της Γεωργίας Βεληβασάκη
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, «Νώε», Κίχλη 2024
Η νέα νουβέλα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη Νώε είναι από εκείνα τα βιβλία που σου κλέβουν την ανάσα από την πρώτη αράδα και σε στοιχειώνουν για καιρό μετά.
Η ιστορία ξεκινά με μια σιωπή, μια ακινησία. Ο αναγνώστης εκτοξεύεται στον «άδειο χρόνο» και παρακολουθεί τη σκέψη «ενός ανθρώπου χωρίς ανθρώπους» στην απέραντη μοναξιά ενός καταποντισμένου κόσμου.
Η στάθμη τη θάλασσας ανέβαινε «σιγά σιγά κι αθόρυβα», ώσπου «κατάπιε» ολόκληρη την ανθρωπότητα – κι ας διαβεβαίωναν οι επιστήμονες και οι Αρχές πως δεν υπήρχε «απολύτως» κανένας λόγος ανησυχίας, κι ας έχτιζαν οι «ειδικοί» φράγματα γύρω από τις ακτές για να συγκρατήσουν τα νερά, κι ας συνέχιζαν όλοι, υπάκουοι, υπνωτισμένοι και καθησυχασμένοι, τις καθημερινές ενασχολήσεις τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται τον επικείμενο χαμό. Σώζεται μόνο ο «αφηγητής-ιστορητής», όπως μας συστήνεται, κι ένας σκύλος, ο Παρασκευάς. Μαζί περιπλανώνται πάνω από τη «βυθισμένη πόλη», μέσα σε μια βάρκα που την έχει κατασκευάσει ο ίδιος και την έχει ονομάσει «Κιβωτό».
Μέχρι εδώ αναγνωρίζουμε ήδη δύο διακειμενικές αναφορές, στην Παλαιά Διαθήκη και στον Ροβινσώνα Κρούσο του Ντάνιελ Ντεφόε. Θ’ ακολουθήσουν κι άλλες πολλές, αφού ο ήρωας κουβαλά στη βάρκα του τις μνήμες ενός –οριστικά– χαμένου πολιτισμού, ιστορίες, παραμύθια, αρχαίους μύθους, βιβλικές γραφές, ονόματα. Ζει με όνειρα, αντικατοπτρισμούς και παραισθήσεις. Θυμάται. Κάθετα, κάτω απ’ το νερό, η παιδική του ηλικία, ο τόπος που έζησε, οι δρόμοι, τα ψηλά κτίρια, ό,τι έχει απομείνει από την ανθρώπινη πλεονεξία και τυφλότητα, αλλά και τα τεχνολογικά επιτεύγματα, το υλοποιημένο πνεύμα, ό,τι ο ίδιος είχε αρνηθεί και ό,τι είχε λαχταρήσει.
«Είναι όλα ίδια και απαράλλαχτα […] με τη διαφορά βέβαια
του νερού που ‘χει σκεπάσει τα πάντα, σαν αυλαία θεάτρου μετά το πέρας
της παράστασης. […] Ούτε ξημερώνει μια άλλη μέρα, ακόμη κι όταν ξημερώνει
μια άλλη μέρα, γιατί όλες οι μέρες είναι ίδιες· ούτε έχω κάτι να κάνω
τώρα που υποτίθεται ότι χωρίς τους νόμους και τους κανόνες της κοινωνίας
θα μπορούσα να κάνω ό,τι θέλω· τελικά το μόνο που ‘χει μείνει σ’ αυτή
τη χωρίς νόημα και περιορισμούς ελευθερία μου είναι να κωπηλατώ».
Κωπηλατεί πάνω από το πνιγμένο παρελθόν. Ψαρεύει
πτώματα, σκουπίδια-ίχνη μιας πραγματικότητας που δεν υπάρχει πια. Κάθε
φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια εγκυμονεί την επόμενη μέρα.
«Μια φορά πάντως έτυχε κάτι να τσιμπήσει. Σηκώθηκα
όρθιος στη βάρκα, μάζευα και χαλάρωνα την πετονιά για να μη μου ξεφύγει.
Όταν τελικά το έβγαλα έξω, βρήκα ένα γυναικείο υπόδημα να κρέμεται
στ’ αγκίστρι. Σαν βρίσκω μια πνιγμένη γυναίκα, το πόδι της κοιτάζω,
λες κι είναι η Σταχτοπούτα. Αν ταιριάζει το παπούτσι που ψάρεψα, τη
φαντάζομαι να ζωντανεύει».
Στέλνει μηνύματα κλεισμένα σε μπουκάλια, με την ελπίδα
να τα βρει ένας ακόμη επιζήσας ή κάποτε ένας εξωγήινος, ή τελικά –θα
πω– ένας αναγνώστης. Μεταφέρει εικόνες του πιο δυστοπικού μέλλοντος
που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
«Δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο θάλασσα, παντού θάλασσα
[…] σκουπίδια και πτώματα ανάκατα, ένας πυκνός σωρός […] Για λίγο πέρασε
απ’ το μυαλό μου η σκέψη ότι εδώ, σε τούτη την εικόνα, θα μπορούσε κάποιος
να διακρίνει την εκδίκηση της φύσης, μαζί με την αποκατάσταση της
διαταραχθείσας τάξης, για όλα τα δεινά που προκάλεσε το γένος των ανθρώπων
στη ροή του χρόνου. […] Αλλά την ίδια στιγμή είδα ένα μαυροπούλι να ραμφίζει
το γυμνό στήθος, το πρόσωπο και τα μάτια ενός μικρού παιδιού. Ένιωσα να
με ζώνει όλη η προϊστορία και η ιστορία των ανθρώπων, χιλιετίες από κόπους,
αγώνες, αίμα, φωνές, γραφές και ελπίδες. Σηκώθηκα όρθιος στο κέντρο
της βάρκας […] κι άρχισα να απαγγέλλω με δυνατή φωνή το Σύμβολο της
δικής μου Πίστεως».
Ο ήρωας σταδιακά χάνει τις αυταπάτες του.
«Τρέμω στην ιδέα ότι θα ξυπνήσω ένα πρωί και δεν θα υπάρχει
ούτε μια πλαστική σακούλα να μου θυμίζει το χέρι του ανθρώπου που την
κράταγε […]. Φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα εξελιχθεί η μνήμη και η ιστορία
της ανθρωπότητας: σκόρπιες αναμνήσεις […] που σιγά σιγά θα απορροφηθούν
από τη μαύρη χοάνη του σύμπαντος».
Σταθμίζει μέσα του τη μοίρα της ανθρωπότητας, επαναλαμβάνει
τα δυσοίωνα λόγια του μάντη Τειρεσία, συντονίζοντας, ως επιδέξιος
αφηγητής-ιστορητής, «το μέτρο τούτου του λόγου» με τον κωπηλατικό του
ρυθμό:
«–τυφλός-βύθισμα, τα τ’ ώτα-άνοδος, τον
τε νουν-βύθισμα, τα τ’ όμματ’-άνοδος, ει-βύθισμα–,
οπότε νιώθω την πλοήγησή μου αδιέξοδη από βύθισμα σε βύθισμα, με την
τελευταία άνοδο να εκκρεμεί και να πνίγεται στον καταποντισμό, ανίκανη
να προσθέσει έναν ακόμη πόδα, μπας και πετύχει την τελική άνοδο. […]
Δεν έχω πια κουράγιο, ξέμεινα κι από ψευδαισθήσεις. Μια και καλή λιγόστεψε
εντός μου η ανθρωπότης. Απόκαμα τελείως».
Νιώθει την απελπισμένη ανάγκη να συνδεθεί με τους αρχαίους
μύθους, να βρει ένα σταθερό σημείο μέσα στον μετέωρο χρόνο που τον περιβάλλει,
να στήσει «ένα μνημείο προς τιμήν της χαμένης ανθρωπότητας», να μοιάσει
λίγο στους «προ Χριστού αγίους και προφήτες» που ομολογούσαν «μια ανύπαρκτη
ακόμη θρησκεία δίχως θεό, ιερατείο, τιμωρίες και υποσχέσεις μεταθανάτιας
σωτηρίας», αναγεννημένος από την «θάλασσα την μαινόμενη ή παράφορο»,
να συνταχθεί με τον ρόλο τού «εκλεκτού» ως ο μόνος επιζήσας, που έχει
την «ιερή αποστολή» να χτίσει ένα καινούργιο μέλλον σε μια νησίδα γης.
Το τέλος του βιβλίου υποδεικνύει μια εκ νέου ανάγνωσή
του, αυτή τη φορά ως προδρομική αφήγηση ενός γεγονότος που επίκειται
έξω από τη μυθιστορία, στον πραγματικό κόσμο. Μια κυκλικότητα κι
ένας αναβαθμός που ξαφνιάζει τον αναγνώστη. Ολόκληρο το βιβλίο γίνεται
αντιληπτό ως χρονοκάψουλα. Μια χωροχρονική «σκουληκότρυπα» από
όπου μπόρεσε να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στο ανθρώπινο μέλλον, βάζοντάς
τον στη διαδικασία να πάρει θέση, να αναρωτηθεί μήπως προλαβαίνουμε
να γίνουμε λίγο πιο σοφοί, να αποτρέψουμε το κακό που προμηνύεται,
να σωθούμε.
«Ξεκινώ λοιπόν απ’ την αρχή την ιστορία. Ονομάζω τη
νησίδα Ου Τόπο, εγώ στο εξής θα λέγομαι Ούτις, ο Παρασκευάς μένει Παρασκευάς.
Έναν ανολοκλήρωτο Πύργο της Βαβέλ έχουμε να υψώσουμε. Προς δόξα των
ανθρώπων. Λέξη τη λέξη το μέλλον τους θα ιστορήσω. Αρχή αφήγησης με
τίτλο Νώε.»
Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια αλληγορία που συμπυκνώνει
τα καίρια ζητήματα του σύγχρονου κόσμου μας, από την υπερθέρμανση του
πλανήτη, ως αποτέλεσμα της αλαζονικής εκμετάλλευσης της φύσης, μέχρι
τη χαύνωση του μέσου ανθρώπου, που δεν σκέφτεται πια αφ’ εαυτού. Ο συγγραφέας
ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη την –καθόλου απίθανη– προοπτική
της απόλυτης καταστροφής.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Στα σημεία όπου εγκιβωτίζονται οι εξιστορήσεις
του ήρωα, το ύφος αλλάζει και ιδιοποιείται εκείνο της εκάστοτε αφήγησης,
αν είναι παραμύθι, αρχαιοελληνικός μύθος, βιβλικό χωρίο, ή τα σημειώματα
μέσα στα μπουκάλια που πλέουν στην επιφάνεια της θάλασσας. Η γλώσσα
του συγγραφέα, σαγηνευτική, ποιητική και ψυχοπλάνα, αιχμαλωτίζει
τον αναγνώστη, αποκαλύπτοντας ένα έργο υψηλής λογοτεχνικής αξίας.
Μοιραία, μου έρχεται στον νου το σπουδαίο μυθιστόρημα Dissipatio H. G. (Humani
Generis)* του Ιταλού Guido Morselli, μια ιδιαίτερη περίπτωση λογοτέχνη
χωρίς αναγνώστες, αφού όσο ζούσε δεν κατάφερε να εκδώσει κανένα βιβλίο
του. Μόνο μετά τον θάνατό του –αυτοκτόνησε τον Ιούλη του 1973– αναγνωρίστηκε
ως ένας από τους εμβληματικότερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα.
Ο λογοτεχνικός χαρακτήρας του Morselli, κουρασμένος από την ανθρώπινη
απληστία, αποφασίζει να πνιγεί σε μια λιμνούλα μέσα σε μια σπηλιά. Καθώς
στέκεται στην άκρη της αβύσσου, μετά από περισυλλογή, αλλάζει γνώμη.
Κατά τη νέα έξοδό του προς τον κόσμο, έχει ήδη συμβεί το «Γεγονός», όπως
το ονομάζει. Η ανθρωπότητα έχει εξαφανιστεί, χωρίς ένα σημάδι, χωρίς
πτώματα, χωρίς ίχνη, σαν ξαφνικά να εξαχνώθηκε από ένα αλλόκοτο αίτιο.
Ο Guido Morselli με αριστοτεχνικό τρόπο και –επίσης– σε πρωτοπρόσωπη
γραφή χτίζει τη δική του δυστοπία ενός τρομακτικού κόσμου χωρίς ανθρώπους.
Τα ζώα και τα πουλιά περιπλανώνται στους άδειους δρόμους των πόλεων,
την ίδια στιγμή που οι μηχανές εξακολουθούν να εκτελούν τις προγραμματισμένες
τους λειτουργίες. Ο ήρωας του Morselli, όπως κι εκείνος του Παναγιώτη
Χατζημωυσιάδη, αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως τον Τελευταίο Άνθρωπο
στη γη. Περιφέρεται ανάμεσα στα ανθρωπογενή σκουπίδια, ανάβει τεράστιες
πυρές, νιώθει πως ως ο μόνος επιζήσας έχει τη δύναμη να μετονομάσει
τα πάντα, να κηρύξει την επανέναρξη του Χρόνου, αν θέλει. Αναλογίζεται
τη χαμένη ανθρωπότητα, το βάρος της απόλυτης μοναξιάς και μιας ελευθερίας
δίχως νόημα πια.
Τόσο ο Guido Morselli όσο και ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, δημιουργούν
αφηγήσεις για ένα σημείο Μηδέν, ένα τέλος που συμπυκνώνει την ελπίδα
μιας καινούργιας αρχής. Όπως γράφει ο Χατζημωυσιάδης, «να συστήσουμε
έναν άλλο ρεαλισμό δίχως στυγνούς ορθολογισμούς και μια άλλη ανθρωπότητα
δίχως βαρβαρότητες, μεσαίωνες και κρεματόρια».
Δύο θαυμάσια αναγνώσματα που προτείνω ανεπιφύλακτα, δύο αληθινά
διαμάντια της σύγχρονης λογοτεχνίας.
[Καθώς ολοκληρώνω ετούτο το σημείωμα, συνειδητοποιώ,
για ακόμη μια φορά, πως ένα λογοτεχνικό έργο δεν το αγγίζεις και σε αγγίζει
μέχρι το μεδούλι μόνο όταν το διαβάζεις, αλλά κυρίως όταν γράφεις γι’
αυτό.]
______________
* Εκδόθηκε πρώτη φορά το 1977 (εκδ. Adelphi Edizioni,
Milano). Κυκλοφορεί σε ελληνική μετάφραση Μαρίας Φραγκούλη από τις
εκδόσεις Loggia P.C. (Αθήνα, 2023).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου