30.12.24

Κάποιες σκέψεις για το Αγκριτζέντο του Κώστα Χατζηαντωνίου


του ΒΑΣΙΛΗ ΖΗΛΑΚΟΥ

σὺν τοῖσδ᾽ ἱκετῶν ἐγχειριδίοις

ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ικέτιδες

Όταν ο συγγραφέας μας επισκέφτηκε πρώτη φορά την Ιταλία και τη Σικελία το 2008, η πρώτη γραφή του Αγκριτζέντο είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Η δεύτερη γραφή πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 2008 και του 2009, έτος της πρώτης έκδοσης του βιβλίου από τις ιστορικές Εκδόσεις Ιδεόγραμμα.

Θυμάμαι τον Χρήστο Δάρρα να μου αναγγέλλει το 2011 το χαρμόσυνο γεγονός της βράβευσης του Κώστα Χατζηαντωνίου από την Επιτροπή Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρισκόμασταν στην οδό Ιπποκράτους. Φορούσε λευκό βελούδινο παντελόνι κι ένα πράσινο πουκάμισο από κασμίρι, ύφασμα σπάνιο για πουκάμισο. Ήταν βαρήκοος και μιλούσε πάνω απ’ τη φωνή μου. Ο δυνατός αέρας σκορπούσε τα λόγια του. Τα ίσια, μεταξένια του μαλλιά είχαν χώρισμα στη μέση. Έμοιαζαν με δύο μακριά λευκά πανιά που τα χτυπούσε με λύσσα ο μαΐστρος στα ανοικτά της Άνδρου. Ο τρόπος που τα είχε χτενισμένα, σε συνδυασμό με τα μικρά μαύρα μάτια του, τη σταρένια επιδερμίδα του, τα ψηλά ζυγωματικά και την ελαφρώς γαμψή μύτη τον έκανε να μοιάζει με Αζτέκο βασιλιά. Τον άφησα ύστερα από λίγο. Περπάτησα ως την οδό Μαυρομιχάλη. Ο Χριστόφορος Λιοντάκης κατέβαινε τον δρόμο κρατώντας δύο τσάντες με φρούτα από τη λαϊκή της Καλλιδρομίου. Έστριψε στη Ναυαρίνου. Ήταν Σάββατο; Ναι, ήταν Σάββατο. Κατάφερα να πιάσω εκείνο το ακατάπαυστο και βάναυσο να το άκουγες μμμ… μμμ… πίσω απ’ τα κλεισμένα χείλη. Τότε δεν μπορούσα ακόμη να καταλάβω από πού ερχόταν αυτή η εγγαστρίμυθη «γλώσσα». Θύμιζε άρρωστο και εγκαταλελειμμένο παιδί που τραβά χωρίς οίκτο τα νύχια του. Τώρα γνωρίζω. Την χτίζει σιγά σιγά ο χρόνος, όταν παίζει πεσσούς και κλέβει τους κόσμους των ανθρώπων, ενώ η Περσεφόνη, που ζει έξι μήνες πάνω από τη γη και έξι από κάτω, παράπονο δεν έχει.

Επιστρέφω. Ως το 2024 το βιβλίο του Κώστα Χατζηαντωνίου έχει μεταφραστεί στην Ιταλία, την Σερβία, την Πολωνία, την Κροατία, την Αλβανία και την Σλοβενία. Τον Ιούνιο του 2024 το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε σε νέα, επιμελημένη έκδοση από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Ωστόσο η αξεπέραστη έκδοση του Χρήστου Δάρρα εξακολουθεί να κατέχει περίοπτη θέση στη μνήμη μας. Είναι η μονοτυπία, είναι η «υψηλή» θωριά της σελίδας, είναι τέλος το χαρτί της «Αθηναϊκής» που χρησιμοποιήθηκε για την εκτύπωση του σώματος. Ένα χρόνο μετά την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος το 2009, το τελευταίο κατάστημά που το διέθετε ακόμη στην αγορά με άλλη ονομασία, ο Διονυσόπουλος επί της οδού Αθηνάς θα κατέβαζε ρολά. Χαρτί αφράτο σαν την κίτρινη γη της Σικελίας και θερμό στην αφή. Όταν το αγόραζες έπαιρνες μαζί σου και τη μόνιμη μυρωδιά του γέροντα. Τέτοια ήταν η σαγήνη του χαρτιού και του τσιγάρου στις παλιές αποθήκες.

Η πλοκή του έργου, σε πολύ γενικές γραμμές, χωρίς να προδίδω τον τρόπο με τον οποίον οι επάλληλες στρώσεις της αφήγησης πλέκονται η μία με την άλλη, είναι η εξής: O ιατρός Παυσανίας Ανκίτε γράφει την ιστορία του Ακράγαντα και για τον Εμπεδοκλή, ο Γκαετάνο, ένας διανοούμενος τρομοκράτης, κρύβεται σ’ ένα σπίτι του Αγκριτζέντο, πράγμα που γνωρίζουν σχεδόν όλοι πλην της Ισαβέλλας, του Λίνου και της φίλης της, Χριστίνας. Η Ισαβέλλα, που είναι η κόρη του Παυσανία έρχεται στο πατρικό της με μπαγάζια τη ζωγραφική της τέχνη. Από τη Ρόδο ξεκινά ο Λίνος, φθάνοντας ως τον Ακράγαντα και την παλιά του αγαπημένη, την Ισαβέλλα. Ο Ρουτζέρο έρχεται να φυγαδεύσει τον Γκαετάνο σε άλλο κρησφύγετο, οι καραμπινιέροι έχουν υποψίες…

Από τις πρώτες σελίδες παίρνουμε την αίσθηση ότι δεν ενδιαφέρει τον συγγραφέα μας το στιγμιότυπο περισσότερο από το φιλοσοφικό και ιστορικό πανόραμα. Υπάρχει ένας τέλειος συντονισμός μεταξύ του θέματος και του περιεχομένου. Η δομή αποτυπώνει με ενάργεια αυτή την ισορροπία. Έτσι η ιστορία διαρθρώνεται μέσα σε είκοσι κεφάλαια που αποτελούνται από ισάριθμες σελίδες. Η αφήγηση τελειώνει με τον θάνατο του Παυσανία Ανκίτε, ο οποίος, με μία δεύτερη αφήγηση (γράφει την Ιστορία του αποικισμού της Σικελίας από τους Έλληνες) δένει όλα τα πρόσωπα γύρω από το κοινό νήμα της αρχαίας εμπειρίας, παρότι αυτά τα ίδια δεν έχουν καμία υποψία γύρω από το γεγονός αυτό.

«Είναι το τέλος που πλησιάζει και δεν το φοβίζει για τον ίδιο μα επειδή θα τον χωρίσει οριστικά από τους νεκρούς του». Παρότι ο συγγραφέας προοικονομεί τον θάνατο του Παυσανία στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης δεν χάνει το ενδιαφέρον του για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί οι δράσεις των υπόλοιπων χαρακτήρων είναι ανεξάρτητες από το γεγονός αυτό και, δεύτερον, γιατί με την κηδεία του νεκρού, η συνολική πλοκή του έργου εντάσσεται σε ένα φιλοσοφικό και ιστορικό πλαίσιο γενικότερου ενδιαφέροντος. Επίσης, η πλούσια ψυχογραφική γλώσσα, η λυρική κορύφωση των περιγραφών, η μεγάλη άνεση με τη οποία ο Χατζηαντωνίου πραγματώνει το πέρασμα των χαρακτήρων του στις εμπειρικές πραγματικότητες του χώρου και του χρόνου της σύγχρονης Σικελίας και τέλος οι πολύ ανθρώπινες ιστορίες που μας αφηγείται δεν αφήνουν περιθώρια στον αναγνώστη να πάψει να διεκδικεί την μερίδα της προσωπικής του απόλαυσης. Αυτός όμως γνωρίζει κιόλας πως κάτι άλλο, κάτι πολύ μεγαλύτερο συγχωνεύει τις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων του βιβλίου σε ένα υψηλότερο ποιοτικό χαρακτήρα της ζωής γενικά καθώς με το μυθιστόρημά του ο Κώστας Χατζηαντωνίου συνδέει τις προσωπικότητες των ηρώων του με το πανανθρώπινο ιδανικό της πνευματικής χειραφέτησης του ανθρώπου από την ανάγκη της ύλης και της φθοράς του χρόνου. Με άλλα λόγια, την προσωπο-λογία της πλοκής την διευρύνει η αποπροσωποποιημένη ετερότητα ενός ευγενούς φιλοσοφικού ιδανικού. Η διεύρυνση αυτή δίνεται μέσα από τον φιλοσοφικό λόγο του Εμπεδοκλή, ο οποίος υπήρξε το πιο εκλεκτό τέκνο της γης της πόλης του Ακράγαντα:

Kαι κάτι άλλο θα σου πω. Γέννηση δεν έχουνε οι θνητοί και μήτε τέλος με τον ολέθριο θάνατο υπάρχει αλλά μονάχα σμίξιμο κι εναλλαγή.

Στη φιλοσοφική διάσκεψη του 20ου αιώνα ο περσοναλισμός βρέθηκε σε σφοδρή αντιπαλότητα προς τον πειρασμό της αποπροσωποποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης με τα καθεστώτα του κομμουνιστικού και του εθνικοσοσιαλιστικού ολοκληρωτισμού. Όμως η αποπροσωποποιημένη ετερότητα που μας προτείνει ο Κώστας Χατζηαντωνίου με το Αγκριτζέντο του είναι διαφορετικής υφής και προέλευσης από την ιδεολογική κατεύθυνση της έννοιας. Αυτή η έννοια δεν εξαντλεί εδώ την πηγαία έκφραση και την ελευθερία του προσώπου, αντιθέτως, αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ακεραιότητάς του.

«Αγαπητέ μου», λέει ο ιατρός Παυσανίας προς τον εκάστοτε ασθενή του, «το μυστικό είναι να αδιαφορούμε για κείνο που θέλουμε να είμαστε. Χωρίς αυτήν την αδιαφορία, η θέληση της υγείας κάνει το σώμα ν’ αρρωσταίνει». Η απελευθέρωση από την ανάγκη της ύλης και της φθοράς του χρόνου διαπερνά ως αίτημα όλους τους χαρακτήρες του βιβλίου – αναφέρω μόνο τους πιο βασικούς, τον γέρο Παυσανία, την κόρη του Ισαβέλλα, τον Λίνο, τον Γκαετάνο. Μοιάζουν οι χαρακτήρες τους να βγαίνουν μέσα από κάποιο ποίημα του Στέφαν Γκεόργκε ή του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Ιδανικοί πλαστουργοί της ορμής για ζωή, που έτσι μας συγκινούν ακόμη περισσότερο, η ταύτισή τους με το υψηλό ιδεώδες του ριζώματος στο εμπεδόκλειο σύμπαν είναι αίτημα μεταφυσικό, οντολογικό και ηθικό. Θέλουν να αντισταθούν στην κατατεμαχισμένη φαινομενικότητα του εξωτερικού κόσμου, που έχει απωλέσει την ικανότητα να μην υποκύπτει στα υποδουλωτικά σύμβολα και τους «μύθους» ενός ανίερου ματεριαλισμού. Ο Παυσανίας καταφεύγει στην ιστορική μνήμη, ο Λίνος και η Ισαβέλλα ζητάνε τη χάρη και την εξύψωση μέσω του έρωτα, ο τρομοκράτης Γκαετάνο επιλέγει τον δρόμο της πολιτικής βίας. Δρουν όλοι υπό το καθεστώς της απελπισίας, αλλά διψούν για μία ασυνήθιστη ζωή, για μία ζωή που ενώ θα αναγνωρίζει τον ρυθμό του γίγνεσθαι, ζητάει να καταλύσει τον διάλογο του χρόνου με τη πνευματική και την ηθική φθορά.

Η θέση του συγγραφέα είναι σαφέστατη. Το «ρίζωμα» τούτο δεν εκμηδενίζει το πρόσωπο. Αντιθέτως το οδηγεί στα πρόθυρα της απελευθέρωσής του από το κράτος της ανάγκης. Έτσι η Ιστορία του αποικισμού της Σικελίας από τους Έλληνες (όπως μας την αφηγείται ο Παυσανίας, με τη μη αντικειμενική μέθοδο ενός ιστοριογράφου του 15ου ή του 16ου αιώνα, που τον ενδιέφερε περισσότερο η ποιητική της πραγματικότητας απ’ ό,τι η ίδια η πραγματικότητα) δίνει στο ταξίδι των πρωταγωνιστών προς το ιδανικό της πνευματικής ελευθερίας το άρωμα της ιστορικής αρχής και την ιδανικότητα της πρώτης λάμψης. Φυσικά, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, πλην του Παυσανία, δεν γνωρίζουν τη σύνδεση αυτού που ψάχνουν με την αρχαία ελληνική εμπειρία. Μοιάζουν όμως να υψώνουν τα χέρια ικετεύοντας κάτι δυνατότερο από τα ίδια και το πεπρωμένο τους να τα πάρει μακριά από το κράτος της ανάγκης. Η λυρική εξιστόρηση του ελληνικού αποικισμού γίνεται σχεδόν ερήμην τους, μέσα στη σιωπή του γραφείου του ηλικιωμένου γιατρού, και με αυτόν τον τρόπο ο συγγραφέας κάνει ακόμα πιο δραματική την έκκλησή τους. Την ίδια στιγμή, με την παράθεση αυτούσιων των κεφαλαίων του βιβλίου που γράφει ο Παυσανίας Ανκίτε, ο συγγραφέας επισημαίνει πως η απελευθέρωση του προσώπου από την ανάγκη της ύλης και της φθοράς του χρόνου δεν μπορεί να αψηφήσει ή να παραγκωνίσει το συλλογικό πρόσωπο της ιστορικής μνήμης. Η μνήμη οδηγεί τον χρόνο στην απόλυτη μη αντικαταστασιμότητά του, δηλαδή τον οδηγεί στις ιστορικές απαρχές της ατομικής και της συλλογικής συνείδησης, εδώ της ελληνικής. Το πρόσωπο που δρα για να απελευθερωθεί από την ανάγκη δεν μπορεί να αγνοήσει την Ιστορία και κυρίως δεν μπορεί να αγνοήσει το έδαφος της Ιστορίας.

Ποια όμως είναι η αντιθετική δύναμη, εκείνη που νομιμοποιεί την ανάγκη του ταξιδιού των χαρακτήρων του μυθιστορήματος του Χατζηαντωνίου προς την ελευθερία; Αυτή δεν είναι άλλη από τη δύναμη του νείκους που χωρίζει τα πάντα και η οποία αντιμάχεται με σφοδρότητα τη δύναμη της φιλότητος. «Νείκος» για τον συγγραφέα μας, αλλά και τον φιλοσόφο Εμπέδοκλη, είναι το πεισιθάνατο συναίσθημα του θανάτου, που αποστεγνώνει το παρόν, μετατρέποντας το σε μία φθηνή υλική συναλλαγή, και που υπολείπεται σε βάθος και σε ουσία κάθε φιλοσοφικής ενατένισης του τέλους της ζωής. Έτσι οι περιγραφές του έξω κόσμου, του χρόνου του παρόντος, είναι δοσμένες με φαιούς ή/και με σκοτεινούς τόνους από τον συγγραφέα μας, ενώ η παρακμή της αριστοκρατίας του Αγκριτζέντο, που περιγράφεται μοναδικά μέσα από ένα ετερογενές πλήθος περιστάσεων, που θυμίζουν έντονα τον Γατόπαρδο του Λαμπεντούζα, λειτουργεί σαν εφαλτήριο για να αποδοθεί όσο καλύτερα γίνεται η αγωνία να βρεθεί ένα καταφύγιο ιστορικού νοήματος από τους χαρακτήρες του βιβλίου. Τελικά ο συγγραφέας τους αφήνει έκθετους στον χρόνο της Ιστορίας και οι αναγνώστες δεν γνωρίζουν αν θα αξιωθούν τελικά τη χάρη μιας νέας ηθικής αναγέννησης ή αν θα υποστούν το βάρος του σύγχρονου ιστορικού ορίζοντα. Έτσι με τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου αναδεικνύεται η τραγικότητα του Λίνου και της Ισαβέλλας καθώς η βούληση και των δύο στέκει μετέωρη ανάμεσα στη χάρη και τη βαρύτητα της ιστορικής ύλης. Το ρίζωμα ως εδραίωση, όχι φυσικά της φιλότητος, αλλά της αναγκαιότητάς της μπροστά σε έναν κόσμο που αποπνέει σε όλους τους τομείς το αίσθημα της εγωκεντρικής δυσχέρειας του μετανεωτερικού υποκειμένου, του homo economicus, είναι αίτημα για αυτούς ζωτικό, μα σ’ αυτό το σημείο ο συγγραφέας μάς έχει κιόλας προειδοποιήσει: το ρίζωμα αυτό πρέπει να είναι ένα ρίζωμα ιστορικό.

Με το Αγκριτζέντο ο Κώστας Χατζηαντωνίου άνοιξε τον προσωπικό του δρόμο για την διερεύνηση του προβλήματος της ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου γενικά και του ελληνικού ανθρώπου ειδικότερα μέσω της μυθιστορίας. Η αρχαία και η σύγχρονη Σικελία είναι το παρασκήνιο της δραματικής αφήγησης. Γιατί το νησί αυτό; Μήπως γιατί έτσι ο συγγραφέας μας μπορεί να αποτυπώσει με πιο στέρεα και πυκνότερα περιγράμματα την αγωνία της αναζήτησης ενός κοινού συλλογικού νοήματος γύρω από την ελληνικότητα; Από τα χώματα της Σικελίας πέρασαν οι Φοίνικες, οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Άραβες, οι Νορμανδοί, οι Γερμανοί του Οίκου των Χοενστάουφεν, οι Γάλλοι του Οίκου των Καπετιδών-Ανζού, η Ισπανία, οι Αυστριακοί του Οίκου των Αψβούργων, οι Βουρβόνοι. Αλλά οι Έλληνες ήταν αυτοί που έδωσαν στο νησί το φως του Αιγαίου, της Ιωνίας τα φιλοσοφήματα, το σαλπιγγτήριον διάψαλμα του Γέλωνος, τα ιερά της κοιλαδώματα, τις ανθοφορούσες πόλεις όπου ο άνθρωπος εσάστισε και το σώμα του αναδιφώντας αναρωτήθηκε αν είναι ζώο ή άνθρωπος, αν είναι ψάρι άφωνο ή και αμφίβιο γένος ή υψιπετής ορνοβόρος όρνις. Κατά τη γνώμη μου, ο συγγραφέας μας επιλέγοντας τη Σικελία σαν το σκηνικό της πλοκής του, μετατοπίζει γεωγραφικά το ελληνικό πρόβλημα ενώπιον της μετανεωτερικότητας για να μιλήσει ευχερέστερα γι’ αυτό καθώς οδεύουμε προς τη νέα εποχή της παγκόσμιας πολιτειότητας. Αν λοιπόν το Στέμμα των Αυγών είναι το Βυζάντιο και η βίαιη αποκοπή του Νέου Ελληνισμού από τη Δύση, αν ο Κύκλος του Χώματος είναι η σύγχρονη Ελλάδα και η ηθική της κατάρρευση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, τότε το Αγκριτζέντο είναι η Αρχαία Ελλάδα με επίκεντρο όμως τη διερεύνηση του προβλήματος της ελληνικής και της ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας στο μέλλον. Φυσικά το Αγκριτζέντο δεν οφείλει τη γοητεία του μόνο στον ιστορικό (και φιλοσοφικό) ορίζοντα προς τον οποίο δείχνει, αλλά και στο γεγονός ότι είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που συνταιριάζει τις αρετές του ψυχολογικού, του ιστορικού και του ταξιδιωτικού πεζογραφήματος. Η αφήγηση είναι γεμάτη με ήχους, μυρωδιές και εικόνες από τη ζωή στη Σικελία. Το γνωσιακό απόθεμα του έργου είναι επίσης τεράστιο. Μαθαίνουμε κυριολεκτικά πώς να περπατάμε στους δρόμους του Παλέρμο, της Μεσσήνης, της Κατάνιας.

Η σκέψη και η σταδιοδρόμια του Κώστα Χατζηαντωνίου στα γράμματά μας στηρίζονται πάνω σε μία γερή ραχοκοκαλιά, που απουσιάζει από τους περισσότερους συγκαιρινούς του. Η εργοβιογραφική πορεία του ορίζεται από το σταθερά διαχρονικό πρόγραμμα της ενσωμάτωσης της ελληνικής ταυτότητας στον σύγχρονο ιστορικό χρόνο. Χωρίς Ζαμπέλιους και Φαναριώτες, με βαθιά επίγνωση και αναγνώριση της παρούσας συνθήκης, ο συγγραφέας μας εδώ και χρόνια, πότε με την ιστορική έρευνα, πότε με τα δοκίμια και πότε με την πεζογραφία, αποπειράται να αποκριθεί στο ζήτημα της ελληνικής συνέχειας, έχοντας τις αντένες του ανοικτές στον χρόνο που όλα τα μεταμορφώνει. Όσον αφορά το λογοτεχνικό επίπεδο της πνευματικής του δράσης μπορούμε κάλλιστα να μιλήσουμε για ένα έργο το οποίο αφομοιώνει τη φιλόθρηνη και παραδοσιακά ελληνική απαισιοδοξία, αλλά που δεν γονατίζει μπροστά της, όπως γίνεται ας πούμε με τον Παλαμά, σαν αυτός γυρίζει στον εαυτό του και αφήνει παράμερα τα πάθη της φύσης ή της πατρίδας. Βέβαια, αυτή η απαισιοδοξία δεν είναι αισθηματικής φύσης, όπως ας πούμε συμβαίνει με τον Καρυωτάκη, όπου συναντά με την υποκειμενική της φανέρωση το απόλυτο του θανάτου. Και σαφώς δεν είναι μια απαισιοδοξία δαιμονική, όπως συμβαίνει τόσο συχνά με τον Παπαδιαμάντη. Η απαισιοδοξία του Κώστα Χατζηαντωνίου είναι κατά τη γνώμη μου μία απαισιοδοξία φιλοσοφική όπου κατά πρότυπα του Νίτσε και του Βαλερύ ο θρήνος πάει να γίνει δράση. Όμως για όλα τούτα θα κρίνουν καλύτερα οι κριτικοί του μέλλοντος.

 https://neoplanodion.gr/2024/12/14/agrigento/?fbclid=IwY2xjawHWekxleHRuA2FlbQIxMQABHUK1e6rVcP2wtENjf9BgokKEqufp8-3E__ShGGuWaWl-fBTBWNpbdh8bNw_aem_WjPJ4cEzOdUZBpCUnalSrA

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: