25.12.24

Μήνυμα από ένα δυστοπικό μέλλον


της Γεωργίας Βεληβασάκη

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, «Νώε», Κίχλη 2024

 

Η νέα νου­βέ­λα του Πα­να­γιώ­τη Χα­τζη­μω­υ­σιά­δη Νώε εί­ναι από εκεί­να τα βι­βλία που σου κλέ­βουν την ανά­σα από την πρώ­τη αρά­δα και σε στοι­χειώ­νουν για και­ρό με­τά.


Η ιστο­ρία ξε­κι­νά με μια σιω­πή, μια ακι­νη­σία. Ο ανα­γνώ­στης εκτο­ξεύ­ε­ται στον «άδειο χρό­νο» και πα­ρα­κο­λου­θεί τη σκέ­ψη «ενός αν­θρώ­που χω­ρίς αν­θρώ­πους» στην απέ­ρα­ντη μο­να­ξιά ενός κα­τα­πο­ντι­σμέ­νου κό­σμου.
Η στάθ­μη τη θά­λασ­σας ανέ­βαι­νε «σι­γά σι­γά κι αθό­ρυ­βα», ώσπου «κα­τά­πιε» ολό­κλη­ρη την αν­θρω­πό­τη­τα – κι ας δια­βε­βαί­ω­ναν οι επι­στή­μο­νες και οι Αρ­χές πως δεν υπήρ­χε «απο­λύ­τως» κα­νέ­νας λό­γος ανη­συ­χί­ας, κι ας έχτι­ζαν οι «ει­δι­κοί» φράγ­μα­τα γύ­ρω από τις ακτές για να συ­γκρα­τή­σουν τα νε­ρά, κι ας συ­νέ­χι­ζαν όλοι, υπά­κουοι, υπνω­τι­σμέ­νοι και κα­θη­συ­χα­σμέ­νοι, τις κα­θη­με­ρι­νές ενα­σχο­λή­σεις τους, χω­ρίς να αντι­λαμ­βά­νο­νται τον επι­κεί­με­νο χα­μό. Σώ­ζε­ται μό­νο ο «αφη­γη­τής-ιστο­ρη­τής», όπως μας συ­στή­νε­ται, κι ένας σκύ­λος, ο Πα­ρα­σκευάς. Μα­ζί πε­ρι­πλα­νώ­νται πά­νω από τη «βυ­θι­σμέ­νη πό­λη», μέ­σα σε μια βάρ­κα που την έχει κα­τα­σκευά­σει ο ίδιος και την έχει ονο­μά­σει «Κι­βω­τό».
Μέ­χρι εδώ ανα­γνω­ρί­ζου­με ήδη δύο δια­κει­με­νι­κές ανα­φο­ρές, στην Πα­λαιά Δια­θή­κη και στον Ρο­βιν­σώ­να Κρού­σο του Ντά­νιελ Ντε­φόε. Θ’ ακο­λου­θή­σουν κι άλ­λες πολ­λές, αφού ο ήρω­ας κου­βα­λά στη βάρ­κα του τις μνή­μες ενός –ορι­στι­κά– χα­μέ­νου πο­λι­τι­σμού, ιστο­ρί­ες, πα­ρα­μύ­θια, αρ­χαί­ους μύ­θους, βι­βλι­κές γρα­φές, ονό­μα­τα. Ζει με όνει­ρα, αντι­κα­το­πτρι­σμούς και πα­ραι­σθή­σεις. Θυ­μά­ται. Κά­θε­τα, κά­τω απ’ το νε­ρό, η παι­δι­κή του ηλι­κία, ο τό­πος που έζη­σε, οι δρό­μοι, τα ψη­λά κτί­ρια, ό,τι έχει απο­μεί­νει από την αν­θρώ­πι­νη πλε­ο­νε­ξία και τυ­φλό­τη­τα, αλ­λά και τα τε­χνο­λο­γι­κά επι­τεύγ­μα­τα, το υλο­ποι­η­μέ­νο πνεύ­μα, ό,τι ο ίδιος εί­χε αρ­νη­θεί και ό,τι εί­χε λα­χτα­ρή­σει.

«Εί­ναι όλα ίδια και απα­ράλ­λα­χτα […] με τη δια­φο­ρά βέ­βαια του νε­ρού που ‘χει σκε­πά­σει τα πά­ντα, σαν αυ­λαία θε­ά­τρου με­τά το πέ­ρας της πα­ρά­στα­σης. […] Ού­τε ξη­με­ρώ­νει μια άλ­λη μέ­ρα, ακό­μη κι όταν ξη­με­ρώ­νει μια άλ­λη μέ­ρα, για­τί όλες οι μέ­ρες εί­ναι ίδιες· ού­τε έχω κά­τι να κά­νω τώ­ρα που υπο­τί­θε­ται ότι χω­ρίς τους νό­μους και τους κα­νό­νες της κοι­νω­νί­ας θα μπο­ρού­σα να κά­νω ό,τι θέ­λω· τε­λι­κά το μό­νο που ‘χει μεί­νει σ’ αυ­τή τη χω­ρίς νό­η­μα και πε­ριο­ρι­σμούς ελευ­θε­ρία μου εί­ναι να κω­πη­λα­τώ».

Κω­πη­λα­τεί πά­νω από το πνιγ­μέ­νο πα­ρελ­θόν. Ψα­ρεύ­ει πτώ­μα­τα, σκου­πί­δια-ίχνη μιας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που δεν υπάρ­χει πια. Κά­θε φαι­νο­με­νι­κά ασή­μα­ντη λε­πτο­μέ­ρεια εγκυ­μο­νεί την επό­με­νη μέ­ρα.

«Μια φο­ρά πά­ντως έτυ­χε κά­τι να τσι­μπή­σει. Ση­κώ­θη­κα όρ­θιος στη βάρ­κα, μά­ζευα και χα­λά­ρω­να την πε­το­νιά για να μη μου ξε­φύ­γει. Όταν τε­λι­κά το έβγα­λα έξω, βρή­κα ένα γυ­ναι­κείο υπό­δη­μα να κρέ­με­ται στ’ αγκί­στρι. Σαν βρί­σκω μια πνιγ­μέ­νη γυ­ναί­κα, το πό­δι της κοι­τά­ζω, λες κι εί­ναι η Στα­χτο­πού­τα. Αν ται­ριά­ζει το πα­πού­τσι που ψά­ρε­ψα, τη φα­ντά­ζο­μαι να ζω­ντα­νεύ­ει».

Στέλ­νει μη­νύ­μα­τα κλει­σμέ­να σε μπου­κά­λια, με την ελ­πί­δα να τα βρει ένας ακό­μη επι­ζή­σας ή κά­πο­τε ένας εξω­γή­ι­νος, ή τε­λι­κά –θα πω– ένας ανα­γνώ­στης. Με­τα­φέ­ρει ει­κό­νες του πιο δυ­στο­πι­κού μέλ­λο­ντος που θα μπο­ρού­σε κα­νείς να φα­ντα­στεί.

«Δεν υπήρ­χε τί­πο­τα πα­ρά μό­νο θά­λασ­σα, πα­ντού θά­λασ­σα […] σκου­πί­δια και πτώ­μα­τα ανά­κα­τα, ένας πυ­κνός σω­ρός […] Για λί­γο πέ­ρα­σε απ’ το μυα­λό μου η σκέ­ψη ότι εδώ, σε τού­τη την ει­κό­να, θα μπο­ρού­σε κά­ποιος να δια­κρί­νει την εκ­δί­κη­ση της φύ­σης, μα­ζί με την απο­κα­τά­στα­ση της δια­τα­ρα­χθεί­σας τά­ξης, για όλα τα δει­νά που προ­κά­λε­σε το γέ­νος των αν­θρώ­πων στη ροή του χρό­νου. […] Αλ­λά την ίδια στιγ­μή εί­δα ένα μαυ­ρο­πού­λι να ραμ­φί­ζει το γυ­μνό στή­θος, το πρό­σω­πο και τα μά­τια ενός μι­κρού παι­διού. Ένιω­σα να με ζώ­νει όλη η προϊ­στο­ρία και η ιστο­ρία των αν­θρώ­πων, χι­λιε­τί­ες από κό­πους, αγώ­νες, αί­μα, φω­νές, γρα­φές και ελ­πί­δες. Ση­κώ­θη­κα όρ­θιος στο κέ­ντρο της βάρ­κας […] κι άρ­χι­σα να απαγ­γέλ­λω με δυ­να­τή φω­νή το Σύμ­βο­λο της δι­κής μου Πί­στε­ως».

Ο ήρω­ας στα­δια­κά χά­νει τις αυ­τα­πά­τες του.

«Τρέ­μω στην ιδέα ότι θα ξυ­πνή­σω ένα πρωί και δεν θα υπάρ­χει ού­τε μια πλα­στι­κή σα­κού­λα να μου θυ­μί­ζει το χέ­ρι του αν­θρώ­που που την κρά­τα­γε […]. Φα­ντά­ζο­μαι πως κά­πως έτσι θα εξε­λι­χθεί η μνή­μη και η ιστο­ρία της αν­θρω­πό­τη­τας: σκόρ­πιες ανα­μνή­σεις […] που σι­γά σι­γά θα απορ­ρο­φη­θούν από τη μαύ­ρη χο­ά­νη του σύ­μπα­ντος».

Σταθ­μί­ζει μέ­σα του τη μοί­ρα της αν­θρω­πό­τη­τας, επα­να­λαμ­βά­νει τα δυ­σοί­ω­να λό­για του μά­ντη Τει­ρε­σία, συ­ντο­νί­ζο­ντας, ως επι­δέ­ξιος αφη­γη­τής-ιστο­ρη­τής, «το μέ­τρο τού­του του λό­γου» με τον κω­πη­λα­τι­κό του ρυθ­μό:

«–τυ­φλός-βύ­θι­σμα, τα τ’ ώτα-άνο­δος, τον τε νουν-βύ­θι­σμα, τα τ’ όμ­μα­τ’-άνο­δος, ει-βύ­θι­σμα–, οπό­τε νιώ­θω την πλο­ή­γη­σή μου αδιέ­ξο­δη από βύ­θι­σμα σε βύ­θι­σμα, με την τε­λευ­ταία άνο­δο να εκ­κρε­μεί και να πνί­γε­ται στον κα­τα­πο­ντι­σμό, ανί­κα­νη να προ­σθέ­σει έναν ακό­μη πό­δα, μπας και πε­τύ­χει την τε­λι­κή άνο­δο. […] Δεν έχω πια κου­ρά­γιο, ξέ­μει­να κι από ψευ­δαι­σθή­σεις. Μια και κα­λή λι­γό­στε­ψε εντός μου η αν­θρω­πό­της. Από­κα­μα τε­λεί­ως».

Νιώ­θει την απελ­πι­σμέ­νη ανά­γκη να συν­δε­θεί με τους αρ­χαί­ους μύ­θους, να βρει ένα στα­θε­ρό ση­μείο μέ­σα στον με­τέ­ω­ρο χρό­νο που τον πε­ρι­βάλ­λει, να στή­σει «ένα μνη­μείο προς τι­μήν της χα­μέ­νης αν­θρω­πό­τη­τας», να μοιά­σει λί­γο στους «προ Χρι­στού αγί­ους και προ­φή­τες» που ομο­λο­γού­σαν «μια ανύ­παρ­κτη ακό­μη θρη­σκεία δί­χως θεό, ιε­ρα­τείο, τι­μω­ρί­ες και υπο­σχέ­σεις με­τα­θα­νά­τιας σω­τη­ρί­ας», ανα­γεν­νη­μέ­νος από την «θά­λασ­σα την μαι­νό­με­νη ή πα­ρά­φο­ρο», να συ­ντα­χθεί με τον ρό­λο τού «εκλε­κτού» ως ο μό­νος επι­ζή­σας, που έχει την «ιε­ρή απο­στο­λή» να χτί­σει ένα και­νούρ­γιο μέλ­λον σε μια νη­σί­δα γης.

Το τέ­λος του βι­βλί­ου υπο­δει­κνύ­ει μια εκ νέ­ου ανά­γνω­σή του, αυ­τή τη φο­ρά ως προ­δρο­μι­κή αφή­γη­ση ενός γε­γο­νό­τος που επί­κει­ται έξω από τη μυ­θι­στο­ρία, στον πραγ­μα­τι­κό κό­σμο. Μια κυ­κλι­κό­τη­τα κι ένας ανα­βαθ­μός που ξαφ­νιά­ζει τον ανα­γνώ­στη. Ολό­κλη­ρο το βι­βλίο γί­νε­ται αντι­λη­πτό ως χρο­νο­κά­ψου­λα. Μια χω­ρο­χρο­νι­κή «σκου­λη­κό­τρυ­πα» από όπου μπό­ρε­σε να ρί­ξει μια φευ­γα­λέα μα­τιά στο αν­θρώ­πι­νο μέλ­λον, βά­ζο­ντάς τον στη δια­δι­κα­σία να πά­ρει θέ­ση, να ανα­ρω­τη­θεί μή­πως προ­λα­βαί­νου­με να γί­νου­με λί­γο πιο σο­φοί, να απο­τρέ­ψου­με το κα­κό που προ­μη­νύ­ε­ται, να σω­θού­με.

«Ξε­κι­νώ λοι­πόν απ’ την αρ­χή την ιστο­ρία. Ονο­μά­ζω τη νη­σί­δα Ου Τό­πο, εγώ στο εξής θα λέ­γο­μαι Ού­τις, ο Πα­ρα­σκευάς μέ­νει Πα­ρα­σκευάς. Έναν ανο­λο­κλή­ρω­το Πύρ­γο της Βα­βέλ έχου­με να υψώ­σου­με. Προς δό­ξα των αν­θρώ­πων. Λέ­ξη τη λέ­ξη το μέλ­λον τους θα ιστο­ρή­σω. Αρ­χή αφή­γη­σης με τί­τλο Νώε

Εί­ναι φα­νε­ρό ότι πρό­κει­ται για μια αλ­λη­γο­ρία που συ­μπυ­κνώ­νει τα καί­ρια ζη­τή­μα­τα του σύγ­χρο­νου κό­σμου μας, από την υπερ­θέρ­μαν­ση του πλα­νή­τη, ως απο­τέ­λε­σμα της αλα­ζο­νι­κής εκ­με­τάλ­λευ­σης της φύ­σης, μέ­χρι τη χαύ­νω­ση του μέ­σου αν­θρώ­που, που δεν σκέ­φτε­ται πια αφ’ εαυ­τού. Ο συγ­γρα­φέ­ας ξε­δι­πλώ­νει μπρο­στά στα μά­τια του ανα­γνώ­στη την –κα­θό­λου απί­θα­νη– προ­ο­πτι­κή της από­λυ­της κα­τα­στρο­φής.
Η αφή­γη­ση εί­ναι πρω­το­πρό­σω­πη. Στα ση­μεία όπου εγκι­βω­τί­ζο­νται οι εξι­στο­ρή­σεις του ήρωα, το ύφος αλ­λά­ζει και ιδιο­ποιεί­ται εκεί­νο της εκά­στο­τε αφή­γη­σης, αν εί­ναι πα­ρα­μύ­θι, αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κός μύ­θος, βι­βλι­κό χω­ρίο, ή τα ση­μειώ­μα­τα μέ­σα στα μπου­κά­λια που πλέ­ουν στην επι­φά­νεια της θά­λασ­σας. Η γλώσ­σα του συγ­γρα­φέα, σα­γη­νευ­τι­κή, ποι­η­τι­κή και ψυ­χο­πλά­να, αιχ­μα­λω­τί­ζει τον ανα­γνώ­στη, απο­κα­λύ­πτο­ντας ένα έρ­γο υψη­λής λο­γο­τε­χνι­κής αξί­ας.

Μοι­ραία, μου έρ­χε­ται στον νου το σπου­δαίο μυ­θι­στό­ρη­μα Dissipatio H. G. (Humani Generis)* του Ιτα­λού Guido Morselli, μια ιδιαί­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση λο­γο­τέ­χνη χω­ρίς ανα­γνώ­στες, αφού όσο ζού­σε δεν κα­τά­φε­ρε να εκ­δώ­σει κα­νέ­να βι­βλίο του. Μό­νο με­τά τον θά­να­τό του –αυ­το­κτό­νη­σε τον Ιού­λη του 1973– ανα­γνω­ρί­στη­κε ως ένας από τους εμ­βλη­μα­τι­κό­τε­ρους συγ­γρα­φείς του ει­κο­στού αιώ­να.
Ο λο­γο­τε­χνι­κός χα­ρα­κτή­ρας του Morselli, κου­ρα­σμέ­νος από την αν­θρώ­πι­νη απλη­στία, απο­φα­σί­ζει να πνι­γεί σε μια λι­μνού­λα μέ­σα σε μια σπη­λιά. Κα­θώς στέ­κε­ται στην άκρη της αβύσ­σου, με­τά από πε­ρι­συλ­λο­γή, αλ­λά­ζει γνώ­μη. Κα­τά τη νέα έξο­δό του προς τον κό­σμο, έχει ήδη συμ­βεί το «Γε­γο­νός», όπως το ονο­μά­ζει. Η αν­θρω­πό­τη­τα έχει εξα­φα­νι­στεί, χω­ρίς ένα ση­μά­δι, χω­ρίς πτώ­μα­τα, χω­ρίς ίχνη, σαν ξαφ­νι­κά να εξα­χνώ­θη­κε από ένα αλ­λό­κο­το αί­τιο.
Ο Guido Morselli με αρι­στο­τε­χνι­κό τρό­πο και –επί­σης– σε πρω­το­πρό­σω­πη γρα­φή χτί­ζει τη δι­κή του δυ­στο­πία ενός τρο­μα­κτι­κού κό­σμου χω­ρίς αν­θρώ­πους. Τα ζώα και τα που­λιά πε­ρι­πλα­νώ­νται στους άδειους δρό­μους των πό­λε­ων, την ίδια στιγ­μή που οι μη­χα­νές εξα­κο­λου­θούν να εκτε­λούν τις προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες τους λει­τουρ­γί­ες. Ο ήρω­ας του Morselli, όπως κι εκεί­νος του Πα­να­γιώ­τη Χα­τζη­μω­υ­σιά­δη, αντι­λαμ­βά­νε­ται τον εαυ­τό του ως τον Τε­λευ­ταίο Άν­θρω­πο στη γη. Πε­ρι­φέ­ρε­ται ανά­με­σα στα αν­θρω­πο­γε­νή σκου­πί­δια, ανά­βει τε­ρά­στιες πυ­ρές, νιώ­θει πως ως ο μό­νος επι­ζή­σας έχει τη δύ­να­μη να με­το­νο­μά­σει τα πά­ντα, να κη­ρύ­ξει την επα­νέ­ναρ­ξη του Χρό­νου, αν θέ­λει. Ανα­λο­γί­ζε­ται τη χα­μέ­νη αν­θρω­πό­τη­τα, το βά­ρος της από­λυ­της μο­να­ξιάς και μιας ελευ­θε­ρί­ας δί­χως νό­η­μα πια.
Τό­σο ο Guido Morselli όσο και ο Πα­να­γιώ­της Χα­τζη­μω­υ­σιά­δης, δη­μιουρ­γούν αφη­γή­σεις για ένα ση­μείο Μη­δέν, ένα τέ­λος που συ­μπυ­κνώ­νει την ελ­πί­δα μιας και­νούρ­γιας αρ­χής. Όπως γρά­φει ο Χα­τζη­μω­υ­σιά­δης, «να συ­στή­σου­με έναν άλ­λο ρε­α­λι­σμό δί­χως στυ­γνούς ορ­θο­λο­γι­σμούς και μια άλ­λη αν­θρω­πό­τη­τα δί­χως βαρ­βα­ρό­τη­τες, με­σαί­ω­νες και κρε­μα­τό­ρια».
Δύο θαυ­μά­σια ανα­γνώ­σμα­τα που προ­τεί­νω ανε­πι­φύ­λα­κτα, δύο αλη­θι­νά δια­μά­ντια της σύγ­χρο­νης λο­γο­τε­χνί­ας.

[Κα­θώς ολο­κλη­ρώ­νω ετού­το το ση­μεί­ω­μα, συ­νει­δη­το­ποιώ, για ακό­μη μια φο­ρά, πως ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο δεν το αγ­γί­ζεις και σε αγ­γί­ζει μέ­χρι το με­δού­λι μό­νο όταν το δια­βά­ζεις, αλ­λά κυ­ρί­ως όταν γρά­φεις γι’ αυ­τό.]


______________

* Εκ­δό­θη­κε πρώ­τη φο­ρά το 1977 (εκδ. Adelphi Edizioni, Milano). Κυ­κλο­φο­ρεί σε ελ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση Μα­ρί­ας Φρα­γκού­λη από τις εκ­δό­σεις Loggia P.C. (Αθή­να, 2023).

https://www.hartismag.gr/hartis-72/biblia/minima-apo-ena-distopiko-mellon?fbclid=IwY2xjawHP_45leHRuA2FlbQIxMAABHetqic7E_6n1N2KsSe_gcUXOMew8jY8wzCXD2eAFwYPpnYT19xWHcTH8_g_aem_-3FkbpddnDTIcfmo47qcIg

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: