ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός λογοτεχνίας, ο δοκιμιογράφος, ο φιλόλογος, ο μεταφραστής αρχαίας γραμματείας, ο αριστερός διανοούμενος
Ο Γιάννης Δάλλας γεννήθηκε στη Φιλιππιάδα, το 1924. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και εργάστηκε στη Μέση και την Ανώτατη εκπαίδευση. Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο δοκιμίου και κριτικής και με το Μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποιητικά
Federico Garcia Lorca, Μαυρίδης 1948
Εφτά πληγές, Μαυρίδης 1950
Απόπειρα Μυθολογίας, Δαμιανάκης 1952
Κυκλόδιωκτα, Κακουλίδης 1956
Πόρτες εξόδου, Ενδοχώρα 1960
Εξαγορά [συγκεντρωτική επιλογή], Ενδοχώρα 1965
Ανατομία, Κείμενα 1971
Το τίμημα, Κείμενα 1981
Ο ζωντανός χρόνος, Κείμενα 1985
Δόκιμος σε συντεχνία, Στιγμή 1986
Ο ποιητής και το ποίημα, βιβλιοθήκη Πιτόσκα-Βάρνα 1988
Ποιήματα 1948-1988 [συγκεντρωτική έκδοση], Νεφέλη 1990
Αποθέτης, Συνέχεια 1993
Στοιχεία ταυτότητας, Γαβριηλίδης 1999
Γεννήτριες, Τυπωθήτω 2004
Πεζά
Η σφαγή του Κομμένου, Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1947, Πέτρα 2008
Στο ρεύμα του ποταμού, Ερμής 1986, Γαβριηλίδης 2004
Χρονοδείκτες, Γαβριηλίδης 2004
Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, Γαβριηλίδης 2008
Κριτικά - Δοκίμια
Εποπτείες Α', Κακουλίδης 1954
Υπερβατική συντεχνία, Κοντός 1958
Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, Κείμενα 1979
Πλάγιος λόγος, δοκίμια κριτικής εφαρμογής, Καστανιώτης 1989
Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος 1997
Ευρυγώνια, δοκίμια για την ποίηση και την πεζογραφία, Νεφέλη 2000
Μανόλης Αναγνωστάκης, Ποίηση και ιδεολογία, Κέδρος 2007
Φιλολογικά μελετήματα
Καβάφης και ιστορία, αισθητικές λειτουργίες, Ερμής 1974
Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική, διατριβή, Στιγμή 1984
Ο ελληνισμός και η θεολογία στον Καβάφη, Στιγμή 1986
Σπουδές στον Καβάφη, Ερμής 1987
Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη, Κέδρος 1988
Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου, η πνευματική συγκρότηση και η τεχνική των Ωδών, Συνέχεια 1994
Ν.Γ. Πεντζίκης: Εγκατάλοιπα Ιωάννη Κνίτελλη, εισαγωγή, παρουσίαση, Συνέχεια 1994
Ο κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου, η αρχαία βάση και η υπέρβασή της, Σοκόλης 1999
Ρώμος Φιλύρας, ο ιδαλγός της ουτοπίας, Γαβριηλίδης 1999
Ζήσης Οικονόμου, μια ποίηση εναντίον του ρεύματος, Γαβριηλίδης 2001
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας, Σοκόλης 2001
Σκαπτή ύλη από τα Σολωμικά μεταλλεία, Άγρα 2002
Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου, η "Μαϊμού" στα κείμενα του Βάρναλη, Γαβριηλίδης 2003
Ο Τέλλος Άγρας εξομολογείται (Η αλληλογραφία του με τη Μαρία Μακρή), Γαβριηλίδης, 2005
Σολωμός και Κάλβος, Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής, Νόηση 2009
Ολίγο θα το ξαναγγίξω (ύστερα καβαφολογικά) υπό έκδοση, Ηριδανός 2009
Μεταφράσεις αρχαίας γραμματείας
Αρχαίοι λυρικοί Α', Ιαμβογράφοι, Κείμενα 1976
Ρωμανού του Μελωδού Εις τα άγια νήπια, Απόστροφος 1999
Τα δημώδη των αρχαίων - Αττικά συμποτικά, Γαβριηλίδης 2001
Καλίμαχου Επιγράμματα - Προς Τελχίνες, Γαβριηλίδης 2001
Αρχαίοι λυρικοί, Χορικολυρικοί, Άγρα 2003
Αρχαίοι λυρικοί, Μελικοί, Άγρα 2004
Αρχαίοι λυρικοί, Ιαμβογράφος, Άγρα 2007
Αρχαίοι λυρικοί, Ελεγειακοί, Άγρα 2007
Ελληνιστικός μικρόκοσμος (απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία, Ηριδανός 2009
Πλάτωνος, Τα αποδιδόμενα επιγράμματα, Ηριδανός 2009
Ρουφίνος, Ερωτικά επιγράμματα, Ηριδανός 2009
Φιλολογικές εκδόσεις
Κωνσταντίνος Θεοτόκης Διηγήματα (Κορφιάτικες ιστορίες), με έντεκα χαράγματα του Μάρκου Ζαβιτζιάνου, εισαγωγή, επιμέλεια, Κείμενα 1978
Κωνσταντίνος Θεοτόκης Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, μυθιστόρημα, προλεγόμενα, φιλολογική επιμέλεια, Κείμενα 1979
Οι ψαλμοί του Δαβίδ υπό Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου, εισαγωγή, φιλολογική έκδοση, σχόλια, Κείμενα 1981
Κώστα Βάρναλη Σκλάβοι πολιορκημένοι, εισαγωγή, φιλολογική έκδοση, υπομνηματισμός, Κέδρος 1990
Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου Η Ιωνιάς, εισαγωγή, κριτική έκδοση, επιλεγόμενα, Συνέχεια 1992
Ανδρέα Κάλβου Ωδαί, εισαγωγή, κριτική έκδοση, σχόλια, Ωκεανίδα 1998
Κώστα Βάρναλη Το φως που καίει, εισαγωγή, φιλολογική έκδοση, υπομνηματισμός, Κέδρος 2003
Κώστα Βάρναλη Προς φιλοσοφικήν Μαϊμούν (Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου), Γαβριηλίδης 2003
Το φιλολογικό αποτύπωμα του Γιάννη Δάλλα
ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ
Συγκίνηση και παρηγοριά μου προξένησε η ανάγνωση, εν μέσω του φλεγόμενου Δεκεμβρίου της χρονιάς που πέρασε, του ποιήματος «Δημοταράκτες» του Γιάννη Δάλλα στην Αυγή της Κυριακής (1). Όχι όμως και έκπληξη. Οι τεταμένες κεραίες και τα άφθαρτα πολιτικά αντανακλαστικά του ογδονταπεντάχρονου σήμερα ποιητή δεν είναι δυνατόν να αιφνιδιάσουν όσους έστω και από απόσταση έχουν παρακολουθήσει τον βίο και την πολιτεία του. Όπως γράφει ο ίδιος στους Χρονοδείκτες του:
«Τώρα που η ώρα μου πια γέρνει» -λόγια του Καβάφη- είναι στιγμές που στρέφομαι με πατρική στοργή προς τη νεανική μορφή που κάποτε υπήρξα. Σαν να ’ναι γιος μου, που ύστερα από τόσα χρόνια δεν θέλησε ούτε εννοεί να μεγαλώσει. Κλείνω τα μάτια και τον βλέπω στα προαύλια των Σχολών, σε λεωφόρους με το πλήθος και σε σκάλες εξουσίας. Να αμύνεται με τους πολλούς, να πέφτει, να ξανασηκώνεται, να προχωρεί (2).
Όχι, ο νέος που υπήρξε ο Δάλλας δεν εννοεί, ευτυχώς, να μεγαλώσει. Συνεχίζει να αφουγκράζεται την επικαιρότητα, να συμπάσχει με τις νεότερες γενιές, να μάχεται με τα γραπτά του, να συντονίζεται με τις τεχνολογικές εξελίξεις (πόσοι της γενιάς του έχουν δική τους ιστοσελίδα στο διαδίκτυο;), να παρακολουθεί συμπόσια, σεμινάρια, ομιλίες πολύ νεότερών του μελετητών (φαινόμενο σπάνιο για φιλόλογο της ηλικίας και του κύρους του). Να είναι, με άλλα λόγια, έξω από τον προστατευτικό και αυτο-επιβεβαιωτικό χώρο του γραφείου του, μέσα στον δρόμο και τον χρόνο. Γιατί η ύπαρξη, όπως ο ίδιος επισημαίνει,
«δικαιώνεται μόνο όταν φτάσει να μεταμορφωθεί σε εμπειρία […] Υπάρχει κάθε φορά που ριζώνει σωματικά μέσα στα πράγματα: ριζώνει η σωματικότητά της μέσα στη χωρική χρονικότητα των πραγμάτων»(3).
Στοχαστής με αριστερές ευαισθησίες, ο Δάλλας δεν περιορίστηκε στη μελέτη του λογοτεχνικού «κανόνα» αλλά έχει κατά καιρούς υπερασπιστεί και τους κοινωνικά περιθωριακούς λογοτέχνες, τους αδικημένους από το κατεστημένο. Είναι χαρακτηριστική η στοργή (και η ευγνωμοσύνη, θα έλεγε κανείς) με την οποία έχει συχνά περιβάλει στα γραπτά του τον Ηπειρώτη ποιητή και κριτικό Γιώργο Κοτζιούλα, που το 1943-44 βρέθηκε πλάι στους αντάρτες του Βελουχιώτη και έστησε το Θέατρο στα βουνά. Οι σελίδες του Δάλλα γι’ αυτόν τον άδικα περιθωριοποιημένο λογοτέχνη, κριτικό και μεταφραστή, ο οποίος, παρά τη φτώχεια και τις δυσκολίες του βίου του, άφησε σημαντικό έργο, είναι από τις ουσιαστικότερες που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν. «Ρημαγμένος απ’ την αλλαγή των καιρών, απ’ την εκμετάλλευση των εκδοτών, απ’ όλους τους ευφυείς επιβήτορες της ζωής», ο Κοτζιούλας χάρηκε, παρ’ όλ’ αυτά, όπως με διεισδυτικότητα επισημαίνει ο Δάλλας, «τη νίκη του πάνω στα συγκεκριμένα, την ταπεινή του τέχνη με τα πιο ταπεινά σύνεργα, τα πεζολογικά μέτρα, τους κεκμηκότες ιάμβους του, τα κουρέλια των λέξεων». Πέρασε από το συμβολισμό στην ηθογραφία και, μεταπολεμικά, σ’ έναν «αγκαθωτό, ακατέργαστο ρεαλισμό» διατηρώντας «μια φύση πάγια ηθική και ένα πλήθος βλέψεις αισθητικές», ώσπου η αρρώστια και η αδιαφορία της πολιτείας λύγισαν «τον χαμηλοτάβανο ουρανό του» (ο Κοτζιούλας πέθανε σε ηλικία μόλις 47 ετών, το 1956)(4).
Η (διόλου βιογραφιστική) έμφαση που δίνει ο Δάλλας στην προσωπική ζωή των λογοτεχνών τους οποίους κατά καιρούς μελετά, απορρέει από τη μη-φορμαλιστική αντίληψή του για τη λογοτεχνία. Κείμενο και κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα είναι γι’ αυτόν συγκοινωνούντα δοχεία –κάτι όχι τόσο αυτονόητο όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται για τη φιλολογική μας γραμματεία εν γένει. Το ζωηρό ενδιαφέρον του για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που περιβάλλει και διαμορφώνει τους συγγραφείς και τα έργα τους στάθηκε, εξάλλου, ένας από τους βασικούς παράγοντες που τον ώθησαν στη συστηματική μελέτη και της δικής του ποιητικής γενιάς, με τα μέλη της οποίας μοιράστηκε ιστορικά βιώματα και πολιτικές αγωνίες. Γενικότερα, πάντως, είτε μας μιλάει για τον Κάλβο είτε για τον Καρυωτάκη είτε για τον Σαχτούρη, ο Δάλλας έχει την ικανότητα να προσδίδει στους λογοτέχνες του μια ποιότητα δυνάμει μυθιστορηματική, καθώς αποτυπώνει με ζωντάνια τον εγκλωβισμό τους στις συμπληγάδες της ιστορικής συγκυρίας, όπως μας το δίδαξε, πρωτίστως, ο Καβάφης(5).
Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε ένας από τους λίγους φιλολόγους που διαπέρασε την «ημιθεϊκή» κρούστα του Άγγελου Σικελιανού και μίλησε με κατανόηση και για τη σκοτεινή πλευρά του: για τον ποιητή που πλήρωσε το τίμημα της εμπλοκής του στο ΕΑΜ μετατρεπόμενος σε «αποδιοπομπαίο» από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα∙ τον ποιητή που αγνοήθηκε από τα κέντρα εξουσίας, οργίστηκε για τους «φθονερούς και τους μικρόχαρους» της εποχής του και οδηγήθηκε έτσι, από έπαρση και μια αίσθηση βαθιάς δυσαρμονίας με την εποχή του, στην απομόνωση(6).
Ίσως η τρυφερότητα με την οποία ο Δάλλας μιλάει για τον Σικελιανό να οφείλεται και στην ποιητική και πνευματική συγγένεια που τον συνδέει μαζί του. Περισσότερο απ’ όλους τους ποιητές της γενιάς του (ακόμη και από τον Έκτωρα Κακναβάτο και τον Νίκο Καρούζο), ο Δάλλας έχει μαθητεύσει στους υψηγορικούς τρόπους του ποιητή του Αλαφροίσκιωτου και έχει πιστέψει –και συνεχίζει να πιστεύει μέχρι σήμερα- στην υψηλή κοσμική αποστολή των ποιητών. Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο μας διάβασε ποιήματά του στο αρχαίο θέατρο Κούριο, στο δρόμο προς την Πάφο, το 1988, στο πλαίσιο ενός συνεδρίου για τον Γιώργο Σεφέρη στην Αγιάναπα. Στα φοιτητικά μάτια μας ο Δάλλας (που δίδασκε τότε στη Φιλοσοφική Σχολή των Ιωαννίνων) εμφανίστηκε σαν μια φιγούρα μυθικών εποχών, που με την πίστη, το πάθος αλλά και τη ρωμαλεότητα της απαγγελίας της μας έκανε να πιστέψουμε ότι το ποιητικό θαύμα μπορεί να «λειτουργεί ακόμα». Ένα ποιητικό θαύμα ανακατεμένο, παρ’ όλ’ αυτά, με τα ιζήματα των καιρών, τον κοινωνικοπολιτικό πυρετό των μεταπολεμικών δεκαετιών, οι οποίες μία προς μία έχουν αποτυπωθεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο έργο του. Γιατί στον Δάλλα, μύθος και ιστορία, αιωνιότητα και χρόνος, απογείωση και γείωση δημιουργούν, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του ενιστή Σικελιανού, μια γεμάτη εντάσεις διελκυστίνδα. (Ας σημειωθεί εδώ, με την ευκαιρία, ότι η βαθιά αρχαιογνωσία του Δάλλα δεν περιορίστηκε στις γεμάτες μεράκι μεταφράσεις του αρχαιοελληνικών και ελληνιστικών ποιητικών κειμένων, αλλά, ενσωματωμένη στη σκευή του Νεοελληνιστή, έγινε συχνά το κλειδί κρίσιμων φιλολογικών ευρημάτων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις του Κάλβου και του Καβάφη).
Απόηχους σικελιανικούς βρίσκει κανείς και στη δοκιμιακή γραφή του Δάλλα, που είναι κατά κανόνα συντακτικά περίπλοκη, μεταρσιωμένη, απλωμένη, θα έλεγες, σε παλιρροιακά κύματα κατά μήκος της σελίδας, προδίδοντας έναν μονίμως γοητευμένο από το αντικείμενο της εξέτασής του μελετητή. Θα ήταν ασφαλώς επικίνδυνο να προσπαθήσει κανείς να μαθητέψει στο ύφος αυτού του εντελώς ιδιότυπου πεζού λόγου. Ωστόσο, τα γεμάτα έξαρση και παλμό κείμενα του Δάλλα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, που δεν παύουν να δημοσιεύονται χρόνο με τον χρόνο, ανατέμνοντας δύο σχεδόν αιώνες λογοτεχνικής ζωής, υπερασπίζονται με τον απτότερο τρόπο το αίτημά του για «διαρκή επανύπαρξη», ύπαρξη, δηλαδή, «σε αέναη μεταμόρφωση […] Κάθε μεταμόρφωσή της και μια ανάσταση του εαυτού μας. Και αυτήν την ανάσταση επαγγέλλεται η ποίηση»(7). Η ποίηση, ναι, αλλά και η φιλολογία και η κριτική, ιδιαίτερα όταν εκτονώνουν μια ορμή δημιουργική, όπως φανερά συμβαίνει στην περίπτωση του Δάλλα, ο οποίος δεν παύει να μας θυμίζει ότι η δουλειά μας, πέρα από την όποια μεθοδικότητα, θεωρητική υποδομή και πειθαρχία της, είναι –θα ήταν καλό να είναι- και υπόθεση πάθους.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
(1) Αυγή, 21 Δεκεμβρίου 2008, σ. 36.
(2) Δάλλας, Χρονοδείκτες, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σ. 91.
(3) Δάλλας, Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, Γαβριηλίδης 2008, σ. 30.
(4) Δάλλας, «Ο Γιώργος Κοτζιούλας, περιλειπόμενα μιας φθοράς», Ηπειρωτική Εστία, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1956, τεύχος 51-53. Βλ. και τις σελίδες που αφιερώνονται στον Κοτζιούλα στα βιβλία του Δάλλα Χρονοδείκτες, ό.π., σ. 38-43 και Στο ρεύμα του ποταμού, Γαβριηλίδης 2004, σ. 183-186.
(5) Για τον δραστικό τρόπο με τον οποίο η μακρόχρονη φιλολογική και κριτική αναμέτρηση του Δάλλα με τον Καβάφη επέδρασε στη διαμόρφωση της γενικότερης φιλολογικής μεθόδου του βλ. Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Το πρίσμα της ύστερης αρχαιότητας στην καβαφική ποίηση: Η “πραγματογνωμοσύνη” του Γιάννη Δαλλα», Πόρφυρας, τεύχος 119 (Αφιέρωμα στον Δάλλα), Απρίλιος-Ιούνιος 2006, σ. 93-100.
(6) Δάλλας, Ευρυγώνια. Δοκίμια για την ποίηση και την πεζογραφία, Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ. 101.
(7) Δάλλας, ό.π., σ. 31.
Ο πεζογράφος και ο αριστερός διανοούμενος
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Τα τελευταία χρόνια, μία ακόμη πλευρά του πολυσχιδούς Γιάννη Δάλλα ήρθε στην επιφάνεια: αυτή του πεζογράφου. Όχι όπως συχνά γίνεται, δηλαδή ως υποκατάστατο των κύριων μορφών έκφρασης του συγγραφέα ή ως μια προσπάθεια να περιληφθεί ένα ακόμη λογοτεχνικό είδος στο πεδίο των φιλοδοξιών του, αλλά, στην περίπτωση του Δάλλα, ως μια υποφωτισμένη πτυχή του πολυτάλαντου γραφιά, η οποία μάλιστα κάνει την πρώτη της εμφάνιση πριν από την εναρκτήρια ποιητική του συλλογή.
Πεδίο της πεζογραφίας του Δάλλα, το σώμα της ιστορίας. Το πρώτο του αφήγημα, Η σφαγή του Κομμένου, δημοσιεύεται το 1947. Υποδύεται τη δομή του χρονικού των γεγονότων στο ομώνυμο χωριό της Άρτας, τον Αύγουστο του 1943. Ο Δάλλας σκηνοθετεί έναν μακρυγιαννικό αφηγητή, με τον «συγγραφέα-επιμελητή» του «χειρογράφου» να κρατά τον ρόλο του σχολιαστή, που γράφει την λυρικής πνοής εισαγωγή σε κάθε κεφάλαιο του «χρονικού». Παρ’ όλα αυτά, η τεχνική του Δάλλα αφίσταται από τη γραμμή του «τεκμηρίου», όπως αυτή αρθρώνεται στον άξονα Μυριβήλης – Βενέζης – Στρατής Δούκας - Όμηρος Πέλλας – Βαλτινός (Η κάθοδος των εννιά), γιατί οι δύο φωνές, του «αφηγητή» και του «συγγραφέα», είναι απολύτως ισότιμες και ταυτόχρονα τελείως διαφορετικές. Δεν συνηχούν, δεν υπηρετεί η μία την άλλη (π.χ. ως αφηγηματικό τέχνασμα), δεν χωνεύονται σε μία φωνή με αποχρώσεις, αλλά εκβάλλουν, αυτούσιες και αυτάρκεις, στην κοίτη ενός συνθετικού αφηγήματος. Η σημασία αυτού του βιβλίου είναι μεγάλη, αν κοιτάξουμε και τη διπλανή ημερομηνία, δηλαδή την ποιητική εμφάνιση του Δάλλα, ένα χρόνο μετά, με τη συλλογή Federico Garcia Lorca (1948), μια συλλογή σουρρεαλιστικής κατεύθυνσης. Θέλω να πω, ότι στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’40, όταν οι μεταπολεμικοί ποιητές κάνουν τα πρώτα τους βήματα, προέχει η αισθητική αναζήτηση. Η μεγάλη, ιστορική τομή που επέφερε ο πόλεμος, ανεδείκνυε την ανάγκη για αντίστοιχες αισθητικές αναζητήσεις και τομές, στην παραδεδομένη λογοτεχνική γλώσσα. Ο κόσμος ήταν πια διαφορετικός, οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί, οι ποιητές διαφορετικά έβλεπαν τον κόσμο, τον εαυτό τους, την τέχνη τους. Όμως, ο εμφύλιος, το δράμα των αριστερών και ολόκληρης της χώρας, με τις παρατεταμένες συνέπειές του, ανέκοψαν αυτή τη γενικευμένη διάθεση, με αποτέλεσμα, αμέσως μετά, η έντονη ανάγκη «να μιλήσουν», άμεσα, γρήγορα και δραματικά, για όσα συνέβησαν και συνέβαιναν, να ακουμπήσει στη διαθέσιμη γλώσσα του Σεφέρη, έστω και με μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις καβαφισμού. Σε κάθε περίπτωση, το πεζό αυτό του Δάλλα ενέχει θέση ισχυρού τεκμηρίου, συνιστά από μόνο του μια «ενδεχομενικότητα», μια σπαταλημένη (και κάποτε ηττημένη) δυνατότητα τα λογοτεχνικά μας πράγματα να είχαν μια διαφορετική ακολουθία.
Στη συνέχεια, όταν ο Δάλλας διανοίγει και πορεύεται, στην ποίηση και την κριτική, τους δρόμους που επέλεξε, έχουμε είκοσι σύντομα πεζά, τα περισσότερα «ηπειρώτικα» διηγήματα, που δημοσιεύονται σε περιοδικά, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τα οποία περιέχονται στον τόμο Στο ρεύμα του ποταμού. «Πάρεργα» του ποιητή, όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει, «πάρεργα» και του κριτικού, θα πρόσθετα, με κοινό μοτίβο τους το ποτάμι, δηλαδή την κοίτη της ιστορίας και της ζωής, το ποτάμι όπως το φώτισε ανεπανάληπτα ο Τάκης Σινόπουλος, και όπως τα πεζά του Δάλλα καθρεφτίζονται στα «προ-ποιητικά» νερά του Ηλείου συνοδοιπόρου του: «Σ’ αυτόν τον κόσμο, για να δροσίζουνε τα μάτια την ψυχή –καμιά φορά και το κορμί- των ανθρώπων, υπάρχουνε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος στα σύνορα Ηλείας και Γορτυνίας, που ταχτικά τον πέρναγε βγάζοντας το παντελόνι του ο παπούλης ο Τζουλέκας. Ο Εύηνος (ποιο νά ΄ναι τάχα το παλιότερο όνομά του;) στο δρόμο για το Μεσολόγγι, μετά την Παλιοβούνα. Ο Ηπειρώτης Άραχθος, έξω απ’ την Άρτα, ιδιοκτησία νομίζω από παλιά, του ποιητή Γιάννη Δάλλα».
Είχα την τιμή και το προνόμιο να παρακολουθήσω, εν τη γενέσει τους, τα συγκλονιστικά πεζά που συγκροτούν το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο του, τους Χρονοδείκτες. Πάντα με «χτενίσματα» της τελευταίας στιγμής, με άπειρους δισταγμούς, σαν κάθε φορά να άνοιγε ένα ζέον κεφάλαιο του παρελθόντος, σελίδα τη σελίδα αποσπούσε ο Δάλλας από το σώμα των χειρογράφων του μια ενότητα και, αφού πρώτα μου τη διάβαζε, με εκείνον τον απαράμιλλο τρόπο του, την έπαιρνα για δημοσίευση στον Πολίτη, έχοντας την αίσθηση πως κάτι ξεχωριστό είχα στα χέρια μου, κάτι ζεστό και πολύτιμο, οπωσδήποτε εν εξελίξει. Οι Χρονοδείκτες τώρα συνθέτουν ένα ιδιότυπο βιβλίο, ένα προσωπικό και καλλιτεχνικό σημειωματάριο, αλλά ταυτόχρονα κι ένα χρονικό της μεταπολεμικής περιόδου, χρονικό πολιτικό αλλά και της λογοτεχνικής συντεχνίας. Με συνεχείς ασύμμετρες παρεκβάσεις, όπως εκείνη για τον Γιώργο Κοτζιούλα, μέσω αυτού στον Άρη Βελουχιώτη κ.ο.κ., αφηγηματικότητα έντονη, αλλά ευέλικτη και πολύτροπη, που συνεχώς εναλλάσσει τον προσωπικό με τον συντεχνιακό και τον ευρύτερο ιστορικό αφηγητή, γλώσσα μικτή και πλούσια, που δεν διστάζει να ενσωματώσει υπαίθριους απόηχους, πολιτική ορολογία, κριτικό ύφος, ρητορικές εξάρσεις, κατασταλαγμένη, μαχητική σοφία. Κριτική διαύγεια, απόδοση δικαιοσύνης, αιχμές πολιτικές και φιλολογικές, αναφορές σημαίνουσες, αδειάσματα μεγαλειώδη: «Επί πρωθυπουργίας του Σκόμπυ, υπαλληλίας Παπανδρέου και άλλων λακέδων...». Τέλος, αποδόμηση των απομνημονευμάτων: «Μακριά από μένα κάθε ιδέα για ημερολόγια. Τα περισσότερα απολογίες αζήτητες και άλλα νάρκισσοι: φριχτά επιμύθια, πληχτική διανόηση...».
Το τελευταίο του βιβλίο πεζών κειμένων, Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, είναι μια προσπάθεια να συγκεράσει όσα από τον πόλεμο και μετά έδωσαν τον τόνο, σαν ρεύματα ιδεών και σαν ιστορική πραγματικότητα, διηθημένα μέσα από το φίλτρο της λογοτεχνίας. Η γενικευμένη υπαρξιακή αναζήτηση των μεταπολεμικών ποιητών, πρωτίστως μάλιστα των αριστερών, βρίσκει εδώ μία σύνοψη, που συνεχώς οδηγείται στη συνεπαγωγή της: τη συνύπαρξη. Από την στοχαστική θεώρηση στα ιστορικά συμπεράσματα, από την αμορφία στη μορφή, από τη στέρηση στη μεταμόρφωση, από το νερό στην πέτρα, από τους «μεταπολεμικούς μεσσίες» στη συντροφικότητα, από το γελοίο στο τραγικό, από τη συνήθεια στη γραφή.
Η πεζογραφική πλευρά του Δάλλα στέκεται δίπλα στις βασικές του ιδιότητες, όχι ισότιμα αλλά αυτόνομα και διακριτά, χωρίς ούτε στιγμή να φτωχαίνει ή να σχετικοποιεί τη βασική του λογοτεχνική υπόσταση. Αντίθετα, φωτίζει κρίσιμες πλευρές της σύνθεσης που συνιστά το σύνολο του έργου και η διαδρομή του Δάλλα, δηλαδή το στίγμα του. Και αυτό δεν είναι άλλο, από το στίγμα του αριστερού διανοούμενου, τόσο σεμνά υποφωτισμένο, τόσο έξω από την αγοραία διεκδίκησή του.
Γιατί, στην περίπτωση του Δάλλα, η πολιτικότητα και η γενικότερη ένταξη και σημασία του έργου του δεν προκύπτουν από τον θεματολογικό θόρυβο των κειμένων του, δεν «αξιοποιήθηκαν» στη φιλοτέχνηση μιας ακόμη πόζας αριστερού διανοούμενου, από αυτές που μας κατέκλυσαν τα τελευταία 50 χρόνια, σχεδόν πάντοτε χωρίς να κομίζουν τίποτα το σημαντικό, ούτε στην τέχνη ούτε στην αριστερά.
Ο Δάλλας είναι αριστερός διανοούμενος μέσα από τις επιλογές του, μέσα από τα «όχι» που είπε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, μέσα από την παροιμιώδη εγρήγορσή του, μέσα από την αντοχή του να μη βολευτεί, να μην εφησυχάσει∙ να παρακολουθεί, μανιωδώς θα έλεγα, ό,τι καινούριο εμφανίζεται, να μη διστάζει να δοκιμάσει και να εκτεθεί.
Τα «όχι» του ήταν προς δύο κατευθύνσεις: προς την «κοσμικότητα» της αριστεράς και προς την εξουσία. Όταν στη Μεταπολίτευση η ένταξη σε έναν από τους δύο πόλους της αριστεράς υποσχόταν λαμπρή καριέρα και προνομιακές σχέσεις, ο Δάλλας επέλεξε την απόσταση και απ’ τους δύο. Δηλαδή την αξιοπρέπεια του αριστερού διανοούμενου, απέναντι σε μηχανισμούς και αυλές. Την πολιτικότητα του έργου του, καθώς και τη ζηλευτή ποιότητά του, δεν την εξαργύρωσε. Μοναχικός στην πορεία του, έδινε συνεχώς περιεχόμενο και ουσία στη συλλογικότητα, γράφοντας, επιπλέον, για ομήλικούς του ποιητές, επιβάλλοντας μάλιστα τον Σαχτούρη. Αρνούμενος τον ρόλο του «σταρ» (τρομάρα μας!), δημιουργούσε ένα ζηλευτό πνευματικό ίχνος, ένα από τα ελάχιστα σημεία αναφοράς για την αριστερά, στη λογοτεχνία και την τέχνη. Εκεί μαθήτευσαν και μαθητεύουν οι αριστεροί λογοτέχνες και φιλόλογοι. Αφήνοντας τους μηχανισμούς και τους αυλικούς στον κόσμο τους. Αφήνοντας τις αγιογραφίες να βουλιάζουν στη μιζέρια της επανάληψής τους.
Όσον αφορά τη δεύτερη δέσμη των «όχι» του Δάλλα, νομίζω πως αρκεί ένα περιστατικό. Στο τεύχος 57 των «Αναγνώσεων», (28/12/2003), ο Δάλλας δημοσίευσε μια ανέκδοτη και βαρυσήμαντη επιστολή του Καβάφη, το μοναδικό κατάλοιπο του αλεξανδρινού που είδε το φως μετά από δεκαετίες. Εκεί, ο Καβάφης δηλώνει, με πάσα λεπτομέρεια, τι έχει διαβάσει από ξένη ποίηση, ανατρέποντας ένα μεγάλο μέρος από τις υποθέσεις και τις βεβαιότητες της καβαφικής φιλολογίας, εγχώριας και διεθνούς. Όμως, η κατοχή της επιστολής αυτής από τον Δάλλα είχε γίνει γνωστή στις μεγάλες εφημερίδες και άρχισαν τα τηλέφωνα κι οι προσφορές. Ο Δάλλας αδιαφόρησε για τα πρωτοσέλιδα, για τα αφιερώματα που θα υποδέχονταν τη φιλολογική αυτή ανακάλυψη, για τις επιφυλλίδες που θα φλυαρούσαν επί μακρόν. Κι έμειναν οι ενδιαφερόμενοι με την απορία:
-Μα, στην Αυγή;
-Ναι, στην Αυγή.
Σεμνά και αθόρυβα δημοσίευσε, σχολιασμένο με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, το καβαφικό χειρόγραφο στις σελίδες μας ο Δάλλας. Τόσο σεμνά κι αθόρυβα, που δεν το πήρε χαμπάρι ούτε η αριστερά...
Για μια φαινομενολογία της ποίησης του Γιάννη Δάλλα
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
Τοίσι δ᾿ ανιστάμενος μετέφη πόδας ωκύς Αχιλλεύς
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΟΣ Α΄, 58
1. Όταν σκέπτομαι τον ποιητή Δάλλα, έρχονται στο νου μου οι πονηρές μορφές του Μικελάντζελο. Πονηρές, γιατί συμπεριφέρονται στον θεατή σαν να ήθελαν να τον παγιδεύσουν στον κόσμο που σέβεται ή να τον βγάλουν από την παγίδα του κόσμου όπου ζει. Από τη θέση του ανθρώπου μέσα στο γήινο Είναι του, συμπεριφέρονται με μια φυσική αρμονία που ταπεινώνει το φυσικό Ον. Η τελειότητά τους προσφέρεται στα μάτια μας ως δική μας ανεπάρκεια. Από τη θέση τού εξ επαφής παρατηρητή επιδίδονται σε μιαν απελευθερωτική έκρηξη του φαντασιακού: γραμμές ανύπαρκτες στη φυσική τάξη, μύες στρεβλωμένοι, μόνο κατ’ επίφαση ανθρώπινοι, μορφές που περνούν στο χώρο της σημασίας με την ορμή της απούσας φυσικότητας. Αυτό υπήρξε η Αναγέννηση: αξεδίψαστη τάση για σύνθεση του φυσικού με το εκφραστικό, σεβασμός στα προϊόντα του πνεύματος, αδιακρίτως προέλευσης.
2. «Σου γίνομαι αγκάθι στον λάρυγγα/ έντομο στα βουερά τύμπανα» [ΑΝΤΙΔΙΚΟΙ, στο Ποιήματα 1948-1988, σελ. 129]. Από τη θέση του αναγνώστη που αποβλέπει τη σελίδα του βιβλίου: μία αρμονική ιαμβική αποστροφή. Από τη θέση του αναγνώστη που αποβλέπει τον εξ επαφής ορίζοντα της ποιητικής αλήθειας: ένας υπερρεαλιστικός πίνακας.
3. «...γύρισε κι είδε/ το πουλί μες στο αίμα/ την αγάπη του ψάρι/ τη ζωή μπρος στα πόδια του/ χαμηλωμένη λάμπα» [ΑΣ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ, ό.π. σελ. 131]. Αυτό που είναι η αγάπη ως ψάρι και η ζωή ως χαμηλωμένη λάμπα αποτελεί την πλήρωση ενός αποβλεπτικού ενεργήματος κάθε φορά: το σύνθετο αντικείμενο που εναρμονίζει το φυσικό με το εκφραστικό.
4. Κάθε ποιητική χειρονομία του Δάλλα προϋποθέτει έναν ποιητή που επιθυμεί να μνημειώσει τις πεπληρωμένες αποβλέψεις του, στεγάζοντας τις κενές. «Αυτές δεν είναι φλόγες είναι πυράκανθοι/ κι αυτή η νεκροφόρα βάρκα τ’ ουρανού/ Να στολιστώ τα κόκκινα αγκάθια τους/ να γίνω πηδαλιοχούμενος του γλαυκού/ Ποιος μου αποκλείει αυτή την περιπέτεια;» [ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ Β΄, ό.π. σελ.257].
5. Το ποίημα του Δάλλα οργανώνει πρώτα και κύρια την απουσία της πραγματικότητας και έπειτα την ίδια την παρουσία του. «Τι θέλει πάλι αυτός ο ίσκιος στα ποιήματα/ ο γρυλισμός και τα καπούλια αυτού του ζώου;/ Περνά σαν σίφουνας και δεν αναγνωρίζεται...» [ΧΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΣΑΡΚΕΣ, ό.π. σελ 233]
6. Το ποιητικό ιδίωμα του Δάλλα προϋποθέτει την ποιητική αρχαιότητα ως ενεργό λειτουργική αρχή κάθε ποίησης. Το ποίημα βρίσκεται ανάμεσα στις ενδεχόμενες γλωσσικές κατασκευές μας, υπό την προϋπόθεση πως αναγνωρίζουμε στον Όμηρο τη διάνοιξη ενός ορίζοντα, που τον καλούμε ποιητικό. Αποβλέποντας το ποίημα του Δάλλα, έχουμε την παράλληλη εμπειρία μιας πλευράς του Ομηρικού έργου.
7. Τα ποιήματα του Δάλλα είναι σπαράγματα ενός έπους, που θα ήταν μάταιο να γραφεί, πασχίζοντας να αρτιώσει τη συμπαγή εικόνα ενός κόσμου, ο οποίος κατάφερε με κόπο να κατακτήσει την αλήθεια της ατέλειάς του. «-Τι θα μείνει από μένα;/ -Δυο κόκαλα κι ο γραφίτης σου/ Ιστορία» [ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ Β΄, ό.π. σελ. 265].
8. Η ποίηση του Δάλλα στηρίζεται πρώτα πρώτα στη φωνή του ποιητή και έπειτα ή καθόλου στη φωνή του ποιήματος. Από εδώ και η αίσθηση ενός έπους, σπαράγματα του οποίου διαβάζουμε σε κάθε επιμέρους ποίημα.
9. Η φωνή του Δάλλα δεν χρειάζεται Περσόνα. Πραγματοποιεί την τελετή μύησης του ποιήματος με τον τρόπο του σοβαρά απασχολημένου σύγχρονου οικοδόμου, στην τελετουργία της αρχαϊκής, ερωτικής τακτοποίησης των εργαλείων. «Να στήσω ομοιώματα έλεγε/ να τα φοβίσω με σκιάχτρα του εαυτού μου/ μα ας μην εξοργίσω τους άρχοντες/ τω καιρώ εκείνω –τι λέγαμε;- φυσικά κατοικούσα στη γη/ για τη γη δεν πρεσβεύω τίποτε...» [ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ, ό.π. σελ. 133].
10. Για την ποίηση του Δάλλα ζούμε ήδη μιαν αρχαιότητα που δεν πραγματοποιήθηκε ακόμα. «Κάποιος χαμήλωσε τα φώτα κι έδωσε το σύνθημα ν’ αρχίσει η μουσική./ Ποιά μουσική;/ Αυτός ορκίστηκε πως άκουσε σαξόφωνα ο άλλος ουρλιαχτά σφαγείου/ σαν κατεβήκαμε τη σκάλα αναγνωρίσαμε τη μοίρα μας σ’ αντήχηση παλίνδρομη...» [ΑΝΑΤΟΜΙΑ-16, ό.π. σελ. 193].
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Η ΡΑΨΩΔΙΑ ΤΟΥ ΑΙΛΟΥΡΟΥ
Ανέκδοτο ποίημα του Γιάννη Δάλλα
Τονίζω σήμερα τη ραψωδία του αίλουρου
απ' τα σκιόφωτα της σκέψης βγάζω τη μορφή του
Ήταν η ώρα που με ημίκλειστα τα μάτια
είδα την άπιαστη φιγούρα σου αίλουρε
την είδα μέσα απ' τα πυκνά ματόκλαδα της νύχτας
στο ανοιγοσφάλισμα ενός ξέφωτου, σαν έλασμα
κορμιού στην πιο ψηλή προεξοχή της μέρας
ανάμεσα απ' τις κεραίες των μεγαλοπόλεων
με χαίτη ανέμου και τρικυμισμένη ράχη
χαίτη και ράχη και το νύχι στον αυχένα
της ύπαρξής μας, που σου παραδόθηκε
κάτω απ' το αέτωμα του βάθρου σου και ασπαίρει
Στις απορρώγες ώρες μου είδα κι άκουσα
το τάνυσμα ενός σαρκοβόρου έρωτα
και τη γαμψώνυχη περπατησιά του να 'ρχεται
Έχω το πέρασμά σου σ' όλη την αφή μου αίλουρε
καθώς κάτω απ' το δέλτα των λαγόνων μου
πέρασε κάποτε και γλίστρησε
ένα βαθύ ποτάμι από σκιρτήματα
αφή βελούδου κι από τη δορά βαθύτερα
μια τρικυμία από επιθυμίες, κι ύστερα
διαγκωνισμοί στη χλωροφορμισμένη μέρα
Ξημέρωσε κι αναζητώ τους φίλους μου
μέσα κι απέξω απ' την συντροφικήν αγέλη
τους βρίσκω με τα όπλα της νεότητας
σαν τιμαλφή στους τοίχους κρεμασμένα
δοσμένους σ' έργα πονηρά, προβάροντας
τάχα σε πρόσωπα άδολα χαμόγελα
βλέμματα ευθυτενή κι ανοδικές πορείες
Ανοδικές;... Τραβώ από πάνω τη δορά τους
και βλέπω πίσω απ' τα χαμόγελα τη σύσπαση
πίσω από κάθε βλέμμα και μια βλέψη
Βλέπω τα σώματα ένα-ένα να ελίσσονται
τόσα ανθρωποειδή αναρριχώμενα
κι απ' τα στενά και τις ρωγμές των παρατάξεων
άλλα αιλουροειδή με τους πυρσούς στα χέρια
Βλέπω τον εντολέα αυτών των ελιγμών
την πολιτεία των ιδεών μου πάλι ζούγκλα
Καιρός να βγω στην αγορά και να κηρύξω
καινούργια έγερση θυμάτων και οραμάτων
Ο κριτικός Γιάννης Δάλλας
ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΚΑΓΙΑΛΗ
Πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, ο Μανόλης Αναγνωστάκης ξεκινούσε στη Θεσσαλονίκη το περιοδικό Κριτική, την ωριμότερη παρέμβαση της μεταπολεμικής αριστεράς στην καλλιέργεια του λόγου και της σκέψης γύρω από τη λογοτεχνία. Από τα 82 βιβλία που παρουσιάστηκαν στις σελίδες του περιοδικού, στα τρία χρόνια της κυκλοφορίας του, μόνο τέσσερα ήταν κριτικές μελέτες. Βιβλία κριτικής έτσι κι αλλιώς δεν έβγαιναν πολλά, τα χρόνια εκείνα, και από αυτά τα αξιόλογα ήσαν ελάχιστα. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού κρινόταν (από τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο) ένα από τα ελάχιστα αυτά βιβλία. Η συλλογή δοκιμίων ενός νέου φιλολόγου, καθηγητή μέσης εκπαίδευσης στα Γιάννενα, με τίτλο Υπερβατική συντεχνία:
«Η όραση του κ. Δάλλα έχει το προσόν να είναι πολύ διεισδυτική, να βρίσκει το σκελετό και τον πυρήνα του πράγματος πριν καλά-καλά προσδιορισθεί το περίγραμμά του. […] Μόλις το θέμα ορισθεί –και συνήθως ορίζεται από τον ίδιο του τον τίτλο- οι πρώτοι εννοιολογικοί σκόπελοι παραμερίζονται με αποφασιστικότητα και ηρεμία, το θέμα ερευνάται όχι σε πλάτος, μα σε εντομές βάθους, και σε λίγο το βασικό του νόημα, η αποδεικτική φράση ξεπηδάει με άνεση και φυσικότητα από την ίδια τη θεματική διαχείριση». Το άρθρο επαινεί και άλλες αρετές του κριτικού: την «εύρωστη, ισχυρή σκέψη», το «σθεναρό ήθος», την «έντονη πνευματική προσωπικότητα», την «απόλυτη, εμμανή και ανένδοτη ειλικρίνεια»· και καταλήγει: «Ο κ. Δάλλας, με τη συγκρότησή του και με την επίμονη εργατικότητά του [...] είναι ένα από τα βασικότερα στελέχη που η μεταπολεμική γενιά έχει σήμερα να επιδείξει, και ίσως, το πιο ελπιδοφόρο»(1). Παράλληλα με τους επαίνους, η ρωμαλέα γραφή και η καινοτόμα μέθοδος του νέου κριτικού γίνονταν πηγή έμπνευσης για άλλους, ακόμα νεότερους, που επρόκειτο σύντομα κι αυτοί να ξεχωρίσουν. «Θυμάμαι πάντοτε», έγραφε αργότερα ο Πάνος Μουλλάς, «τη ζωηρή εντύπωση που μου προκάλεσε στα φοιτητικά μου χρόνια η Υπερβατική Συντεχνία (1958) και κυρίως το δοκίμιο «Ο Καβάφης και η πόλις των ιδεών του. Προεκβολή στις Θερμοπύλες», ένα πρώιμο δείγμα στρωματογραφικής διερεύνησης, πολύ πριν ακόμα μας έρθουν τα μηνύματα του στρουκτουραλισμού»(2).
Το σημαντικό κριτικό έργο που έδωσε έκτοτε ο Γιάννης Δάλλας παρουσιάζει ορισμένα καταστατικά γνωρίσματα. Πρώτο και κύριο: η συνέπεια του λόγου και του σκοπού. Το κριτικό ιδίωμα του Δάλλα, αυτός ο δύσκολος, πυκνός και ακριβής λόγος που, όπως παρατηρούσε ο Μουλλάς, «αποτελεί, στην ουσία του, μια τριπλή σύνθεση γνώσης, θεωρίας και κριτικής»(3) (κι επιπροσθέτως, ας το πούμε εδώ, εμπερικλείει έναν πολύτιμο θησαυρό «χειροποίητης» κριτικής ορολογίας) πειθαρχεί εξαρχής σε αυτό που ο Δάλλας συχνά ονομάζει «πραγματογνωσία» (ή: «πραγματογνωμοσύνη»)(4). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην εστίαση στο συγκεκριμένο τεκμήριο και στις επάλληλες «στρωματογραφικές» του διερευνήσεις, αλλά και στη σταθερή πρόκριση του πράγματος έναντι του προσώπου. Και συνακόλουθα, στην πρόκριση: του κειμένου αντί του ποιητικού υποκειμένου· της συστηματικής ερμηνείας αντί του γενικόλογου σχολιασμού· της αντικειμενικής διάγνωσης αντί της υποκειμενικής αξιολόγησης· της ιστορικής ακρίβειας αντί της μυθολόγησης του παρελθόντος· της κριτικής γνώσης αντί της λογοτεχνικής διπλωματίας· της αυστηρότητας αντί της φιλαυτίας· της δικαιοσύνης αντί της κολακείας - με στόχο πάντα το μείζον ζητούμενο, που στις μέρες μας ίσως φαντάζει σαν ιδιοτροπία: την κοινωνική ωφέλεια. Η γραμματολογία μας, σημειώνει κάπου ο Δάλλας, «από διπλωματική των παρασκηνίων και άλλων σκοπιμοτήτων οφείλει να γίνει επιτέλους αυστηρή στατιστική επιστήμη των πνευματικών ντοκουμέντων• επιστήμη όχι των νεκρών, αλλά και των ζωντανών. Τότε και η κριτική από υποκειμενικά αξιολογική θα γίνει επιτέλους αντικειμενικά διαγνωστική• και μόνον έτσι κοινωνικά ωφέλιμη»(5).
Δεύτερο γνώρισμα του κριτικού μας: η επιμονή του στη διαρκή επανεξέταση και αναθεώρηση του λογοτεχνικού κανόνα, στη δημιουργία προϋποθέσεων για τη διόρθωση προβληματικών σταθμίσεων και την επανεκτίμηση παρασιωπημένων έργων. «Πιστεύω», έγραφε ο Δάλλας το 1960, «πως κάθε εποχή έχει χρέος να επαναξιολογεί τα παλαιά πνευματικά φαινόμενα, απ’ την προοπτική του παρόντος. Στη δημοκρατία του πνεύματος, ακόμη και για τους μεγάλους, προπαντός γι’ αυτούς, από εποχή σε εποχή διαρκώς αμφισβητείται το δικαίωμα της ασυλίας ή της πρωτοκαθεδρίας. Έρχονται νέες πνευματικές εμπειρίες, νέοι δημιουργοί, νέα έργα, ώστε στην παλιά ιεράρχηση να επιβάλλεται νέα ταξιθεσία»(6). Στα χρόνια που ακολούθησαν, το έργο του Δάλλα δημιούργησε συστηματικές προϋποθέσεις για την καινούργια ανάγνωση μειζόνων συγγραφέων (του Κάλβου, του Σολωμού, του Βάρναλη, του Θεοτόκη και άλλων) αλλά και πολλών ελασσόνων, όπως π.χ. ο Ν. Επισκοπόπουλος, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Ζήσης Οικονόμου. Στην περίπτωση του Καβάφη, τα τέσσερα βιβλία του (ένα πέμπτο βρίσκεται τώρα «επί του πιεστηρίου») λειτούργησαν σαν μοχλός για την απελευθέρωση του καβαφικού έργου (όχι μόνο από τον παλαιότερο ψυχολογισμό και κοινωνιολογισμό, αλλά και από τη φετιχοποίηση του αρχειακού υλικού και την ιμπρεσιονιστική απεραντολογία), και το ανέδειξαν σε αντικείμενο μείζονος ερμηνευτικής άσκησης, τεκμηριώνοντας συγχρόνως ισχυρά την ιστορικότητά του. Από την άλλη μεριά, σε ό,τι αφορά τη συμβολή του στην κριτική ανάδειξη της μεταπολεμικής ποίησης, αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 1979, όταν ο Δάλλας κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο για τον Σαχτούρη (λίγους μήνες πριν από το αντίστοιχο του Δ. Ν. Μαρωνίτη) η βιβλιογραφία για τον ποιητή περιοριζόταν σε ορισμένα άρθρα, δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες.
Τρίτο καταστατικό γνώρισμα: η συχνή του επιστροφή στις παλαιότερες κριτικές του εργασίες, η ανανέωση του προβληματισμού του με καινούργιες συναφείς μελέτες, είτε και με την εκ νέου επεξεργασία στοιχείων από παλαιότερες και την ενσωμάτωσή τους σε νέα συμφραζόμενα. Μια κίνηση που επιτρέπει τον διαρκή συγχρονισμό της κριτικής του παραγωγής και συνέχει τις ποικίλες ζητήσεις του στο πλαίσιο ενιαίου «έργου εν προόδω».
Τέταρτο γνώρισμα: η συνύφανση της κριτικής του σκόπευσης με τις ποιητικές του αναζητήσεις. Ο Δάλλας δεν είναι βέβαια φιλόλογος που πότε-πότε γράφει και ποιήματα, ούτε έχει τίποτα κοινό με τη συνήθη πια εκμετάλλευση της φιλολογικής ισχύος προς όφελος της ποιητικής πόζας. Αντιθέτως, η ώριμη καλλιτεχνική του εμπειρία υποστηρίζει δυναμικά την ερμηνευτική του βούληση. Γράφοντας για τον Κάλβο ή τον Καβάφη, τον Σαχτούρη ή τον Βάρναλη, ο Δάλλας εστιάζει επίμονα, με αυθεντική περιέργεια ομοτέχνου, στο εργαστήρι του ποιητή· ψάχνει τον τρόπο που δουλεύει το μυαλό του, τον τρόπο που χρησιμοποιεί τα υλικά του, πού τα βρίσκει, πώς τα επεξεργάζεται, διερευνά τις ευρύτερες πολιτισμικές διεργασίες που εγγράφονται κάθε φορά στο κείμενο, τους όρους που επέτρεψαν την παραγωγή του. Από τη συνύφανση των δύο λόγων και τρόπων, εξάλλου, νομίζω ότι απορρέει και η έντονη ροπή του προς τη θεωρία, που θα μπορούσε ίσως να διαβαστεί και ως αναζήτηση της κοινής τους μήτρας.
Στα συμπεράσματα: Ο Γιάννης Δάλλας χάραξε εξαρχής και έκτοτε ακολουθεί με απαράβλητο πείσμα έναν δύσκολο, αγωνιστικό και μοναχικό δρόμο. Δίδαξε χρόνια στο Πανεπιστήμιο και αγαπήθηκε από τους μαθητές του. Όμως ούτε οι φεουδάρχες της παλαιάς φιλολογικής εξουσίας τον ένιωσαν ποτέ δικό τους, ούτε και οι ψευτο-κοντοτιέροι που τόσα χρόνια παλεύουν να τους διαδεχτούν τον βρήκαν σύμμαχο στις θλιβερές ραδιουργίες τους. Η αδιάλλακτη πνευματική του εντιμότητα τον έχει απαλλάξει από το άχθος μιας κουστωδίας αυλικών και μιμητών, κυρίως όμως του έχει επιτρέψει να αρθρώσει ουσιαστικό κριτικό λόγο, με τον μόνο τρόπο που γίνεται αυτός να υπάρξει στα μέρη μας: με όρους αντιλόγου.
Παρότι ο περιστασιακός αναγνώστης ενδέχεται να μην υποψιαστεί την αγωνία που λανθάνει στον νηφάλιο λόγο του, το έργο του Δάλλα μαρτυρά αγώνα – με τα κείμενα, με την ακρίβεια της κριτικής γλώσσας αλλά και με τις ισχύουσες κάθε φορά γραμματολογικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις. Έτσι ασκεί την κριτική, με επιμονή, με ένταση, με πείσμα, πενήντα χρόνια τώρα – και αυτή η βαθιά ανιδιοτέλεια του επιτρέπει να δουλεύει σήμερα με την όρεξη, τον ενθουσιασμό και την παραγωγικότητα ανθρώπου που μόλις ξεκινάει τη σταδιοδρομία του. Και έτσι, το λιγότερο που θα μπορούσε κανείς να του αναγνωρίσει είναι τούτο: ότι βρήκε τη λογοτεχνία αντικείμενο χαλαρής συζήτησης και συνέβαλε αποφασιστικά, με δημιουργική πνοή, γνώση και τόλμη, στην οικοδόμηση μιας σύγχρονης φιλολογίας – και επιτέλους, στην ανάδειξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε αντικείμενο της κριτικής σκέψης.
Ο Τάκης Καγιαλής διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων και στο Ελεύθερο Ανοικτό Πανεπιστήμιο
(1) Θ. Δ. Φραγκόπουλος, «Γιάννη Δάλλα, Υπερβατική συντεχνία», Κριτική, τχ. 1 (Ιαν.-Φεβρ. 1959), 86-89.
(2) Παν. Μουλλάς, Η Δέκατη Μούσα, Σοκόλη 2001, 191.
(3) Μουλλάς, ό.π., 196.
(4) Βλ. π.χ. Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, Κείμενα, 1979, 87· Καβάφης και ιστορία, Ερμής, 1974, 12, 13.
(5) Δάλλας, Εισαγωγή, ό.π., 19.
(6) Γ. Δάλλας, "Ο Σολωμός πριν και μετά το βίωμα. Παραλληλίες", Κριτική, τχ. 11/12 (Σεπτ.-Δεκ. 1960) 213-214.
Ο Τ.Κ. διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Παλίμψηστα και γρίφοι: η καθημερινότητα του ποιητή
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
«σκάζουν αυγά/ κι από τα’ αυγά πετάγονται/ τέρατα κι άλλοι σαλτιμπάγκοι/ του εμφυλίου/(Κοντά στην πόλη Φ./ όπου γεννήθηκα)»
Γιάννης Δάλλας, Γεννήτριες
Υπόθεση εργασίας: ας παρακολουθήσουμε το ανάπτυγμα της κυριολεξίας των προτεινομένων συνθηκών αντι-ζωής, όπως ακριβώς κατατίθενται στο ποίημα «Τα καθημερινά» της συλλογής του Γιάννη Δάλλα Γεννήτριες («Τυπωθήτω», 2004): «Μια καρέκλα αναλήφθηκε/ μια σκιά τοίχου μίλησε/ ο πρώην νεκρός ερωτεύτηκε/ ο υπολογιστής καρδιοχτύπησε/ Έξω έν΄ αηδόνι τρελάθηκε/ ένα εξπρές αυτομόλησε/ ο σκοπός της γωνίας δραπέτευσε/ μια βρύση πόνου στέρεψε/ Εκεί ο δρόμος δεν έστριψε/ μια συνοικία δεν ξύπνησε εκεί το φεγγάρι βασίλεψε/ μια σιωπή εκπυρσοκρότησε». Αντιλαμβάνεται κανείς γρήγορα ότι ο κατάλογος αυτός δεν μπορεί να είναι περιοριστικός. Η πλήρης αντιστροφή των ειδώλων της πραγματικότητας μυεί κατ’ οικονομίαν τον παρατηρητή στο υπερβατικό στοιχείο, το οποίο συνέχει εκ του ασφαλούς τον κόσμο που μαθηματικά τον περιβάλλει. Στο βαθμό μάλιστα που «σε μια καθαρά αισθητική προσέγγιση, το παράδοξο πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο», όπως φρονεί ευφυώς ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, τότε το επικοινωνιακό δούναι–λαβείν στο πεδίο των λεκτικά δόκιμων ποιητικών εφαρμογών αποκτά ως εκ των πραγμάτων πρόσθετο ενδιαφέρον: μήπως το Άλλο καθίσταται εν τέλει εγγύς; Μήπως το όραμα είναι καθαρά υπόθεση γραμματικής εμπέδωσης; [Ιδέτε εν προκειμένω περισσότερα στη Μελέτη για το Trauerspiel, I, σελ. 390, στο έργο Susan Buck-Morss Η διαλεκτική του βλέπειν. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και το Σχέδιο Εργασίας περί Στοών, μετάφραση: Μανόλης Αθανασάκης, επιστημονική επιμέλεια-Πρόλογος: Αριστείδης Μπαλτάς].
Αναφορικά με την πολύνευρη αυτή γραφή, συγκρατήθηκαν παλαιότερα από την κριτικό Χρύσα Σπυροπούλου, η οποία έχει εκπονήσει ήδη διδακτορική διατριβή για τον Γιάννη Δάλλα, τα εξής: «φαίνεται ότι στο χαώδες και διαρκώς ανατρεπτικό σκηνικό του παντός με τα διαταρασσόμενα κενά του περιδιαβάζει ένας εμπνευσμένος αφηγητής, ο οποίος, αθώος και ανεπίληπτος, καθώς είναι, παρακολουθεί τα τρέχοντα συμβάντα αλλά και στοχάζεται τον δεσμό του με αυτά και με τις μεταβολές του. Τα ερωτήματα που εγείρονται στην ανθρωποκεντρική περιδιάβαση του ποιητή στους συμπυκνωμένους αιώνες, το άπλωμα των οποίων περικλείεται εν τέλει σε μια μονάχα στιγμή, αυτήν την «ένυλη στιγμή, την πιο ρευστή συμπύκνωση του χρόνου», αφορούν το συλλογικά μακρύ, αλλά ατομικά σύντομο ταξίδι της ζωής, της τόσο εξαρτημένης από την ποιότητα της καθημερινότητας. Έτσι, η αναζήτηση της λύτρωσης από τους ανεξέλεγκτους νόμους της επανάληψης και της φθοράς είναι βέβαιη, μόνο που ούτε οι ιδεολογίες ούτε και ο έρωτας, ο πολλά υποσχόμενος, μπορούν να προσφέρουν την ίαση. Στον όλο και περισσότερο δονούμενο από παρακμιακές αναταράξεις κόσμο, όπου η ουσιαστική επικοινωνία και η συνεύρεση με την ετερότητα γίνονται ακόμη πιο δύσκολες, διακρίνεται το «εγώ» του ποιητή μέσω της δημιουργικής ανάσας, το αποτέλεσμα της συνειδητής αποχής του από τον παραλογισμό και την ευτέλεια της εποχής» [Ιδέτε εφ. «Η Καθημερινή», 31 Ιουλίου 2001].
Η σωρευτική δράση του υπερρεαλιστικού ειρμού καθορίζει συνειδητά την όλη κειμενική φύση. Τα πράγματα διαστέλλονται ή συστέλλονται σύμφωνα με τις επιταγές ενός αεικίνητου, εποπτικού ορμέμφυτου, το οποίο κατά κανόνα ξέρει να ομιλεί, να χειρονομεί και να διαχειρίζεται τα του οίκου του «παράλογα αλλά λειτουργικά». Από τα πολλά που έχω κατά καιρούς ξεχωρίσει, απομονώνω για τις διδακτικές ανάγκες της στιγμής το τετράστιχο: «Έξω ένας γύπας αποτελειώνει τη μέρα/ και μέσα άλλα γεγονότα-σφαγεία/ τα λόγια πολτός/ σαν το αίμα που τρέχει» [Ιδέτε τη συλλογή Στοιχεία ταυτότητος, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1999). Η δε εικονοποιία αρκετές φορές αναλαμβάνει να υποστηρίξει μιαν αιρετική Αποκάλυψη, όπου, μεταξύ άλλων, φίλιοι ή επιθετικοί εξωγήινοι, αμφίσημοι και ομιλητικοί, νομιμοποιούνται να αρθρώσουν τον ύστατο λόγο εκ μέρους της καθόλου Ποιήσεως, δηλαδή της καθόλου Δημιουργίας. Η καταγωγή των έξι στίχων που παραθέτω ανάγεται σε χρησμικά τοπία ενός «βατού» υπερπέραν, όπου τα ποιητικά υποκείμενα συνομιλούν σε βάση συναλληλίας με το Ον, αλλά και με ένα λίαν ευδιάκριτο υπερεγώ. Οι εκφάνσεις κάθε άλλο παρά συσκοτίζουν τα νοούμενα: «Γέμισε ο ουρανός πλανητόσαυρες/ κοσμοναύτες με ράμφη κρανιοτρύπανα/ κι απ' άγνωστους κόσμους ο αναμενόμενος/ μεταλλάκτης/ να μεταγγίζει/ το εξώπλασμα» (ό. π. ).
Εντρυφώντας στο παρελθόν των συναφών καταθέσεων, αφουγκράζεται αμέσως κανείς τα προλογικά σημαινόμενα αυτής της εν λόγω ρηματικής απόκλισης, η οποία εστιάζεται κυρίως στα όσα διφορούμενα, κρυπτικά συστατικά επικυρώνουν τον κόσμο (μας). Από την εμβληματική συλλογή Κυκλοδίωκτα, του 1950, φτάνει έως τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές και εξακολουθεί να ακούγεται το ίδιο καθαρά, όπως την πρώτη εκείνη στιγμή που κοινοποιήθηκε στην αγορά, το άγος του αγνώστου, η επαπειλή μιας κοινής, σαφώς όμως σκοτεινής μοίρας. Ούτε η μήνις ως θεματική ποσότητα, ούτε η μήτις ως ποιότητα σκέψης, για να χρησιμοποιήσω εδώ όρους που ανάγονται στην αρχαιοελληνική ενδοχώρα, με την οποία είναι, ως γνωστόν, ευδοκίμως εξοικειωμένος ο δημιουργικός λόγος του Γιάννη Δάλλα, προσδιορίζονται επακριβώς. Κι ίσως γι’ αυτό το λόγο να εισπράττεται επαυξημένο το άγος. Παραθέτω: «Έχει ξυπνήσει η χώρα/ κι έρχονται ιδού από τ’ αποδυτήρια του ύπνου/ συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων/ καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας/ και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες/ με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας/ τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου/ μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης/ κ’ εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες με τη σπασμένη σάλπιγγά σου/ Κάτι ξέρει/ η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος/ κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει/ κάτω απ’ τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας/ στη φυλλωσιά της μέρας μ’ άγρια δάχτυλα/ σπόρους και καταιγίδες κι άλλες/ φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας» (ό. π.).
Η ποιητική αποτελεί συνεπώς όχι έναν τόπο αποξήρανσης του εγώ, αλλά πεδίο διευρυμένων αναδιπλώσεών του, οι οποίες αφορούν ως επί το πλείστον στην αναζήτηση και διερμηνεία της ενορατικής υφής του. Όσον δε αφορά στο ομολογουμένως έντονο σωτηριολογικό μήνυμα, το οποίο διατρέχει ένα μέρος της ποιητικής παραγωγής του Γιάννη Δάλλα, θα ισχυριζόμουν ότι δεν ανάγεται τόσο στο κατεστημένο δόγμα της Εκκλησίας, αλλά στο ρεύμα της Γνώσης, που διαπερνά ενίοτε τη στοχαστική αυτή μαρτυρία ψυχής. Έστω παράδειγμα το «Σχεδίασμα ποιητικής», από τις Εφτά πληγές, έργο του 1950: «Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι/ ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα/ με τους αγκώνες των βουνών σ’ αρχαίες κοιλάδες/ -λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-/ τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αλαφρές φτερούγες/ φτερούγες μέσα μου πλωτές/ Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι/ ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες/ σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα – να’ ναι/ τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω/ πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας/ κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αδερφές φτερούγες/ Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ΄ έχασε/ φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θά ‘βρω». Φρονώ ότι από πολλές απόψεις ο Γιάννης Δάλλας είναι από τους πλέον γνωστικούς συγγραφείς της γενιάς του. Οι μεταφορές του, οι αφαιρετικές συνεκδοχές και οι ενοφθαλμισμοί που ευστόχως επιχειρεί αποδεικνύουν στην πράξη τη συγκεκριμένη συναντίληψη, η οποία τον φέρνει με τη σειρά της κοντά στους μυστικούς της γνωστικής παράδοσης, όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων, εξαιρετικά ρευστών αιώνων του Χριστιανισμού. Η λύτρωση, με άλλα λόγια, που επαγγέλλονται μάλλον μετά βεβαιότητος οι παραπάνω εξωστρεφείς στίχοι, εννοεί προφανώς την πέραν των κανονικών διδασκαλιών καθολική αναγέννηση του ανθρώπου εκ των έσω. Η δε σχετική μεθοδολογία υποστηρίζεται από την τέχνη της ποίησης και μόνον, η οποία είδε και βλέπει τον άνθρωπο αποκλειστικό φορέα του Τραγικού.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
Ένας Δάσκαλος - Ο Γιάννης Δάλλας
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
Δεν ξέρω γιατί, ούτε αν αυτό συμβαίνει και σε άλλους, αλλά κάθε φορά που συλλογίζομαι ανθρώπους που εκτιμάω κι αγαπάω, ο νους μου ανατρέχει πάντα στη στιγμή της πρώτης συνάντησης. Συλλογιζόμενος, λοιπόν (και γράφοντας για) τον Γιάννη Δάλλα, μπορώ να πω ότι η πρώτη, ερήμην του φυσικά, «συνάντηση» μαζί του έγινε, όταν μαθητής της τότε 4ης Γυμνασίου, κάπου εκεί στα βουνά του ηπειρώτικου βορρά, διάβασα σε μια ποιητική ανθολογία, κάποιους στίχους του από τα Παρθένια. Ακόμη, με εκείνη την επίμονη αντοχή της εφηβικής μνήμης, θυμάμαι θραύσματά τους, όπως το «παλεύοντας για λίγη αιωνιότητα» ή το «Ερωδιέ/ με τα νικημένα φτερά/ λάφυρα στην εξώθυρα της νύχτας/ έχεις κ’ εσύ την πίκρα των ομηλίκων μου...»
Έκτοτε, πότε σποραδικά πότε πιο επισταμένα, διάβαζα ποιήματά του, πεζά, μεταφράσεις, μελέτες, δοκίμια. Το πρώτο, λοιπόν, πράγμα που εντυπωσιάζει σε όλη αυτή την πολυειδή και πολύπρακτη παραγωγή είναι η καθολικότητά της. Μια καθολικότητα που φαίνεται περισσότερο από αναγκαία, έστω και ως επιδίωξη ή ως νοσταλγία, ειδικά σήμερα που τείνει να γίνει κυρίαρχη, ακόμα και στις επιστήμες του ανθρώπου, η άκρατη, τεχνοκρατούμενη ή βιογραφικοκρατούμενη εξειδίκευση, ο Fachidiotismus όπως το ονομάζουν οι Γερμανοί. Βέβαια, αυτή η καθολικότητα, σε ό,τι αφορά την κριτική και φιλολογική δουλειά του Γιάννη Δάλλα, συνοδεύεται από μια εξαντλητικότατη, βασανιστική θα έλεγα, μελέτη και έρευνα του επιμέρους, έναν απόλυτο σεβασμό στα ρεάλια, και μια διαλεκτική σύζευξη του επιμέρους με το καθολικό, της μορφής και του περιεχομένου, του «μέσα» και του «έξω».
Αλλά εκεί που ήρθα περισσότερο σε επαφή με το στοχασμό του Δάλλα ήταν, όταν για να γράψω κάτι στο πλαίσιο ενός αφιερώματος του περιοδικού Ουτοπία στον Κώστα Βάρναλη, διάβασα και πάλι τα βαρναλικά του. Δεν θα υπήρχε ίσως καλύτερος τρόπος για να αποδείξω τις βαθύτατες οφειλές μου σε αυτόν, από το να προσκομίσω, όπως θα ’λεγε η γραφειοκρατική γλώσσα, φωτοτυπημένες τις μελέτες του Δάλλα για τον Βάρναλη, «κατακρεουργημένες» από τις δικές μου υπογραμμίσεις, τα θαυμαστικά και τα ερωτηματικά, τις παρατηρήσεις στο περιθώριο, προϊόντα ακριβώς των διαλογικών αλληλουχιών που η ανάγνωσή τους μου γεννούσε. Για να μη φανεί πως τα παραπάνω είναι τα συνήθη μαλαματένια λόγια που επιπλώνουν την καθεστηκυία συγκαταβατικότητα των αφιερωματικών κι αντιχαριστικών λόγων, ξαναγράφω εδώ αυτό που είπα (και γράφτηκε) στην παρουσίαση εκείνου του τεύχους: «Στο τέλος της πορείας συγγραφής [του δικού μου κειμένου για τον Βάρναλη] δεν ξέρω κατά πόσον έγινα λίγο βαρναλιστής, το σίγουρο όμως είναι πως σε σχέση με τη δική μου ανάγνωση του Βάρναλη, έγινα μάλλον δαλλιστής. Θέλω να πω, πως ήταν οι μελέτες του Γιάννη Δάλλα για τον Βάρναλη που κυριολεκτικά λειτούργησαν σαν παγοθραυστικό, σπάζοντας τον πάγο και ανοίγοντας καινούριους δρόμους στην πρόσληψή του, μαθαίνοντας σε μένα τουλάχιστον να ξαναδιαβάζω διαλεκτικά και διαλογικά τον Βάρναλη».
Μιλώντας κατ’ ανάγκην συνοπτικά και σχηματικά, θα έλεγα ότι οι βαρναλικές μελέτες του Δάλλα (μελέτες και κριτικές εκδόσεις έργων στηριγμένες σε κοπιώδη έρευνα αρχειακού υλικού, εξοπλισμένες με αναστοχαστική φιλολογική σκευή και με μια διαρκή αφουγκραστική θεωρητική εγρήγορση και επάρκεια) κατορθώνουν μιαν εντελώς ανανεωμένη και καίρια ανάγνωση του Βάρναλη, «ανασταίνοντας» (για να μιλήσω μπαχτινικά) σημασίες εσβεσμένες, ναρκωμένες ή απονεκρωμένες, παρα- ή αποσιωπημένες του έργου του. Έτσι, στις μελέτες του ο Δάλλας: 1. προσεγγίζει την ποιητική του Βάρναλη ως γίγνεσθαι και όχι στατικά, αναδεικνύοντας τη βαθύτερη διαλεκτική της, αυτό το ιδιόμορφο κράμα ασύμβατων συζεύξεων και αντιστροφών, λυρισμού και σάτιρας, «καβαλίνας και ροδακινανθού» (όπως χαρακτήρισε το ίδιο κράμα ο Παλαμάς)• 2) «ιστορεί» και ιστορικοποιεί τη γένεση, τη χρήση, τις διακειμενικές συνάφειες, τις περιπέτειες και τη λειτουργία των βαρναλικών μύθων και συμβόλων, και τη λογοτεχνική τους μετάπλαση σε μια προσωπική και, εν πολλοίς, αιρετική-αντι/ποιητική μυθολογία• και 3. κατορθώνει να αναδείξει το καρναβαλικό, «σπουδαιογέλοιο», γκροτέσκο στοιχείο που «προθώρμητα, δηλαδή πριμιτιβιστικά», (όπως λέει), χαρακτηρίζει την ποίηση του Βάρναλη, στοιχείο που με τη συνδρομή (μετά τη στροφή του 1920) του κοινωνικού συμβολισμού και του ιστορικού ρεαλισμού, θα δώσει στην ποίηση ιδιαίτερα της «δημιουργικής του δεκαετίας», αυτή την ιδιόμορφη ύφανσή της και δραστικότητα.
Αυτή η –ας την χαρακτηρίσω «επαγγελματική» και χρησιμοθηρική– ενασχόλησή μου με τα βαρναλικά του Δάλλα στάθηκε η αφορμή να ξανακοιτάξω όλες σχεδόν τις μελέτες του. Μελέτες που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα της αρχαίας και νεοελληνικής γραμματείας, «μείζονες» και «ελάσσονες» παραγωγούς λόγου, κορυφές αλλά και σκιερές κοιλάδες κι ανήλιαγα ρουμάνια της λογοτεχνίας μας. Παντού η ίδια –μέχρις κεραίας ακέραια– επιστημονική τεκμηρίωση, η ίδια βαθιά συνείδηση της ευθύνης απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα (που συστατικό της τμήμα είναι και η λογοτεχνία), μαζί με εκείνη την ευαισθησία (που, ίσως, μόνον ένας ποιητής μπορεί να έχει) για την ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού λόγου. Ενός λόγου που, πολλές φορές, παράγεται αμφισβητώντας ή και παραβιάζοντας με αινίγματα θεία, κρυφά μυστήρια, ερμιά και μεγαλείο (για να μιλήσω σολωμιστί) τις εργαλειακά συγκροτούμενες ρασιοναλιστικές νοησιαρχήσεις και ιεραρχίες. Πιστεύω, πάντως, πως το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της ποιητικής (με την έννοια της μεθόδου και της φιλοσοφίας που τη συγκροτεί) βρίσκεται στο ότι γίνεται ακολουθώντας την υπόρρητη προστακτική που αναδύεται από μια παράφραση ενός δικού του στίχου: βυθοσκοπώντας το έργο ως τη ρίζα του να βγαίνει τετραγωνισμένη η αλήθεια του∙ με άλλα λόγια, ότι γίνεται ακριβώς με «λογισμό και μ’ όνειρο». Θέλω να πω, δανειζόμενος –και αλλάζοντας απλώς το υποκείμενο της πρότασης– τη δικιά του επεξήγηση της προηγούμενης σολωμικής ρήσης, πως ο Δάλλας στις μελέτες του: «δρα με ‘λογισμό’, δηλαδή στοχαστικά (με αυτεπίγνωση), και ‘με όνειρο’, ενορατικά (ή με διαίσθηση). Αλλά και με τη συναίρεση των δύο όρων: δηλαδή με διαισθητική στοχαστικότητα και εντέλει με πνευματική ενόραση ήτοι με συνείδηση του χρέους του». Είναι ακριβώς αυτή η συναίρεση, η συνείδηση του χρέους, με την έννοια της συνείδησης της κοινωνικής σκοπιμότητας της εμφιλοχωρούσας σε οποιαδήποτε γνωστική, αναγνωστική ή διαγνωστική πράξη, που του επιτρέπει να αποφεύγει, από τη μια μεριά, τον απονευρωμένο σχολαστικισμό του παραδοσιακού φιλολόγου που, ακούσιο ή εκούσιο θύμα του κατεστημένου καταμερισμού επιστημονικής εργασίας, χάνεται, πολλές φορές, στα μικρά και στα επουσιώδη. Και από την άλλη, είναι αυτή που του δίνει τη δυνατότητα (κρατώντας όλα τα θετικά μιας θετικιστικής, αυστηρά δηλαδή επιστημονικής, προσέγγισης) να μιλάει ουσιαστικά και συγκροτημένα για τα μικρά και τα μεγάλα, για το επιμέρους και τη σύνδεσή του με το όλον, δίχως να γενικολογεί ασύνδετα κι αβασάνιστα ή να θεωρητικολογεί μιλώντας με αφηρημένους όρους-άδεια πουκάμισα νοημάτων.
Αλλά, οι λέξεις του εντεταλμένου χώρου ταχιά στραγγίζουν και σώνονται. Δεν ξέρω αν αναδείχθηκαν, κάποια, έστω και λιγοστά, στοιχεία της ιστορικής ποιητικής και των σπουδών ποιητικής του μελετητή Δάλλα. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύω, πως μια ουσιαστική προσέγγιση και αξιολόγηση του έργου του μπορεί να γίνει μονάχα μέσα από επιμέρους διερευνήσεις όλων των μελετών του, μια προσέγγιση που θα μιλούσε ξέχωρα και κατ’ ιδίαν για τον σολωμιστή, τον βαρναλιστή, τον καλβιστή, τον καβαφιστή κ.ο.κ. Δάλλα. Κι ούτε, επίσης, ξέρω αν ο ποιητής, ο κριτικός, ο μεταφραστής, ο φιλόλογος, ο πεζογράφος Γιάννης Δάλλας ψάχνει ακόμη για λίγη αιωνιότητα. Το μόνο που εγώ ξέρω, είναι πως αν η αιωνιότητα υπάρχει, δεν μπορεί παρά να εγκατοικεί στη μνήμη και στην αγάπη των ανθρώπων. Και το σίγουρο είναι πως η πάντα φωσφορίζουσα φωνή, ο σπηλαιώδης και αλληλούιος φθόγγος του Γιάννη Δάλλα έχει και θα έχει τη βαθιά εκτίμηση και την αγάπη των ανθρώπων που τον άκουσαν, που τον διάβασαν, που τον θυμούνται, που δίπλα του ή στο έργο του μαθήτεψαν και μαθητεύουν. Γιατί ο Γιάννης Δάλλας, πάνω απ’ όλα, και σε όλα, είναι Δάσκαλος. Και τουλάχιστον για μένα, και παραφράζοντας εδώ έναν, ακόμη, ποιητή που ο ίδιος τόσο πολύ και τόσο σοφά μελέτησε: ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν.
Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο ΑΠΘ
Γιάννης Δάλλας: η ανασύσταση του λυρικού μέλους
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗ
"Ο μεταφραστής, ξεκινώντας την προσπάθειά του πριν από είκοσι χρόνια σαν ερασιτέχνης ή περίπου σαν ποιητής και αναγκασμένος στην μεταφραστική του πορεία να ενεργήσει σαν φιλόλογος, σεβάστηκε γενικά την ανυπεράσπιστη τύχη αυτών των αποσπασμάτων που τα θεωρούσε και τ' αντιμετώπιζε σαν: απομεινάρια θαυμαστά ερμιάς και μεγαλείου.
Για πολύ διάστημα μάλιστα τα πλησίαζε εκλεκτικά και τ' αποδέσμευε τολμηρά από το βάρος του παρωχημένου καιρού τους∙ και είχε τότε την σπάνια χάρη, αλλ' όχι και τη δύναμη, να τα χειρίζεται δίπλα του σαν ζωντανά εργαλεία και μοχλούς της δικής του δημιουργίας. Αργότερα, παραιτώντας κάθε ελευθερία σαν ανεύθυνη πολυτέλεια, αναγκάστηκε να υποταχτεί και να υπηρετήσει κατά την επάρκειά του πιστά και σ' όλη την έκτασή τους τα κείμενα∙ μια πρόσθετη δυσκολία, προκειμένου να αναζωογονηθεί η πνοή και στα πιο μικρά σπαράγματα των τελευταίων ευρημάτων. Απ' αυτή την αμετάδοτη εμπειρία, που μοιάζει με μετάγγιση αίματος σε σύγχρονες αρτηρίες για καινούργια κυκλοφορία, διαμορφώθηκε τελικά η μετάφραση".
Με αυτόν τον πυκνό και ολοκληρωμένο νοηματικά λόγο του, ο Γιάννης Δάλλας εξηγεί στον Επίλογο των Ιαμβογράφων του (έκδοση του ρέκτη της τυπογραφίας Φίλιππου Βλάχου, 1976) πώς ξεκίνησε και πώς συνέχισε αυτό το επίπονο σχέδιό του να μεταφέρει στη νεοελληνική γλώσσα το σύνολο σχεδόν της Αρχαίας Λυρικής Ποίησης (ΑΛΠ) και όχι μόνο. Σήμερα, τριάντα τρία χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση των Ιαμβογράφων και πενήντα τρία από την πρώιμη αρχή της μεταφραστικής επιχείρησης και περιπέτειας του Δάλλα, το έργο συνεχίζεται με την ίδια ορμή και πάθος. Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο (2008) θέτει σε κυκλοφορία, από τον "Ηριδανό", ένα μείζον απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία με τον τίτλο Ελληνιστικός Μικρόκοσμος, απόδειξη πως ο ζυγός κάτω απ' τον οποίο ζεύκτηκε αυτοβούλως και ευχαρίστως ο Δάλλας, μισόν αιώνα και παραπάνω, όχι μόνο δεν τον γονάτισε αλλά τουναντίον μοιάζει όλο και πιο ελαφρύς για αυτόν τον σκληροτράχηλο φιλόλογο, μεταφραστή, μελετητή της νεότερης και νεοτερικής λογοτεχνίας μας, ποιητή συνάμα, κριτικό και πεζογράφο. Αλλιώς, πώς θα μπορούσε να μεταφράζει με τόσο κέφι και χωρίς περιστροφές στίχους όπως εκείνον που ο κιναιδογράφος Σωτάδης έγραψε για τον Πτολεμαίο, όταν παντρεύτηκε την αδελφή του: Σε τρύπα ανόσια το καυλί τί σπρώχνεις, Πτολεμαίε;
Το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί να παρουσιάσει ή να αποτιμήσει, όπως αξίζει, τη μακρόχρονη μεταφραστική προσπάθεια του Γιάννη Δάλλα. Ό,τι μπορεί να κάνει είναι να δώσει μια γενική ιδέα του μεταφραστικού άθλου του, να υπογραμμίσει, εν τάχει, τις δυσκολίες του εγχειρήματός του και να αναφερθεί στη μεταφραστική του ιδεολογία.
Ο τόμος των Ιαμβογράφων του 1976 (Αρχίλοχος, Σημωνίδης, Ιππώναξ, Ελάσσονες, Αλεξανδρινοί και Μεταγενέστεροι, Αδέσποτα) φιλοδοξούσε να είναι ο πρώτος μιας σχετικής σειράς που θα εξαντλούσε "μεταφραστικά την ΑΛΠ κατά είδη και περιόδους (...) από τις αρχές της ως τους ελληνιστικούς χρόνους (7ος-3ος αι. π.Χ.)". Σήμερα ο τόμος (σε τρίτη έκδοση, 2007) κυκλοφορεί ως τέταρτος τόμος της σειράς "Αρχαίοι Λυρικοί" στις εκδόσεις "Άγρα". Πρώτος τόμος είναι οι Χορικολυρικοί (2003), με Εισαγωγή για τη γένεση και την εξέλιξη του χορικού άσματος, με πληροφορίες για τους αρχαίους μουσικούς, τον Αλκμάνα, τον Στησίχορο, τον Ίβυκο, τον Σιμωνίδη τον Κείο, τους ελάσσονες, τον νεοαττικό Διθύραμβο και τα χορικά είδη μεταγενεστέρων ποιητών. O δεύτερος τόμος, Μελικοί (2004), περιέχει τους διασημότερους λυρικούς ποιητές, τον Αλκαίο και τη Σαπφώ, και μαζί τον Ανακρέοντα, μια επιλογή από τα Ανακρεόντεια, αποσπάσματα από τις αρχαίες ποιήτριες με τα μυθικά ονόματα, Κόριννα, Τελέσιλλα, Πράξιλλα, Ήριννα, Ανύτη, Νοσσίδα, Μοιρώ... Τέλος, ο τρίτος τόμος, Ελεγειακοί (2007), στεγάζει τα ποιήματα του Καλλίνου του Εφέσιου, τον Τυρταίο, τον Μίμνερμο, τον μεγάλο διδάχο Αθηναίο ποιητή Σόλωνα, τον Θέογνη και τα θεογνίδεια, τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνειο, τους ελάσσονες ελεγειακούς και τα λογής-λογής Αδέσποτα. Και οι τέσσερεις ογκώδεις (1350 σελίδες!) και καλαίσθητοι τόμοι των Αρχαίων Λυρικών, μαστορεμένοι από τον Σταύρο Πετσόπουλο, έχουν μαζί με τις μεταφράσεις το πρωτότυπο κείμενο από τις καλύτερες κριτικές εκδόσεις και πλουτίζονται από καλοδουλεμένες εισαγωγές για κάθε ποιητικό είδος και για κάθε ποιητή, όσο και από πολύτιμα σχόλια. Το φιλόδοξο και επίπονο σχέδιο και όραμα του Δάλλα, διακηρυγμένο πριν από δεκαετίες, έγινε Έργο απτό και η χαώδης ΑΛΠ, με το σπαραγμένο κείμενό της, τα αναρίθμητα ονόματα και τα άπειρα αποσπάσματα, βρίσκεται τώρα χάρη στον Δάλλα και την "Άγρα" τακτοποιημένη και οργανωμένη. Δορυφορικά κείμενα αυτής της λαμπρής σειράς είναι τα καλλιμάχεια Επιγράμματα στους Τελχίνες ("Γαβριηλίδης", 2001), τα Επιγράμματα του Ρουφίνου ("Γαβριηλιδης", 2008) και ο περυσινός επίσης Ελληνιστικός μικρόκοσμος, ένα θεματικό απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία. Πρόκειται για ένα χαριτωμένο τόμο (ο Δάλλας άλλωστε έχει ευτυχήσει και τυπογραφικά) με επιγράμματα τοποθετημένα κατά θέματα: προπεμπτικά, ναυάγια, σκηνές του βίου, συμποσιακά, ερωτικά, σκωπτικά και σάτιρες, Φιλοσοφικά, ποιήματα-επιστολές, εκφράσεις, μίμοι, παραδοξογραφήματα κλπ. Ο τόμος κλείνει με επιγράμματα που αναφέρονται τόσο στην ανθρωπογεωγραφία όσο και στην ανθρωπολογία ενός νέου, μεγάλου ελληνικού κόσμου, που απολήγει στον κοσμοπολιτισμό του Κ. Π. Καβάφη και του Στρ. Τσίρκα! Ιδού με λίγα λόγια το μεγάλο Έργο του Δάλλα, που δίκαια τον τοποθετεί ανάμεσα στους πρώτους μιας μακράς σειράς Ελλήνων μεταφραστών των κλασικών μας κειμένων.
"Δεν υπάρχει -δεν πρέπει να υπάρχει- θεωρία κανονιστική για τη μετάφραση (...) Εννοώ μια θεωρία εκ των άνω επιβαλλόμενη και γενικώς αποδεκτή. Αλλά υπάρχει και εδώ και εκεί όχι κανόνας, αλλά ένας τρόπος διαφορετικός κάθε φορά που υποβάλλεται από κάτω, από τα πράγματα. Ένας τρόπος μορφοποίησης ενός ερεθισμού, που υπαγορεύεται απ' τη φυσική ή την πλασματική πραγματικότητα. Η πλασματική πραγματικότητα ενός λογοτεχνήματος δεν παύει να ισχύει και εκείνη ως μία άλλη, δευτερογενής πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα διαθλασμένη στο συναίσθημα και μεταπλασμένη από την τεχνική συνείδηση ενός νεότερου δημιουργού. Πρέπει ο μεταφραστής λοιπόν να είναι σε θέση να διαλεχθεί και με τις δύο πραγματικότητες" [οι υπογραμμίσεις δικές μου].
Έτσι αρχίζει ο Δάλλας το δοκίμιό του "Η μεταφραστική εμπειρία" (Καλλιμάχου Τα Επιγράμματα, 7), ένα κείμενο που αξίζει να συζητηθεί κάποτε εκτενέστερα, καθώς οι θέσεις του έχουν να κάνουν με ουσιώδη ζητήματα της νεότερης ποιητικής μας και της μεταφραστικής γλώσσας μας. Αυτό που αναγνωρίζει θεωρητικά ο Δάλλας και κάνει στην πράξη είναι πως η πραγματικότητα του μεταφραστέου κειμένου υπαγορεύει κάθε φορά, "εκ των πραγμάτων" τον διαφορετικό τρόπο, με τον οποίο ο μεταφραστής-διαμεσολαβητής οφείλει να αρχίζει το έργο του. Κάθε κείμενο κι ένας τρόπος, αφού κάθε κείμενο είναι κι ένας αυτοτελής τόπος. Ωστόσο με την Λυρική Ποίηση, με τα πολλά είδη και γένη, τους πολλούς δημιουργούς με τις διαφορετικές διαθέσεις, τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα. Αν λ.χ. το έπος ομογενές, όπως είναι, επιβάλλει έναν τουλάχιστον μεταφραστικό τρόπο, η πολύτροπη και πολυγενής Αρχαία Λυρική Ποίηση πόσους τρόπους μπορεί και υποβάλλει; Πολλούς, απαντά εμπράκτως ο Δάλλας. Και πόσες διαθέσεις εκπέμπουν τα μέλη του Αρχίλοχου, της Σαπφώς, του Στησίχορου, του Ίβυκου ή των τεχνουργών της Παλατινής Ανθολογίας; Ομοίως, πολλές. Για τούτο και ο Δάλλας μεταφράζει με άλλο ήθος και ύφος τις ελεγείες και αλλιώς τα μέλη της Σαπφώς, του Αλκαίου, ή τα ερωτικά επιγράμματα. Ο Δαλλας, πολυσυλλεκτικός και λεκτικά πολύμορφος, μεταπλάθει κάθε φορά, κάθε απόσπασμα με βάση τη φύση, τη φυσιογνωμία και το ήθος του.
Τι έκανε τελικά (ή τι κάνει ακόμη) ο Δάλλας με αυτό το Έργο; Συνήγαγε τα διάσπαρτα μέλη ενός ποιητικού σώματος που κάποτε έλαμπε στην ολοκλήρωσή του, τα τοποθέτησε σε ένα νέο Μουσείο και με τη σειρά του φρόντισε την ανυπεράσπιστη τύχη τους. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πως δεν είναι μόνο τα Ελγίνεια μάρμαρα που πρέπει κάποτε να επανέλθουν και να συμπληρώσουν το Λεηλατημένο Σώμα. Είναι και τα κλασικά κείμενά μας, πεζά και ποιητικά, τα αφρόντιστα και τα άγνωστά μας, που παρά τις αρχαιοφιλικές μας διακηρύξεις παραμένουν έκθετα και παραπεταμένα. Έξω από την παιδεία μας. Ξένα στον τόπο τους. Όπως ακριβώς και τα υπάρχοντα μάρμαρα στην Ακρόπολη ή στις αναρίθμητες ακροπόλεις αυτού του τόπου παραμένουν ξένα, υβρισμένα από τους κατ' όνομα κληρονόμους. Αυτό λοιπόν που έκανε και εξακολουθεί να κάνει ο Δάλλας είναι να φροντίζει με τον τρόπο του όλα αυτά τα αποσπασμένα μέλη της Αρχαίας Λυρικής Ποίησης, να τα μεταφράζει, να τα σχολιάζει, να τα συστήνει σε μας. Να τα αποκαταστήσει πλήρως και να τα δώσει αμάλαγα δεν γίνεται. Αυτό δεν το μπόρεσαν -φευ- γενεές ακάματων φιλολόγων. Μας δίνει όμως μια ιδέα του παλαιού τους σχήματος, μια μορφή της αρχικής τους σύστασης. Και μαζί ανακαλεί (πένθιμα και ελεγειακά) εκείνον τον βαθύ, γνήσιο πολιτισμό που τα εποίησε, έναν πολιτισμό που εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να παραμένει εξίσου άγνωστος και ξένος στους Νεοέλληνες.
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι κλασικός φιλόλογος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και πεζογράφος
Ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός λογοτεχνίας, ο δοκιμιογράφος, ο φιλόλογος, ο μεταφραστής αρχαίας γραμματείας, ο αριστερός διανοούμενος
Ο Γιάννης Δάλλας γεννήθηκε στη Φιλιππιάδα, το 1924. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και εργάστηκε στη Μέση και την Ανώτατη εκπαίδευση. Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο δοκιμίου και κριτικής και με το Μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Ποιητικά
Federico Garcia Lorca, Μαυρίδης 1948
Εφτά πληγές, Μαυρίδης 1950
Απόπειρα Μυθολογίας, Δαμιανάκης 1952
Κυκλόδιωκτα, Κακουλίδης 1956
Πόρτες εξόδου, Ενδοχώρα 1960
Εξαγορά [συγκεντρωτική επιλογή], Ενδοχώρα 1965
Ανατομία, Κείμενα 1971
Το τίμημα, Κείμενα 1981
Ο ζωντανός χρόνος, Κείμενα 1985
Δόκιμος σε συντεχνία, Στιγμή 1986
Ο ποιητής και το ποίημα, βιβλιοθήκη Πιτόσκα-Βάρνα 1988
Ποιήματα 1948-1988 [συγκεντρωτική έκδοση], Νεφέλη 1990
Αποθέτης, Συνέχεια 1993
Στοιχεία ταυτότητας, Γαβριηλίδης 1999
Γεννήτριες, Τυπωθήτω 2004
Πεζά
Η σφαγή του Κομμένου, Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1947, Πέτρα 2008
Στο ρεύμα του ποταμού, Ερμής 1986, Γαβριηλίδης 2004
Χρονοδείκτες, Γαβριηλίδης 2004
Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, Γαβριηλίδης 2008
Κριτικά - Δοκίμια
Εποπτείες Α', Κακουλίδης 1954
Υπερβατική συντεχνία, Κοντός 1958
Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, Κείμενα 1979
Πλάγιος λόγος, δοκίμια κριτικής εφαρμογής, Καστανιώτης 1989
Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, Κέδρος 1997
Ευρυγώνια, δοκίμια για την ποίηση και την πεζογραφία, Νεφέλη 2000
Μανόλης Αναγνωστάκης, Ποίηση και ιδεολογία, Κέδρος 2007
Φιλολογικά μελετήματα
Καβάφης και ιστορία, αισθητικές λειτουργίες, Ερμής 1974
Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική, διατριβή, Στιγμή 1984
Ο ελληνισμός και η θεολογία στον Καβάφη, Στιγμή 1986
Σπουδές στον Καβάφη, Ερμής 1987
Η δημιουργική δεκαετία στην ποίηση του Βάρναλη, Κέδρος 1988
Η ποιητική του Ανδρέα Κάλβου, η πνευματική συγκρότηση και η τεχνική των Ωδών, Συνέχεια 1994
Ν.Γ. Πεντζίκης: Εγκατάλοιπα Ιωάννη Κνίτελλη, εισαγωγή, παρουσίαση, Συνέχεια 1994
Ο κλασικισμός του Ανδρέα Κάλβου, η αρχαία βάση και η υπέρβασή της, Σοκόλης 1999
Ρώμος Φιλύρας, ο ιδαλγός της ουτοπίας, Γαβριηλίδης 1999
Ζήσης Οικονόμου, μια ποίηση εναντίον του ρεύματος, Γαβριηλίδης 2001
Κωνσταντίνος Θεοτόκης, κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας, Σοκόλης 2001
Σκαπτή ύλη από τα Σολωμικά μεταλλεία, Άγρα 2002
Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου, η "Μαϊμού" στα κείμενα του Βάρναλη, Γαβριηλίδης 2003
Ο Τέλλος Άγρας εξομολογείται (Η αλληλογραφία του με τη Μαρία Μακρή), Γαβριηλίδης, 2005
Σολωμός και Κάλβος, Δύο αντίζυγες ποιητικές της εποχής, Νόηση 2009
Ολίγο θα το ξαναγγίξω (ύστερα καβαφολογικά) υπό έκδοση, Ηριδανός 2009
Μεταφράσεις αρχαίας γραμματείας
Αρχαίοι λυρικοί Α', Ιαμβογράφοι, Κείμενα 1976
Ρωμανού του Μελωδού Εις τα άγια νήπια, Απόστροφος 1999
Τα δημώδη των αρχαίων - Αττικά συμποτικά, Γαβριηλίδης 2001
Καλίμαχου Επιγράμματα - Προς Τελχίνες, Γαβριηλίδης 2001
Αρχαίοι λυρικοί, Χορικολυρικοί, Άγρα 2003
Αρχαίοι λυρικοί, Μελικοί, Άγρα 2004
Αρχαίοι λυρικοί, Ιαμβογράφος, Άγρα 2007
Αρχαίοι λυρικοί, Ελεγειακοί, Άγρα 2007
Ελληνιστικός μικρόκοσμος (απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία, Ηριδανός 2009
Πλάτωνος, Τα αποδιδόμενα επιγράμματα, Ηριδανός 2009
Ρουφίνος, Ερωτικά επιγράμματα, Ηριδανός 2009
Φιλολογικές εκδόσεις
Κωνσταντίνος Θεοτόκης Διηγήματα (Κορφιάτικες ιστορίες), με έντεκα χαράγματα του Μάρκου Ζαβιτζιάνου, εισαγωγή, επιμέλεια, Κείμενα 1978
Κωνσταντίνος Θεοτόκης Οι σκλάβοι στα δεσμά τους, μυθιστόρημα, προλεγόμενα, φιλολογική επιμέλεια, Κείμενα 1979
Οι ψαλμοί του Δαβίδ υπό Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου, εισαγωγή, φιλολογική έκδοση, σχόλια, Κείμενα 1981
Κώστα Βάρναλη Σκλάβοι πολιορκημένοι, εισαγωγή, φιλολογική έκδοση, υπομνηματισμός, Κέδρος 1990
Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου Η Ιωνιάς, εισαγωγή, κριτική έκδοση, επιλεγόμενα, Συνέχεια 1992
Ανδρέα Κάλβου Ωδαί, εισαγωγή, κριτική έκδοση, σχόλια, Ωκεανίδα 1998
Κώστα Βάρναλη Το φως που καίει, εισαγωγή, φιλολογική έκδοση, υπομνηματισμός, Κέδρος 2003
Κώστα Βάρναλη Προς φιλοσοφικήν Μαϊμούν (Η σημασία και η χρήση ενός συμβόλου), Γαβριηλίδης 2003
Το φιλολογικό αποτύπωμα του Γιάννη Δάλλα
ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ
Συγκίνηση και παρηγοριά μου προξένησε η ανάγνωση, εν μέσω του φλεγόμενου Δεκεμβρίου της χρονιάς που πέρασε, του ποιήματος «Δημοταράκτες» του Γιάννη Δάλλα στην Αυγή της Κυριακής (1). Όχι όμως και έκπληξη. Οι τεταμένες κεραίες και τα άφθαρτα πολιτικά αντανακλαστικά του ογδονταπεντάχρονου σήμερα ποιητή δεν είναι δυνατόν να αιφνιδιάσουν όσους έστω και από απόσταση έχουν παρακολουθήσει τον βίο και την πολιτεία του. Όπως γράφει ο ίδιος στους Χρονοδείκτες του:
«Τώρα που η ώρα μου πια γέρνει» -λόγια του Καβάφη- είναι στιγμές που στρέφομαι με πατρική στοργή προς τη νεανική μορφή που κάποτε υπήρξα. Σαν να ’ναι γιος μου, που ύστερα από τόσα χρόνια δεν θέλησε ούτε εννοεί να μεγαλώσει. Κλείνω τα μάτια και τον βλέπω στα προαύλια των Σχολών, σε λεωφόρους με το πλήθος και σε σκάλες εξουσίας. Να αμύνεται με τους πολλούς, να πέφτει, να ξανασηκώνεται, να προχωρεί (2).
Όχι, ο νέος που υπήρξε ο Δάλλας δεν εννοεί, ευτυχώς, να μεγαλώσει. Συνεχίζει να αφουγκράζεται την επικαιρότητα, να συμπάσχει με τις νεότερες γενιές, να μάχεται με τα γραπτά του, να συντονίζεται με τις τεχνολογικές εξελίξεις (πόσοι της γενιάς του έχουν δική τους ιστοσελίδα στο διαδίκτυο;), να παρακολουθεί συμπόσια, σεμινάρια, ομιλίες πολύ νεότερών του μελετητών (φαινόμενο σπάνιο για φιλόλογο της ηλικίας και του κύρους του). Να είναι, με άλλα λόγια, έξω από τον προστατευτικό και αυτο-επιβεβαιωτικό χώρο του γραφείου του, μέσα στον δρόμο και τον χρόνο. Γιατί η ύπαρξη, όπως ο ίδιος επισημαίνει,
«δικαιώνεται μόνο όταν φτάσει να μεταμορφωθεί σε εμπειρία […] Υπάρχει κάθε φορά που ριζώνει σωματικά μέσα στα πράγματα: ριζώνει η σωματικότητά της μέσα στη χωρική χρονικότητα των πραγμάτων»(3).
Στοχαστής με αριστερές ευαισθησίες, ο Δάλλας δεν περιορίστηκε στη μελέτη του λογοτεχνικού «κανόνα» αλλά έχει κατά καιρούς υπερασπιστεί και τους κοινωνικά περιθωριακούς λογοτέχνες, τους αδικημένους από το κατεστημένο. Είναι χαρακτηριστική η στοργή (και η ευγνωμοσύνη, θα έλεγε κανείς) με την οποία έχει συχνά περιβάλει στα γραπτά του τον Ηπειρώτη ποιητή και κριτικό Γιώργο Κοτζιούλα, που το 1943-44 βρέθηκε πλάι στους αντάρτες του Βελουχιώτη και έστησε το Θέατρο στα βουνά. Οι σελίδες του Δάλλα γι’ αυτόν τον άδικα περιθωριοποιημένο λογοτέχνη, κριτικό και μεταφραστή, ο οποίος, παρά τη φτώχεια και τις δυσκολίες του βίου του, άφησε σημαντικό έργο, είναι από τις ουσιαστικότερες που έχουν γραφτεί γι’ αυτόν. «Ρημαγμένος απ’ την αλλαγή των καιρών, απ’ την εκμετάλλευση των εκδοτών, απ’ όλους τους ευφυείς επιβήτορες της ζωής», ο Κοτζιούλας χάρηκε, παρ’ όλ’ αυτά, όπως με διεισδυτικότητα επισημαίνει ο Δάλλας, «τη νίκη του πάνω στα συγκεκριμένα, την ταπεινή του τέχνη με τα πιο ταπεινά σύνεργα, τα πεζολογικά μέτρα, τους κεκμηκότες ιάμβους του, τα κουρέλια των λέξεων». Πέρασε από το συμβολισμό στην ηθογραφία και, μεταπολεμικά, σ’ έναν «αγκαθωτό, ακατέργαστο ρεαλισμό» διατηρώντας «μια φύση πάγια ηθική και ένα πλήθος βλέψεις αισθητικές», ώσπου η αρρώστια και η αδιαφορία της πολιτείας λύγισαν «τον χαμηλοτάβανο ουρανό του» (ο Κοτζιούλας πέθανε σε ηλικία μόλις 47 ετών, το 1956)(4).
Η (διόλου βιογραφιστική) έμφαση που δίνει ο Δάλλας στην προσωπική ζωή των λογοτεχνών τους οποίους κατά καιρούς μελετά, απορρέει από τη μη-φορμαλιστική αντίληψή του για τη λογοτεχνία. Κείμενο και κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα είναι γι’ αυτόν συγκοινωνούντα δοχεία –κάτι όχι τόσο αυτονόητο όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται για τη φιλολογική μας γραμματεία εν γένει. Το ζωηρό ενδιαφέρον του για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που περιβάλλει και διαμορφώνει τους συγγραφείς και τα έργα τους στάθηκε, εξάλλου, ένας από τους βασικούς παράγοντες που τον ώθησαν στη συστηματική μελέτη και της δικής του ποιητικής γενιάς, με τα μέλη της οποίας μοιράστηκε ιστορικά βιώματα και πολιτικές αγωνίες. Γενικότερα, πάντως, είτε μας μιλάει για τον Κάλβο είτε για τον Καρυωτάκη είτε για τον Σαχτούρη, ο Δάλλας έχει την ικανότητα να προσδίδει στους λογοτέχνες του μια ποιότητα δυνάμει μυθιστορηματική, καθώς αποτυπώνει με ζωντάνια τον εγκλωβισμό τους στις συμπληγάδες της ιστορικής συγκυρίας, όπως μας το δίδαξε, πρωτίστως, ο Καβάφης(5).
Δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε ένας από τους λίγους φιλολόγους που διαπέρασε την «ημιθεϊκή» κρούστα του Άγγελου Σικελιανού και μίλησε με κατανόηση και για τη σκοτεινή πλευρά του: για τον ποιητή που πλήρωσε το τίμημα της εμπλοκής του στο ΕΑΜ μετατρεπόμενος σε «αποδιοπομπαίο» από τη μετεμφυλιακή Ελλάδα∙ τον ποιητή που αγνοήθηκε από τα κέντρα εξουσίας, οργίστηκε για τους «φθονερούς και τους μικρόχαρους» της εποχής του και οδηγήθηκε έτσι, από έπαρση και μια αίσθηση βαθιάς δυσαρμονίας με την εποχή του, στην απομόνωση(6).
Ίσως η τρυφερότητα με την οποία ο Δάλλας μιλάει για τον Σικελιανό να οφείλεται και στην ποιητική και πνευματική συγγένεια που τον συνδέει μαζί του. Περισσότερο απ’ όλους τους ποιητές της γενιάς του (ακόμη και από τον Έκτωρα Κακναβάτο και τον Νίκο Καρούζο), ο Δάλλας έχει μαθητεύσει στους υψηγορικούς τρόπους του ποιητή του Αλαφροίσκιωτου και έχει πιστέψει –και συνεχίζει να πιστεύει μέχρι σήμερα- στην υψηλή κοσμική αποστολή των ποιητών. Δεν θα ξεχάσω τον τρόπο με τον οποίο μας διάβασε ποιήματά του στο αρχαίο θέατρο Κούριο, στο δρόμο προς την Πάφο, το 1988, στο πλαίσιο ενός συνεδρίου για τον Γιώργο Σεφέρη στην Αγιάναπα. Στα φοιτητικά μάτια μας ο Δάλλας (που δίδασκε τότε στη Φιλοσοφική Σχολή των Ιωαννίνων) εμφανίστηκε σαν μια φιγούρα μυθικών εποχών, που με την πίστη, το πάθος αλλά και τη ρωμαλεότητα της απαγγελίας της μας έκανε να πιστέψουμε ότι το ποιητικό θαύμα μπορεί να «λειτουργεί ακόμα». Ένα ποιητικό θαύμα ανακατεμένο, παρ’ όλ’ αυτά, με τα ιζήματα των καιρών, τον κοινωνικοπολιτικό πυρετό των μεταπολεμικών δεκαετιών, οι οποίες μία προς μία έχουν αποτυπωθεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο έργο του. Γιατί στον Δάλλα, μύθος και ιστορία, αιωνιότητα και χρόνος, απογείωση και γείωση δημιουργούν, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην περίπτωση του ενιστή Σικελιανού, μια γεμάτη εντάσεις διελκυστίνδα. (Ας σημειωθεί εδώ, με την ευκαιρία, ότι η βαθιά αρχαιογνωσία του Δάλλα δεν περιορίστηκε στις γεμάτες μεράκι μεταφράσεις του αρχαιοελληνικών και ελληνιστικών ποιητικών κειμένων, αλλά, ενσωματωμένη στη σκευή του Νεοελληνιστή, έγινε συχνά το κλειδί κρίσιμων φιλολογικών ευρημάτων, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις του Κάλβου και του Καβάφη).
Απόηχους σικελιανικούς βρίσκει κανείς και στη δοκιμιακή γραφή του Δάλλα, που είναι κατά κανόνα συντακτικά περίπλοκη, μεταρσιωμένη, απλωμένη, θα έλεγες, σε παλιρροιακά κύματα κατά μήκος της σελίδας, προδίδοντας έναν μονίμως γοητευμένο από το αντικείμενο της εξέτασής του μελετητή. Θα ήταν ασφαλώς επικίνδυνο να προσπαθήσει κανείς να μαθητέψει στο ύφος αυτού του εντελώς ιδιότυπου πεζού λόγου. Ωστόσο, τα γεμάτα έξαρση και παλμό κείμενα του Δάλλα για τη νεοελληνική λογοτεχνία, που δεν παύουν να δημοσιεύονται χρόνο με τον χρόνο, ανατέμνοντας δύο σχεδόν αιώνες λογοτεχνικής ζωής, υπερασπίζονται με τον απτότερο τρόπο το αίτημά του για «διαρκή επανύπαρξη», ύπαρξη, δηλαδή, «σε αέναη μεταμόρφωση […] Κάθε μεταμόρφωσή της και μια ανάσταση του εαυτού μας. Και αυτήν την ανάσταση επαγγέλλεται η ποίηση»(7). Η ποίηση, ναι, αλλά και η φιλολογία και η κριτική, ιδιαίτερα όταν εκτονώνουν μια ορμή δημιουργική, όπως φανερά συμβαίνει στην περίπτωση του Δάλλα, ο οποίος δεν παύει να μας θυμίζει ότι η δουλειά μας, πέρα από την όποια μεθοδικότητα, θεωρητική υποδομή και πειθαρχία της, είναι –θα ήταν καλό να είναι- και υπόθεση πάθους.
Η Αθηνά Βογιατζόγλου διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
(1) Αυγή, 21 Δεκεμβρίου 2008, σ. 36.
(2) Δάλλας, Χρονοδείκτες, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2004, σ. 91.
(3) Δάλλας, Από την ύπαρξη στην συνύπαρξη, Γαβριηλίδης 2008, σ. 30.
(4) Δάλλας, «Ο Γιώργος Κοτζιούλας, περιλειπόμενα μιας φθοράς», Ηπειρωτική Εστία, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1956, τεύχος 51-53. Βλ. και τις σελίδες που αφιερώνονται στον Κοτζιούλα στα βιβλία του Δάλλα Χρονοδείκτες, ό.π., σ. 38-43 και Στο ρεύμα του ποταμού, Γαβριηλίδης 2004, σ. 183-186.
(5) Για τον δραστικό τρόπο με τον οποίο η μακρόχρονη φιλολογική και κριτική αναμέτρηση του Δάλλα με τον Καβάφη επέδρασε στη διαμόρφωση της γενικότερης φιλολογικής μεθόδου του βλ. Γιάννης Παπαθεοδώρου, «Το πρίσμα της ύστερης αρχαιότητας στην καβαφική ποίηση: Η “πραγματογνωμοσύνη” του Γιάννη Δαλλα», Πόρφυρας, τεύχος 119 (Αφιέρωμα στον Δάλλα), Απρίλιος-Ιούνιος 2006, σ. 93-100.
(6) Δάλλας, Ευρυγώνια. Δοκίμια για την ποίηση και την πεζογραφία, Νεφέλη, Αθήνα 2000, σ. 101.
(7) Δάλλας, ό.π., σ. 31.
Ο πεζογράφος και ο αριστερός διανοούμενος
ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Τα τελευταία χρόνια, μία ακόμη πλευρά του πολυσχιδούς Γιάννη Δάλλα ήρθε στην επιφάνεια: αυτή του πεζογράφου. Όχι όπως συχνά γίνεται, δηλαδή ως υποκατάστατο των κύριων μορφών έκφρασης του συγγραφέα ή ως μια προσπάθεια να περιληφθεί ένα ακόμη λογοτεχνικό είδος στο πεδίο των φιλοδοξιών του, αλλά, στην περίπτωση του Δάλλα, ως μια υποφωτισμένη πτυχή του πολυτάλαντου γραφιά, η οποία μάλιστα κάνει την πρώτη της εμφάνιση πριν από την εναρκτήρια ποιητική του συλλογή.
Πεδίο της πεζογραφίας του Δάλλα, το σώμα της ιστορίας. Το πρώτο του αφήγημα, Η σφαγή του Κομμένου, δημοσιεύεται το 1947. Υποδύεται τη δομή του χρονικού των γεγονότων στο ομώνυμο χωριό της Άρτας, τον Αύγουστο του 1943. Ο Δάλλας σκηνοθετεί έναν μακρυγιαννικό αφηγητή, με τον «συγγραφέα-επιμελητή» του «χειρογράφου» να κρατά τον ρόλο του σχολιαστή, που γράφει την λυρικής πνοής εισαγωγή σε κάθε κεφάλαιο του «χρονικού». Παρ’ όλα αυτά, η τεχνική του Δάλλα αφίσταται από τη γραμμή του «τεκμηρίου», όπως αυτή αρθρώνεται στον άξονα Μυριβήλης – Βενέζης – Στρατής Δούκας - Όμηρος Πέλλας – Βαλτινός (Η κάθοδος των εννιά), γιατί οι δύο φωνές, του «αφηγητή» και του «συγγραφέα», είναι απολύτως ισότιμες και ταυτόχρονα τελείως διαφορετικές. Δεν συνηχούν, δεν υπηρετεί η μία την άλλη (π.χ. ως αφηγηματικό τέχνασμα), δεν χωνεύονται σε μία φωνή με αποχρώσεις, αλλά εκβάλλουν, αυτούσιες και αυτάρκεις, στην κοίτη ενός συνθετικού αφηγήματος. Η σημασία αυτού του βιβλίου είναι μεγάλη, αν κοιτάξουμε και τη διπλανή ημερομηνία, δηλαδή την ποιητική εμφάνιση του Δάλλα, ένα χρόνο μετά, με τη συλλογή Federico Garcia Lorca (1948), μια συλλογή σουρρεαλιστικής κατεύθυνσης. Θέλω να πω, ότι στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’40, όταν οι μεταπολεμικοί ποιητές κάνουν τα πρώτα τους βήματα, προέχει η αισθητική αναζήτηση. Η μεγάλη, ιστορική τομή που επέφερε ο πόλεμος, ανεδείκνυε την ανάγκη για αντίστοιχες αισθητικές αναζητήσεις και τομές, στην παραδεδομένη λογοτεχνική γλώσσα. Ο κόσμος ήταν πια διαφορετικός, οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί, οι ποιητές διαφορετικά έβλεπαν τον κόσμο, τον εαυτό τους, την τέχνη τους. Όμως, ο εμφύλιος, το δράμα των αριστερών και ολόκληρης της χώρας, με τις παρατεταμένες συνέπειές του, ανέκοψαν αυτή τη γενικευμένη διάθεση, με αποτέλεσμα, αμέσως μετά, η έντονη ανάγκη «να μιλήσουν», άμεσα, γρήγορα και δραματικά, για όσα συνέβησαν και συνέβαιναν, να ακουμπήσει στη διαθέσιμη γλώσσα του Σεφέρη, έστω και με μικρές ή μεγαλύτερες δόσεις καβαφισμού. Σε κάθε περίπτωση, το πεζό αυτό του Δάλλα ενέχει θέση ισχυρού τεκμηρίου, συνιστά από μόνο του μια «ενδεχομενικότητα», μια σπαταλημένη (και κάποτε ηττημένη) δυνατότητα τα λογοτεχνικά μας πράγματα να είχαν μια διαφορετική ακολουθία.
Στη συνέχεια, όταν ο Δάλλας διανοίγει και πορεύεται, στην ποίηση και την κριτική, τους δρόμους που επέλεξε, έχουμε είκοσι σύντομα πεζά, τα περισσότερα «ηπειρώτικα» διηγήματα, που δημοσιεύονται σε περιοδικά, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι τα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τα οποία περιέχονται στον τόμο Στο ρεύμα του ποταμού. «Πάρεργα» του ποιητή, όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει, «πάρεργα» και του κριτικού, θα πρόσθετα, με κοινό μοτίβο τους το ποτάμι, δηλαδή την κοίτη της ιστορίας και της ζωής, το ποτάμι όπως το φώτισε ανεπανάληπτα ο Τάκης Σινόπουλος, και όπως τα πεζά του Δάλλα καθρεφτίζονται στα «προ-ποιητικά» νερά του Ηλείου συνοδοιπόρου του: «Σ’ αυτόν τον κόσμο, για να δροσίζουνε τα μάτια την ψυχή –καμιά φορά και το κορμί- των ανθρώπων, υπάρχουνε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος στα σύνορα Ηλείας και Γορτυνίας, που ταχτικά τον πέρναγε βγάζοντας το παντελόνι του ο παπούλης ο Τζουλέκας. Ο Εύηνος (ποιο νά ΄ναι τάχα το παλιότερο όνομά του;) στο δρόμο για το Μεσολόγγι, μετά την Παλιοβούνα. Ο Ηπειρώτης Άραχθος, έξω απ’ την Άρτα, ιδιοκτησία νομίζω από παλιά, του ποιητή Γιάννη Δάλλα».
Είχα την τιμή και το προνόμιο να παρακολουθήσω, εν τη γενέσει τους, τα συγκλονιστικά πεζά που συγκροτούν το τρίτο πεζογραφικό βιβλίο του, τους Χρονοδείκτες. Πάντα με «χτενίσματα» της τελευταίας στιγμής, με άπειρους δισταγμούς, σαν κάθε φορά να άνοιγε ένα ζέον κεφάλαιο του παρελθόντος, σελίδα τη σελίδα αποσπούσε ο Δάλλας από το σώμα των χειρογράφων του μια ενότητα και, αφού πρώτα μου τη διάβαζε, με εκείνον τον απαράμιλλο τρόπο του, την έπαιρνα για δημοσίευση στον Πολίτη, έχοντας την αίσθηση πως κάτι ξεχωριστό είχα στα χέρια μου, κάτι ζεστό και πολύτιμο, οπωσδήποτε εν εξελίξει. Οι Χρονοδείκτες τώρα συνθέτουν ένα ιδιότυπο βιβλίο, ένα προσωπικό και καλλιτεχνικό σημειωματάριο, αλλά ταυτόχρονα κι ένα χρονικό της μεταπολεμικής περιόδου, χρονικό πολιτικό αλλά και της λογοτεχνικής συντεχνίας. Με συνεχείς ασύμμετρες παρεκβάσεις, όπως εκείνη για τον Γιώργο Κοτζιούλα, μέσω αυτού στον Άρη Βελουχιώτη κ.ο.κ., αφηγηματικότητα έντονη, αλλά ευέλικτη και πολύτροπη, που συνεχώς εναλλάσσει τον προσωπικό με τον συντεχνιακό και τον ευρύτερο ιστορικό αφηγητή, γλώσσα μικτή και πλούσια, που δεν διστάζει να ενσωματώσει υπαίθριους απόηχους, πολιτική ορολογία, κριτικό ύφος, ρητορικές εξάρσεις, κατασταλαγμένη, μαχητική σοφία. Κριτική διαύγεια, απόδοση δικαιοσύνης, αιχμές πολιτικές και φιλολογικές, αναφορές σημαίνουσες, αδειάσματα μεγαλειώδη: «Επί πρωθυπουργίας του Σκόμπυ, υπαλληλίας Παπανδρέου και άλλων λακέδων...». Τέλος, αποδόμηση των απομνημονευμάτων: «Μακριά από μένα κάθε ιδέα για ημερολόγια. Τα περισσότερα απολογίες αζήτητες και άλλα νάρκισσοι: φριχτά επιμύθια, πληχτική διανόηση...».
Το τελευταίο του βιβλίο πεζών κειμένων, Από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, είναι μια προσπάθεια να συγκεράσει όσα από τον πόλεμο και μετά έδωσαν τον τόνο, σαν ρεύματα ιδεών και σαν ιστορική πραγματικότητα, διηθημένα μέσα από το φίλτρο της λογοτεχνίας. Η γενικευμένη υπαρξιακή αναζήτηση των μεταπολεμικών ποιητών, πρωτίστως μάλιστα των αριστερών, βρίσκει εδώ μία σύνοψη, που συνεχώς οδηγείται στη συνεπαγωγή της: τη συνύπαρξη. Από την στοχαστική θεώρηση στα ιστορικά συμπεράσματα, από την αμορφία στη μορφή, από τη στέρηση στη μεταμόρφωση, από το νερό στην πέτρα, από τους «μεταπολεμικούς μεσσίες» στη συντροφικότητα, από το γελοίο στο τραγικό, από τη συνήθεια στη γραφή.
Η πεζογραφική πλευρά του Δάλλα στέκεται δίπλα στις βασικές του ιδιότητες, όχι ισότιμα αλλά αυτόνομα και διακριτά, χωρίς ούτε στιγμή να φτωχαίνει ή να σχετικοποιεί τη βασική του λογοτεχνική υπόσταση. Αντίθετα, φωτίζει κρίσιμες πλευρές της σύνθεσης που συνιστά το σύνολο του έργου και η διαδρομή του Δάλλα, δηλαδή το στίγμα του. Και αυτό δεν είναι άλλο, από το στίγμα του αριστερού διανοούμενου, τόσο σεμνά υποφωτισμένο, τόσο έξω από την αγοραία διεκδίκησή του.
Γιατί, στην περίπτωση του Δάλλα, η πολιτικότητα και η γενικότερη ένταξη και σημασία του έργου του δεν προκύπτουν από τον θεματολογικό θόρυβο των κειμένων του, δεν «αξιοποιήθηκαν» στη φιλοτέχνηση μιας ακόμη πόζας αριστερού διανοούμενου, από αυτές που μας κατέκλυσαν τα τελευταία 50 χρόνια, σχεδόν πάντοτε χωρίς να κομίζουν τίποτα το σημαντικό, ούτε στην τέχνη ούτε στην αριστερά.
Ο Δάλλας είναι αριστερός διανοούμενος μέσα από τις επιλογές του, μέσα από τα «όχι» που είπε καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του, μέσα από την παροιμιώδη εγρήγορσή του, μέσα από την αντοχή του να μη βολευτεί, να μην εφησυχάσει∙ να παρακολουθεί, μανιωδώς θα έλεγα, ό,τι καινούριο εμφανίζεται, να μη διστάζει να δοκιμάσει και να εκτεθεί.
Τα «όχι» του ήταν προς δύο κατευθύνσεις: προς την «κοσμικότητα» της αριστεράς και προς την εξουσία. Όταν στη Μεταπολίτευση η ένταξη σε έναν από τους δύο πόλους της αριστεράς υποσχόταν λαμπρή καριέρα και προνομιακές σχέσεις, ο Δάλλας επέλεξε την απόσταση και απ’ τους δύο. Δηλαδή την αξιοπρέπεια του αριστερού διανοούμενου, απέναντι σε μηχανισμούς και αυλές. Την πολιτικότητα του έργου του, καθώς και τη ζηλευτή ποιότητά του, δεν την εξαργύρωσε. Μοναχικός στην πορεία του, έδινε συνεχώς περιεχόμενο και ουσία στη συλλογικότητα, γράφοντας, επιπλέον, για ομήλικούς του ποιητές, επιβάλλοντας μάλιστα τον Σαχτούρη. Αρνούμενος τον ρόλο του «σταρ» (τρομάρα μας!), δημιουργούσε ένα ζηλευτό πνευματικό ίχνος, ένα από τα ελάχιστα σημεία αναφοράς για την αριστερά, στη λογοτεχνία και την τέχνη. Εκεί μαθήτευσαν και μαθητεύουν οι αριστεροί λογοτέχνες και φιλόλογοι. Αφήνοντας τους μηχανισμούς και τους αυλικούς στον κόσμο τους. Αφήνοντας τις αγιογραφίες να βουλιάζουν στη μιζέρια της επανάληψής τους.
Όσον αφορά τη δεύτερη δέσμη των «όχι» του Δάλλα, νομίζω πως αρκεί ένα περιστατικό. Στο τεύχος 57 των «Αναγνώσεων», (28/12/2003), ο Δάλλας δημοσίευσε μια ανέκδοτη και βαρυσήμαντη επιστολή του Καβάφη, το μοναδικό κατάλοιπο του αλεξανδρινού που είδε το φως μετά από δεκαετίες. Εκεί, ο Καβάφης δηλώνει, με πάσα λεπτομέρεια, τι έχει διαβάσει από ξένη ποίηση, ανατρέποντας ένα μεγάλο μέρος από τις υποθέσεις και τις βεβαιότητες της καβαφικής φιλολογίας, εγχώριας και διεθνούς. Όμως, η κατοχή της επιστολής αυτής από τον Δάλλα είχε γίνει γνωστή στις μεγάλες εφημερίδες και άρχισαν τα τηλέφωνα κι οι προσφορές. Ο Δάλλας αδιαφόρησε για τα πρωτοσέλιδα, για τα αφιερώματα που θα υποδέχονταν τη φιλολογική αυτή ανακάλυψη, για τις επιφυλλίδες που θα φλυαρούσαν επί μακρόν. Κι έμειναν οι ενδιαφερόμενοι με την απορία:
-Μα, στην Αυγή;
-Ναι, στην Αυγή.
Σεμνά και αθόρυβα δημοσίευσε, σχολιασμένο με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, το καβαφικό χειρόγραφο στις σελίδες μας ο Δάλλας. Τόσο σεμνά κι αθόρυβα, που δεν το πήρε χαμπάρι ούτε η αριστερά...
Για μια φαινομενολογία της ποίησης του Γιάννη Δάλλα
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
Τοίσι δ᾿ ανιστάμενος μετέφη πόδας ωκύς Αχιλλεύς
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΟΣ Α΄, 58
1. Όταν σκέπτομαι τον ποιητή Δάλλα, έρχονται στο νου μου οι πονηρές μορφές του Μικελάντζελο. Πονηρές, γιατί συμπεριφέρονται στον θεατή σαν να ήθελαν να τον παγιδεύσουν στον κόσμο που σέβεται ή να τον βγάλουν από την παγίδα του κόσμου όπου ζει. Από τη θέση του ανθρώπου μέσα στο γήινο Είναι του, συμπεριφέρονται με μια φυσική αρμονία που ταπεινώνει το φυσικό Ον. Η τελειότητά τους προσφέρεται στα μάτια μας ως δική μας ανεπάρκεια. Από τη θέση τού εξ επαφής παρατηρητή επιδίδονται σε μιαν απελευθερωτική έκρηξη του φαντασιακού: γραμμές ανύπαρκτες στη φυσική τάξη, μύες στρεβλωμένοι, μόνο κατ’ επίφαση ανθρώπινοι, μορφές που περνούν στο χώρο της σημασίας με την ορμή της απούσας φυσικότητας. Αυτό υπήρξε η Αναγέννηση: αξεδίψαστη τάση για σύνθεση του φυσικού με το εκφραστικό, σεβασμός στα προϊόντα του πνεύματος, αδιακρίτως προέλευσης.
2. «Σου γίνομαι αγκάθι στον λάρυγγα/ έντομο στα βουερά τύμπανα» [ΑΝΤΙΔΙΚΟΙ, στο Ποιήματα 1948-1988, σελ. 129]. Από τη θέση του αναγνώστη που αποβλέπει τη σελίδα του βιβλίου: μία αρμονική ιαμβική αποστροφή. Από τη θέση του αναγνώστη που αποβλέπει τον εξ επαφής ορίζοντα της ποιητικής αλήθειας: ένας υπερρεαλιστικός πίνακας.
3. «...γύρισε κι είδε/ το πουλί μες στο αίμα/ την αγάπη του ψάρι/ τη ζωή μπρος στα πόδια του/ χαμηλωμένη λάμπα» [ΑΣ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ, ό.π. σελ. 131]. Αυτό που είναι η αγάπη ως ψάρι και η ζωή ως χαμηλωμένη λάμπα αποτελεί την πλήρωση ενός αποβλεπτικού ενεργήματος κάθε φορά: το σύνθετο αντικείμενο που εναρμονίζει το φυσικό με το εκφραστικό.
4. Κάθε ποιητική χειρονομία του Δάλλα προϋποθέτει έναν ποιητή που επιθυμεί να μνημειώσει τις πεπληρωμένες αποβλέψεις του, στεγάζοντας τις κενές. «Αυτές δεν είναι φλόγες είναι πυράκανθοι/ κι αυτή η νεκροφόρα βάρκα τ’ ουρανού/ Να στολιστώ τα κόκκινα αγκάθια τους/ να γίνω πηδαλιοχούμενος του γλαυκού/ Ποιος μου αποκλείει αυτή την περιπέτεια;» [ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ Β΄, ό.π. σελ.257].
5. Το ποίημα του Δάλλα οργανώνει πρώτα και κύρια την απουσία της πραγματικότητας και έπειτα την ίδια την παρουσία του. «Τι θέλει πάλι αυτός ο ίσκιος στα ποιήματα/ ο γρυλισμός και τα καπούλια αυτού του ζώου;/ Περνά σαν σίφουνας και δεν αναγνωρίζεται...» [ΧΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΣΑΡΚΕΣ, ό.π. σελ 233]
6. Το ποιητικό ιδίωμα του Δάλλα προϋποθέτει την ποιητική αρχαιότητα ως ενεργό λειτουργική αρχή κάθε ποίησης. Το ποίημα βρίσκεται ανάμεσα στις ενδεχόμενες γλωσσικές κατασκευές μας, υπό την προϋπόθεση πως αναγνωρίζουμε στον Όμηρο τη διάνοιξη ενός ορίζοντα, που τον καλούμε ποιητικό. Αποβλέποντας το ποίημα του Δάλλα, έχουμε την παράλληλη εμπειρία μιας πλευράς του Ομηρικού έργου.
7. Τα ποιήματα του Δάλλα είναι σπαράγματα ενός έπους, που θα ήταν μάταιο να γραφεί, πασχίζοντας να αρτιώσει τη συμπαγή εικόνα ενός κόσμου, ο οποίος κατάφερε με κόπο να κατακτήσει την αλήθεια της ατέλειάς του. «-Τι θα μείνει από μένα;/ -Δυο κόκαλα κι ο γραφίτης σου/ Ιστορία» [ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΙ Β΄, ό.π. σελ. 265].
8. Η ποίηση του Δάλλα στηρίζεται πρώτα πρώτα στη φωνή του ποιητή και έπειτα ή καθόλου στη φωνή του ποιήματος. Από εδώ και η αίσθηση ενός έπους, σπαράγματα του οποίου διαβάζουμε σε κάθε επιμέρους ποίημα.
9. Η φωνή του Δάλλα δεν χρειάζεται Περσόνα. Πραγματοποιεί την τελετή μύησης του ποιήματος με τον τρόπο του σοβαρά απασχολημένου σύγχρονου οικοδόμου, στην τελετουργία της αρχαϊκής, ερωτικής τακτοποίησης των εργαλείων. «Να στήσω ομοιώματα έλεγε/ να τα φοβίσω με σκιάχτρα του εαυτού μου/ μα ας μην εξοργίσω τους άρχοντες/ τω καιρώ εκείνω –τι λέγαμε;- φυσικά κατοικούσα στη γη/ για τη γη δεν πρεσβεύω τίποτε...» [ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΚΙΝΕΙΤΑΙ, ό.π. σελ. 133].
10. Για την ποίηση του Δάλλα ζούμε ήδη μιαν αρχαιότητα που δεν πραγματοποιήθηκε ακόμα. «Κάποιος χαμήλωσε τα φώτα κι έδωσε το σύνθημα ν’ αρχίσει η μουσική./ Ποιά μουσική;/ Αυτός ορκίστηκε πως άκουσε σαξόφωνα ο άλλος ουρλιαχτά σφαγείου/ σαν κατεβήκαμε τη σκάλα αναγνωρίσαμε τη μοίρα μας σ’ αντήχηση παλίνδρομη...» [ΑΝΑΤΟΜΙΑ-16, ό.π. σελ. 193].
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Η ΡΑΨΩΔΙΑ ΤΟΥ ΑΙΛΟΥΡΟΥ
Ανέκδοτο ποίημα του Γιάννη Δάλλα
Τονίζω σήμερα τη ραψωδία του αίλουρου
απ' τα σκιόφωτα της σκέψης βγάζω τη μορφή του
Ήταν η ώρα που με ημίκλειστα τα μάτια
είδα την άπιαστη φιγούρα σου αίλουρε
την είδα μέσα απ' τα πυκνά ματόκλαδα της νύχτας
στο ανοιγοσφάλισμα ενός ξέφωτου, σαν έλασμα
κορμιού στην πιο ψηλή προεξοχή της μέρας
ανάμεσα απ' τις κεραίες των μεγαλοπόλεων
με χαίτη ανέμου και τρικυμισμένη ράχη
χαίτη και ράχη και το νύχι στον αυχένα
της ύπαρξής μας, που σου παραδόθηκε
κάτω απ' το αέτωμα του βάθρου σου και ασπαίρει
Στις απορρώγες ώρες μου είδα κι άκουσα
το τάνυσμα ενός σαρκοβόρου έρωτα
και τη γαμψώνυχη περπατησιά του να 'ρχεται
Έχω το πέρασμά σου σ' όλη την αφή μου αίλουρε
καθώς κάτω απ' το δέλτα των λαγόνων μου
πέρασε κάποτε και γλίστρησε
ένα βαθύ ποτάμι από σκιρτήματα
αφή βελούδου κι από τη δορά βαθύτερα
μια τρικυμία από επιθυμίες, κι ύστερα
διαγκωνισμοί στη χλωροφορμισμένη μέρα
Ξημέρωσε κι αναζητώ τους φίλους μου
μέσα κι απέξω απ' την συντροφικήν αγέλη
τους βρίσκω με τα όπλα της νεότητας
σαν τιμαλφή στους τοίχους κρεμασμένα
δοσμένους σ' έργα πονηρά, προβάροντας
τάχα σε πρόσωπα άδολα χαμόγελα
βλέμματα ευθυτενή κι ανοδικές πορείες
Ανοδικές;... Τραβώ από πάνω τη δορά τους
και βλέπω πίσω απ' τα χαμόγελα τη σύσπαση
πίσω από κάθε βλέμμα και μια βλέψη
Βλέπω τα σώματα ένα-ένα να ελίσσονται
τόσα ανθρωποειδή αναρριχώμενα
κι απ' τα στενά και τις ρωγμές των παρατάξεων
άλλα αιλουροειδή με τους πυρσούς στα χέρια
Βλέπω τον εντολέα αυτών των ελιγμών
την πολιτεία των ιδεών μου πάλι ζούγκλα
Καιρός να βγω στην αγορά και να κηρύξω
καινούργια έγερση θυμάτων και οραμάτων
Ο κριτικός Γιάννης Δάλλας
ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΚΑΓΙΑΛΗ
Πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, ο Μανόλης Αναγνωστάκης ξεκινούσε στη Θεσσαλονίκη το περιοδικό Κριτική, την ωριμότερη παρέμβαση της μεταπολεμικής αριστεράς στην καλλιέργεια του λόγου και της σκέψης γύρω από τη λογοτεχνία. Από τα 82 βιβλία που παρουσιάστηκαν στις σελίδες του περιοδικού, στα τρία χρόνια της κυκλοφορίας του, μόνο τέσσερα ήταν κριτικές μελέτες. Βιβλία κριτικής έτσι κι αλλιώς δεν έβγαιναν πολλά, τα χρόνια εκείνα, και από αυτά τα αξιόλογα ήσαν ελάχιστα. Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού κρινόταν (από τον Θ. Δ. Φραγκόπουλο) ένα από τα ελάχιστα αυτά βιβλία. Η συλλογή δοκιμίων ενός νέου φιλολόγου, καθηγητή μέσης εκπαίδευσης στα Γιάννενα, με τίτλο Υπερβατική συντεχνία:
«Η όραση του κ. Δάλλα έχει το προσόν να είναι πολύ διεισδυτική, να βρίσκει το σκελετό και τον πυρήνα του πράγματος πριν καλά-καλά προσδιορισθεί το περίγραμμά του. […] Μόλις το θέμα ορισθεί –και συνήθως ορίζεται από τον ίδιο του τον τίτλο- οι πρώτοι εννοιολογικοί σκόπελοι παραμερίζονται με αποφασιστικότητα και ηρεμία, το θέμα ερευνάται όχι σε πλάτος, μα σε εντομές βάθους, και σε λίγο το βασικό του νόημα, η αποδεικτική φράση ξεπηδάει με άνεση και φυσικότητα από την ίδια τη θεματική διαχείριση». Το άρθρο επαινεί και άλλες αρετές του κριτικού: την «εύρωστη, ισχυρή σκέψη», το «σθεναρό ήθος», την «έντονη πνευματική προσωπικότητα», την «απόλυτη, εμμανή και ανένδοτη ειλικρίνεια»· και καταλήγει: «Ο κ. Δάλλας, με τη συγκρότησή του και με την επίμονη εργατικότητά του [...] είναι ένα από τα βασικότερα στελέχη που η μεταπολεμική γενιά έχει σήμερα να επιδείξει, και ίσως, το πιο ελπιδοφόρο»(1). Παράλληλα με τους επαίνους, η ρωμαλέα γραφή και η καινοτόμα μέθοδος του νέου κριτικού γίνονταν πηγή έμπνευσης για άλλους, ακόμα νεότερους, που επρόκειτο σύντομα κι αυτοί να ξεχωρίσουν. «Θυμάμαι πάντοτε», έγραφε αργότερα ο Πάνος Μουλλάς, «τη ζωηρή εντύπωση που μου προκάλεσε στα φοιτητικά μου χρόνια η Υπερβατική Συντεχνία (1958) και κυρίως το δοκίμιο «Ο Καβάφης και η πόλις των ιδεών του. Προεκβολή στις Θερμοπύλες», ένα πρώιμο δείγμα στρωματογραφικής διερεύνησης, πολύ πριν ακόμα μας έρθουν τα μηνύματα του στρουκτουραλισμού»(2).
Το σημαντικό κριτικό έργο που έδωσε έκτοτε ο Γιάννης Δάλλας παρουσιάζει ορισμένα καταστατικά γνωρίσματα. Πρώτο και κύριο: η συνέπεια του λόγου και του σκοπού. Το κριτικό ιδίωμα του Δάλλα, αυτός ο δύσκολος, πυκνός και ακριβής λόγος που, όπως παρατηρούσε ο Μουλλάς, «αποτελεί, στην ουσία του, μια τριπλή σύνθεση γνώσης, θεωρίας και κριτικής»(3) (κι επιπροσθέτως, ας το πούμε εδώ, εμπερικλείει έναν πολύτιμο θησαυρό «χειροποίητης» κριτικής ορολογίας) πειθαρχεί εξαρχής σε αυτό που ο Δάλλας συχνά ονομάζει «πραγματογνωσία» (ή: «πραγματογνωμοσύνη»)(4). Δεν αναφέρομαι μονάχα στην εστίαση στο συγκεκριμένο τεκμήριο και στις επάλληλες «στρωματογραφικές» του διερευνήσεις, αλλά και στη σταθερή πρόκριση του πράγματος έναντι του προσώπου. Και συνακόλουθα, στην πρόκριση: του κειμένου αντί του ποιητικού υποκειμένου· της συστηματικής ερμηνείας αντί του γενικόλογου σχολιασμού· της αντικειμενικής διάγνωσης αντί της υποκειμενικής αξιολόγησης· της ιστορικής ακρίβειας αντί της μυθολόγησης του παρελθόντος· της κριτικής γνώσης αντί της λογοτεχνικής διπλωματίας· της αυστηρότητας αντί της φιλαυτίας· της δικαιοσύνης αντί της κολακείας - με στόχο πάντα το μείζον ζητούμενο, που στις μέρες μας ίσως φαντάζει σαν ιδιοτροπία: την κοινωνική ωφέλεια. Η γραμματολογία μας, σημειώνει κάπου ο Δάλλας, «από διπλωματική των παρασκηνίων και άλλων σκοπιμοτήτων οφείλει να γίνει επιτέλους αυστηρή στατιστική επιστήμη των πνευματικών ντοκουμέντων• επιστήμη όχι των νεκρών, αλλά και των ζωντανών. Τότε και η κριτική από υποκειμενικά αξιολογική θα γίνει επιτέλους αντικειμενικά διαγνωστική• και μόνον έτσι κοινωνικά ωφέλιμη»(5).
Δεύτερο γνώρισμα του κριτικού μας: η επιμονή του στη διαρκή επανεξέταση και αναθεώρηση του λογοτεχνικού κανόνα, στη δημιουργία προϋποθέσεων για τη διόρθωση προβληματικών σταθμίσεων και την επανεκτίμηση παρασιωπημένων έργων. «Πιστεύω», έγραφε ο Δάλλας το 1960, «πως κάθε εποχή έχει χρέος να επαναξιολογεί τα παλαιά πνευματικά φαινόμενα, απ’ την προοπτική του παρόντος. Στη δημοκρατία του πνεύματος, ακόμη και για τους μεγάλους, προπαντός γι’ αυτούς, από εποχή σε εποχή διαρκώς αμφισβητείται το δικαίωμα της ασυλίας ή της πρωτοκαθεδρίας. Έρχονται νέες πνευματικές εμπειρίες, νέοι δημιουργοί, νέα έργα, ώστε στην παλιά ιεράρχηση να επιβάλλεται νέα ταξιθεσία»(6). Στα χρόνια που ακολούθησαν, το έργο του Δάλλα δημιούργησε συστηματικές προϋποθέσεις για την καινούργια ανάγνωση μειζόνων συγγραφέων (του Κάλβου, του Σολωμού, του Βάρναλη, του Θεοτόκη και άλλων) αλλά και πολλών ελασσόνων, όπως π.χ. ο Ν. Επισκοπόπουλος, ο Ρώμος Φιλύρας, ο Ζήσης Οικονόμου. Στην περίπτωση του Καβάφη, τα τέσσερα βιβλία του (ένα πέμπτο βρίσκεται τώρα «επί του πιεστηρίου») λειτούργησαν σαν μοχλός για την απελευθέρωση του καβαφικού έργου (όχι μόνο από τον παλαιότερο ψυχολογισμό και κοινωνιολογισμό, αλλά και από τη φετιχοποίηση του αρχειακού υλικού και την ιμπρεσιονιστική απεραντολογία), και το ανέδειξαν σε αντικείμενο μείζονος ερμηνευτικής άσκησης, τεκμηριώνοντας συγχρόνως ισχυρά την ιστορικότητά του. Από την άλλη μεριά, σε ό,τι αφορά τη συμβολή του στην κριτική ανάδειξη της μεταπολεμικής ποίησης, αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 1979, όταν ο Δάλλας κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο για τον Σαχτούρη (λίγους μήνες πριν από το αντίστοιχο του Δ. Ν. Μαρωνίτη) η βιβλιογραφία για τον ποιητή περιοριζόταν σε ορισμένα άρθρα, δημοσιευμένα σε περιοδικά και εφημερίδες.
Τρίτο καταστατικό γνώρισμα: η συχνή του επιστροφή στις παλαιότερες κριτικές του εργασίες, η ανανέωση του προβληματισμού του με καινούργιες συναφείς μελέτες, είτε και με την εκ νέου επεξεργασία στοιχείων από παλαιότερες και την ενσωμάτωσή τους σε νέα συμφραζόμενα. Μια κίνηση που επιτρέπει τον διαρκή συγχρονισμό της κριτικής του παραγωγής και συνέχει τις ποικίλες ζητήσεις του στο πλαίσιο ενιαίου «έργου εν προόδω».
Τέταρτο γνώρισμα: η συνύφανση της κριτικής του σκόπευσης με τις ποιητικές του αναζητήσεις. Ο Δάλλας δεν είναι βέβαια φιλόλογος που πότε-πότε γράφει και ποιήματα, ούτε έχει τίποτα κοινό με τη συνήθη πια εκμετάλλευση της φιλολογικής ισχύος προς όφελος της ποιητικής πόζας. Αντιθέτως, η ώριμη καλλιτεχνική του εμπειρία υποστηρίζει δυναμικά την ερμηνευτική του βούληση. Γράφοντας για τον Κάλβο ή τον Καβάφη, τον Σαχτούρη ή τον Βάρναλη, ο Δάλλας εστιάζει επίμονα, με αυθεντική περιέργεια ομοτέχνου, στο εργαστήρι του ποιητή· ψάχνει τον τρόπο που δουλεύει το μυαλό του, τον τρόπο που χρησιμοποιεί τα υλικά του, πού τα βρίσκει, πώς τα επεξεργάζεται, διερευνά τις ευρύτερες πολιτισμικές διεργασίες που εγγράφονται κάθε φορά στο κείμενο, τους όρους που επέτρεψαν την παραγωγή του. Από τη συνύφανση των δύο λόγων και τρόπων, εξάλλου, νομίζω ότι απορρέει και η έντονη ροπή του προς τη θεωρία, που θα μπορούσε ίσως να διαβαστεί και ως αναζήτηση της κοινής τους μήτρας.
Στα συμπεράσματα: Ο Γιάννης Δάλλας χάραξε εξαρχής και έκτοτε ακολουθεί με απαράβλητο πείσμα έναν δύσκολο, αγωνιστικό και μοναχικό δρόμο. Δίδαξε χρόνια στο Πανεπιστήμιο και αγαπήθηκε από τους μαθητές του. Όμως ούτε οι φεουδάρχες της παλαιάς φιλολογικής εξουσίας τον ένιωσαν ποτέ δικό τους, ούτε και οι ψευτο-κοντοτιέροι που τόσα χρόνια παλεύουν να τους διαδεχτούν τον βρήκαν σύμμαχο στις θλιβερές ραδιουργίες τους. Η αδιάλλακτη πνευματική του εντιμότητα τον έχει απαλλάξει από το άχθος μιας κουστωδίας αυλικών και μιμητών, κυρίως όμως του έχει επιτρέψει να αρθρώσει ουσιαστικό κριτικό λόγο, με τον μόνο τρόπο που γίνεται αυτός να υπάρξει στα μέρη μας: με όρους αντιλόγου.
Παρότι ο περιστασιακός αναγνώστης ενδέχεται να μην υποψιαστεί την αγωνία που λανθάνει στον νηφάλιο λόγο του, το έργο του Δάλλα μαρτυρά αγώνα – με τα κείμενα, με την ακρίβεια της κριτικής γλώσσας αλλά και με τις ισχύουσες κάθε φορά γραμματολογικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις. Έτσι ασκεί την κριτική, με επιμονή, με ένταση, με πείσμα, πενήντα χρόνια τώρα – και αυτή η βαθιά ανιδιοτέλεια του επιτρέπει να δουλεύει σήμερα με την όρεξη, τον ενθουσιασμό και την παραγωγικότητα ανθρώπου που μόλις ξεκινάει τη σταδιοδρομία του. Και έτσι, το λιγότερο που θα μπορούσε κανείς να του αναγνωρίσει είναι τούτο: ότι βρήκε τη λογοτεχνία αντικείμενο χαλαρής συζήτησης και συνέβαλε αποφασιστικά, με δημιουργική πνοή, γνώση και τόλμη, στην οικοδόμηση μιας σύγχρονης φιλολογίας – και επιτέλους, στην ανάδειξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας σε αντικείμενο της κριτικής σκέψης.
Ο Τάκης Καγιαλής διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων και στο Ελεύθερο Ανοικτό Πανεπιστήμιο
(1) Θ. Δ. Φραγκόπουλος, «Γιάννη Δάλλα, Υπερβατική συντεχνία», Κριτική, τχ. 1 (Ιαν.-Φεβρ. 1959), 86-89.
(2) Παν. Μουλλάς, Η Δέκατη Μούσα, Σοκόλη 2001, 191.
(3) Μουλλάς, ό.π., 196.
(4) Βλ. π.χ. Εισαγωγή στην ποιητική του Μίλτου Σαχτούρη, Κείμενα, 1979, 87· Καβάφης και ιστορία, Ερμής, 1974, 12, 13.
(5) Δάλλας, Εισαγωγή, ό.π., 19.
(6) Γ. Δάλλας, "Ο Σολωμός πριν και μετά το βίωμα. Παραλληλίες", Κριτική, τχ. 11/12 (Σεπτ.-Δεκ. 1960) 213-214.
Ο Τ.Κ. διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Παλίμψηστα και γρίφοι: η καθημερινότητα του ποιητή
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΕΗ
«σκάζουν αυγά/ κι από τα’ αυγά πετάγονται/ τέρατα κι άλλοι σαλτιμπάγκοι/ του εμφυλίου/(Κοντά στην πόλη Φ./ όπου γεννήθηκα)»
Γιάννης Δάλλας, Γεννήτριες
Υπόθεση εργασίας: ας παρακολουθήσουμε το ανάπτυγμα της κυριολεξίας των προτεινομένων συνθηκών αντι-ζωής, όπως ακριβώς κατατίθενται στο ποίημα «Τα καθημερινά» της συλλογής του Γιάννη Δάλλα Γεννήτριες («Τυπωθήτω», 2004): «Μια καρέκλα αναλήφθηκε/ μια σκιά τοίχου μίλησε/ ο πρώην νεκρός ερωτεύτηκε/ ο υπολογιστής καρδιοχτύπησε/ Έξω έν΄ αηδόνι τρελάθηκε/ ένα εξπρές αυτομόλησε/ ο σκοπός της γωνίας δραπέτευσε/ μια βρύση πόνου στέρεψε/ Εκεί ο δρόμος δεν έστριψε/ μια συνοικία δεν ξύπνησε εκεί το φεγγάρι βασίλεψε/ μια σιωπή εκπυρσοκρότησε». Αντιλαμβάνεται κανείς γρήγορα ότι ο κατάλογος αυτός δεν μπορεί να είναι περιοριστικός. Η πλήρης αντιστροφή των ειδώλων της πραγματικότητας μυεί κατ’ οικονομίαν τον παρατηρητή στο υπερβατικό στοιχείο, το οποίο συνέχει εκ του ασφαλούς τον κόσμο που μαθηματικά τον περιβάλλει. Στο βαθμό μάλιστα που «σε μια καθαρά αισθητική προσέγγιση, το παράδοξο πρέπει να έχει τον τελευταίο λόγο», όπως φρονεί ευφυώς ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, τότε το επικοινωνιακό δούναι–λαβείν στο πεδίο των λεκτικά δόκιμων ποιητικών εφαρμογών αποκτά ως εκ των πραγμάτων πρόσθετο ενδιαφέρον: μήπως το Άλλο καθίσταται εν τέλει εγγύς; Μήπως το όραμα είναι καθαρά υπόθεση γραμματικής εμπέδωσης; [Ιδέτε εν προκειμένω περισσότερα στη Μελέτη για το Trauerspiel, I, σελ. 390, στο έργο Susan Buck-Morss Η διαλεκτική του βλέπειν. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και το Σχέδιο Εργασίας περί Στοών, μετάφραση: Μανόλης Αθανασάκης, επιστημονική επιμέλεια-Πρόλογος: Αριστείδης Μπαλτάς].
Αναφορικά με την πολύνευρη αυτή γραφή, συγκρατήθηκαν παλαιότερα από την κριτικό Χρύσα Σπυροπούλου, η οποία έχει εκπονήσει ήδη διδακτορική διατριβή για τον Γιάννη Δάλλα, τα εξής: «φαίνεται ότι στο χαώδες και διαρκώς ανατρεπτικό σκηνικό του παντός με τα διαταρασσόμενα κενά του περιδιαβάζει ένας εμπνευσμένος αφηγητής, ο οποίος, αθώος και ανεπίληπτος, καθώς είναι, παρακολουθεί τα τρέχοντα συμβάντα αλλά και στοχάζεται τον δεσμό του με αυτά και με τις μεταβολές του. Τα ερωτήματα που εγείρονται στην ανθρωποκεντρική περιδιάβαση του ποιητή στους συμπυκνωμένους αιώνες, το άπλωμα των οποίων περικλείεται εν τέλει σε μια μονάχα στιγμή, αυτήν την «ένυλη στιγμή, την πιο ρευστή συμπύκνωση του χρόνου», αφορούν το συλλογικά μακρύ, αλλά ατομικά σύντομο ταξίδι της ζωής, της τόσο εξαρτημένης από την ποιότητα της καθημερινότητας. Έτσι, η αναζήτηση της λύτρωσης από τους ανεξέλεγκτους νόμους της επανάληψης και της φθοράς είναι βέβαιη, μόνο που ούτε οι ιδεολογίες ούτε και ο έρωτας, ο πολλά υποσχόμενος, μπορούν να προσφέρουν την ίαση. Στον όλο και περισσότερο δονούμενο από παρακμιακές αναταράξεις κόσμο, όπου η ουσιαστική επικοινωνία και η συνεύρεση με την ετερότητα γίνονται ακόμη πιο δύσκολες, διακρίνεται το «εγώ» του ποιητή μέσω της δημιουργικής ανάσας, το αποτέλεσμα της συνειδητής αποχής του από τον παραλογισμό και την ευτέλεια της εποχής» [Ιδέτε εφ. «Η Καθημερινή», 31 Ιουλίου 2001].
Η σωρευτική δράση του υπερρεαλιστικού ειρμού καθορίζει συνειδητά την όλη κειμενική φύση. Τα πράγματα διαστέλλονται ή συστέλλονται σύμφωνα με τις επιταγές ενός αεικίνητου, εποπτικού ορμέμφυτου, το οποίο κατά κανόνα ξέρει να ομιλεί, να χειρονομεί και να διαχειρίζεται τα του οίκου του «παράλογα αλλά λειτουργικά». Από τα πολλά που έχω κατά καιρούς ξεχωρίσει, απομονώνω για τις διδακτικές ανάγκες της στιγμής το τετράστιχο: «Έξω ένας γύπας αποτελειώνει τη μέρα/ και μέσα άλλα γεγονότα-σφαγεία/ τα λόγια πολτός/ σαν το αίμα που τρέχει» [Ιδέτε τη συλλογή Στοιχεία ταυτότητος, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 1999). Η δε εικονοποιία αρκετές φορές αναλαμβάνει να υποστηρίξει μιαν αιρετική Αποκάλυψη, όπου, μεταξύ άλλων, φίλιοι ή επιθετικοί εξωγήινοι, αμφίσημοι και ομιλητικοί, νομιμοποιούνται να αρθρώσουν τον ύστατο λόγο εκ μέρους της καθόλου Ποιήσεως, δηλαδή της καθόλου Δημιουργίας. Η καταγωγή των έξι στίχων που παραθέτω ανάγεται σε χρησμικά τοπία ενός «βατού» υπερπέραν, όπου τα ποιητικά υποκείμενα συνομιλούν σε βάση συναλληλίας με το Ον, αλλά και με ένα λίαν ευδιάκριτο υπερεγώ. Οι εκφάνσεις κάθε άλλο παρά συσκοτίζουν τα νοούμενα: «Γέμισε ο ουρανός πλανητόσαυρες/ κοσμοναύτες με ράμφη κρανιοτρύπανα/ κι απ' άγνωστους κόσμους ο αναμενόμενος/ μεταλλάκτης/ να μεταγγίζει/ το εξώπλασμα» (ό. π. ).
Εντρυφώντας στο παρελθόν των συναφών καταθέσεων, αφουγκράζεται αμέσως κανείς τα προλογικά σημαινόμενα αυτής της εν λόγω ρηματικής απόκλισης, η οποία εστιάζεται κυρίως στα όσα διφορούμενα, κρυπτικά συστατικά επικυρώνουν τον κόσμο (μας). Από την εμβληματική συλλογή Κυκλοδίωκτα, του 1950, φτάνει έως τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές και εξακολουθεί να ακούγεται το ίδιο καθαρά, όπως την πρώτη εκείνη στιγμή που κοινοποιήθηκε στην αγορά, το άγος του αγνώστου, η επαπειλή μιας κοινής, σαφώς όμως σκοτεινής μοίρας. Ούτε η μήνις ως θεματική ποσότητα, ούτε η μήτις ως ποιότητα σκέψης, για να χρησιμοποιήσω εδώ όρους που ανάγονται στην αρχαιοελληνική ενδοχώρα, με την οποία είναι, ως γνωστόν, ευδοκίμως εξοικειωμένος ο δημιουργικός λόγος του Γιάννη Δάλλα, προσδιορίζονται επακριβώς. Κι ίσως γι’ αυτό το λόγο να εισπράττεται επαυξημένο το άγος. Παραθέτω: «Έχει ξυπνήσει η χώρα/ κι έρχονται ιδού από τ’ αποδυτήρια του ύπνου/ συναγερμοί λαών θίασοι αλόγων/ καλπάζοντας με λάβαρα αφθαρσίας/ και στις επάλξεις αιωρούνται κήρυκες/ με τα μεταλλικά τους στόματα αναγγέλλοντας/ τους τοκετούς άλλης αυγής. Φυλάξου/ μην κλείσει η μυστική ρωγμή της μνήμης/ κ’ εσύ απομείνεις μόνος στις κερκίδες με τη σπασμένη σάλπιγγά σου/ Κάτι ξέρει/ η μυλόπετρα του ήλιου μες στο χάος/ κι οργίζεται πιο κόκκινη και ψάχνει/ κάτω απ’ τις ρίζες του καιρού μαζεύοντας/ στη φυλλωσιά της μέρας μ’ άγρια δάχτυλα/ σπόρους και καταιγίδες κι άλλες/ φωνές από τα κόκκαλα της ζωής μας» (ό. π.).
Η ποιητική αποτελεί συνεπώς όχι έναν τόπο αποξήρανσης του εγώ, αλλά πεδίο διευρυμένων αναδιπλώσεών του, οι οποίες αφορούν ως επί το πλείστον στην αναζήτηση και διερμηνεία της ενορατικής υφής του. Όσον δε αφορά στο ομολογουμένως έντονο σωτηριολογικό μήνυμα, το οποίο διατρέχει ένα μέρος της ποιητικής παραγωγής του Γιάννη Δάλλα, θα ισχυριζόμουν ότι δεν ανάγεται τόσο στο κατεστημένο δόγμα της Εκκλησίας, αλλά στο ρεύμα της Γνώσης, που διαπερνά ενίοτε τη στοχαστική αυτή μαρτυρία ψυχής. Έστω παράδειγμα το «Σχεδίασμα ποιητικής», από τις Εφτά πληγές, έργο του 1950: «Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι/ ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του ωραίου; Ολόγυρα/ με τους αγκώνες των βουνών σ’ αρχαίες κοιλάδες/ -λίκνα μεγάλα της βροχής και της φτωχολογιάς-/ τώρα ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αλαφρές φτερούγες/ φτερούγες μέσα μου πλωτές/ Θα σας λυτρώσω, ω άνθρωποι/ ή θα με θάψει ο σκοτεινός όγκος του Ωραίου; Καμπάνες/ σαν γλώσσες τρομερές ακούγονται από πέρα – να’ ναι/ τάχα αναστάσιμες ή πένθιμες δεν ξέρω. Ξέρω/ πως η άθλησή μου ανοίγει σαν κλουβιά τα στήθη σας/ κι όλο ανεβαίνω κυκλωμένος μ’ αδερφές φτερούγες/ Φτερούγες γράμματα ανοιχτά της γης που μ΄ έχασε/ φτερούγες μακρινές θωπείες της γης που θά ‘βρω». Φρονώ ότι από πολλές απόψεις ο Γιάννης Δάλλας είναι από τους πλέον γνωστικούς συγγραφείς της γενιάς του. Οι μεταφορές του, οι αφαιρετικές συνεκδοχές και οι ενοφθαλμισμοί που ευστόχως επιχειρεί αποδεικνύουν στην πράξη τη συγκεκριμένη συναντίληψη, η οποία τον φέρνει με τη σειρά της κοντά στους μυστικούς της γνωστικής παράδοσης, όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των πρώτων, εξαιρετικά ρευστών αιώνων του Χριστιανισμού. Η λύτρωση, με άλλα λόγια, που επαγγέλλονται μάλλον μετά βεβαιότητος οι παραπάνω εξωστρεφείς στίχοι, εννοεί προφανώς την πέραν των κανονικών διδασκαλιών καθολική αναγέννηση του ανθρώπου εκ των έσω. Η δε σχετική μεθοδολογία υποστηρίζεται από την τέχνη της ποίησης και μόνον, η οποία είδε και βλέπει τον άνθρωπο αποκλειστικό φορέα του Τραγικού.
Ο Γιώργος Βέης είναι ποιητής
Ένας Δάσκαλος - Ο Γιάννης Δάλλας
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ
Δεν ξέρω γιατί, ούτε αν αυτό συμβαίνει και σε άλλους, αλλά κάθε φορά που συλλογίζομαι ανθρώπους που εκτιμάω κι αγαπάω, ο νους μου ανατρέχει πάντα στη στιγμή της πρώτης συνάντησης. Συλλογιζόμενος, λοιπόν (και γράφοντας για) τον Γιάννη Δάλλα, μπορώ να πω ότι η πρώτη, ερήμην του φυσικά, «συνάντηση» μαζί του έγινε, όταν μαθητής της τότε 4ης Γυμνασίου, κάπου εκεί στα βουνά του ηπειρώτικου βορρά, διάβασα σε μια ποιητική ανθολογία, κάποιους στίχους του από τα Παρθένια. Ακόμη, με εκείνη την επίμονη αντοχή της εφηβικής μνήμης, θυμάμαι θραύσματά τους, όπως το «παλεύοντας για λίγη αιωνιότητα» ή το «Ερωδιέ/ με τα νικημένα φτερά/ λάφυρα στην εξώθυρα της νύχτας/ έχεις κ’ εσύ την πίκρα των ομηλίκων μου...»
Έκτοτε, πότε σποραδικά πότε πιο επισταμένα, διάβαζα ποιήματά του, πεζά, μεταφράσεις, μελέτες, δοκίμια. Το πρώτο, λοιπόν, πράγμα που εντυπωσιάζει σε όλη αυτή την πολυειδή και πολύπρακτη παραγωγή είναι η καθολικότητά της. Μια καθολικότητα που φαίνεται περισσότερο από αναγκαία, έστω και ως επιδίωξη ή ως νοσταλγία, ειδικά σήμερα που τείνει να γίνει κυρίαρχη, ακόμα και στις επιστήμες του ανθρώπου, η άκρατη, τεχνοκρατούμενη ή βιογραφικοκρατούμενη εξειδίκευση, ο Fachidiotismus όπως το ονομάζουν οι Γερμανοί. Βέβαια, αυτή η καθολικότητα, σε ό,τι αφορά την κριτική και φιλολογική δουλειά του Γιάννη Δάλλα, συνοδεύεται από μια εξαντλητικότατη, βασανιστική θα έλεγα, μελέτη και έρευνα του επιμέρους, έναν απόλυτο σεβασμό στα ρεάλια, και μια διαλεκτική σύζευξη του επιμέρους με το καθολικό, της μορφής και του περιεχομένου, του «μέσα» και του «έξω».
Αλλά εκεί που ήρθα περισσότερο σε επαφή με το στοχασμό του Δάλλα ήταν, όταν για να γράψω κάτι στο πλαίσιο ενός αφιερώματος του περιοδικού Ουτοπία στον Κώστα Βάρναλη, διάβασα και πάλι τα βαρναλικά του. Δεν θα υπήρχε ίσως καλύτερος τρόπος για να αποδείξω τις βαθύτατες οφειλές μου σε αυτόν, από το να προσκομίσω, όπως θα ’λεγε η γραφειοκρατική γλώσσα, φωτοτυπημένες τις μελέτες του Δάλλα για τον Βάρναλη, «κατακρεουργημένες» από τις δικές μου υπογραμμίσεις, τα θαυμαστικά και τα ερωτηματικά, τις παρατηρήσεις στο περιθώριο, προϊόντα ακριβώς των διαλογικών αλληλουχιών που η ανάγνωσή τους μου γεννούσε. Για να μη φανεί πως τα παραπάνω είναι τα συνήθη μαλαματένια λόγια που επιπλώνουν την καθεστηκυία συγκαταβατικότητα των αφιερωματικών κι αντιχαριστικών λόγων, ξαναγράφω εδώ αυτό που είπα (και γράφτηκε) στην παρουσίαση εκείνου του τεύχους: «Στο τέλος της πορείας συγγραφής [του δικού μου κειμένου για τον Βάρναλη] δεν ξέρω κατά πόσον έγινα λίγο βαρναλιστής, το σίγουρο όμως είναι πως σε σχέση με τη δική μου ανάγνωση του Βάρναλη, έγινα μάλλον δαλλιστής. Θέλω να πω, πως ήταν οι μελέτες του Γιάννη Δάλλα για τον Βάρναλη που κυριολεκτικά λειτούργησαν σαν παγοθραυστικό, σπάζοντας τον πάγο και ανοίγοντας καινούριους δρόμους στην πρόσληψή του, μαθαίνοντας σε μένα τουλάχιστον να ξαναδιαβάζω διαλεκτικά και διαλογικά τον Βάρναλη».
Μιλώντας κατ’ ανάγκην συνοπτικά και σχηματικά, θα έλεγα ότι οι βαρναλικές μελέτες του Δάλλα (μελέτες και κριτικές εκδόσεις έργων στηριγμένες σε κοπιώδη έρευνα αρχειακού υλικού, εξοπλισμένες με αναστοχαστική φιλολογική σκευή και με μια διαρκή αφουγκραστική θεωρητική εγρήγορση και επάρκεια) κατορθώνουν μιαν εντελώς ανανεωμένη και καίρια ανάγνωση του Βάρναλη, «ανασταίνοντας» (για να μιλήσω μπαχτινικά) σημασίες εσβεσμένες, ναρκωμένες ή απονεκρωμένες, παρα- ή αποσιωπημένες του έργου του. Έτσι, στις μελέτες του ο Δάλλας: 1. προσεγγίζει την ποιητική του Βάρναλη ως γίγνεσθαι και όχι στατικά, αναδεικνύοντας τη βαθύτερη διαλεκτική της, αυτό το ιδιόμορφο κράμα ασύμβατων συζεύξεων και αντιστροφών, λυρισμού και σάτιρας, «καβαλίνας και ροδακινανθού» (όπως χαρακτήρισε το ίδιο κράμα ο Παλαμάς)• 2) «ιστορεί» και ιστορικοποιεί τη γένεση, τη χρήση, τις διακειμενικές συνάφειες, τις περιπέτειες και τη λειτουργία των βαρναλικών μύθων και συμβόλων, και τη λογοτεχνική τους μετάπλαση σε μια προσωπική και, εν πολλοίς, αιρετική-αντι/ποιητική μυθολογία• και 3. κατορθώνει να αναδείξει το καρναβαλικό, «σπουδαιογέλοιο», γκροτέσκο στοιχείο που «προθώρμητα, δηλαδή πριμιτιβιστικά», (όπως λέει), χαρακτηρίζει την ποίηση του Βάρναλη, στοιχείο που με τη συνδρομή (μετά τη στροφή του 1920) του κοινωνικού συμβολισμού και του ιστορικού ρεαλισμού, θα δώσει στην ποίηση ιδιαίτερα της «δημιουργικής του δεκαετίας», αυτή την ιδιόμορφη ύφανσή της και δραστικότητα.
Αυτή η –ας την χαρακτηρίσω «επαγγελματική» και χρησιμοθηρική– ενασχόλησή μου με τα βαρναλικά του Δάλλα στάθηκε η αφορμή να ξανακοιτάξω όλες σχεδόν τις μελέτες του. Μελέτες που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα της αρχαίας και νεοελληνικής γραμματείας, «μείζονες» και «ελάσσονες» παραγωγούς λόγου, κορυφές αλλά και σκιερές κοιλάδες κι ανήλιαγα ρουμάνια της λογοτεχνίας μας. Παντού η ίδια –μέχρις κεραίας ακέραια– επιστημονική τεκμηρίωση, η ίδια βαθιά συνείδηση της ευθύνης απέναντι στην κοινωνική πραγματικότητα (που συστατικό της τμήμα είναι και η λογοτεχνία), μαζί με εκείνη την ευαισθησία (που, ίσως, μόνον ένας ποιητής μπορεί να έχει) για την ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού λόγου. Ενός λόγου που, πολλές φορές, παράγεται αμφισβητώντας ή και παραβιάζοντας με αινίγματα θεία, κρυφά μυστήρια, ερμιά και μεγαλείο (για να μιλήσω σολωμιστί) τις εργαλειακά συγκροτούμενες ρασιοναλιστικές νοησιαρχήσεις και ιεραρχίες. Πιστεύω, πάντως, πως το πιο σημαντικό στοιχείο αυτής της ποιητικής (με την έννοια της μεθόδου και της φιλοσοφίας που τη συγκροτεί) βρίσκεται στο ότι γίνεται ακολουθώντας την υπόρρητη προστακτική που αναδύεται από μια παράφραση ενός δικού του στίχου: βυθοσκοπώντας το έργο ως τη ρίζα του να βγαίνει τετραγωνισμένη η αλήθεια του∙ με άλλα λόγια, ότι γίνεται ακριβώς με «λογισμό και μ’ όνειρο». Θέλω να πω, δανειζόμενος –και αλλάζοντας απλώς το υποκείμενο της πρότασης– τη δικιά του επεξήγηση της προηγούμενης σολωμικής ρήσης, πως ο Δάλλας στις μελέτες του: «δρα με ‘λογισμό’, δηλαδή στοχαστικά (με αυτεπίγνωση), και ‘με όνειρο’, ενορατικά (ή με διαίσθηση). Αλλά και με τη συναίρεση των δύο όρων: δηλαδή με διαισθητική στοχαστικότητα και εντέλει με πνευματική ενόραση ήτοι με συνείδηση του χρέους του». Είναι ακριβώς αυτή η συναίρεση, η συνείδηση του χρέους, με την έννοια της συνείδησης της κοινωνικής σκοπιμότητας της εμφιλοχωρούσας σε οποιαδήποτε γνωστική, αναγνωστική ή διαγνωστική πράξη, που του επιτρέπει να αποφεύγει, από τη μια μεριά, τον απονευρωμένο σχολαστικισμό του παραδοσιακού φιλολόγου που, ακούσιο ή εκούσιο θύμα του κατεστημένου καταμερισμού επιστημονικής εργασίας, χάνεται, πολλές φορές, στα μικρά και στα επουσιώδη. Και από την άλλη, είναι αυτή που του δίνει τη δυνατότητα (κρατώντας όλα τα θετικά μιας θετικιστικής, αυστηρά δηλαδή επιστημονικής, προσέγγισης) να μιλάει ουσιαστικά και συγκροτημένα για τα μικρά και τα μεγάλα, για το επιμέρους και τη σύνδεσή του με το όλον, δίχως να γενικολογεί ασύνδετα κι αβασάνιστα ή να θεωρητικολογεί μιλώντας με αφηρημένους όρους-άδεια πουκάμισα νοημάτων.
Αλλά, οι λέξεις του εντεταλμένου χώρου ταχιά στραγγίζουν και σώνονται. Δεν ξέρω αν αναδείχθηκαν, κάποια, έστω και λιγοστά, στοιχεία της ιστορικής ποιητικής και των σπουδών ποιητικής του μελετητή Δάλλα. Έτσι κι αλλιώς, πιστεύω, πως μια ουσιαστική προσέγγιση και αξιολόγηση του έργου του μπορεί να γίνει μονάχα μέσα από επιμέρους διερευνήσεις όλων των μελετών του, μια προσέγγιση που θα μιλούσε ξέχωρα και κατ’ ιδίαν για τον σολωμιστή, τον βαρναλιστή, τον καλβιστή, τον καβαφιστή κ.ο.κ. Δάλλα. Κι ούτε, επίσης, ξέρω αν ο ποιητής, ο κριτικός, ο μεταφραστής, ο φιλόλογος, ο πεζογράφος Γιάννης Δάλλας ψάχνει ακόμη για λίγη αιωνιότητα. Το μόνο που εγώ ξέρω, είναι πως αν η αιωνιότητα υπάρχει, δεν μπορεί παρά να εγκατοικεί στη μνήμη και στην αγάπη των ανθρώπων. Και το σίγουρο είναι πως η πάντα φωσφορίζουσα φωνή, ο σπηλαιώδης και αλληλούιος φθόγγος του Γιάννη Δάλλα έχει και θα έχει τη βαθιά εκτίμηση και την αγάπη των ανθρώπων που τον άκουσαν, που τον διάβασαν, που τον θυμούνται, που δίπλα του ή στο έργο του μαθήτεψαν και μαθητεύουν. Γιατί ο Γιάννης Δάλλας, πάνω απ’ όλα, και σε όλα, είναι Δάσκαλος. Και τουλάχιστον για μένα, και παραφράζοντας εδώ έναν, ακόμη, ποιητή που ο ίδιος τόσο πολύ και τόσο σοφά μελέτησε: ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν.
Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο ΑΠΘ
Γιάννης Δάλλας: η ανασύσταση του λυρικού μέλους
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗ
"Ο μεταφραστής, ξεκινώντας την προσπάθειά του πριν από είκοσι χρόνια σαν ερασιτέχνης ή περίπου σαν ποιητής και αναγκασμένος στην μεταφραστική του πορεία να ενεργήσει σαν φιλόλογος, σεβάστηκε γενικά την ανυπεράσπιστη τύχη αυτών των αποσπασμάτων που τα θεωρούσε και τ' αντιμετώπιζε σαν: απομεινάρια θαυμαστά ερμιάς και μεγαλείου.
Για πολύ διάστημα μάλιστα τα πλησίαζε εκλεκτικά και τ' αποδέσμευε τολμηρά από το βάρος του παρωχημένου καιρού τους∙ και είχε τότε την σπάνια χάρη, αλλ' όχι και τη δύναμη, να τα χειρίζεται δίπλα του σαν ζωντανά εργαλεία και μοχλούς της δικής του δημιουργίας. Αργότερα, παραιτώντας κάθε ελευθερία σαν ανεύθυνη πολυτέλεια, αναγκάστηκε να υποταχτεί και να υπηρετήσει κατά την επάρκειά του πιστά και σ' όλη την έκτασή τους τα κείμενα∙ μια πρόσθετη δυσκολία, προκειμένου να αναζωογονηθεί η πνοή και στα πιο μικρά σπαράγματα των τελευταίων ευρημάτων. Απ' αυτή την αμετάδοτη εμπειρία, που μοιάζει με μετάγγιση αίματος σε σύγχρονες αρτηρίες για καινούργια κυκλοφορία, διαμορφώθηκε τελικά η μετάφραση".
Με αυτόν τον πυκνό και ολοκληρωμένο νοηματικά λόγο του, ο Γιάννης Δάλλας εξηγεί στον Επίλογο των Ιαμβογράφων του (έκδοση του ρέκτη της τυπογραφίας Φίλιππου Βλάχου, 1976) πώς ξεκίνησε και πώς συνέχισε αυτό το επίπονο σχέδιό του να μεταφέρει στη νεοελληνική γλώσσα το σύνολο σχεδόν της Αρχαίας Λυρικής Ποίησης (ΑΛΠ) και όχι μόνο. Σήμερα, τριάντα τρία χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση των Ιαμβογράφων και πενήντα τρία από την πρώιμη αρχή της μεταφραστικής επιχείρησης και περιπέτειας του Δάλλα, το έργο συνεχίζεται με την ίδια ορμή και πάθος. Μόλις τον περασμένο Νοέμβριο (2008) θέτει σε κυκλοφορία, από τον "Ηριδανό", ένα μείζον απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία με τον τίτλο Ελληνιστικός Μικρόκοσμος, απόδειξη πως ο ζυγός κάτω απ' τον οποίο ζεύκτηκε αυτοβούλως και ευχαρίστως ο Δάλλας, μισόν αιώνα και παραπάνω, όχι μόνο δεν τον γονάτισε αλλά τουναντίον μοιάζει όλο και πιο ελαφρύς για αυτόν τον σκληροτράχηλο φιλόλογο, μεταφραστή, μελετητή της νεότερης και νεοτερικής λογοτεχνίας μας, ποιητή συνάμα, κριτικό και πεζογράφο. Αλλιώς, πώς θα μπορούσε να μεταφράζει με τόσο κέφι και χωρίς περιστροφές στίχους όπως εκείνον που ο κιναιδογράφος Σωτάδης έγραψε για τον Πτολεμαίο, όταν παντρεύτηκε την αδελφή του: Σε τρύπα ανόσια το καυλί τί σπρώχνεις, Πτολεμαίε;
Το παρόν κείμενο δεν φιλοδοξεί να παρουσιάσει ή να αποτιμήσει, όπως αξίζει, τη μακρόχρονη μεταφραστική προσπάθεια του Γιάννη Δάλλα. Ό,τι μπορεί να κάνει είναι να δώσει μια γενική ιδέα του μεταφραστικού άθλου του, να υπογραμμίσει, εν τάχει, τις δυσκολίες του εγχειρήματός του και να αναφερθεί στη μεταφραστική του ιδεολογία.
Ο τόμος των Ιαμβογράφων του 1976 (Αρχίλοχος, Σημωνίδης, Ιππώναξ, Ελάσσονες, Αλεξανδρινοί και Μεταγενέστεροι, Αδέσποτα) φιλοδοξούσε να είναι ο πρώτος μιας σχετικής σειράς που θα εξαντλούσε "μεταφραστικά την ΑΛΠ κατά είδη και περιόδους (...) από τις αρχές της ως τους ελληνιστικούς χρόνους (7ος-3ος αι. π.Χ.)". Σήμερα ο τόμος (σε τρίτη έκδοση, 2007) κυκλοφορεί ως τέταρτος τόμος της σειράς "Αρχαίοι Λυρικοί" στις εκδόσεις "Άγρα". Πρώτος τόμος είναι οι Χορικολυρικοί (2003), με Εισαγωγή για τη γένεση και την εξέλιξη του χορικού άσματος, με πληροφορίες για τους αρχαίους μουσικούς, τον Αλκμάνα, τον Στησίχορο, τον Ίβυκο, τον Σιμωνίδη τον Κείο, τους ελάσσονες, τον νεοαττικό Διθύραμβο και τα χορικά είδη μεταγενεστέρων ποιητών. O δεύτερος τόμος, Μελικοί (2004), περιέχει τους διασημότερους λυρικούς ποιητές, τον Αλκαίο και τη Σαπφώ, και μαζί τον Ανακρέοντα, μια επιλογή από τα Ανακρεόντεια, αποσπάσματα από τις αρχαίες ποιήτριες με τα μυθικά ονόματα, Κόριννα, Τελέσιλλα, Πράξιλλα, Ήριννα, Ανύτη, Νοσσίδα, Μοιρώ... Τέλος, ο τρίτος τόμος, Ελεγειακοί (2007), στεγάζει τα ποιήματα του Καλλίνου του Εφέσιου, τον Τυρταίο, τον Μίμνερμο, τον μεγάλο διδάχο Αθηναίο ποιητή Σόλωνα, τον Θέογνη και τα θεογνίδεια, τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνειο, τους ελάσσονες ελεγειακούς και τα λογής-λογής Αδέσποτα. Και οι τέσσερεις ογκώδεις (1350 σελίδες!) και καλαίσθητοι τόμοι των Αρχαίων Λυρικών, μαστορεμένοι από τον Σταύρο Πετσόπουλο, έχουν μαζί με τις μεταφράσεις το πρωτότυπο κείμενο από τις καλύτερες κριτικές εκδόσεις και πλουτίζονται από καλοδουλεμένες εισαγωγές για κάθε ποιητικό είδος και για κάθε ποιητή, όσο και από πολύτιμα σχόλια. Το φιλόδοξο και επίπονο σχέδιο και όραμα του Δάλλα, διακηρυγμένο πριν από δεκαετίες, έγινε Έργο απτό και η χαώδης ΑΛΠ, με το σπαραγμένο κείμενό της, τα αναρίθμητα ονόματα και τα άπειρα αποσπάσματα, βρίσκεται τώρα χάρη στον Δάλλα και την "Άγρα" τακτοποιημένη και οργανωμένη. Δορυφορικά κείμενα αυτής της λαμπρής σειράς είναι τα καλλιμάχεια Επιγράμματα στους Τελχίνες ("Γαβριηλίδης", 2001), τα Επιγράμματα του Ρουφίνου ("Γαβριηλιδης", 2008) και ο περυσινός επίσης Ελληνιστικός μικρόκοσμος, ένα θεματικό απάνθισμα από την Παλατινή Ανθολογία. Πρόκειται για ένα χαριτωμένο τόμο (ο Δάλλας άλλωστε έχει ευτυχήσει και τυπογραφικά) με επιγράμματα τοποθετημένα κατά θέματα: προπεμπτικά, ναυάγια, σκηνές του βίου, συμποσιακά, ερωτικά, σκωπτικά και σάτιρες, Φιλοσοφικά, ποιήματα-επιστολές, εκφράσεις, μίμοι, παραδοξογραφήματα κλπ. Ο τόμος κλείνει με επιγράμματα που αναφέρονται τόσο στην ανθρωπογεωγραφία όσο και στην ανθρωπολογία ενός νέου, μεγάλου ελληνικού κόσμου, που απολήγει στον κοσμοπολιτισμό του Κ. Π. Καβάφη και του Στρ. Τσίρκα! Ιδού με λίγα λόγια το μεγάλο Έργο του Δάλλα, που δίκαια τον τοποθετεί ανάμεσα στους πρώτους μιας μακράς σειράς Ελλήνων μεταφραστών των κλασικών μας κειμένων.
"Δεν υπάρχει -δεν πρέπει να υπάρχει- θεωρία κανονιστική για τη μετάφραση (...) Εννοώ μια θεωρία εκ των άνω επιβαλλόμενη και γενικώς αποδεκτή. Αλλά υπάρχει και εδώ και εκεί όχι κανόνας, αλλά ένας τρόπος διαφορετικός κάθε φορά που υποβάλλεται από κάτω, από τα πράγματα. Ένας τρόπος μορφοποίησης ενός ερεθισμού, που υπαγορεύεται απ' τη φυσική ή την πλασματική πραγματικότητα. Η πλασματική πραγματικότητα ενός λογοτεχνήματος δεν παύει να ισχύει και εκείνη ως μία άλλη, δευτερογενής πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα διαθλασμένη στο συναίσθημα και μεταπλασμένη από την τεχνική συνείδηση ενός νεότερου δημιουργού. Πρέπει ο μεταφραστής λοιπόν να είναι σε θέση να διαλεχθεί και με τις δύο πραγματικότητες" [οι υπογραμμίσεις δικές μου].
Έτσι αρχίζει ο Δάλλας το δοκίμιό του "Η μεταφραστική εμπειρία" (Καλλιμάχου Τα Επιγράμματα, 7), ένα κείμενο που αξίζει να συζητηθεί κάποτε εκτενέστερα, καθώς οι θέσεις του έχουν να κάνουν με ουσιώδη ζητήματα της νεότερης ποιητικής μας και της μεταφραστικής γλώσσας μας. Αυτό που αναγνωρίζει θεωρητικά ο Δάλλας και κάνει στην πράξη είναι πως η πραγματικότητα του μεταφραστέου κειμένου υπαγορεύει κάθε φορά, "εκ των πραγμάτων" τον διαφορετικό τρόπο, με τον οποίο ο μεταφραστής-διαμεσολαβητής οφείλει να αρχίζει το έργο του. Κάθε κείμενο κι ένας τρόπος, αφού κάθε κείμενο είναι κι ένας αυτοτελής τόπος. Ωστόσο με την Λυρική Ποίηση, με τα πολλά είδη και γένη, τους πολλούς δημιουργούς με τις διαφορετικές διαθέσεις, τα πράγματα είναι ακόμη πιο σύνθετα. Αν λ.χ. το έπος ομογενές, όπως είναι, επιβάλλει έναν τουλάχιστον μεταφραστικό τρόπο, η πολύτροπη και πολυγενής Αρχαία Λυρική Ποίηση πόσους τρόπους μπορεί και υποβάλλει; Πολλούς, απαντά εμπράκτως ο Δάλλας. Και πόσες διαθέσεις εκπέμπουν τα μέλη του Αρχίλοχου, της Σαπφώς, του Στησίχορου, του Ίβυκου ή των τεχνουργών της Παλατινής Ανθολογίας; Ομοίως, πολλές. Για τούτο και ο Δάλλας μεταφράζει με άλλο ήθος και ύφος τις ελεγείες και αλλιώς τα μέλη της Σαπφώς, του Αλκαίου, ή τα ερωτικά επιγράμματα. Ο Δαλλας, πολυσυλλεκτικός και λεκτικά πολύμορφος, μεταπλάθει κάθε φορά, κάθε απόσπασμα με βάση τη φύση, τη φυσιογνωμία και το ήθος του.
Τι έκανε τελικά (ή τι κάνει ακόμη) ο Δάλλας με αυτό το Έργο; Συνήγαγε τα διάσπαρτα μέλη ενός ποιητικού σώματος που κάποτε έλαμπε στην ολοκλήρωσή του, τα τοποθέτησε σε ένα νέο Μουσείο και με τη σειρά του φρόντισε την ανυπεράσπιστη τύχη τους. Γιατί πρέπει να καταλάβουμε πως δεν είναι μόνο τα Ελγίνεια μάρμαρα που πρέπει κάποτε να επανέλθουν και να συμπληρώσουν το Λεηλατημένο Σώμα. Είναι και τα κλασικά κείμενά μας, πεζά και ποιητικά, τα αφρόντιστα και τα άγνωστά μας, που παρά τις αρχαιοφιλικές μας διακηρύξεις παραμένουν έκθετα και παραπεταμένα. Έξω από την παιδεία μας. Ξένα στον τόπο τους. Όπως ακριβώς και τα υπάρχοντα μάρμαρα στην Ακρόπολη ή στις αναρίθμητες ακροπόλεις αυτού του τόπου παραμένουν ξένα, υβρισμένα από τους κατ' όνομα κληρονόμους. Αυτό λοιπόν που έκανε και εξακολουθεί να κάνει ο Δάλλας είναι να φροντίζει με τον τρόπο του όλα αυτά τα αποσπασμένα μέλη της Αρχαίας Λυρικής Ποίησης, να τα μεταφράζει, να τα σχολιάζει, να τα συστήνει σε μας. Να τα αποκαταστήσει πλήρως και να τα δώσει αμάλαγα δεν γίνεται. Αυτό δεν το μπόρεσαν -φευ- γενεές ακάματων φιλολόγων. Μας δίνει όμως μια ιδέα του παλαιού τους σχήματος, μια μορφή της αρχικής τους σύστασης. Και μαζί ανακαλεί (πένθιμα και ελεγειακά) εκείνον τον βαθύ, γνήσιο πολιτισμό που τα εποίησε, έναν πολιτισμό που εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να παραμένει εξίσου άγνωστος και ξένος στους Νεοέλληνες.
Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι κλασικός φιλόλογος, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και πεζογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου