21.12.24

Όσο ένα τσιγάρο ...


της Χλόης Κουτσουμπέλη


Όλες οι ιστο­ρί­ες της συλ­λο­γής αυ­τής εξε­λίσ­σο­νται στο πα­ρελ­θόν του αφη­γη­τή. Γνω­ρί­ζου­με από το προη­γού­με­νο πε­ζο­γρα­φι­κό έρ­γο του Κιοσ­σέ, πό­σο κα­λά κα­τα­φέρ­νει να ανα­μεί­ξει ρε­α­λι­σμό με φα­ντα­σία, συ­γκί­νη­ση και τρυ­φε­ρό­τη­τα με ένα υπο­δό­ριο χιού­μορ, παι­δι­κή αθω­ό­τη­τα και αφέ­λεια με σκλη­ρό

ενή­λι­κο κυ­νι­σμό και πό­σο ικα­νός μά­στο­ρας εί­ναι στο να πε­τύ­χει το κα­τάλ­λη­λο μίγ­μα για να χτί­σει τον κό­σμο του. Εδώ για μία ακό­μα φο­ρά εφαρ­μό­ζει αυ­τή την τέ­χνη και την τε­χνι­κή που γνω­ρί­ζει τό­σο κα­λά. Και βέ­βαια η ανα­βί­ω­ση μί­ας ολό­κλη­ρης επο­χής με τα ήθη και τα έθι­μα σε έναν επαρ­χια­κό πε­ρί­γυ­ρο, το ζω­ντά­νε­μα κά­ποιων χα­ρα­κτή­ρων που απο­τυ­πώ­νο­νται στη μνή­μη μας και η επα­φή μα­ζί τους εί­ναι σχε­δόν απτή, η νο­σταλ­γι­κή διά­θε­ση ανα­πό­λη­σης ενός πα­ρελ­θό­ντος ορι­στι­κά χα­μέ­νου που αφή­νει γλυ­κό­πι­κρη γεύ­ση, ο εξο­μο­λο­γη­τι­κός τό­νος της γρα­φής του και η γεν­ναία έκ­θε­ση ανα­μνή­σε­ων ανά­μει­κτων με μυ­θο­πλα­σία, απευ­θύ­νο­νται άμε­σα στο συ­ναί­σθη­μα του ανα­γνώ­στη και τον δια­περ­νούν. (Πό­σο όμορ­φος αλή­θεια εί­ναι αυ­τός ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός του τραύ­μα­τος σε επου­λω­τι­κή γρα­φή.)
Ένα πο­λύ εν­δια­φέ­ρον εύ­ρη­μα του Κιοσ­σέ σ’ αυ­τή τη συλ­λο­γή εί­ναι ότι σε κά­ποια δι­η­γή­μα­τα εί­ναι πο­λύ εμ­φα­νής η πα­ρου­σία του συγ­γρα­φέα ο οποί­ος κα­τα­φέρ­νει να απο­στα­σιο­ποι­η­θεί από την πλο­κή και να δώ­σει σκη­νι­κές οδη­γί­ες, μα­θή­μα­τα δη­μιουρ­γι­κής γρα­φής, να μι­λή­σει για την εν­δε­χό­με­νη με­τά­πτω­ση στην αφή­γη­ση που όμως δεν θα την πραγ­μα­το­ποι­ή­σει τε­λι­κά, να μας πε­ρι­γρά­ψει τις σκέ­ψεις, τα συ­ναι­σθή­μα­τα και τα βή­μα­τα που θα ακο­λου­θού­σε για να πε­ρι­γρά­ψει ένα στιγ­μιό­τυ­πο κα­θη­με­ρι­νής ομορ­φιάς και με­τά στο τέ­λος να ακυ­ρώ­σει ολό­κλη­ρο αυ­τό το συγ­γρα­φι­κό τα­ξί­δι με μία φρά­ση-τέ­λεια ανα­τρο­πή.

«Κι ενώ μοιά­ζει να εί­ναι σχε­δόν έτοι­μη η ιστο­ρία μου, σκα­λώ­νω εδώ: πώς να απο­δώ­σω μια τό­σο μι­κρή στιγ­μού­λα» (Η συ­ναυ­λία, σελ.42)

Αυ­τός ο έξυ­πνος πει­ρα­μα­τι­σμός στη γρα­φή, όπου ξαφ­νι­κά γί­νε­ται πο­λύ φα­νε­ρή η αγω­νία του συγ­γρα­φέα να απο­δώ­σει τη ζωή στην τέ­χνη, γνω­ρί­ζο­ντας από πριν το μά­ταιο του εγ­χει­ρή­μα­τος, - αφού για τον Κιοσ­σέ οι στιγ­μές που ζού­με εί­ναι ανε­πα­νά­λη­πτες και ιε­ρές και ο λό­γος πο­λύ στε­νός για να τις απο­τυ­πώ­σει- δη­μιουρ­γεί μία πε­ρί­ερ­γη σχέ­ση εκ­μυ­στή­ρευ­σης και οι­κειό­τη­τας με τον ανα­γνώ­στη τέ­τοια που όταν γρά­φει πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν στη σε­λί­δα 39:

«Εδώ και μέ­ρες κρα­τάω ση­μειώ­σεις για μια μι­κρή ιστο­ρία που θα γρά­ψω»

ή στη σε­λί­δα 75:

«πρέ­πει οπωσ­δή­πο­τε στην ιστο­ρία μου να υπαι­νι­χθώ του ονό­μα­τός της το τρα­γι­κά κι ει­ρω­νι­κά αντί­θε­το προς τη μο­να­ξιά»

πα­ρα­τη­ρεί­ται μία αντι­στρο­φή ρό­λων, ο ανα­γνώ­στης έχει τη ψευ­δαί­σθη­ση ότι συγ­γρά­φει μα­ζί με τον συγ­γρα­φέα, συν­δη­μιουρ­γεί το δι­ή­γη­μα. Ο συγ­γρα­φέ­ας ανοί­γει την πόρ­τα της κου­ζί­νας του και ο ανα­γνώ­στης μα­γει­ρεύ­ει μα­ζί του μέ­σα σε με­γά­λα κα­ζά­νια με μο­σχο­μυ­ρι­στά και ποι­κί­λα υλι­κά.

Μα­γι­κή εί­ναι η γλώσ­σα του Κιοσ­σέ σ’ αυ­τό το βι­βλίο. Πλα­τιά, ζω­η­ρό­χρω­μη, πλού­σια, φα­ντα­σμα­γο­ρι­κή με λέ­ξεις ιδιω­μα­τι­κές από­λυ­τα αφο­μοιω­μέ­νες, κυ­ρί­ως ιδιαί­τε­ρα ζω­ντα­νή, την ακούς να φτε­ρου­γί­ζει.

«Μέ­σα μου μια παν­δαι­σία από πο­λύ­χρω­μα φτε­ρά, λο­φία, ράμ­φη πε­ρί­τε­χνα, φτε­ρο­κο­πή­μα­τα, κρω­ξί­μα­τα, κε­λαη­δή­μα­τα και τι­τι­βί­σμα­τα. Εί­χα επι­τέ­λους βρει ενοί­κους για τη ζω­γρα­φιά μου. Ποιοι θα φω­λιά­ζα­νε στις κο­ρυ­φές, ποιοι θα κούρ­νια­ζαν μες στα κλα­διά, ποιοι θα κρύ­βο­νταν στις φυλ­λω­σιές και ποιοι με­τέ­ω­ρα θα αιω­ρού­νταν στον κα­τά­λευ­κο ου­ρα­νό της» (Αλε­κτρυο­νο­πώ­λης, σελ. 20)

Η μα­γει­ρι­κή και η ζα­χα­ρο­πλα­στι­κή με την ποι­κι­λο­μορ­φία των πα­ρα­δο­σια­κών γεύ­σε­ων εί­ναι επί­σης κυ­ρί­αρ­χη και πα­ντα­χού πα­ρού­σα από την φα­νου­ρό­πι­τα που φτιά­χνει η για­γιά, ως το γλυ­κό που φτιά­χνει ως μο­να­δι­κή έν­δει­ξη αγά­πης η μά­να με ρύ­ζι και γά­λα στη γιορ­τή των παι­διών της.

Άφη­σα να σχο­λιά­σω τε­λευ­ταίο το δι­ή­γη­μα που ο τί­τλος του δί­καια έδω­σε και τον τί­τλο στη συλ­λο­γή. Η μορ­φή της γριάς γυ­ναί­κας αυ­τής με τα ποι­κι­λό­χρω­μα ρού­χα και την ιδιω­μα­τι­κή ομι­λία με το ει­δι­κό της βά­ρος δε­σπό­ζει μέ­σα σε όλο το βι­βλίο αν και ανα­φέ­ρε­ται μό­νο στο συ­γκε­κρι­μέ­νο δι­ή­γη­μα. Εί­ναι άρα­γε μία ομη­ρι­κή θεά όπως ανα­ρω­τιέ­ται ο συγ­γρα­φέ­ας; Μια προ­αιώ­νια αρ­χε­τυ­πι­κή και εμ­βλη­μα­τι­κή μορ­φή της σο­φής γυ­ναί­κας που επι­βιώ­νει δυ­να­τή μέ­σα στις κα­κου­χί­ες μί­ας τρα­χιάς ζω­ής και όμως στέ­κε­ται όρ­θια και που στο πρό­σω­πό της εί­ναι χα­ραγ­μέ­να τα βά­σα­να όλου του κό­σμου και του χρό­νου;

Ο Έντ­γκαρ Άλ­λαν Πόε έλε­γε ότι ένα δι­ή­γη­μα πρέ­πει να κρα­τά­ει όσο μία ανά­σα. Ή όσο ένα τσι­γά­ρο όπως απο­φάν­θη­καν αρ­γό­τε­ρα κά­ποιοι ει­δι­κοί προ­σπα­θώ­ντας να ορί­σουν τη διάρ­κεια των μι­κρο­δι­η­γη­μά­των. Στα δι­η­γή­μα­τα αυ­τά του Κιοσ­σέ όμως ο κα­πνός του τσι­γά­ρου πα­ρα­μέ­νει ακό­μα στα πνευ­μό­νια μας μέ­ρες ολό­κλη­ρες αφού τα δια­βά­σου­με. Μα­ζί με τα δά­κρυα και τα χα­μό­γε­λα.

 https://www.hartismag.gr/hartis-71/biblia/oso-ena-tsigharo?fbclid=IwY2xjawHCEaZleHRuA2FlbQIxMAABHXEp55PsmQTShZG2tt1lcfqYj1xvAZdi_SdfBlP2SrF7AGPrPFVIo1oi7g_aem_xRfP5u8bj03a5JikjnUx4A#

Δεν υπάρχουν σχόλια: