Δημήτρης Ν. Μανιάτης
Λαϊκός διανοούμενος, λαϊκός συγγραφέας, ο τελευταίος των λογίων της Θεσσαλονίκης. Κρατά το το νήμα από έναν Τσίζεκ, Πεντζίκη, Καχτίτση, Ιωάννου, Χριστιανόπουλο, Ρασούλη, Ζήκα, Παπάζογλου. Με βαθιά γνώση και έγνοια για τον μηχανισμό αδιόρατο ή ορατό του λαϊκού κόσμου αλλά και με βαθιά αυτοπειθαρχία για τις αντινομίες της λαϊκότητας, της ταλαιπωρημένης έννοιας που είναι μετακινούμενη από τις κοινωνικές διεργασίες της κάθε φοράς εποχής. Ατόφια μα και ύπουλη. Συγκινητική μα και αδιάφορη. Μια συμπεριφορά με πολλές προσλήψεις, εγγενής και όχι επίκτητη που μεταμορφώνεται μαζί με τις ανισότητες, την αδικία.
Και μαζί συμπαρασύρει και την δική της γλώσσα. Ο Κοροβίνης στο νέο συναξάρι του για τον μπουζουξή Μπέμπη – «Μπέμπης» (εκδόσεις Άγρα) – δεν αναπαριστά απλώς τον ιδιοφυή μα και αυτοκαταστροφικό σολίστα, δεν συγκροτεί εκ νέου την ταυτότητα του, δεν τον αναβιώνει απλώς αλλά φτιάχνει ένα λαϊκό πορτρέτο ενός μυθικού προσώπου για να συγκροτήσει το σκηνικό μιας εποχής. Ζωντανεύει μια εποχή και έναν κόσμο για να φωτίσει την τραγικότητα ενός προσώπου που κάηκε από το ταλέντο και τους δαίμονες του. Τρία νέα πράγματα που μας δίνει ο Κοροβίνης στην αριστουργηματική νουβέλα του από τις εκδόσεις Άγρα: Την Γλώσσα του κόσμου αυτού.
Το κάνει και στον Γύρο του Θανάτου για τον Παγκρατίδη, στον περίφημο μονόλογο της Λολός: «η Λολό για την Πιάτσα», που πετυχαίνει μια υπέροχη αναμνησιολογία θέτοντας ως κύρια γλώσσα εκεί τα περίφημα Καλιαρντά. Εδώ στον Μπέμπη ο Θωμάς καταδύεται και μας συστήνει τον κόσμο αυτό μέσω της γλώσσας του, των λεξεων του που καρφώνονται στον καθωσπρεπισμό.
Ο παραληρηματικός Μπέμπης δεν έχει τελείες, έχει λιγοστές τελείες, ο λόγος του ρέει απ΄τα έγκατα μιας βασανισμένης ψυχής, ενός ευαίσθητου παιδιού που ισορροπεί στον κυνισμό και τον ρομαντισμό- ο κυνικός πολλές φορές είναι ο ματαιωμένος ονειροπόλος. Εδώ θα δούμε μια πολύ σοβαρή, χειρουργική, ακριβής εφαρμογή της γλώσσας αυτής των γκέι, του Πειραιά, των τεκέδων, του μικρόκοσμου των μουσικών του 50 ή του 60, της μικροπιάτσας που αναφώτισε ο Ζάχος στο περίφημο βιβλίο του «Πιάτσα». Ένας κόσμος που σήμερα τον ξανα-ανακαλύπτουμε, που σήμερα μας κάνει ακόμη πιο πλούσιους η εργασία του Πισιμίση για την Τρούμπα ή του Μπελαβίλα για τον Πειραιά, ή του Σπύρου Παπαϊωάννου και του Βλησίδη για τα Βούρλα, ή του Μπαρμπάτση για τον Μπαγιαντέρα. Ο Κοροβίνης ανατέμνει πολλούς κόσμους μαζί μέσω της γλώσσας αυτής, του πάλκου, των παρασκηνίων της Νύχτας, του Πειραιά, της Αθήνας και των Ελλήνων της Αμερικής. Τι άλλο μας δίνει ο Κοροβίνης: Τον Κόσμο των Μουσικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου