της Χλόης Κουτσουμπέλη
Όλες οι ιστορίες της συλλογής αυτής εξελίσσονται στο παρελθόν του αφηγητή.
Γνωρίζουμε από το προηγούμενο πεζογραφικό έργο του Κιοσσέ, πόσο καλά
καταφέρνει να αναμείξει ρεαλισμό με φαντασία, συγκίνηση και τρυφερότητα
με ένα υποδόριο χιούμορ, παιδική αθωότητα και αφέλεια με σκληρό
Ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα του Κιοσσέ σ’ αυτή τη συλλογή είναι ότι σε κάποια διηγήματα είναι πολύ εμφανής η παρουσία του συγγραφέα ο οποίος καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί από την πλοκή και να δώσει σκηνικές οδηγίες, μαθήματα δημιουργικής γραφής, να μιλήσει για την ενδεχόμενη μετάπτωση στην αφήγηση που όμως δεν θα την πραγματοποιήσει τελικά, να μας περιγράψει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα βήματα που θα ακολουθούσε για να περιγράψει ένα στιγμιότυπο καθημερινής ομορφιάς και μετά στο τέλος να ακυρώσει ολόκληρο αυτό το συγγραφικό ταξίδι με μία φράση-τέλεια ανατροπή.
«Κι ενώ μοιάζει να είναι σχεδόν έτοιμη η ιστορία μου,
σκαλώνω εδώ: πώς να αποδώσω μια τόσο μικρή στιγμούλα» (Η συναυλία,
σελ.42)
Αυτός ο έξυπνος πειραματισμός στη γραφή, όπου ξαφνικά
γίνεται πολύ φανερή η αγωνία του συγγραφέα να αποδώσει τη ζωή στην τέχνη,
γνωρίζοντας από πριν το μάταιο του εγχειρήματος, - αφού για τον Κιοσσέ
οι στιγμές που ζούμε είναι ανεπανάληπτες και ιερές και ο λόγος πολύ
στενός για να τις αποτυπώσει- δημιουργεί μία περίεργη σχέση εκμυστήρευσης
και οικειότητας με τον αναγνώστη τέτοια που όταν γράφει παραδείγματος
χάριν στη σελίδα 39:
«Εδώ και μέρες κρατάω σημειώσεις για μια μικρή ιστορία
που θα γράψω»
ή στη σελίδα 75:
«πρέπει οπωσδήποτε στην ιστορία μου να υπαινιχθώ του
ονόματός της το τραγικά κι ειρωνικά αντίθετο προς τη μοναξιά»
παρατηρείται μία αντιστροφή ρόλων, ο αναγνώστης
έχει τη ψευδαίσθηση ότι συγγράφει μαζί με τον συγγραφέα, συνδημιουργεί
το διήγημα. Ο συγγραφέας ανοίγει την πόρτα της κουζίνας του και ο αναγνώστης
μαγειρεύει μαζί του μέσα σε μεγάλα καζάνια με μοσχομυριστά και ποικίλα
υλικά.
Μαγική είναι η γλώσσα του Κιοσσέ σ’ αυτό το βιβλίο.
Πλατιά, ζωηρόχρωμη, πλούσια, φαντασμαγορική με λέξεις ιδιωματικές
απόλυτα αφομοιωμένες, κυρίως ιδιαίτερα ζωντανή, την ακούς να φτερουγίζει.
«Μέσα μου μια πανδαισία από πολύχρωμα φτερά, λοφία,
ράμφη περίτεχνα, φτεροκοπήματα, κρωξίματα, κελαηδήματα και τιτιβίσματα.
Είχα επιτέλους βρει ενοίκους για τη ζωγραφιά μου. Ποιοι θα φωλιάζανε
στις κορυφές, ποιοι θα κούρνιαζαν μες στα κλαδιά, ποιοι θα κρύβονταν
στις φυλλωσιές και ποιοι μετέωρα θα αιωρούνταν στον κατάλευκο ουρανό
της» (Αλεκτρυονοπώλης, σελ. 20)
Η μαγειρική και η ζαχαροπλαστική με την ποικιλομορφία
των παραδοσιακών γεύσεων είναι επίσης κυρίαρχη και πανταχού παρούσα
από την φανουρόπιτα που φτιάχνει η γιαγιά, ως το γλυκό που φτιάχνει ως
μοναδική ένδειξη αγάπης η μάνα με ρύζι και γάλα στη γιορτή των παιδιών
της.
Άφησα να σχολιάσω τελευταίο το διήγημα που ο τίτλος
του δίκαια έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή. Η μορφή της γριάς γυναίκας
αυτής με τα ποικιλόχρωμα ρούχα και την ιδιωματική ομιλία με το ειδικό
της βάρος δεσπόζει μέσα σε όλο το βιβλίο αν και αναφέρεται μόνο στο συγκεκριμένο
διήγημα. Είναι άραγε μία ομηρική θεά όπως αναρωτιέται ο συγγραφέας;
Μια προαιώνια αρχετυπική και εμβληματική μορφή της σοφής γυναίκας
που επιβιώνει δυνατή μέσα στις κακουχίες μίας τραχιάς ζωής και όμως
στέκεται όρθια και που στο πρόσωπό της είναι χαραγμένα τα βάσανα
όλου του κόσμου και του χρόνου;
Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε έλεγε ότι ένα διήγημα πρέπει να
κρατάει όσο μία ανάσα. Ή όσο ένα τσιγάρο όπως αποφάνθηκαν αργότερα
κάποιοι ειδικοί προσπαθώντας να ορίσουν τη διάρκεια των μικροδιηγημάτων.
Στα διηγήματα αυτά του Κιοσσέ όμως ο καπνός του τσιγάρου παραμένει
ακόμα στα πνευμόνια μας μέρες ολόκληρες αφού τα διαβάσουμε. Μαζί με
τα δάκρυα και τα χαμόγελα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου