25.2.23

Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, «Το μαύρο κουμπί»


Στην πόρτα στέκομαι άναυδος σαν έτοιμος να βγω και
πράγματι έτσι - θα έβγαινα μα στέκομαι σαν άναυδος
και ακίνητος. Γιατί 'ναι η μάνα μου σκυμμένη εμπρός
μου εκεί, ράβοντας στο κατάλευκο πουκάμισό μου που φοράω
ένα κουμπί προσεχτικά μη με πληγώσει όπως
κρατάει σε απόσταση ελάχιστη απ' το στήθος μου το
ρούχο. Αλλά είναι μαύρο το κουμπί κι αυτή το ράβει
τόσο φυσικά, μπορεί επειδή δεν πρόσεξε το χρώμα του
το αταίριαστο με το λευκό. Και ράβοντας σκυμμένη

εμπρός μου εκεί χωρίς να με κοιτάξει με ρωτά "ποιον
ράβω εδώ;" - δυο τρεις φορές· όμως γιατί δεν απαντώ
ξαναρωτάει μόλις υψώνοντας το βλέμμα της μηχανικά
κατά το πρόσωπό μου μια στιγμή "ποιον ράβω εδώ;"
- χωρίς ωστόσο πάλι να με δει. Οπότε εγώ με λύπη
αλλά μεγάλη, ίσως γιατί λυπόμουν κιόλας για το χρώ-
μα του κουμπιού - το μαύρο αυτό - της λέω "έναν
νεκρό". " Έναν νεκρό", της ξαναλέω με βούρκωμα στα
μάτια όπως την έβλεπα σκυμένη εμπρός μου εκεί να
ράβει κι αυτή κλαίγοντας "μην ξαναπείς νεκρός", όλο
έλεγε και με παρακαλούσε.
~
από τη συλλογή Το μαύρο κουμπί, εκδ. Κέδρος, 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: