2.2.23

«Κι εσύ όλο πριονίζεις τον εαυτό σου»


Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης 
 Θωμάς Κοροβίνης, «Μπέμπης», εκδ. Άγρα, 2022 
 Θα μπορούσε να ’χει τα πάντα. Απ’ τους ελάχιστους λαϊκούς οργανοπαίκτες της γενιάς του με θεωρητική σκευή. Μαντολίνο, κιθάρα και πιάνο. Απ’ τα είκοσί του αναγνωρισμένος δεξιοτέχνης στο μπουζούκι. Κελαηδούσε στα χέρια του το τρίχορδο. Μόνο ο Χιώτης τον έπιανε, που δεν τον έπιανε. Ευτύχησε από νωρίς να συνεργαστεί με τα σημαντικότερα ονόματα της πιάτσας. Έπαιξε στα μεγαλύτερα μαγαζιά της Αθήνας, του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης. Αποθεώθηκε στο καλύτερο θέατρο της Νέας Υόρκης. Μάζευε με τη σέσουλα τα χρήματα. Είχε μια στρωμένη οικογένεια. Τον κυνηγούσαν οι γυναίκες. Αλλά ο Δημήτρης Στεργίου, ή αλλιώς Μπέμπης, πέθανε στα 45, άφραγκος, ξεχασμένος και αλκοολικός. Διαβάζω το τελευταίο βιβλίο του Κοροβίνη προσπαθώντας να καταλάβω τι έφταιξε με τον «Μπέμπη», από ποιο τραύμα, από ποια πηγή προερχόταν η αυτοκαταστροφική πορεία που από πολύ νωρίς χάραξε. Με μια ψυχολογική προσέγγιση θα μιλούσε κανείς για την ενοχή που κουβαλούσε από παιδί, όταν από καθαρή τύχη δεν επιβιβάστηκε μαζί με τον πατέρα του στη βάρκα που λίγη ώρα μετά θα βυθιζόταν και θα τον έπνιγε. Με μια πιο κοινωνιολογική ματιά θα γινόταν λόγος για το άχθος της Κατοχής, τις στερήσεις, τη δυστυχία και τις απώλειες που σημάδεψαν την πρώτη νεότητά του. Άραγε ήταν το πάθος του για τις γυναίκες, και κυρίως για την Μπέμπα Μπλανς που τον ζεμάτησε; Μήπως ήταν ο φόβος του θανάτου; Οι προσωπικές του ιδιοτροπίες; Το ρεμπέτικό του ήθος; Υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος στις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, όσο θελκτικές κι αν είναι για την αποκαθήλωση του αφηγητή-θεού. Όταν εξ ονόματος των άλλων παίρνεις τον λόγο, όταν μιλάς μέσα απ’ τη φωνή τους, όταν γεμίζεις με λόγια την ερμητική σιωπή τους, είναι πολύ εύκολο να παρασυρθείς, να τους καπελώσεις και να τους χειραγωγήσεις. Οπότε ένας αλαζόνας αφηγητής-άνθρωπος έρχεται εκ νέου να διαπράξει ύβρη σε βάρος των ηρώων του, εξυφαίνοντας αδιόρατους μηχανισμούς χειραγώγησης που τους μετατρέπουν από αυτοδύναμες υπάρξεις σε μαριονέτες της αφηγηματικής περσόνας του συγγραφέα. «Τι κάθεσαι, μωρέ, και με κοιτάς, μ’ ανοιχτό το στόμα σα χάφτας, θα καταπιείς καμιά μύγα, ρε άνθρωπε, σχολάμε απ’ τη δουλειά, παραπατάμε, πτώματα ζωντανά, μάσαμε και τα κλαπατσίμπαλα…» ξεκινά ο Μπέμπης την αφήγησή του και απ’ την πρώτη ακόμη αράδα σε παρασέρνει, σε απορροφά, σε σβαρνίζει, έτσι που να ξεχνάς αμέσως τα περί μίμησης και αφηγηματικών τεχνικών: μπροστά σου ξετυλίγεται λαγαρή, φυσική κι αυθεντική μια φωνή που όλα της φωνάζουνε ότι είναι του Μπέμπη, φορές φορές νιώθεις ότι τον έχεις απέναντί σου, ότι εσύ είσαι το δεύτερο πρόσωπο της απεύθυνσής του, εσύ του κρατάς παρέα σε αυτό το επιθανάτιο αφήγημά του. Δεν είναι μόνο οι σχοινοτενείς περίοδοι του ενός κεφαλαίου, με τις συνεχείς παρεκβάσεις, το ασταμάτητο πήγαινε-έλα του χρόνου, τις θεματικές επαναλήψεις που αναπαράγουν με πιστότητα τον λόγο ενός μεθυσμένου. Δεν είναι μόνο το λαϊκό τραγούδι που διασπείρεται σε όλο το φάσμα της αφήγησης μέσα απ’ την αυτούσια παράθεση στίχων, βεβαιώνοντας την άρρηκτη σχέση του με τον καθημερινό βίο των ανθρώπων. Δεν είναι μόνο ο πλούτος της λαϊκής γλώσσας με τους ιδιωματισμούς, τους ιδιωτισμούς και την αργό, που σε παίρνει και σε μεταφέρει στη γλωσσική αγορά του ’50 και του ’60, στη γλώσσα των ταβερνείων και των μπουζουκομάγαζων, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το έκαναν τα καλιαρντά στον «Γύρο του Θανάτου», και δεν έχω κανένα πρόβλημα να ομολογήσω ότι πολλάκις με συνέλαβα να υπογραμμίζω και να αποθησαυρίζω λέξεις για μια σχετική γραφή που ετοιμάζω κι ο ίδιος. Το πιο βασικό θαρρώ ότι είναι αυτό το κοροβίνειο ήθος της γραφής, η ικανότητα δηλαδή του Κοροβίνη να συμπάσχει, να υποφέρει, να σπαράζει μαζί με τον ήρωά του και αφήνοντας απέξω τον συγγραφικό εαυτό του να ταυτίζεται με τον χαρακτήρα που πλάθει κατά την υποκριτική ενός φτασμένου και ώριμου ηθοποιού. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Κοροβίνη δεν αφηγείται απλώς, στην πραγματικότητα βυθίζεται, παρασέρνεται, ζει την αφήγησή του, δεν υποκρίνεται τη φωνή του άλλου, γίνεται η φωνή του άλλου και μαζί με τη φωνή του άλλου γίνεται κι η φωνή της εποχής. Στο στενό κάδρο βλέπουμε να εικονίζεται ο μικρόκοσμος του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού με τις μεταξικές διώξεις, τον περιθωριακό βίο, τους κατατρεγμένους δημιουργούς και την κατοπινή καταξίωση. Στο ευρύτερο κάδρο βλέπουμε να εικονίζεται ολόκληρη η ελληνική κοινωνία, όπως βγαίνει απ’ τα κατοχικά και εμφυλιακά χρόνια, γλείφοντας τις πληγές, πνίγοντας τις σιωπές και άδοντας τις οδύνες της μέσα απ’ το λαϊκό τραγούδι. Ο Μπέμπης του Κοροβίνη γίνεται η τοιχογραφία μιας ολόκληρης γενιάς και μιας ολόκληρης εποχής. Αλλά επανέρχομαι στο αρχικό ερώτημα, που πιστεύω ότι αποτέλεσε μια απ’ τις κύριες υποθέσεις εργασίας του ίδιου του συγγραφέα, πώς δηλαδή εξηγείται η αυτοκαταστροφική πορεία του Μπέμπη. Ο Κοροβίνης στέκεται στην άκρη και ακούει τον ήρωά του, ούτε μια στιγμή δεν εκβιάζει απάντηση, πουθενά δεν παίρνει θέση. Από δίπλα αφουγκραζόμαστε κι εμείς να εξιστορεί όλη την προηγούμενη ζωή του, να υπερασπίζεται το ρεμπέτικό του ήθος και να ξύνει μαζί μ’ όλες τις άλλες πληγές ένα ακόμη πάθος, ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα: «…θέλει μεγάλη μαγκιά να παίζεις και παράλληλα να φτιάχνεσαι, το μυαλό να σχεδιάζει και η ψυχή να λιγώνεται, και να αντιστοιχείς την τέχνη σου και το αίσθημά σου με τις χαμηλές και τις ψηλές νότες της ψυχολογίας των ανθρώπων που σε παρακολουθούν, να τους κερδίζεις και να απολαμβάνεις ότι μπαίνουν ολόκληροι στο παιχνίδι σου, ζώντας μια εμπειρία πρωτόγνωρη, γιατί το βίωμά τους δεν είναι η ακρόαση μιας μουσικής που τους προκαλεί θαυμασμό, αυτό είναι συνηθισμένο, το παθαίνουμε όλοι μας συχνά, είναι η γνωριμία των ψυχών τους με την ψυχή μου, το δυνατό αλισβερίσι ανάμεσα στα δικά τους και τα δικά μου μυστικά, το ότι βλέπουν μια καρδιά να αιμορραγεί μπροστά τους, χωρίς ντροπή και δίχως φόβο, άνθρωποι λογιώ λογιώ, ξένοι μεταξύ τους, γίνονται ένα, και καθώς τους μαγνητίζει ο ήχος, βρίσκουν μια θαλπωρή, μια ελπίδα, ελευθερώνονται και πετούν, όπως πετούσα και πετάω κι εγώ, όσο κρατάει αυτό το πανηγυράκι, δεν είναι φιγούρα, δεν είναι διαφήμιση, δεν είναι καραγκιοζλίκι, δεν είναι για τον παρά, είναι σαν να κάναμε μεταξύ μας, ο καθένας και όλοι μαζί, ελεύθερο έρωτα, είναι ένας άλλος πυρετός, μια αποκάλυψη, ένα θαύμα» (σελ. 110). Δεν θα μπορούσε να εκφραστεί με καλύτερο τρόπο η λυτρωτική και βασανιστική σχέση του δημιουργού με την τέχνη του – όπου η τέχνη, η αληθινή τέχνη του αληθινού δημιουργού, του δημιουργού που ’χει ξεφύγει απ’ τον μέσο όρο και κινείται στις κορυφές της τέχνης του ομολογείται σαν το έσχατο όριο, γίνεται η μέγιστη δοκιμασία, καταλήγει παράδεισος και κόλαση μαζί, η φλόγα του Προμηθέα στον κόσμο και ο γυπαετός που τρώει κάθε μέρα το συκώτι του και ως τέτοια πέπρωται να αναμετριέται με την αλγεινή πραγματικότητα και στις περισσότερες των περιπτώσεων να συντρίβεται εντός της. Η μέθη είναι το γελαστούρι μου, λέει κάπου ο Μπέμπης. Κι εγώ συμπληρώνω, ένας Κοροβίνης, στα καλύτερά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: