ΡΟΧΩΡΑΝΕ
ΣΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΙΑΔΡΟΜΟ. Ἡ γυναίκα θ’ ἀνάψει τὸ φῶς. Ὁ ἄντρας θὰ τὸ
σβήσει. Μὴν εἶσαι ὑπερφίαλη, τῆς λέει κι ὕστερα τὴν ἀφήνει νὰ
ξεκλειδώσει καὶ ν’ ἀνοίξει τὴν πόρτα γιὰ νὰ μποῦν. Αὐτὸς θὰ τὴν
κλείσει καὶ θὰ τὴν κλειδώσει πάλι, γυρνώντας τὸ κλειδὶ —ἀκούω,
κάνει τὸ ἴδιο θόρυβο μὲ τὸ δικό μου— μία, δυό… τρεῖς φορές, γιὰ
νὰ μὴ βγοῦν.
Πίσω ἀπ’ τὴν πόρτα ὁ
ἄντρας θὰ καθίσει στὸν καναπέ. Ἡ γυναίκα θὰ πάει δίπλα του. Τοῦ
βγάζει τὰ παπούτσια, μὴ φύγεις, θὰ τοῦ πεῖ καὶ θὰ τὰ κρύψει.
Μένω, θὰ τῆς πεῖ κι ἀνοίγει τὸ πουκάμισό της. Τὸ στῆθος της
ξεπετιέται κι αὐτὸς λέει πεινάω. Τοῦ πιάνει τὸ κεφάλι καὶ τὸ
ἀκουμπάει ἐκεῖ. Τὸ στόμα του βυζαίνει. Πρῶτα τὴ μία ρόγα,
ἔπειτα τὴν ἄλλη. Αὐτὴ τοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιά.
Εἶναι γλυκὸ τὸ γάλα σου,
θὰ τῆς πεῖ καὶ θὰ τὴν σκουντήσει. Βαρέθηκα, φωνάζει. Ἐκείνη θὰ
τρέξει, θ’ ἀλείψει τὶς ρόγες της μὲ ἁλάτι. Ὁρίστε, θὰ τοῦ πεῖ.
Αὐτὸς θὰ δοκιμάσει. Τὶς δαγκώνει. Τὶς κόβει. Τὶς μασά. Τὶς
καταπίνει. Ὡραῖες εἶναι, λέει καὶ θὰ ρίξει κι ἄλλο ἁλάτι.
Αὐτὴ δὲν λέει τίποτα. Κρατᾶ τὸ κεφάλι του καὶ κλαίει.
Σταμάτα, θὰ τῆς πεῖ. Τώρα
ἔχει πολὺ ἁλάτι. Θὰ πάθω κακό. Ἐκείνη σκουπίζεται.
Στερεύει. Αὐτὸς θὰ γυρίσει τὸ κεφάλι. Ἔμεινες χωρὶς γάλα, θὰ
τῆς πεῖ. Τώρα τί θὰ τρώω; Κάτι θὰ βρῶ, τοῦ ἀπαντάει, μή μοῦ
στεναχωριέσαι. Κάνε γρήγορα, τῆς λέει κι ἀποκοιμιέται στὸν
καναπέ.
Ἡ γυναίκα θὰ τὸν
σκεπάσει. Θὰ περιμένει νὰ ξυπνήσει. Κάτι θὰ βρῶ νὰ τοῦ δώσω νὰ
φάει. Ἀκόμα; τὴ ρωτᾶ. Πῶς τὸ ξέρεις, ἀναρωτιέται. Μὴν σκᾶς καὶ
σὲ ξέρω, θὰ τῆς πεῖ. Κόψε τὸ δάχτυλό σου καὶ βράσε το. Αὐτὸ θὰ
μοῦ κόψει τὴν πείνα. Μόνη μου; Μόνη σου, θὲς καὶ βοήθεια; Θέλω,
θὰ τοῦ ἀπαντήσει.
Ὁ ἄντρας παίρνει τὸ
μαχαίρι. Δῶσε μου τὸ χέρι σου. Ἡ γυναίκα διστάζει. Δῶσέ μου το.
Ἡ γυναίκα τὸ ἁπλώνει. Θ’ ἀνοίξει τὰ δάχτυλά της. Αὐτό, θὰ πεῖ
καὶ θὰ τὸ κόψει. Βράσε τὸ τώρα κι αὐτὴ θὰ τὸ βράσει. Θὰ τὸ βάλει
σὲ πιάτο πορσελάνης καὶ θὰ τοῦ τὸ προσφέρει. Ἐκεῖνος θὰ τὸ φάει
μεμιᾶς. Δὲν χόρτασα, τῆς λέει. Κόψε κι ἄλλο.
Ἡ γυναίκα κόβει κι ἄλλο
καὶ τοῦ τὸ δίνει. Κι ἐγὼ μὲ δυὸ δάχτυλα νομίζεις πῶς θὰ
χορτάσω; τῆς λέει. Ἐκείνη κόβει κι ἄλλο κι ἄλλο, μετράω, δέκα
στὴ σειρά. Τώρα; Αὐτὸς πετάει τὸ πιάτο στὸ νεροχύτη. Εἶσαι
ἄσχημη, θὰ πεῖ καὶ θὰ ξαπλώσει πάλι στὸν καναπέ. Αὐτὴ θὰ
κοιτάξει τὴν πόρτα. Θὰ πάει ὡς ἐκεῖ. Τὰ κλειδιὰ κρέμονται στὴν
κλειδαριά. Θέλει νὰ ξεκλειδώσει. Δὲν μπορεῖ. Δὲν ἔχει δάχτυλα.
Γυρίζει στὸ νεροχύτη. Ξεπλένει ὅ,τι ἔμεινε.
Καὶ ποῦ νομίζεις πῶς θὰ
πᾶς; Δὲν μπορεῖς νὰ φύγεις, τῆς λέει. Αὐτὴ συμφωνεῖ. Ἐσύ, ὅμως,
μπορεῖς, καὶ θέλεις; Ὁ ἄντρας σηκώνεται. Τὴν πλησιάζει. Τὴν
ἀγκαλιάζει. Αὐτὴ ἀνατριχιάζει. Ναί, μπορῶ. Πονᾶς; Δὲν πρέπει.
Μπορῶ ἀλλὰ δὲν θέλω. Ὄχι, ἀκόμη. Τὴ γυρνάει. Τῆς δαγκώνει τὸ
αὐτί. Νόστιμο εἶναι, θὰ σὲ φάω, τῆς ψιθυρίζει κι ἐκείνη θὰ
βάλει νερὸ στὴν κατσαρόλα.
Θὰ κόψει τὰ χέρια της,
μετράω… ἕνα, δυό, θὰ τοῦ τὰ προσφέρει. Αὐτὸς τὰ τρώει. Κι ἄλλο,
θὰ πεῖ. Θὰ κόψει τὰ πόδια της, βλέπω… ἕνα, δυό, θὰ τοῦ τὰ δώσει.
Αὐτὸς τὰ δοκιμάζει. Βαρέθηκα, ἴδια γεύση. Θὰ βάλω ἁλάτι, θὰ
τοῦ πεῖ. Τώρα σοῦ ἀρέσουν; Κι ἄλλο. Κι ἄλλο. Δὲν ἔχει ἄλλο. Νὰ
κλάψω; Μὴν τολμήσεις.
Ἡ γυναίκα θὰ καθίσει
ἀντίκρυ του. Τέλειωσαν ὅλα, μονολογεῖ. Τώρα τί θὰ κάνω;
Πήγαινε στὴ γειτόνισσα καὶ ζήτα ἁλάτι, θὰ τῆς πεῖ. Δὲν μπορῶ,
δὲν ἔχω πόδια, τοῦ ἀπαντάει. Τότε κόψε τὸ κεφάλι σου, θὰ σοῦ
ρουφήξω τὸ μυαλό, τῆς λέει αὐτός. Δὲν μπορῶ δὲν ἔχω χέρια, τοῦ
ἀπαντάει. Ἔχω ἐγώ, θὰ τῆς πεῖ. Ἔχεις καρδιά; θὰ ρωτήσει καὶ θὰ
τὸν κοιτάει νὰ τρώει. Ἔχεις μυαλὸ ἀκόμα; ἀναρωτιέται.
Καὶ τότε θὰ σηκωθεῖ. Θὰ
τὸν πλησιάσει. Πεινάω κι ἐγώ, θὰ πεῖ. Ὁ ἄντρας τὴν ἀγνοεῖ.
Ἐκείνη ἐπιμένει. Πεινάω κι ἐγώ. Αὐτὸς τὴν κοιτάζει κι
ἀπορεῖ. Σηκώθηκες; Θέλεις νὰ φᾶς τὶς σάρκες σου; Γελᾶ. Καὶ τί
σοῦ ’μεινε ἐσένα; Ἐκείνη ξέρει. Ἀνοίγει τὸ στόμα της.
Ἀνοίγει καὶ ξεπροβάλλουν τὰ δόντια. Θὰ τὸν δαγκώσει. Αὐτὸς θὰ
κομματιαστεῖ. Δάχτυλα δέκα, μετράω, χέρια δύο, ἀκούω, πόδια
δύο, βλέπω, κεφάλι ἕνα, αἰσθάνομαι κι ὕστερα ἄλλο. Ἐκείνη
ρίχνει τὰ κομμάτια του στὸ νερὸ ποὺ βράζει καὶ ξεκλειδώνει τὴν
πόρτα.
Προχωράει στὸ σκοτεινὸ
διάδρομο. Θ’ ἀνάψει τὸ φῶς. Θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τῆς
γειτόνισσας. Τὸ κλειδὶ ξεκλειδώνει. Κάνει τὸν ἴδιο θόρυβο μὲ
τὸ δικό της. Τῆς ἀνοίγω. Μήπως σοῦ βρίσκεται λίγο ἁλάτι; μὲ
ρωτάει. Θὰ μοῦ χαμογελάσει. Ναί. Θὰ τῆς χαμογελάσω κι ἐγώ.
Ἔχω καὶ πιπέρι, ἂν ἐνδιαφέρεσαι, θὰ τῆς πῶ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου