη θὰ βά­λει νε­ρὸ στὴν κα­τσα­ρό­λα.
            Θὰ κό­ψει τὰ χέ­ρια της, με­τρά­ω… ἕ­να, δυ­ό, θὰ τοῦ τὰ προ­σφέ­ρει. Αὐ­τὸς τὰ τρώ­ει. Κι ἄλ­λο, θὰ πεῖ. Θὰ κό­ψει τὰ πό­δια της, βλέ­πω… ἕ­να, δυ­ό, θὰ τοῦ τὰ δώ­σει. Αὐ­τὸς τὰ δο­κι­μά­ζει. Βα­ρέ­θη­κα, ἴ­δια γεύ­ση. Θὰ βά­λω ἁ­λά­τι, θὰ τοῦ πεῖ. Τώ­ρα σοῦ ἀ­ρέ­σουν; Κι ἄλ­λο. Κι ἄλ­λο. Δὲν ἔ­χει ἄλ­λο. Νὰ κλά­ψω; Μὴν τολ­μή­σεις.
            Ἡ γυ­ναί­κα θὰ κα­θί­σει ἀν­τί­κρυ του. Τέ­λει­ω­σαν ὅ­λα, μο­νο­λο­γεῖ. Τώ­ρα τί θὰ κά­νω; Πή­γαι­νε στὴ γει­τό­νισ­σα καὶ ζή­τα ἁ­λά­τι, θὰ τῆς πεῖ. Δὲν μπο­ρῶ, δὲν ἔ­χω πό­δια, τοῦ ἀ­παν­τά­ει. Τό­τε κό­ψε τὸ κε­φά­λι σου, θὰ σοῦ ρου­φή­ξω τὸ μυα­λό, τῆς λέ­ει αὐ­τός. Δὲν μπο­ρῶ δὲν ἔ­χω χέ­ρια, τοῦ ἀ­παν­τά­ει. Ἔ­χω ἐ­γώ, θὰ τῆς πεῖ. Ἔ­χεις καρ­διά; θὰ ρω­τή­σει καὶ θὰ τὸν κοι­τά­ει νὰ τρώ­ει. Ἔ­χεις μυα­λὸ ἀ­κό­μα; ἀ­να­ρω­τι­έ­ται.
            Καὶ τό­τε θὰ ση­κω­θεῖ. Θὰ τὸν πλη­σιά­σει. Πει­νά­ω κι ἐ­γώ, θὰ πεῖ. Ὁ ἄν­τρας τὴν ἀ­γνο­εῖ. Ἐ­κεί­νη ἐ­πι­μέ­νει. Πει­νά­ω κι ἐ­γώ. Αὐ­τὸς τὴν κοι­τά­ζει κι ἀ­πο­ρεῖ. Ση­κώ­θη­κες; Θέ­λεις νὰ φᾶς τὶς σάρ­κες σου; Γε­λᾶ. Καὶ τί σοῦ ’­μει­νε ἐ­σέ­να; Ἐ­κεί­νη ξέ­ρει. Ἀ­νοί­γει τὸ στό­μα της. Ἀ­νοί­γει καὶ ξε­προ­βάλ­λουν τὰ δόν­τια. Θὰ τὸν δαγ­κώ­σει. Αὐ­τὸς θὰ κομ­μα­τια­στεῖ. Δά­χτυ­λα δέ­κα, με­τρά­ω, χέ­ρια δύ­ο, ἀ­κού­ω, πό­δια δύ­ο, βλέ­πω, κε­φά­λι ἕ­να, αἰ­σθά­νο­μαι κι ὕ­στε­ρα ἄλ­λο. Ἐ­κεί­νη ρί­χνει τὰ κομ­μά­τια του στὸ νε­ρὸ ποὺ βρά­ζει καὶ ξε­κλει­δώ­νει τὴν πόρ­τα.
            Προ­χω­ρά­ει στὸ σκο­τει­νὸ δι­ά­δρο­μο. Θ’ ἀ­νά­ψει τὸ φῶς. Θὰ χτυ­πή­σει τὴν πόρ­τα τῆς γει­τό­νισ­σας. Τὸ κλει­δὶ ξε­κλει­δώ­νει. Κά­νει τὸν ἴ­διο θό­ρυ­βο μὲ τὸ δι­κό της. Τῆς ἀ­νοί­γω. Μή­πως σοῦ βρί­σκε­ται λί­γο ἁ­λά­τι; μὲ ρω­τά­ει. Θὰ μοῦ χα­μο­γε­λά­σει. Ναί. Θὰ τῆς χα­μο­γε­λά­σω κι ἐ­γώ. Ἔ­χω καὶ πι­πέ­ρι, ἂν ἐν­δι­α­φέ­ρε­σαι, θὰ τῆς πῶ.
           
 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 
Ἀ­λε­ξάν­δρα Πι­πλι­κά­τση (Ἔ­δεσ­σα, 1966). Σπού­δα­σε Παι­δα­γω­γι­κὰ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη καὶ στὴν Ἀ­θή­να. Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴν ἐκ­παί­δευ­ση ἀ­τό­μων μὲ εἰ­δι­κὲς ἀ­νάγ­κες. Πα­ρα­κο­λού­θη­σε σε­μι­νά­ρια δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς. Τὰ πρῶ­τα της δι­η­γή­μα­τα ἐκ­δό­θη­καν στὸ συλ­λο­γι­κὸ ἔρ­γο Ὁ­δὸς δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς, Ἀρ. 2.
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com 
(από το βιβλίο  ΧΕΙΡΟΠΕΔΗ ΑΠΟ ΠΛΑΤΙΝΑ, εκδ. Γαβριηλίδης, Ιούνιος 2014)

Δεν υπάρχουν σχόλια: