Του
Γρηγόρη Χαλιακόπουλου
Η
συγγραφέας Χρύσα Λυκούδη, με το πρώτο της μυθιστόρημα «Η μέρα που στέρεψε ο
Λάδωνας» ταράζει τα νερά της πεζογραφίας. Καθόλου εύκολο να γραφτεί ένα
ιστορικό έργο για το οποίο απαιτούνται
χιλιάδες εργατοώρες έρευνας, εξιστόρησης, καταγραφής και επιμέλειας. Το ζήτημα
δεν είναι ποσοτικό αλλά καθαρά ποιοτικό. Όταν όμως το εκδοθέν έργο αθροίζεται
σε 700 σελίδες και συνάμα είναι και ποιοτικό, τότε οφείλουμε να αποδώσουμε τα
εύσημα στη συγγραφέα του καθώς και στον εκδοτικό οίκο «Ωκεανός» που ρίσκαρε μια
τόσο αξιόλογη και πολυσέλιδη έκδοση, ειδικά σε μια εποχή που η οικονομική και
κοινωνική κρίση μαστίζει τον εκδοτικό χώρο και κατ’ επέκτασιν τις προσπάθειες
των συγγραφέων.
Το
μυθιστόρημα «Η μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας» δεν αποτελεί απλή φαντασιακή υπόθεση
της Χρύσας Λυκούδη, αλλά μια ζωηρή απεικόνιση της ζωής της. Κατά συμπερασμόν
έχουμε να κάνουμε με οικογενειακές μνήμες που φυλάσσονταν επί δεκαετίες στο
σακίδιο που έσερνε στους ώμους της η δημιουργός. Με λίγα λόγια το έργο αυτό
είναι βιωματικό και σύμφωνα με τις ορολογίες του συρμού, αυτοβιογραφικό.
Αυτός
είναι και ο λόγος, όσον αφορά τη δική μου περίπτωση ως αναγνώστη - καθώς
κριτικός δεν είμαι και δεν θα ήθελα να είμαι αφού επέλεξα τον ρόλο του
συγγραφέα στη ζωή μου - που το βιβλίο
αυτό με τράβηξε, με συγκίνησε και με προβλημάτισε σε μεγάλο βαθμό. Συνταξίδεψα
με τη Χρύσα στα υπόγεια λαγούμια του μακρινού παρελθόντος, εκεί που κρύβονται
τα πιο γενναία και τα πιο δειλά συναισθήματα. Παρατήρησα τα δάκρυα που στάζουν
σταγόνα σταγόνα τον καημό της ψυχής ενός ανθρώπου πως γίνονται σταλακτίτες κι
αν το βάρος είναι αβάσταχτο πως πέφτουν στη γη και σχηματοποιούνται σε
παγωμένους σταλακτίτες.
Κι
έτσι τα λαγούμια κάποια στιγμή ανοίγουν τις εισόδους τους και καθίστανται πλέον
σπήλαια για το κοινό, όπου οι επισκέπτες αναφωνούν σε κάθε ωραίο σχέδιο που
φιλοτέχνησε το δάκρυ του συγγραφέα-δημιουργού: «Τι ομορφιά Θεέ μου!»
Αυτό
έπραξε η Χρύσα Λυκούδη. Κουράστηκε να κρατά στο σκοτάδι τις μνήμες της από μια
ενδιαφέρουσα ζωή, να παρατηρεί μόνη της τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες της
ύπαρξής της κι αποφάσισε να μας ανοίξει τις πόρτες της για να θαυμάσουμε αυτά
που μαζί με τις Μοίρες φιλοτέχνησε.
Έτσι
λοιπόν το απομονωμένο λαγούμι που φύλασσε
το υπαρκτικό της εμβαδόν μέσω του βιβλίου της καθίσταται ένα επισκέψιμο
σπήλαιο, φωτισμένο με πολύχρωμους λαμπτήρες για να αιχμαλωτίζει η ματιά μας τις
παραστάσεις, τις εικόνες, τα όνειρα και τους εφιάλτες που έπλασε από μικρό
παιδί ο εσώτερος κόσμος της.
Με γλώσσα ρέουσα σε σημείο να μην κουράζεσαι διόλου,
παρότι έχεις να αναμετρηθείς με έναν τεράστιο όγκο σελίδων. Με θεματολογία
άκρως ενδιαφέρουσα λόγω ιστορικών καταγραφών και με ύφος ανεπιτήδευτο η
συγγραφέας αποκτά την πιστοποίηση που χορηγεί η Πόλις των Ιδεών και σφραγίζει
με δίκαιο τρόπο τη συγγραφική της ταυτότητα.
Τη
μέρα που στέρεψε ο Λάδωνας τι συνέβη λοιπόν; Πολλά, τόσα που χρειάστηκαν αρκετά
κεφάλαια στο έργο, μοιρασμένα όλα ανάλογα με τα συμβάντα και τα γεγονότα που η
φαντασιακή ελευθεριότητα του μυαλού της συγγραφέως θέλησε να μας αποκαλύψει.
Η
Χρύσα Λυκούδη ξεκίνησε το βιβλίο με τη
σκέψη να καταγράψει τις περίεργες ιστορίες των προγόνων της και των άμεσα
συγγενών της, καθώς και τον τρόπο ζωής τους, τη φτώχεια, τους λοιμούς, τους
πολέμους, τα λαογραφικά στοιχεία από τη ζωή στο βουνίσιο χωριό, αλλά στο τέλος
κατέληξε ότι έπρεπε να δώσει ένα στίγμα. Έτσι εστίασε στη σχέση μάνας-κόρης και
στη σχέση θετής μάνας-ψυχοκόρης. Τον τρόπο δηλαδή που κτίσθηκε σιγά σιγά και
μεθοδικά η αγάπη και η στοργή στη σχέση θετής μάνας - ψυχοκόρης. Το να
αποκαλύπτει κανείς την πλοκή του βιβλίου θαρρώ πως είναι ένα από τα μεγάλα
αμαρτήματα που τελούνται κατά την παρουσίαση ή την κριτική ενός βιβλίου.
Το
1962 πράγματι στέρεψε ο Λάδωνας για γεωφυσικούς λόγους και επανήλθε το νερό του.
Η Χρύσα Λυκούδη με αφορμή αυτό το γεγονός το εκμεταλλεύεται έξυπνα και πλέκει γύρω
του παραφυσικά γεγονότα. Τα ακούσματα που είχε η ίδια για νεράιδες, και
φαντάσματα της υποδαυλίζουν ερεθίσματα να περιγράψει ιστορίες μυστήριου που μας
αναστατώνουν διαβάζοντάς τες.
Η
αφετηρία της ιστορίας βρίσκεται στη δραστηριότητα της Αιμιλίας παντρεμένη με τον φαρμακοποιό Φίλιππο,
χωρισμένη πλέον και τρυφερή μάνα τριών παιδιών που σπουδάζουν. Είναι
χαρισματική, αξιαγάπητη, αρχοντική, με τα πιο φλογερά λαδιά μάτια και το πιο
καλοσυνάτο χαμόγελο. Η ζωή της είναι
αφιερωμένη στα παιδιά της και στους ασθενείς της. Το μόνο μελανό σημείο που
ταράζει κάπου κάπου τις νύχτες της είναι οι τρομεροί εφιάλτες που βλέπει κι έχουν σχέση με τον
παιδικό της έρωτα στη Λυκούρια, τον Ορφέα, που έχει να τον δει κοντά 40 χρόνια.
Θα
αναφερθώ ιδιαίτερα στο το κεφάλαιο «Φωτιά και τσεκούρι» όπου περιγράφεται «η μεγάλη ιδέα» του
Ελευθερίου Βενιζέλου να πολεμήσουν οι Έλληνες δίπλα στις Μεγάλες Δυνάμεις
εναντίον της Ουκρανίας και να τολμήσουν την Μικρασιατική εκστρατεία. Ο παππούς
της Αιμιλίας και πατέρας της μάνας της, ο Στέλιος, στα 22 του χρόνια λαμβάνει μέρος στους πολέμους. Αργότερα,
παντρεμένος με την Αφροδίτη, στο καμπίσιο χωριό του θα διηγείται τις μάχες που
έλαβε μέρος ως νοσοκόμος και την καταστροφή της Σμύρνης.
Πολλά
τα κεφάλαια πολλές οι μνήμες και οι εξιστορήσεις!
Και
συνεχίζει η ζωή να πλάθει εικόνες, ζωγραφιές, ομορφιές και τραγωδίες μέσα από
την δεινότητα της πένας της συγγραφέως. Το μελάνι της απλώνεται με τέχνη και
μεράκι και το ένα κεφάλαιο άρρηκτα συνδεδεμένο με το άλλο αποκαλύπτει ιστορίες
που εκστασιάζουν τον αναγνώστη και τον αναστατώνουν.
Μια από
τις πιο σοφές ρήσεις που η συγγραφέας τοποθετεί στα στοματά των ηρώων της είναι
του παππού Αριστοτέλη όταν συμβουλεύει την Αιμιλία ως εξής: «Αιμιλία μου, ποτέ
μην ξεχάσεις, οι αδύναμοι ατενίζουν την κορυφή, οι δυνατοί την κατακτούν».
Υπάρχει ένα σημείο του μυθιστορήματος,
όπου τελειώνουν οι αναμνήσεις της γιατρού Αιμιλίας δίπλα στο προσκεφάλι της χειρουργημένης
μάνας της. Κάποια στιγμή την καταβάλει ο ύπνος. Βλέπει έναν τρομερό εφιάλτη να
ψάχνει στα σκοτάδια τον Ορφέα. Ξυπνά
τρομοκρατημένη και αφηγείται το όνειρο στην αδελφή της την Ελπίδα. Εκείνη την
ρωτά «Έχεις σκεφτεί ποτέ να πας να τον βρεις;»
Αυτή η ερώτηση ισοδυναμεί με 700 σελίδες συγγραφής.
Μια ερώτηση που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι στα κατάβαθα της ψυχής τους, στους
ταραγμένους χτύπους της καρδιά τους, εραστές που αγαπήθηκαν χωρίς να σμίξουν
ποτέ, έρωτες που αναστάτωσαν υπάρξεις με μόνο μια ματιά κι ένα χαμόγελο και
ζωές που χάθηκαν στη δίνη ενός οικτρού συμβιβασμού και μιας συγκυρίας επειδή η Κλωθώ,
η Λάχεση και η Άτροπος αποφάσισαν με το
δικαίωμα που τους εκχωρεί το καταστατικό των Μοιρών.
Η Χρύσα Λυκούδη με το χρίσμα της
συγγραφέως, ξορκίζει όσα η Ζωή της στέρησε, όσα η καταχνιά της σκέπασε και
φωτίζει όσα η ίδια με το ταλέντο της, τη
δύναμή της και τη διαμορφωμένη συνείδηση του ανθρώπου που ορθώθηκε περισσότερες
φορές από όσες γονάτισε βουτά την πένα της στο μελανοδοχείο της ζωής και του
θανάτου και μεταλλάσσει την αδυναμία σε δύναμη.
Σπάει τον μαθηματικό κανόνα πως 10 – 5
ίσον πέντε και αποδεικνύει μέσα από το έργο της πως 10 – 5 μας κάνουν 15. Όσα
δίνεις τόσα παίρνεις.
Και αυτό το τονίζω γιατί η συγγραφέας με
αυτό το μυθιστόρημα, δίνει ολόκληρο το είναι της να το ακτινοσκοπήσουμε. Σε
κάθε σελίδα σε κάθε γράμμα σε κάθε συλλαβή σε κάθε λέξη υπάρχει ένα όνομα: «Χρύσα».
Για άλλους μας μιλά, αλλά είναι η ίδια.
Μόνο ένας συγγραφέας με ταλέντο και θράσος
αποκαλύπτει τις πλέον απόκρυφες πτυχές της ζωής του και της ύπαρξής του.
Και μόνο γι αυτό αξίζει να τη διαβάσουμε!
2 σχόλια:
Κ. Γρηγόρη Χαλιακόπουλε είμαι βαθιά συγκινημένη από χαρά για την εκτεταμένη αναφορά-κριτική σου στο βιβλίο μου . Μου έκανε εντύπωση, η απόλυτη προσέγγισή σου στις σκέψεις μου και στα μηνύματα μου. Είναι μια εξαιρετικά κατατοπιστική ανάλυση, ώστε να καταλάβει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης την υπόθεση του βιβλίου μου και τον τρόπο γραφής μου. Σε ευχαριστώ πολύ μέσα από την καρδιά μου. Να έχεις πάντα επιτυχίες στο δικό σου έργο.
Χρύσα Λυκούδη
Αγαπημένε μου συγγραφέα Γρηγόρη Χαλιακόπουλε σου έχω δείξει πόσο θαυμάζω και λατρεύω τον τρόπο γραφής σου. Έχω αγαπήσει τα βιβλία σου που στάθηκαν αφορμή να γνωριστούμε από κοντά σε κάποια παρουσίασή σου στην Πάτρα! Με κατέκτησες σαν άνθρωπος και σαν συγγραφέας γι αυτό θεώρησα μεγάλη μου τιμή που δέχτηκες και παρουσίασες το βιβλίο μου στο Εμπορικό Επιμελητήριο στην Πάτρα.
Ξαναδιαβάζοντας σήμερα τις σκέψεις σου για το βιβλίο μου ειλικρινά βούρκωσα από συγκίνηση. Ξέρεις γιατί; Επειδή πράγματι άνοιξες τα λαγούμια της ψυχής μου και κατάλαβες σαν ειδικός ψυχίατρος-ψυχαναλυτής όσα φύλαγα μέσα μου από μικρό παιδί. Τέτοια μαγνητική ακτινογραφία κανείς άλλος δεν μου έβγαλε. Σε ευχαριστώ πολύ γιατί πράγματι διάβασες το βιβλίο μου με τα μάτια της ψυχής σου. Να είσαι πάντα καλά και να συνεχίζεις να μας χαρίζεις τα ιδιαίτερα δυνατά βιβλία σου.
Χρύσα Λυκούδη
Δημοσίευση σχολίου