1.1.20

Αστυνομικά, 265 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη (1939-1957)

Μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αρχείο, σε δική μου επιμέλεια, ένας τόμος με 265 χρονογραφήματα του Κώστα Βάρναλη που έχει τον τίτλο «Αστυνομικά». Όπως αφήνει να εννοηθεί ο τίτλος, πρόκειται για χρονογραφήματα που έχουν ως αντικείμενο τις μεγάλες και (κυρίως) τις μικρές ειδήσεις του αστυνομικού δελτίου: από γεγονότα που συντάραξαν την κοινή γνώμη και έγιναν πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες έως ειδησάρια για μικροπεριστατικά που δεν αξιώθηκαν παραπάνω από ένα μικρό μονόστηλο σε μια γωνία της τελευταίας σελίδας.
Να θυμίσω ότι από τις ίδιες εκδόσεις έχω παρουσιάσει δύο άλλους τόμους με δημοσιογραφικά κείμενα του Βάρναλη: τα Γράμματα από το Παρίσι και το Τι είδα εις  την Ρωσσίαν των Σοβιέτ και στη συνέχεια έναν πρώτο τόμο με χρονογραφήματα για την Αθήνα και την Αττική, τα «Αττικά», που κυκλοφόρησε πέρυσι τέτοιον καιρό. Σκοπός μας είναι, όσο αντέχουμε, να βγάλουμε κι άλλους τόμους με χρονογραφήματα του Βάρναλη, όπως Ταβέρνα και καφενείο, Τα δυο φύλα, Γλωσσικά και φιλολογικά.

Τα χρονογραφήματα που περιλαμβάνονται στον τόμο δημοσιεύτηκαν σε τέσσερις εφημερίδες της Αθήνας από το 1939 έως το 1957, τις εξής:
Πρωία, 1939-1944
Προοδευτικός Φιλελεύθερος, 1950-1953
Προοδευτική Αλλαγή 1953
Αυγή 1953-1957
Η μερίδα του λέοντος των χρονογραφημάτων του τόμου (σχεδόν τα δύο τρίτα) ανήκουν στη μεσαία περίοδο, στα σχεδόν τριάμισι χρόνια 1950-1953. Δεν είναι παράλογο: στην Κατοχή η ειδησεογραφία είναι αποστειρωμένη και η γκάμα των επιτρεπτών θεμάτων στενή, ενώ τα χρονογραφήματα στην Αυγή έχουν πολιτικό κυρίως χαρακτήρα.
Αντίθετα, στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια της περιόδου 1950-53, τα χρονογραφήματα του Βάρναλη αντλούν συχνότατα το θέμα τους από την τελευταία σελίδα των εφημερίδων, τη σελίδα με τα κάθε λογής ειδησάρια, όπως άλλωστε το δηλώνει ρητά κι ο ίδιος:
Καθρέφτης της παντοτινής και καθημερινής «ευημερίας» της χώρας είναι η τελευταία σελίδα των εφημερίδων. Ομιλώ για την ευημερία του λαού―των «κάτω στρωμάτων», που λένε. (…) Ομιλώ για την ευημερία των ανέργων, των αστέγων, των ανοσηλεύτων, των «αγραμμάτων» και των «ορεσιβίων»!
Και ακόμα πιο απερίφραστα, χωρίς ειρωνεία: Η τελευταία σελίδα των εφημερίδων είναι ο ηθικός καθρέφτης του πολιτισμού μας. Εκεί αναγράφονται τα συνηθισμένα εγκλήματα της προηγούμενης ημέραςΤα συνηθισμένα, τα χιλιοειπωμένα, τα χωρίς πρωτοτυπία, τα ίδια και τα ίδια! Τα βαρετά!

Τα χρονογραφήματα λοιπόν που περιλαμβάνονται στα «Αστυνομικά» έχουν ως πρώτη ύλη τους αυτά ακριβώς τα περιφρονημένα και αξιοπεριφρόνητα μονόστηλα ειδησάκια, που δεν τους ρίχνει κανείς δεύτερη ματιά: στυγερά εγκλήματα αλλά και ευτελείς κλοπές· ευφυείς απάτες και θλιβερές αυτοκτονίες· πολύ αίμα και μπόλικη δυστυχία. Σπάνια κάποιο έγκλημα θεωρείται αρκετά τρανταχτό ώστε να πάρει προαγωγή για την πρώτη σελίδα, όπως ας πούμε ο δράκος της Καλογρέζας προπολεμικά ή της Βουλιαγμένης μεταπολεμικά.
Γεννιέται το ερώτημα: αν η πρώτη ύλη των χρονογραφημάτων είναι τόσο αδιάφορη, έχει νόημα να ξαναδιαβάσουμε τα χρονογραφήματα εβδομήντα χρόνια μετά, τη στιγμή που τα συμβάντα που έδωσαν στον χρονογράφο αφορμή και έμπνευση έχουν ξεχαστεί προ πολλού; Πιστεύω πως ναι, πως αξίζει να δούμε πώς σχολιάζει ένας κορυφαίος πνευματικός άνθρωπος κι ένας μεγάλος μάστορας της πένας αυτά «τα συνηθισμένα, τα χιλιοειπωμένα, τα βαρετά» εγκλήματα.
Θα δούμε ότι ο Βάρναλης συνήθως δεν στέκεται στο μικροπεριστατικό, αλλά προσπαθεί να αναδείξει τις αιτίες (π.χ. «Το έγκλημα 90 στα εκατό έχει για αιτία του την πείνα· η πείνα την αναδουλειά· κι η αναδουλειά την κοινωνικήν Αδικία») και, κάποτε, να προτείνει θεραπεία, όπως π.χ. για την αναγνώριση των εξώγαμων παιδιών.
Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι δεν χλευάζει τον αδύνατο παραβάτη· παίρνει το μέρος του φτωχού που έκλεψε, αλλά δεν τσιγκουνεύεται την ειρωνεία για τους τραμπούκους, τους παλικαράδες και τους δυνατούς που αδικούν.
Επίσης, διαβάζοντας το βιβλίο καταρρίπτεται η εντύπωση πως μόνο στην εποχή μας συμβαίνουν βίαια και ειδεχθή εγκλήματα· συνειδητοποιούμε όμως πόσο χειρότερη ήταν η θέση της γυναίκας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια.
Πράγματι, πολλά από τα χρονογραφήματα αφορούν τις σχέσεις των δύο φύλων, και σε κάποιες περιπτώσεις ήταν δύσκολη η απόφαση αν ένα χρονογράφημα θα καταταγεί σε τούτον τον τόμο ή στον μελλοντικό που θα αφορά ακριβώς τον έρωτα και τις σχέσεις των φύλων. Σε πολλές περιπτώσεις σχολιάζονται εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, αρκετά από αυτά φόνοι γυναικών για «λόγους τιμής». Θα δούμε τον Βάρναλη να συμπαραστέκεται συστηματικά στο αδύνατο μέρος, στις γυναίκες:
Πάντως, η γυναίκα είναι περισσότερο δικαιολογημένη από τον άντρα, για λόγους πάλι υπερατομικούς. Η θέση της στην κοινωνία και στην νομοθεσία είναι κατώτερη από του άντρα. Κι ενώ ο άντρας, που του φεύγει η γυναίκα του δεν ατιμάζεται, εξόν εάν το θέλει ο ίδιος να το πάρει έτσι το ζήτημα, η γυναίκα (εννοώ η ανύπαντρη), που την παρατάει ο εραστής της και μάλιστα με παιδί στην αγκαλιά, είναι γυναίκα ατιμασμένη, αν όχι εδώ στην Αθήνα, που οι αντιλήψεις έχουν αρκετά εξελιχθεί προοδευτικά, τουλάχιστο στις στενές κοινωνίες των επαρχιών.
Δυστυχώς τη δικαιοσύνη την απονέμουν οι άντρες, που πάντα αθωώνουν τους συζύγους, τους αδερφούς, τους πατέρες που σκοτώνουνε τη γυναίκα τους, την αδερφή τους και την κόρη τους «για λόγους τιμής».
Τα χρονογραφήματα και του τόμου αυτού είναι γραμμένα με κέφι και με άφθονη ειρωνεία, με τη χαρακτηριστική του μαστοριά, με την αστραφτερή, χυμώδη δημοτική γλώσσα του.
Γούστο έχουν εκείνα τα χρονογραφήματα που είναι εμπνευσμένα από κάποιο ασήμαντο περιστατικό, π.χ. έναν καβγά «δι’ ασήμαντον αφορμήν», που κατέληξε σε μικροτραυματισμό: με πολύ κέφι, ο Βάρναλης προσπαθεί να αναπαραστήσει τη σκηνή, φτιάχνει διαλόγους ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του ειδησαρίου, παρουσιάζει και την μια και την άλλη πλευρά των επιχειρημάτων.
Ειδικά στη μεταπολεμική περίοδο, όμως, η ειρωνεία του Βάρναλη γίνεται ολοένα και περισσότερο πικρή και καυστική, ενώ παίρνει και νότες παραδοξολογίας. Εύκολα εξηγείται αυτό, αν σκεφτούμε ότι, από τη σκοπιά του ποιητή, ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα: όσοι επί Κατοχής αντιστάθηκαν στον κατακτητή και έδωσαν το αίμα τους βρίσκονται στις φυλακές και τις εξορίες σαν προδότες της πατρίδας, ή, όπως το λέει ο ίδιος, «Από τη στιγμή, που η Προδοσία θεωρήθηκε εθνική πράξη κι η Αντίσταση κατά του εχθρού προδοσία, τίποτα δεν μπορεί να μείνει στη θέση του». Κι ο παραλογισμός συνεχίζεται στα μετεμφυλιακά χρόνια όπου «Ο ‘πίνακας των αξιών’ έχει ανατραπεί: εγκλήματα δεν είναι οι εγκληματικές πράξεις, αλλ’ οι πολιτικές ιδέες» ή, πιο σύντομα, «δεν είναι έγκλημα το να εγκληματείς παρά το να φρονείς».
Έτσι, δεν είναι περίεργο που συχνά ο Βάρναλης καταφεύγει στην παραδοξολογία ή στον κυνισμό («Τώρα που η ζωή του ανθρώπου δεν αξίζει μια πεντάρα»). Για κάποιον ευφυή απατεώνα, συμπεραίνει: «Αλλά παρ’ όλη του την αλεπουδοσύνη ήτανε πολύ κουτός. Δεν ήξερε, πως για να πετύχει και να γίνει μέγας, δεν έπρεπε ν’ απατάει άτομα παρά λαούς ολάκερους!» ενώ θεωρεί παρήγορο σημάδι που ακόμα συμβαίνουν γυναικοκαβγάδες: «Μέσα στους ποταμούς των αιμάτων ένα τακούνι, μια παντόφλα· ανάμεσα στα διάφορα πολεμικά μέτωπα ένας γυναικοκαβγάς είναι παρήγορα σημάδια, πως δε χάθηκε ακόμα η ανθρωπιά από τον κόσμο. Όσο θα υπάρχουνε τέτοιου είδους ειδυλλιακοί γυναικοκαβγάδες, δε θα χάσουμε την ελπίδα, πως κάποτε θ’ αγαπήσει ο κόσμος και θα πάψει ν’ αλληλοσκοτώνεται…».
Επειδή ο Βάρναλης συνηθίζει να διανθίζει τα χρονογραφήματά του με παραθέματα στίχων και φιλολογικές αναφορές, ο επιμελητής έχει πολλή δουλειά να κάνει, κι έτσι ο τόμος έχει εκατοντάδες υποσημειώσεις. Προτίμησα να σχολιάσω και κάποια πράγματα που ορισμένοι αναγνώστες θα τα βρουν γνωστά και αυτονόητα. Πάντως, πρέπει να πω ότι απέφυγα να αναζητήσω λεπτομέρειες για κάθε συμβάν του αστυνομικού δελτίου που μνημονεύεται στα χρονογραφήματα, καθώς έκρινα ότι τούτο δεν θα πρόσθετε πολλά, ενώ θα φόρτωνε τις σελίδες του βιβλίου με άλλες τόσες εκατοντάδες υποσημειώσεις. Έτσι, επεξηγώ τα περιστατικά μόνο όπου έκρινα ότι η επεξήγηση συμβάλλει ουσιαστικά στην κατανόηση, καθώς και σε ορισμένες περιπτώσεις «πολύκροτων» εγκλημάτων.
Το βιβλίο καλώς εχόντων των πραγμάτων θα βρίσκεται στα κεντρικά βιβλιοπωλεία. Εγώ ακόμα δεν το έχω πιάσει στα χέρια μου παρά μόνο το «ψευτοαντίτυπο», εκείνο που τυπώνεται για να γίνουν πάνω του οι τελευταίες-τελευταίες διορθώσεις.
Επειδή το βιβλίο είναι μεγαλούτσικο, 376 σελίδες, μοιραία η τιμή του είναι τσουχτερή: 22 ευρώ, δηλαδή 19.80 με την έκπτωση. Δεν γινόταν όμως να τιμολογηθεί φτηνότερα, δεν έβγαινε. Ας πούμε ότι είναι ένα ωραίο δώρο για τις γιορτές -και εδώ μπορείτε να ξεφυλλίσετε ένα μέρος του βιβλίου.
Αλλά ας δούμε ένα ολόκληρο χρονογράφημα, που δημοσιεύτηκε στην Πρωία στις 24 Αυγούστου 1941.
Το ρόπαλο της Ευαγγελίας
Πρέπει να χτυπήσουνε τα τηγάνια τους χαρμόσυνα και να σημαιοστολίσουνε την οικογενειακή τους εστία όλες οι γυναίκες. Μια γυναίκα, ύστερα από αιώνων σκλαβιά του φύλου της, ύψωσε το ανάστημά της και το… ρόπαλό της και ξυλοφόρτωσε τον άντρα της, τον τύραννο, κατά τέτοιον τρόπο, που θα το θυμάται σ’ όλη του τη ζωή ―αν ζήσει! Θα την πείτε μέγαιρα. Κι όμως είναι η θεά Νέμεσις! Αν τα βόδια ξέρανε τη δύναμή τους, είπε κάποιος σοφός, δε θα στεκόντανε να τα ζεύει ο άνθρωπος στ’ αλέτρι και στ’ αμάξι. Και προσθέτουμε εμείς: Θα τον ζεύανε αυτόνε τα βόδια να τα σέρνει και να δουλεύει γι’ αυτά. Το ίδιο, αν οι γυναίκες ξέρανε τη δύναμή τους, δε θα στεκότανε να τις δέρνουν οι άντρες. Θα τους δέρνανε αυτές.
Εμείς με αιώνων διδασκαλία τις κάναμε να πιστέψουνε, πως είναι πλάσματα «ασθενή» και τρυφερά, μπιμπελό και κούκλες, που όταν παραστρατίζουνε θέλουνε σωφρόνισμα. Και το καλύτερο μέσο γι’ αυτήν τη δουλειά είναι το ξύλο. Γιατί βγήκε από τον παράδεισο. Είναι το «ξύλον της γνώσεως». Κι όμως οι γυναίκες είναι όχι μονάχα το ισχυρόν φύλον, παρά και το… άσχημο (περί αυτού άλλοτες). Έχουνε τεράστια σωματική και ψυχική δύναμη. Αντέχουνε περισσότερο από τους άντρες στους πόνους και στις θλίψεις και στο κρύο και στη ζέστη και πεθαίνουνε πάντα τελευταίες, αφού θάψουνε όλο τους το αρσενικό σόι!
Εάν η πράξη της Ευαγγελίας, συζύγου Π. Σακκαλή, από τη Θεσσαλονίκη, ανησυχήσει τους άντρες, όμως μιλιούνια γυναικών θ’ αλαλάξουν από χαρά και αγαλλίαση και θ’ ανασκουμπωθούνε «διά τα περαιτέρω». Όπλα υπάρχουνε στο σπίτι: κάγκελα, καρεκλοπόδαρα, κόπανοι, στρίποδα, σομπόξυλα κλπ. Η κλασική παντόφλα είναι ανεπαρκής. Άλλωστε δεν υπήρξε ποτές. Εμείς οι άντρες φκιάσαμε το θρύλο της παντόφλας, για να πειράζουμε τους μαλακούς συζύγους, που υποχωρούνε στα καπρίτσια των γυναικών τους. Και φκιάσαμε ακόμα και μια παροιμία: «Η γυναίκα και το δέντρο θέλουνε τράνταγμα για να μας παραδώσουνε τον καρπό τους». Η πραχτική φιλοσοφία των λαών (παροιμίες και παραδόσεις) είναι όλη δημιουργία των αντρών. Αν δώσουμε και στις γυναίκες το λόγο και το… ρόπαλο, τότε θα ιδούμε πόσο «φιλοσοφικότερες» και δικαιότερες είναι από μας.
Το λοιπόν, η Ευαγγελία, αφού είδε και απόειδε, αφού δηλαδή ο άντρας της της έπρηξε το συκώτι με τις αταξίες του και της έσπασε τα παγίδια με τις γροθιές και τις κλοτσιές του, αποφάσισε να βάλει τελεία και… τάβλα σ’ αυτό το καθεστώς. Και σα γυναίκα, που έχει τη σοφία του… φιδιού (μόνο τη σοφία;), οργάνωσε νοικοκυρεμένα και αποτελεσματικά την αντιστροφή των όρων. Συνεννοήθηκε με τον αδερφό της Δ. Μαρσέλα και τη συννυφάδα της Ελένη Ξ. Σακκαλή και με τη βοήθειά τους αποφάσισε να δώσει ένα πρώτο μάθημα σωφροσύνης στον άταχτο σύζυγο.
Αλλά σε τι έφταιξε ο σύζυγος; Δεν το λέγει το… ανακοινωθέν. Είναι όμως εύκολο να το καταλάβουμε: ή έδερνε τη γυναίκα του ή μεθοκοπούσε ή ξενυχτούσε στα χαρτιά ή παραμελούσε τις συζυγικές του υποχρεώσεις, επειδή τα είχε ψήσει με τη σουρλουλού τη γειτόνισσα, που έχει άλλους δέκα «τέτοιους». Πάντως το φταίξιμό του «ουκ ην προς θάνατον»[1]. Γι’ αυτό αποφασίσανε μονάχα να τον φρονηματίσουνε―και βλέπουμε. Τον πιάσανε, λοιπόν, οι τρείς τους, μόλις θα γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι ή αρωματισμένος από την αγκαλιά της «αλληνής», τον βάλανε μέσα σ’ ένα δωμάτιο, με σιδερένια κάγκελα στα παράθυρα, κι ύστερα τον κλειδώσανε. Το «τριμελές δικαστήριον» κατόπι συνεδρίασε έξω από την πόρτα. Γιατί, φαίνεται, είχανε μεν συμφωνήσει να τον τιμωρήσουν, αλλά δεν είχανε ορίσει την ποινή.
Μια φορά κι έναν καιρό, λέει το παραμύθι, οι τσομπάνηδες πιάσανε ζωντανό το λύκο που τους έτρωγε τα πρόβατα και τον φέρανε δεμένο στην πλατεία του χωριού. Κι έγινε  συμβούλιο πώς να τον τιμωρήσουνε.
―Να τον αφήσουμε εδώ, κάτου από τον πλάτανο, να ψοφήσει της πείνας, είπε ένας.
―Να τον κόψουμε κομματάκια κομματάκια, είπε άλλος.
―Να τον ψήσουμε ζωντανό, είπε τρίτος.
Κι ένα «δήθεν» θύμα της συζυγικής ζωής είπε:
―Να τον παντρέψουμε (εξυπνάδα τάχα!)
Αλλ’ αυτήν τη φορά ο «λύκος» (ο Π. Σακκαλής) ήτανε παντρεμένος. Λοιπόν; Ξύλο αλύπητο, απεφάνθη το τριμελές! Ανοίξανε λοιπόν την πόρτα και μπήκανε μέσα οι… άγγελοι τιμωροί. Δεν παρουσιάστηκε ανάγκη να τον δέσουνε πρώτα. Το εκτελεστικό όργανο, η γυναίκα του, η Ευαγγελία, («ευαγγελίζου, γη, χαράν μεγάλην!»[2]) του έδωσε μ’ ένα ρόπαλο μια τόσο γερή χτυπιά στο κεφάλι, που τον άφησε αναίσθητο στον τόπο. Ύστερα του έδωσε κι άλλες κι άλλες και στο κρανίο και στα μούτρα και τότε κάλεσε την «ασθενοφόρα» να τον πάει ίσα στο νοσοκομείο. Η ποινή, βλέπετε, δεν ήτανε η εσχάτη, όμως πάντως ήτανε… «κεφαλική».
«Οι δράσται συνελήφθησαν», προσθέτει το ανακοινωθέν. Αλλ’ έπρεπε να συλληφθούν; Δυστυχώς τη δικαιοσύνη την απονέμουν οι άντρες, που πάντα αθωώνουν τους συζύγους, τους αδερφούς, τους πατέρες που σκοτώνουνε τη γυναίκα τους, την αδερφή τους και την κόρη τους «για λόγους τιμής». Αν όμως τη δικαιοσύνη την απένεμαν οι γυναίκες, κανένας απ’ αυτούς τους φονιάδες δεν θα γλίτωνε. Και το κακό των δραμάτων τιμής θα σταματούσε. Επίσης θα αθωωνόντανε η Ευαγγελία και η Ελένη για τη δίκαιη πράξη που κάνανε. Μην ξεχνάτε, πως η Δικαιοσύνη είναι γυναίκα κι όχι άντρας. Αν λοιπόν οι γυναίκες ήτανε δικαστές των αντρών, θα εθριάμβευε παντοτινά το δίκιο επί της γης και θα ήτανε ολότελα περιττή η… «μέλλουσα κρίσις» στους ουρανούς.
Πρέπει λοιπόν οι δυο γυναίκες ν’ αφεθούν ελεύθερες και η πράξη τους ν’ αναγραφεί σε αναμνηστική στήλη. Και το ρόπαλό τους να κατατεθεί στο ναό του Ηρακλέους, δίπλα στο ρόπαλο του αθανάτου ήρωος. Είναι το πρώτο ρόπαλο, ύστερα από αιώνες, που «ήθλησε» υπέρ του ανθρώπινου γένους κι αν δε σκότωσε το λέοντα της Νεμέας, όμως ξυλοφόρτωσε το… λύκο της Θεσσαλονίκης.
[1] Παραπέμπει στην ευαγγελική ρήση «Αύτη η ασθένεια ουκ έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού» (Ιωάν., 11.4).
[2] Από μεγαλυνάριο προς τη Θεοτόκο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: