9.12.16

Θωμάς Κοροβίνης, «Ιχνηλασία στην πεζογραφική ενδοχώρα του Ηλία Παπαμόσχου» ή «΄΄Το αθώο βλέμμα του αρνιού είναι ένα κάλεσμα να βγούμε απ’ το σκοτάδι΄΄»

-το κείμενό  που διάβασε ο Θ.Κ. στην παρουσίαση του  συγγραφέα ΗΛΙΑ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ στο καφέ-μπαρ ΓΑΖΙΑ- 

Θωμάς Κοροβίνης, «Ιχνηλασία στην πεζογραφική ενδοχώρα του Ηλία Παπαμόσχου» ή «΄΄Το αθώο βλέμμα του αρνιού είναι ένα κάλεσμα να βγούμε απ’ το σκοτάδι΄΄» 

Για να μιλήσεις για την αξία της αφηγηματικής τέχνης κάποιου απαιτείται η επαναληπτική ανάγνωση, και πλέον αυτής το «διαφορετικό» διάβασμα και η επόμενη σπουδή, η διερεύνηση του εσώτερου προσώπου του, το ξεσκάλισμα των μη ορατών δια γυμνού οφθαλμού περιοχών του λόγου, προς άγραν και ανάδειξιν των κρυφών πλευρών, του πιθανού μυστικού ή των μυστικών που ο συγγραφέας από ένστικτο ή σκοπιμότητα έχει σε εμφανή ή απόμερα σημεία ενθυλακώσει. Πολλώ μάλλον όταν πρόκειται για έναν πεζογράφο ιδιάζουσας υφής και με έντονο και εντελώς διακριτό προσωπικό στυλ σαν τον Ηλία Παπαμόσχο.


Ιχνηλασία λοιπόν, όχι τόσο ως επόπτευση πάνω στα σημάδια που αφήνει ο συγγραφέας στο πέρασμά του από τον κόσμο της γραφής με στόχο την τοποθέτησή του σε ομάδα ή γενιά με ομοιογενή και ομοειδή χαρακτηριστικά ή σε κάποιο λογοτεχνικό ρεύμα εποχής αλλά κυρίως ως απόπειρα καταγραφής των χναριών που επισημαινόμενα συνθέτουν το σκαρίφημα της λογοτεχνικής προσωπικότητας ενός προσφιλούς δημιουργού.
Ο Παπαμόσχος γεννιέται στην Καστοριά το 1967, ασχολείται, σπουδάζει και εργάζεται σε ποικίλους τομείς : γεωλογία, δημοσιογραφία, βιβλιοϋπαλληλία, εμπόριο, ίσως και άλλους που δεν αποκαλύπτει το σύντομο βιογραφικό του.
Μέχρι σήμερα μας έχει χαρίσει πέντε συλλογές περιεκτικών κυρίως διηγημάτων : το 2004, «Καλό ταξίδι, κούκλα μου», το 2005, «Του χρόνου κυνήγια», το 2009, «Λειψή αριθμητική», το 2011, «Ο μυς της καρδιάς» και το 2015, «Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες».
Από την μέχρι τώρα συγγραφική πορεία του έχει αποδειχτεί ότι κατέχει κάποια από τα αποτελεσματικά «κόλπα» των μάγων της μικρής φόρμας. Με τα περίτεχνα πεζογραφήματά του σ’ αυτή την ομοταξία μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι ανήκει –επί πλέον με την προίκα ενός έξοχου ατού, αυτού των ευρηματικών ανατροπών που αναπάντεχες εκπλήσσουν θαυμαστικά σπαρμένες άτακτα σε διάφορα σημεία της πρόζας του, και όχι μόνο ως επιγραμματικές εν κατακλείδι ρήσεις. Με ευδιάκριτο το προσόν της χωνεμένης σπουδής παλιότερων Ελλήνων αλλά και ξένων πεζογράφων ο Παπαμόσχος φλερτάρει εποικοδομητικά και με νεωτερικές μεθόδους γραφής.
Η αγάπη του γι’ αυτό που θα μπορούσαμε τυπικά να χαρακτηρίσουμε «παραδοσιακό άνθρωπο», μαζί με τα συναφή, νοοτροπίες, αντέτια, ατομικές και κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης και αγωγής των άρτι παρελθουσών γενεών που μας ανάθρεψαν, είναι εμφατικά εκφρασμένη σε όλα τα πεζά του. Όπως στην συλλογή «Καλό ταξίδι, κούκλα μου», όπου συν τοις άλλοις επιχειρεί μια καταβύθιση στην προσωπική του γενεαλογία, μιαν αποκαλυπτική εξοικείωσή μας με το πατρογονικό του είναι, με έτσι όμως δομημένα τα διηγήματα που η προσωπική αναφορά να αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη και να του κινητοποιεί μια παράλληλη συναισθηματική αντίδραση, δηλαδή την αυθόρμητη αναγωγή στον δικό του κλάδο καταγωγής του. Ο συγγραφέας πιστοποιεί ότι ανήκει στους λίγους λογοτέχνες-θεματοφύλακες της αγαθής μνήμης των υστερνών αυθεντικών Ρωμιών που ο βίος και η πολιτεία τους συνθέτουν την ψυχή αυτού που θα λέγαμε ουσιαστική νεοελληνική κοινωνική ταυτότητα.
Ο τύπος του ατόμου που περιγράφεται και αναδεικνύεται από το διάβα της ζωής όλων αυτών, μαζί και χωριστά, των ηρώων του –με χαρακτηριστικά, ιδιαιτερότητες, πολλαπλά χούγια και εμμονικά σύνδρομα, παλαιάς και επαρχιακής κυρίως κοπής, (ποκίλοι τύποι που ο ανθρωπογεωγραφικός χάρτης της χώρας τείνει να σημειώνει πια ως δείγματα μιας παροπλισμένης ή και αφανισθείσας ρωμαίικης κοινότητας) είναι ο κατ’ εξοχήν «ηθικός άνθρωπος» με την έννοια της φρονηματικής ακεραιότητας του καθ’ ομοίωσιν Θεού βιβλικού ανθρώπου, όπως είναι γνωστός από χωρία των Γραφών, π.χ. «ο ομνύων τω πλησίον αυτού και ουκ αθετών» κατά τον Ψαλμωδό, ή σε νεώτερες και πλησιέστερες στην γνωστική και αναγνωστική μας εμπειρία εκδοχές από στυλοβάτες της νεοελληνικής ηθογραφίας, όπως ο Βικέλας, ο Παπαδιαμάντης, ο Βιζυηνός, ο Καζαντζάκης, ο Κόντογλου και ο Δούκας.
Ο Παπαμόσχος έχει σίγουρα κατά νουν τον ταχύτατα αλλοτριωνόμενο και πολλαπλώς ετεροκαθοριζόμενο άνθρωπο της εποχής μας, σε μια ανθρωπότητα που κοντεύει να σβήσει τη μνήμη της, να χάσει εντελώς αυτό που ο Ζαν Λυκ Νανσύ ονομάζει «νοσταλγική λαχτάρα». Η ψυχική του φτιαξιά είναι τέτοια που έκλινε παιδιόθεν στην αναζήτηση της γνώσης μέσα απ’ τα διδάγματα της πείρας των γεροντότερων. Αλλά αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να ακολουθείς από φυσική έφεση μιαν άλλη αγωγή, πέρα απ’ τα ειωθότα, να μάθεις από νωρίς να κλίνεις το γόνυ στα μαρτυρικά πάθη των άλλων. Σήμερα, που όπως λέει ο Σαιντ-Εξυπερύ στον «Μικρό Πρίγκηπα» : «οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τα αγοράζουν όλα στα εμπορικά», ο δημιουργός οφείλει, σαν τον Παπαμόσχο, να πατάει με τη μισή του ζωή στην καρδιά του παζαριού αλλά την άλλη μισή έξω και κόντρα στις αγορές του κόσμου.
Όλο το έργο του είναι μουσκεμένο ως το μεδούλι από μια διαβρωτική ουσία που επισφραγίζει τα ανθρώπινα και τα δημιουργικά πεπρωμένα του, ένα τζαναμπέτικο κισμέτι, το αναπότρεπτο της μοίρας, που γεννιέσαι και ζεις μ’ αυτό, να σ’ ακολουθεί κάθε δευτερόλεπτο και να σε ορίζει απ’ έξω κι από μέσα. Ο Παπαμόσχος υποδειγματίζει πολύ φυσικά με την γραφή του προτείνοντας επίμονα μιαν ευρυγώνια αντιληπτική αίσθηση της γενέθλιας γης ως ψηφίδα συνεκδοχικής πατριδογνωσίας, με την ανάδειξη του αξιώματος ότι ο μικρός τόπος-σφραγίδα για τον μέσο κάτοικο της ιδιαίτερης πατρίδας, ιδιαζόντως δε για τον δημιουργό, μπορεί να αφορά στο πανελλήνιο –και στην εξακτίνωσή του, στην παγκοσμιότητα, όχι ως τρόπος εξοχικής αναψυχής(«δεν ξεγελιέται φύση με ξυπόλυτα Σαββατοκύριακα» είχε πει ο Καρούζος), ούτε σαν ανέξοδη εκδρομή σε μια γραφική λίμνη ή καρτ-ποστάλ από μια πολιτειούλα-συνοριακό σταθμό για την διασκέδαση της αστικής μονοτονίας αλλά μέσα απ’ αυτό μιλώντας για το πώς η προσωπική πληγή μπορεί να είναι δείκτης του καθολικού κοινωνικού τραύματος και πως η ουσία του «λίγου», το ελάχιστο, το απολησμονημένο, το παραγνωρισμένο και το άγνωστο έχει την δυνατότητα και την δύναμη στην συμπύκνωσή του να αναφέρεται ή και να περιέχει το «πολύ». «Μια ανθρωπογεωγραφία της λιμνοφυούς πόλεως ήταν εξ αρχής η φιλοδοξία μου» έχει δηλώσει αυτοσυστηνόμενος το 2011 στην «Ελευθεροτυπία». Τη λίμνη αυτή που «όταν αδειάσει, θα καθρεφτίσει τ’ ουρανού τα χώματα», όπως λέει ο ίδιος στο έξοχο κείμενό του «Δίκην νησίδος»(«Τα Νέα», 30-31 Ιουλίου 2016), την εξέλαβε ως το προσδιοριστικό και καθοριστικό για τον ίδιο δίπολο έλξης και απώθησης : απ’ τη μια ως αρχετυπικό σύμβολο κοσμογονίας και αναγέννησης, μήτρα αγλαή και αείφωτη γεννεσιουργό ζωτικότητας και δημιουργίας -αναλογικά με την «Μακρινή μητέρα, ρόδο μου αμάραντο» του «Άξιον εστί» του Ελύτη- κι απ’ την άλλη ως την αδιαπέραστη, αφεγγή μητριά-μάνα ενός ερεβώδους σύμπαντος που κανονίζει παρελθόντα, παρόντα και μελλούμενα της επικράτειάς της (αναλογικά με την «Κυρά ζωή σκοτεινή μητέρα» της «Μελισσάνθης» του Γκάτσου).
Ο «κόσμος» με την έννοια που δίνουν στη λέξη οι αρχαίοι είναι πλήρης ο εξωτερικός διάκοσμος, το συμπαντικό ντεκόρ γύρω απ’ την ανθρώπινη ύπαρξη. Η πεζογραφία του Παπαμόσχου είναι μια διηνεκής, ατέρμονη συνομιλία επιλεκτικών περιοχών του κόσμου τούτου, με τα πολυποίκιλα αναρίθμητα πλάσματα, και ιδίως τα πλέον «αγαθά» εξ αυτών, πετεινά και ερπετά και τα άλλα, με τον αδιερεύνητο, βαθύζωνο εσωτερικό κόσμο του συγγραφέα.
Η ζωή που μας χαρίστηκε είναι τόσο σπάταλη που υποχρεώνει όσους ευγνώμονες να περιφρονούν τους αχάριστους και τους τσιγκούνηδες. Έτσι κι αλλιώς η πιστή συνοδός της, η ειμαρμένη, χαρίζεται ή τσαλακώνει τον καθένα μας ανάλογα με τα κέφια της.
Οι αχαμνοί ήρωες, αυτοί που δεν τους επιτράπηκε να ξεδιπλώσουν τα ψυχικά τους χαρίσματα, αυτοί που δεν αξιώθηκαν έστω και το χαμηλότερο βήμα για να αρθρώσουν ανθρώπινη φωνή, έχουν πρωτεύουσα θέση στην προσωπική μυθολογία του Παπαμόσχου. Πολλές πρόζες του είναι οργανωμένες με βάση κομμάτια της διαδρομής του βιογραφικού μιας τέτοιας παρακατιανής για τους άλλους προσωπικότητας, μιας ασήμαντης τυπικά ύπαρξης, ενός ισχνού επιβιώματος μιας σαρωμένης ζωής. Αλλά με απροσδόκητα πλούσιο μυστικό κόσμο. Καθένας τους κι ένας μικρός άγνωστος πλανήτης μιας μισο θαμμένης –σαν ζωντανού-νεκρού- ζωής και μιας αξιοσήμαντης καρδιάς ξέχειλης από «ανθρωπίλα».
Η ψυχική αταραξία που ήταν ισόβιος στόχος των Στωϊκών δεν επιτυγχάνεται παρά μόνο με τον δαμασμό του δυσαχθούς πόνου. Ολόκληρη η υφήλιος είναι κατάμεστη από ανακυκλούμενες τροχιές βασάνων και βασανισμών. Μια εκδοχή σοβαρή της ιστορίας του κόσμου συνιστά αυτός ο αέναος κύκλος αλυσιδωτών επαναλήψεων από κάθε λογής ντέρτια στον οικουμενικό χωροχρόνο. Γι’ αυτό και ο Επίκουρος έγραψε : «Η μεν γαρ πάσα γη μετά πόνων ζη και τούτων καταληπτική γέγονε»(όλη η γη ζει με καημούς και γι’ αυτούς παραχωρεί τον περισσότερο χώρο). Τον 5ο αι. αναδείχτηκε η συνειδητή αξίωση της «αλυπίας» και χρησιμοποιήθηκε ο γνωστός όρος «τέχνη αλυπίας». Όπως ο γιατρός προσκαλείται να παρηγορήσει λιγοστεύοντας ή απαλείφοντας τους σωματικούς πόνους, έτσι και ο τεχνίτης του λόγου καλείται να καταπραϋνει την λύπη με την ομιλία.
Οι τραγικές πρόζες του Παπαμόσχου προσφέρουν ψυχοθεραπευτική κάθαρση, καθώς ο συμπάσχων αναγνώστης βιώνοντας με έντονη συναισθησία τα μαρτυρολόγια των ηρώων του παραδίδεται σταδιακά σε μια παθητική σαγήνη αφήνοντας το άρωμά τους να επενεργήσει λυτρωτικά για την «φαρμακεία» της ψυχής του.
Ο Παπαμόσχος είναι ένας ανήσυχος δύτης που ανιχνεύει στα απύθμενα του βιωματικού βυθού, πασχίζοντας στοχαστικά πάνω στην αντιστοίχηση του εσωτερικού χωροχρόνου που είναι το βιογραφικό διάνυσμα μιας ατομικής ζωής, σχηματικό και ουσιαστικό, με τον εξωτερικό χωροχρόνο που είναι το εντόπιο και σε απόλυτη διεύρυνση το καθολικό σύμπαν με όλες του τις παραμέτρους. Κάποιες από εκείνες τις βασικές σχέσεις ανάμεσά τους που συστήνουν την ισορροπία των δύο συστημάτων, οι οποίες έχουν διαταραχθεί ανεπανόρθωτα, φαίνεται να αναδύονται μέσα απ’ τον λόγο του συγγραφέα. Συντετριμμένος και αμήχανος απ’ αυτό το βάραθρο μέσα στο οποίο ραγδαία κατακρημνιζόμαστε όλοι την εποχή της ασυνεννοησίας που διανύουμε, δεν έχει σαφή πρόταση. Εκτός ίσως απ’ την αγάπη, που προκύπτει όμως ως προτεινόμενη εκδοχή πλεύσης μέσα στην κοινωνική τρικυμία. Σ’ αυτό μοιάζει με τον Πεντζίκη που αρνούμενος την πρόταση των ιδεολογικών λύσεων για την επίτευξη της ατομικής και κοινωνικής ευτυχίας γράφει : «Και τι ωφελούν οι ιδέες σε έναν διαλυμένο, σαν κομμένο γάλα, κόσμο; Καταντούν σκουπίδια!».
Η λογοτεχνία είναι ένας ωκεανός απροσμέτρητου βάθους και αδιάλειπτης έκτασης σπαρμένος με μικρά και μεγάλα θαύματα. Που τα πραγματοποιούν οι συγγραφείς. Με δύο εργαλεία : τους τρόπους και τις λέξεις. Οι τρόποι έχουν σχεδόν όλοι δοκιμαστεί. Απομένει μάλλον η επίδειξη της ευρεσιτεχνίας των παραλλαγών τους. Οι λέξεις όμως; Στο σύμπαν του λόγου δεν υφίστανται απαγορεύσεις στη χρήση τους, ακόμη και στην ανακομιδή και την αναστατική χρήση λέξεων ξεθαμμένων μέσα από απολησμονημένα κενοτάφια. Μέχρι το 2014 μια υπεραιωνόβια Κινέζα, η Χουανί, ήταν η στερνή εκπρόσωπος μιας μυστικής γλώσσας που στηριζόταν σε σύμβολα σχεδιασμένα πάνω σε εσώρουχα και βεντάγιες μιας κατατρεγμένης κάστας γυναικών, εξόριστων απ’ την σατραπική αντρική γλώσσα. Ήταν η τελευταία λαθρεπιβάτης του κινέζικου αλφαβήτου, όπως αναφέρει ο σοφός Εντουάρντο Γκαλεάνο στους «Καθρέφτες» του. Όμως μια λαθρεπιβάτης που δεν κληροδότησε σε κανέναν τον σπάνιο γλωσσικό θησαυρό που λουφάριζε στο αμπάρι.
Η ιδιοτυπία της μεταχείρισης των μορίων, των λεκτικών συνόλων και των συνδυασμών τους η ευρηματικότητα στη μέθοδο της κατάταξής τους, η αναστροφή των δεδομένων της έκφρασης και οι πειραματισμοί πάνω στην συντακτική δομή, είναι όλα όπλα πολύτιμα στην φαρέτρα του λογοτέχνη για την κατασκευή του προσωπικού του ύφους. Με τον φόβο πάντοτε μήπως οι επαναλήψεις μιας έστω και πετυχημένης μανιέρας κουράσουν. Ο Παπαμόσχος είναι άτυπος εκπρόσωπος μιας συνομοταξίας συγγραφέων που επιμένουν –με φυσικό δικαίωμα- να διασώζουν ιδιόλεκτα και να συντηρούν στη ζωή των γραπτών τους ζωντανές ακόμη περιοχές της νεοελληνικής γλώσσας –άρα και της κοινωνίας- που έχουν παροπλιστεί, εξοστρακιστεί απ’ την μέση γλωσσική νόρμα που καλπάζει προς συνολική ομογενοποίηση. Αυτή η έμμονη εργασία που προϋποθέτει συνειδητό φρόνημα και στόχευση και που, με πρωτεργάτες τους πατριάρχες του νεοελληνικού διηγήματος, την έχουν παρακολουθήσει νεώτεροι, όπως π. χ. ο Χουλιαράς, ο Δημητρίου, ο Μακριδάκης, ο υποφαινόμενος και άλλοι, είναι ευεργετική με αξιολογική παράμετρο την ανάγκη να μην απολέσει η ελληνική τον αστείρευτο γλωσσικό της πλούτο. Ακόμη και η διάσωση στον γραπτό λόγο μιας στριμμένης εκδοχής της ντοπιολαλιάς έχει αξία μοναδική.
Από την αρχή της ανάγνωσης ενός κειμένου του Παπαμόσχου η πρόκληση συγκινησιακής φόρτισης είναι δεδομένη. Χωρίς ίχνος αισθηματολογίας ή ρομαντισμού, σε στοχεύουν λόγια που συγκινούν ασυνήθιστα, καθώς ακούγονται εκστομισμένα σα φτυσιές ενός αγανακτισμένου μάγκα που ηχούν όμως σαν ανάποδα διαβασμένη τρυφερότητα.
Γιατί, η τρυφερότητα, όχι σαν μορφή ευσυγκινησίας ή φιλάνθρωπης ευαισθησίας αλλά ζυμωμένη με την ακραία αγριάδα που η ίδια η ζήση αφειδώς σκορπάει, πότε μπρος, πότε πίσω για όλους μας, με το φάσμα του θανάτου να εποπτεύει παντοκρατορικά κάθε χειρονομία μας και να ανακατεύει την υπενθύμιση της ισχύος του διαρκώς, ακόμη –καμιά φορά και ιδίως – σε στιγμές απογειωτικής αγαλλίασης, ικανοποίησης, ας πούμε «ευτυχίας», έτσι λοιπόν σε πολλά απ’ αυτά τα γραπτά η οικεία τρυφερότητα, η στοργή για τα ανθρώπινα και το έλεος αντισταθμίζονται στη μείξη τους με ρωμαλέες επιθέσεις σκληρότητας και κυνισμού σαν ένα αμάλγαμα γλυκόπικρης αίσθησης σε δυνατές δόσεις, όπως π. χ. η εκρηκτική θερμοκρασία της Τζάνις Τζόπλιν ερμηνεύει σε ψυχεδελικό κρεσέντο τα τραγουδοποιήματα της ιεράς οργής της παντρεύοντας το καλό με το κακό, για να ξορκίσει τον μεγάλο θηρευτή των σωμάτων απ’ την παγανιά του και να σαρώσει και το τελευταίο οχυρό της πιο ακατάδεχτης ψυχής.
Η υπέρβαση έρχεται για να μας μεταφέρει σε άλλες σφαίρες, μη γήινες. Πέρα δηλαδή από τους ρεαλιστικούς χαρακτήρες και τις ιστορίες που αφηγούνται, πραγματικές ή φανταστικές αδιάφορο, το όλο κλίμα μετατίθεται σε μιαν υπερβατική, μεταφυσικής χροιάς διάσταση ποιητικής μορφής που αγγίζει την αφθαρσία των διαχρονικών θρύλων. Το θεϊκό δένεται με το επίγειο, η ωμή αλήθεια με το ταξιδιάρικο όνειρο, η γέννηση των πλασμάτων σαν αναφορά στην απώτατη κοσμογονία, με το παγερό βασίλειο των «οστών των γεγυμνωμένων». Ως και τα ξύλινα πουλιά του τέμπλου συμμετέχουν ψυχικά στο τελετουργικό της ανακομιδής στο συναρπαστικό «Ξεχωμάτισμα». Κάθε θνητός, δεσμώτης του «Απωλεσθέντος Παραδείσου», πρέπει να εννοήσει βαθιά ως το μεδούλι του την απέραντη ορφάνια, την χηρεία, την απώλεια των τέκνων, το πένθος για τους φίλους κι αδερφούς, για να βρει μέσω αυτής της ήρεμης αποδοχής της μόνης διαιώνιας υπερδύναμης, εκείνης του παντοκράτορος Άδη, ξανά την δική του Εδέμ.
Πολλά πεζά του Παπαμόσχου είναι καθαρόαιμοι θρήνοι. Θρήνοι για χαμένα πρόσωπα και για αλλεπάλληλα φονικά που δεν κουράζεται η ανθρώπινη μωρία να σκαρώνει αφανίζοντας εκλεκτές καλλονές της χλωρίδας και της πανίδας απορφανίζοντας τη μάνα-φύση. Θρήνοι και έλεγοι, εκφρασμένοι σε όλη τη γκάμα του βεληνεκούς της πενθηφορίας με έμφαση στον βουβό αποσταγμένο πόνο που σκάβει τον πάτο της ψυχής μέχρι να την τρυπήσει. Θρήνοι λατρευτικοί που απηχούν την βαθύχρονη κοινωνική εμπειρία της ρωμαίικης ψυχής μακρινές αναγωγές, όπως οι γόοι του Αχιλλέα για τον Πάτροκλο, τα ταφικά επιγράμματα, τα θρηνητικά ανακαλήματα τα λαϊκής μούσας που ύμνησε σπαραχτικά κάθε τόσο κι από μια χαμένη πατρίδα για να μη την φάει η λησμονιά. Δεν κλαίμε όμως μόνο για να θρηνήσουμε, να τιμήσουμε, να μην ξεχάσουμε αλλά και για να χτίσουμε κάτι ζωντανό μέσα απ’ το μαράζι μας. Το είπε καίρια και επιγραμματικά στο αθάνατο δοκίμιό του «Ζώντες και τεθνεώτες» ο πολύκλαυστος φίλος, ο μέγας στοχαστής Κωστής Παπαγιώργης : «Το πένθος έχει κι αυτό την ενεργητικότητά του».
Το χιούμορ, τα χωρατά, η σάτιρα, και ενισχυμένα ο σαρδόνιος σαρκασμός, χρησιμοποιούνται ευθέως ή υποδόρια αφήνοντας συνήθως μια στυφή επίγευση.
Από την εκμετάλλευση ενός γνωστικού πεδίου εμπεδωμένης ανθρωπογνωσίας του συγγραφέα –η οποία ενισχύεται από την διηνεκή ανάγκη για την λύτρωση απ’ τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της επαρχιώτικης μιζέριας- μόνο πλουσιοπάροχα δώρα παράγονται.
Σαν παραμύθια παλιοκαιρίσια, απίστευτα στ’ αυτιά, ακούγονται κάποιες αφηγήσεις ή σαν επινοήσεις απόκοσμων σεναρίων, άλλες πάλι σαν ευαγγελικές παραβολές, και άλλες, πολύ εντυπωσιακές και υποβλητικές, σαν ετεροχρονισμένες συνέχειες παπαδιαμαντικών ιστοριών, σαν αυτήν με το εκδικητικό φάντασμα στο εβραίικο σπίτι, σαν εκείνη με το λείψανο της Περιστέρας που φέγγει ώρες μετά τη θανή της όπως των αγίων ή σαν το εξαήμερο παλικαρίσιο χαροπάλεμα στο ψυχομαχητό του θείου Κωνσταντίνου ή «Τανάλια» -που τόσο θυμίζει τον «Θάνατο παλικαριού» του Κωστή Παλαμά, ένα απ’ τα κορυφαία των κορυφαίων ελληνικό διήγημα.
Η ορθόδοξη παράδοση, αυτή η κιβωτός του ανατολικού ελληνισμού, διακριτό γνώρισμα της σύνολης ταυτότητάς μας, φαίνεται με την ανάγλυφη ψηλάφηση των διηγημάτων να απασχολεί ιδιαίτερα τον συγγραφέα, σαν κομμάτι της κληρονομιάς του και κληρονομιάς μας.
Η ανθρώπινη ματαιοδοξία και μωροφιλοδοξία, ο ωφελιμισμός και η πλουτομανία, η ακαταδεξιά και η αχαριστία, ως αρνητικά και βλαπτικά στοιχεία συμπεριφοράς και αγωγής πλήττονται καίρια με τρόπο παραδειγματικό που διαπνέει την υπόθεση χωρίς ηθικοπλαστικές προθέσεις.
Η μη τήρηση του λόγου και η προδοσία στιγματίζονται επίσης ως αποτρόπαια σημεία τα ανθρώπινης μειονεξίας. Όπου «Θερμοπύλες», εκεί και «Ανοπαία οδός». Αυτήν προμελετά ο κάθε φορά Εφιάλτης για να οδηγήσει τους εκάστοτε «Αθάνατους» κάποιου Ξέρξη να εξολοθρεύσουν τους ορκισμένους αμύντορες ενός άσπιλου ιδανικού.
Ούτε μοιρολατρική θεώρηση της ζωής, ούτε θανατοφοβία αναδύεται απ’ την χρήση ή μάλλον την συχνή υπόμνηση της φθαρτότητας και τα θνητότητας από αυτήν την ιδιοφυή και ευρηματικότατη ως προς το περιεχόμενό της πεζογραφία. «Χαίρε παροδίτα», καλωσορίζει τον διαβάτη ο φιλοξενούμενος μιας ελληνορωμαϊκής σαρκοφάγου της Θεσσαλονίκης. Την παροδικότητά μας απ’ αυτό το ομορφάσχημο ταξίδι της ζωής ο Παπαμόσχος, έχοντας δοκιμάσει από νωρίς στο πετσί του τα τερτίπια της, την γνωρίζει καλά. Όμως οι αδικοθανατισμένοι, όσοι βιάστηκαν να μας αποχαιρετήσουν, εκείνοι που βαραίνουν μέσα μας γιατί μας κέρασαν άθελά τους στα μικράτα μας το φαρμάκι της ορφάνιας, δε βολεί να σωπάσουν ποτέ.
Οι περισσότεροι ήρωες του Παπαμόσχου, είτε βουτηγμένοι στο ασίγαστο πένθος τους, είτε μέσα απ’ τις εξάρσεις του θυμικού τους, κραυγάζουν. Ο συγγραφέας εκπέμπει μέσω αυτών τα δικά του σήματα πόνου εξωτερικεύοντας την αγωνία του. Αγωνία για αυτοδικαίωση, για αποκατάσταση της κοινωνικής αδικίας, για τη ρεβάνς των χαμένων ονείρων, για τη δίψα για αληθινή ζωή. Παρόλο που ο ίδιος ξέρει καλά ποια είναι η αλήθεια, αυτό που συμπυκνώνεται σε δυο φράσεις του Μπέκετ : «Ο αέρας είναι γεμάτος απ’ τις κραυγές μας. Αλλά η συνήθεια τις σβήνει».
Μέσα στον ζοφώδη βόθρο που βιώνουμε μόνο σε κάτι αφιλοκερδείς και γενναιόδωρες προσφορές των φωτισμένων ακέραιων δημιουργών μπορεί να φωλιάζει ακόμη σπέρμα φωτός ζωοποιού ελπίδας. Απ’ αυτή την πλευρά –ανεξάρτητα αν σπάνια αναγνωρίζεται- έχουμε χρέος απέναντι στους καλούς ποιητές, τους χωρίς προσωπικό ωφελιμισμό σκαπανείς του πνεύματος για την ευεργεσία της ανθρωπότητας. Ας τους αφουγκραστούμε μέσα απ’ το θαυμάσιο επιμύθιο ενός ελεγειακού ποιήματος του Χάϊλντερλιν : «Όμως αυτό που μένει είναι η δωρεά των ποιητών».
Ο Ηλίας Παπαμόσχος συνιστά εντέλει την περίπτωση ενός ρωμαλέου στυλίστα πεζογράφου με αποχρών προσωπικό στίγμα, που εκφράζει μια δικής του επινόησης επιτυχή μείξη του ηθογραφικού και του ψυχογραφικού διηγήματος. Θεραπεύει τα γράμματα με μια προσωπικότητα ευγενική, μετρημένη, φιλάνθρωπη και πολλαπλά γοητευτική. Και, όπως δηλώνει κι ο ίδιος ο συγγραφέας : «Υπηρετούμε την τέχνη μας με όπλο μόνο τον σεβασμό».

Δεν υπάρχουν σχόλια: