Μπορώ κι εγώ να σου πω ότι
Μακρυά από το σάλιο τ’ ουρανού
Αιώνες μαθουσαλίζουν τα βουνά
Μ’ αχαρακτήριστη αντοχή.
Λεμόνια πηδούν στην ακύμαντη θάλασσα
Την ανάσα κρατώντας
—κρυφάκουσαν μάγια, γι’ αυτό παραφέρονται.
Οι μέδουσες σε κίτρινα, λοιπόν, ψηφιδωτά
Σπασμούς σιωπής διδάσκουν τα μωρά τους.
Είδες πώς όλα συνδέονται
Αν στρίψεις λιγάκι την άκρη τους;
Μπορώ ακόμη να πω πως
Η υδρορροή με φωνή μπαλαλάικας
Κατέβαζει γενειάδες νερού
Και γεννούν νύχτες πόσιμες τα βλέφαρα των εραστών
Κλειδώνοντας όλη την ίαση σ’ ένα σεντούκι βλέμμα.
Σε στοές εξισώσεων, έμβρυα τέλειων αριθμών
Ρίζες θηλάζουν και κυβισμούς, να μεγαλώσουν
Ξέρεις εσύ, να γίνουν κοτζάμ σχετικότητες.
Εν τω μεταξύ, κουκιά ποιήματος
Ρυτιδώνουν ξανά και ξανά τον χωροχρόνο
Κι ώσπου η ύλη να θρηνήσει το αντί της
─που θέρισε ολόκληρα κοπάδια από άστρα—
Φορά ο θάνατος ποδιά νηπιαγωγείου
Γίνονται όλα γης μαδιάμ και ο Θεός τραβάει τα μαλλιά του.
Θες τσίχλα, Άλμπερτ, γλυκέ μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου