Από το facebook
Mikela Chartoulari
Νομίζω ότι αξίζει στην ανήσυχη ελληνική πεζογραφία να συζητιέται μαζί με εκείνους που μπορούν να αναδείξουν τις κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές προεκτάσεις της. Και να μην περιορίζεται η συζήτηση μόνο στο πλαίσιο των ‘γραμμάτων’ των ‘ιδεών’ ή και της τέχνης και της κριτικής τους, αλλά να
εξετάζει και την αντοχή αυτής της πεζογραφίας στον χρόνο, και το καθρέφτισμά της στα τοπία και της διεθνούς λογοτεχνίας. Γι’ αυτό πιστεύω πως ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η συζήτηση για το «Δεν θ’ αργήσω», το σύντομο και κρίσιμο δεύτερο μυθιστόρημα της Βασιλικής Πέτσα (εκδ. Πόλις), που κάναμε στο φιλόξενο Βιβλιοπωλείο «Επι Λέξει» της Μαρίας Παπαγεωργίου (26-11-2024) μαζί με τον νομικό Χρήστο Ράμμο, Πρόεδρο της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), και τον ιστορικό Κωστή Καρπόζηλο, Διευθυντή επί επτά χρόνια μέχρι τον Νοέμβριο 2023, των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) _ άνθρωποι και οι δύο που κοίταξαν κατάματα το σινάφι τους και υπερασπίστηκαν τα πιστεύω τους. Ο Καρπόζηλος το έδειξε άλλη μια φορά με το καινούργιο βιβλίο του «Ελληνικός Κομμουνισμός» (εκδ. Αντίποδες), και ο Ράμμος το έδειξε με τη στάση του, μεταξύ άλλων στην υπόθεση των Υποκλοπών. Ας θυμηθούμε
ότι : Όταν το 2021 η κυβέρνηση άλλαξε
τον νόμο για τις παρακολουθήσεις, προκειμένου μεταξύ άλλων να αποκρύψει και την
υπόθεση Κουκάκη, τρία μέλη της ΑΔΑΕ δημοσίευσαν άρθρο που τεκμηρίωνε ότι ο νόμος
αυτός ήταν αντίθετος με το Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του
Ανθρώπου. Τεκμηρίωσαν με άλλα λόγια, την
απόπειρα ελέγχου των θεσμών και τη συγκάλυψη των υποκλοπών που επιχειρούσε η
κυβέρνηση. Ήταν η Αικατερίνη
Παπανικολάου, ο Στέφανος Γκρίτζαλης, και ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ Χρήστος Ράμμος.
Τέτοια
ζητήματα, ή μάλλον, και τέτοια ζητήματα που μας αφυπνίζουν, πραγματεύεται η
40χρονη συγγραφέας σε τούτο το μυθιστόρημα που είναι πολύ διαφορετικό από το
πρώτο της, το «Δέντρο της υπακοής» του 2018 (εκδ. Πόλις), αλλά με μια βασική
ομοιότητα_ ότι διαδραματίζεται κι αυτό εκτός των ελληνικών τειχών. Εδώ, το
πλαίσιο είναι ένα κράτος, το Ηνωμένο Βασίλειο, που στρέφεται ενάντια στην
κοινωνία προκειμένου να προστατέψει τα δικά του συμφέροντα, αντί να θεραπεύσει
το δικό της δίκιο . Αυτήν ακριβώς την ύπουλη στρατηγική _που έχει διαποτίσει
και το υπέδαφος της ελληνικής πραγματικότητας _ φωτίζει το Δεν θ’ αργήσω,
εστιάζοντας σε μια πολύνεκρη ποδοσφαιρική τραγωδία που συνέβη στην Αγγλία το
1989. Τότε, στις 15 Απριλίου 1989, στο γήπεδο του Χίλσμπορο, 96 φίλαθλοι της
«Λίβερπουλ» ξεψύχησαν στον ημιτελικό της ομάδας τους με την «Νότινγκαμ
Φόρεστ», τσαλαπατημένοι στις κερκίδες ή
από ασφυξία (ένας επιπλέον πέθανε το 2021),
και ακόμα 776 τραυματίστηκαν, ενώ η αστυνομία …αστυνόμευε τους θεατές
αντί να ανοίγει τις μπάρες των κερκίδων, για να σωθούν. Ήταν μια τραγωδία που
φέρνει στο νου μας ανάλογες τραγωδίες στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, με θύματα,
Και Εδώ, πολίτες που έμειναν απροστάτευτοι από την Πολιτεία. Αναφέρομαι
πρώτα-πρώτα στη σύγκρουση των συρμών στα Τέμπη τη νύχτα της 28-2-2023 με 57
νεκρούς και 85 τραυματίες, και στην πυρκαγιά και στο χάος στο Μάτι στις
23-7-2018, με τους 107 νεκρούς. Αυτός είναι και ο λόγος που σκέφτηκα να
αναρτήσω ετούτο το κείμενο που είχα διαβάσει ( με μινι περικοπές) στο «Επί
Λέξει».
Το «Δεν θ’
αργήσω» δεν ανοίγει με καταγγελίες. Δεν
είναι τέτοιο μυθιστόρημα. Ανοίγει με μια ατμόσφαιρα χρόνιας δυσανεξίας, σχεδόν
ασφυξίας. Και εστιάζει στους επιζήσαντες.
Είναι ένα μυθιστόρημα που μεταφέρει όχι την κραυγή αλλά τους ψιθύρους
μιας κοινωνίας _ τους ψιθύρους που μπορούν να γίνουν κύμα σαρωτικό. Εστιάζει
στα τότε 17 χρονα, 20χρονα παιδιά μιας πόλης άλλοτε δυναμικής, όμως
φτωχοποιημένης πια από τις πολιτικές της Θάτσερ. Ήταν μια γενιά που από το 1989
και πέρα, έπρεπε να ζήσει «μ’ αυτό». Με το τραύμα. Με τους άδικους θανάτους στο Χίλσμπορο, που
έμειναν αδικαίωτοι, με την αποποίηση των ευθυνών από την πλευρά της Πολιτείας,
με το κουκούλωμα των δεδομένων, με την παραποίηση των πραγματικών περιστατικών,
με τις ψεύτικες καταθέσεις των αστυνομικών, με την προσπάθεια του κράτους να
ενοχοποιήσει τους πολίτες. Οι Αρχές και κάποιοι Βουλευτές των Συντηρητικών
έλεγαν ότι οι φίλαθλοι ήταν χούλιγκαν, μεθυσμένοι τζαμπατζήδες, ότι έκλεβαν ή
και ασελγούσαν στους πεθαμένους κλπ. Και
το Εισαγγελικό πόρισμα ήταν αρνητικό στο να ασκηθούν διώξεις…
Έτσι λοιπόν,
όλα αυτά τα χρόνια, εκείνοι οι πρώην νέοι έπρεπε να διαχειριστούν την απώλεια
του φίλου τους_ που ήταν το αστέρι της παρέας και πέθανε από ασφυξία βοηθώντας
άλλους να σωθούν_ βουλιάζοντας στην παρακμή της πόλης τους που τσακίστηκε από
την ανεργία. Αλλά ταυτόχρονα, έπρεπε να υποστούν τις αποκρύψεις και τις κυνικές
στρατηγικές της Πολιτείας (με πρωθυπουργούς τον Τζον Μέιτζορ και τον Τόνυ
Μπλαιρ- δεν αναφέρονται). Αρκεί να σκεφτούμε _ κάτι εκτός μυθιστορήματος _ τι
σημαίνει για οποιαδήποτε κοινωνία, το ότι η Ανεξάρτητη Αρχή στην Αγγλία κατάφερε να φέρει στο φως
μια σειρά από παραλείψεις που οδήγησαν στον θάνατο εκείνους τους 97 φιλάθλους,
μόλις το 2012. Δηλαδή 23 χρόνια μετά από τα γεγονότα. Είναι αρκετό αυτό ως
δικαίωση;
Στο «Δεν θ’
αργήσω» συναντάμε αυτήν την παρέα το 2009, είκοσι χρόνια μετά από την τραγωδία.
Έχουν κάνει οικογένειες, αλλά τα φτερά τους είναι τσακισμένα και τηρούν μια
άτυπα σφραγισμένη συμφωνία σιωπής. Εδώ, η λογοτεχνία παίρνει τα ηνία. Η
Βασιλική Πέτσα κτίζει μια δυστοπική ατμόσφαιρα που παραπέμπει στην ανοιχτή
πληγή της απώλειας. Ένα πνιγηρό κλίμα με ό,τι δεν λέγεται, ό,τι δεν γίνεται
κάτω από την επιφάνεια μιας χλιαρής καθημερινότητας που προσπαθεί να είναι
λειτουργική. Η συγγραφέας παρακολουθεί αυτήν την παρέα _ τρία ζευγάρια, τους
γονείς τους και τα παιδιά τους _ μέσα από τα μάτια του ανώνυμου αφηγητή, που είναι ιδιοκτήτης ενός Φωτογραφείου με το
οποίο ασχολείται ελάχιστα, μόνο πουλάει φακούς, ανταλλακτικά _δεν τραβά
φωτογραφίες... Ίσως, επειδή η μισή αλήθεια μένει έξω από τις εικόνες. Ίσως,
επειδή κάτι βράζει κάτω από ό,τι λιμνάζει.
Ο αφηγητής
έχει μια φροντιστική και διακριτική
σύντροφο, τη Λίζ, και δυο παιδιά που προσπαθούν να βρουν άλλους δρόμους για να
βγουν από το κλίμα της παρέας των γονιών τους. Είχαν ένα καναρίνι που τούς το
έκαναν δώρο οι γονείς τους, όμως τα παιδιά δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν το τραγούδι του, κανείς δεν νοιαζόταν
πραγματικά, κι αυτό μαράζωσε, του τελείωσε το οξυγόνο της χαράς. Δέκα (!)
καναρίνια αγόρασε ο αφηγητής από τότε. Και τελικά μετέφερε το κλουβί στο
γκαράζ, όπου εκείνος περνά πια τις περισσότερες ώρες του, χαρχαλεύοντας παλιούς
δίσκους, φωτογραφίες της οικογένειας και της παρέας, αποκόμματα από τον τύπο
της εποχής, με το εκάστοτε καναρινάκι να πεταρίζει ασθμαίνον σε ένα ημίφως _
εξαιρετική η μεταφορά της συγγραφέα για το ψυχικό αδιέξοδο του αφηγητή που έχει
βυθιστεί στην εσωστρέφεια.
Μέχρι που κάτι
θα ταράξει τις εύθραυστες ισορροπίες στην παρέα. Ένα μέλος της, ο Άντι που δεν
άντεχε να τον στοιχειώνουν οι εικόνες του Χίλσμπορο και είχε φύγει τότε στην
Αυστραλία, θα επιστρέψει για να είναι μαζί με τους παλιούς του φίλους στην 20ή
επέτειο της τραγωδίας. Η επικείμενη άφιξή του λειτουργεί σε όλους σαν
καταλύτης. Ο αφηγητής νιώθει την παλιά του ζωή σαν «πτώμα ταριχευμένο που
βγαίνει ξαφνικά στο φως». Σαν να μετατρέπεται «σε …μουσείο προς επίσκεψη». Μια
διεισδυτική παρατήρηση της Πέτσα για το δηλητήριο που διαποτίζει τους επιζώντες
μιας τραγωδίας συλλογικής, όσο η Πολιτεία δεν εκπληρώνει το χρέος της ώστε να
επέλθει η κάθαρση.
Η μνήμη μένει
λοιπόν ζωντανή, όχι μόνο επειδή η απώλεια είναι νωπή αλλά και επειδή η πολιτική
διαχείριση της τραγικής πραγματικότητας ήταν (είναι) αυτή που είναι. Και εμείς,
ως αναγνωστικό κοινό, διαβάζουμε τα αποτυπώματά της στο «Δεν θ’ αργήσω».
«Δεν θ’ αργήσω»
λέει κάθε πρωϊ ο αφηγητής στην κοιμισμένη Λιζ, φεύγοντας στις μύτες των ποδιών
του από την κρεβατοκάμαρά τους στο Λίβερπουλ. Μια φράση που χτυπά σαν καμπάνα
στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, καθώς παραπέμπει στο «Μαμά έρχομαι» των νέων
που έμπαιναν στο τραίνο του χαμού τους, σαν αναλώσιμα είδη σε μια μεγάλη μπίζνα
που στράβωσε στα Τέμπη. Εδώ μετριέται το ειδικό βάρος του μυθιστορήματος της Πέτσα:
Δεν μετατρέπει το συμβάν σε μια ιστορία που κυνηγά τον ένοχο και αναζητά τη
λύση. Αντ’ αυτής προκαλεί έναν αναστοχασμό για τις σύγχρονες κοινωνίες που
χρειάζεται να βρίσκονται σε εγρήγορση. Για να βρουν την ανάσα τους, και να
απελευθερωθούν από εκείνο το γόνατό στον λαιμό τους, που τις πνίγει. Δεν πρέπει
να ξανακουστεί το I can’t breathe που φώναζε 27 φορές ο 46χρονος Αφροαμερικανός
Τζορτζ Φλόυντ στον αστυνομικό της Μιννεάπολης που, εκείνον τον Μάιο του 2020,
τον κρατούσε ακινητοποιημένο στο πεζοδρόμιο, πιέζοντας τον λαιμό του, μέχρι που
πέθανε από ασφυξία…
Μερικές ακόμα παρατηρήσεις:
Για πολλά
χρόνια η ελληνική λογοτεχνία που επιθυμούσε να ακουστεί εκτός των τειχών, ήταν
στριμωγμένη σε ένα δίλημμα: Ποιο κλειδί να χρησιμοποιήσει; Εκείνο της «εντοπιότητας»
ή εκείνο της «οικουμενικότητας», ή για άλλους, του «κοσμοπολιτισμού»; Δοκιμές
έγιναν προς τις δύο κατευθύνσεις, αλλά τα αποτελέσματα ήταν ισχνά. Η Πέτσα
ακολουθεί έναν διαφορετικό δρόμο, που, αυτός, ίσως να ξεκλειδώνει τις πύλες του
διεθνούς αναγνωστικού κοινού. Διότι με το Δεν θ’ αργήσω συμμετέχει στον
ευρύτερο προβληματισμό σχετικά με τη μεταδημοκρατία στον δυτικό κόσμο. Έτσι,
έμμεσα, προκαλεί το κοινό να αναζητήσει και την ελληνική εκδοχή αυτής της
συνθήκης. Και ταυτόχρονα, κεντρίζει την ηγεμονική λογοτεχνία των μεγάλων
γλωσσών να συμπεριλάβει το Δεν θ’ αργήσω.
Όχι επειδή μιλά για το παρακράτος της Δεξιάς και τη Δικτατορία, όπως
έγινε με το «Ζ ». Ούτε επειδή αποπνέει το φολκλόρ που επιθυμούν οι τουρίστες,
όπως έγινε με τον «Ζορμπά». Αλλά επειδή και η Ελλάδα, βιώνει την αυταρχική
στροφή των κρατικών μηχανισμών, και την παράκαμψη- απαξίωση- καταστολή των
δικαιωμάτων των πολιτών. Η Πέτσα έχει συλλάβει τη μυρωδιά της κρατικής βίας
στην ελληνική ατμόσφαιρα.
Ας πάμε όμως
και πίσω στο 2011, τότε που η Βασιλική Πέτσα πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα με
τη σπονδυλωτή νουβέλα «Θυμάμαι» , πάλι από τις εκδόσεις «Πόλις». Εκεί βλέπω μια
από τις ρίζες του «Δεν θ’ αργήσω».
Στο «Θυμάμαι»
παρακολουθούμε μια ιστορία που και αυτή βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά.
Δυο έφηβες στην ελληνική επαρχία κατηγορούνται ότι σκότωσαν έναν γέρο, που
ζούσε μόνος στο χωριό. Η υποτιθέμενη αυτουργός δεν λέει λέξη, και το
αναγνωστικό κοινό παρακολουθεί τα προβεβλημένα πρόσωπα της τοπικής κοινωνίας να
περιγράφουν τη στάση της, τον χαρακτήρα της, τις προθέσεις της, αντ’ αυτής…
Κάτι δεν πήγαινε καλά στην κοινωνία μας… Ήταν σαφές. Στο «Δεν θ’ αργήσω»
παρακολουθούμε έναν μάρτυρα των γεγονότων του Χίλσμπορο που δεν αντέχει το
βάρος τους τόσα χρόνια, αλλά ούτε αυτός μοιράζεται με κανέναν το τι συνέβη.
Είναι ο ανώνυμος αφηγητής που μόνο στο τελευταίο, απογειωμένο, κεφάλαιο
περιγράφει σε αργή κίνηση τις τελευταίες στιγμές του φίλου του. Ένα κεφάλαιο
γραμμένο αριστοτεχνικά από την συγγραφέα, σε β’ πρόσωπο, και με έναν ελλειπτικό,
λαχανιασμένο λόγο. Επειδή και ο ίδιος σκέφτεται να βγει από το κάδρο. Επειδή η
αποκατάσταση της καθημερινότητας δεν επαρκεί για να προχωρήσεις παραπέρα. Δεν
επαρκεί για να ξεχάσεις.
Σκεπτόμενη
παράλληλα τα δύο αυτά πεζογραφήματα, που άμεσα ή έμμεσα σχολιάζουν (και) την
ελληνική πραγματικότητα, προκύπτει στα μάτια μου μια κρίσιμη εξέλιξη: Στο
«Θυμάμαι» τα κορίτσια γυρίζουν την πλάτη στην Πολιτεία, που πάντως, εκείνη,
κρατά τα προσχήματα. Στο «Δεν θ’ αργήσω», η προοπτική της σχέσης
Πολιτείας-Πολίτη είναι πιο σκοτεινή. Η Πολιτεία είναι κυνική και αδίστακτη. Δεν
την νοιάζει τι θα πουν οι πολίτες.
Με άλλα λόγια,
στα 13 χρόνια που παρεμβάλλονται ανάμεσα στην έκδοση των δύο βιβλίων, τα
πράγματα έχουν εξελιχθεί δυσοίωνα. Και η Πέτσα, σαν να επισημαίνει ότι και στην
Ελλάδα αγγίζουμε την βαρβαρότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου