του Μιχάλη Μακρόπουλου
Ο Μιχάλης Γκανάς ήταν από τον Τσαμαντά της Θεσπρωτίας, έναν τόπο που δεν τον γνωρίζω ꟷ ωστόσο γνωρίζω πολύ καλά έναν άλλον τόπο της Ηπείρου, από την άλλη μεριά της Μουργκάνας, και τον έχω αγαπήσει, είκοσι χρόνια τώρα που τον επισκέπτομαι και μένω εκεί.
Σε μια άκρη του Πωγωνίου, ανηφορίζοντας από το Μπουραζάνι και τη Μολυβδοσκέπαστη, φτάνεις τελικά στον Πωγωνίσκο ή Μπουτσικό σ’ ένα μικρό οροπέδιο στους πρόποδες της Νεμέρτσικας. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια κατοικούσε εκεί μια οικογένεια, έπειτα ο τόπος ερήμωσε ολότελα, αν κι άκουσα πως ένας κατοικεί πάλι εκεί. Έφτανες από έναν στενό και φιδωτό δρόμο στ’ οροπέδιο κι αντίκριζες κλειστά σπίτια, την κλειστή εκκλησία του Αϊ-Θανάση, το νεκροταφείο.
Και σε μιαν άλλη άκρη του Πωγωνίου, τούτη τη φορά ανεβαίνοντας από τον κάμπο του Ξηρόβαλτου, φτάνεις από έναν στενό δρόμο, πάλι, στο Ορεινό στα σύνορα με την Αλβανία. Μέχρι πριν από μερικά χρόνια το κατοικούσε μια γυναίκα, κτηνοτρόφος ꟷ τώρα, δεν ξέρω. Κι εδώ, κλειστά σπίτια, η εκκλησία, το νεκροταφείο.
Κι από τη Σιταριά και το Νέο Μαυρονόρος, από ανηφορικό δρόμο όπου ένα κανονικό αμάξι δεινοπαθεί από τις πέτρες και τα νεροφαγώματα, φτάνεις στο Παλαιό Μαυρονόρος, που εγκαταλείφθηκε μεταξύ των ετών 1960-65. Εδώ, τα πιο πολλά σπίτια, πλην λιγοστών που συντηρούνται, είναι χαλάσματα: οι τοίχοι στέκουν ή μισοστέκουν, οι σκεπές και τα πατώματα έχουν χωνέψει, από τα παράθυρα που χάσκουν βγαίνουν κλαριά δέντρων, κι ο τόπος όλος γύρω είναι χορταριασμένος. Από εδώ καταγόταν ένας άλλος ποιητής, ο Θανάσης Τζούλης.
Τούτη η ερήμωση φτιάχνει μια γραμματική της απουσίας. Αλλά δεν είναι κιόλας γραμματική της αφωνίας, δίχως λέξεις. Το λεξιλόγιό της είναι ποιητικό, και σε τούτο προσφέρουν οι φωνές των κλειστών σπιτιών, των χαλασμάτων, του κοιμητηρίου, μα και η φωνή του δέντρου, η φωνή του πουλιού, η φωνή του χόρτου, η φωνή του νεκρού.
Στη δική μας γλώσσα αυτό το λεξιλόγιο μεταφέρεται με το σωστό συνταίριασμα των λέξεων ꟷ εννοώ, σωστό στο αφτί, γιατί δεν μπορεί να υπάρχει εδώ άλλη ορθότητα.
Όταν διαβάζω «ένα μανίκι μνήμης μακρινής / να κλείνει τα παράθυρα» ή «γροθιές σφιγμένες τα πουλιά / βρεγμένα, κρυωμένα / αλλά στη μέσα τσέπη της ζωής», νιώθω τόσο καθαρά την εικόνα, που η εξήγησή της θα ήταν αχρείαστο βάρος.
Οι λέξεις αυτού του λεξιλογίου είναι απόηχοι τραγουδιών, παλιότερων ποιητών, τόπων κι ανθρώπων που ’χουνε απομείνει σαν μνήμη και μετείκασμα· είναι η φωνή της ψυχής του δημοτικού τραγουδιού στην Παραλογή του ’93, χορικές, χοϊκές φωνές φαντασμάτων που φτάνουν να έχουν κάτι αρχαϊκό, ομηρικό, σε συλλογές σαν τον Ύπνο του καπνιστή, του 2003· φωνές που η αρχαϊκή τους γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού, στον Άψινθο του 2012, συμπληρώνεται με το άλλο ήμισύ της, το βιβλικό.
Να, από τα Μαύρα λιθάρια του ’80:
Πέτρα που φέγγει μέσα μου τις νύχτες. Εδώ ξαπόστασαν γυναίκες φορτωμένες, εδώ ραμφίσαν τα πουλιά σιωπές όταν συννέφιαζε, δεν έβρεχε κι όλοι κρατούσαν την ανάσα τους. Χαμήλωνε το σύννεφο, ώσπου ακουμπούσε στις σκεπές, έγλειφε ως τα θέμελα τους τοίχους, λαλούσαν οι σφαγμένοι πετεινοί κι αρμένιζε το κάθε σπίτι μοναχό του, ενώ ακινητούσε το χωριό.
Ξενιτεμένοι κουνούσαν τότε τα μαντίλια τους. Από πολύ μακριά. Μπορεί κι από τον κάτω κόσμο.
Είναι μια γλώσσα, αυτή, που τα ποιήματα του Μιχάλη Γκανά τη μίλησαν και τη μιλούν με σπάνια διαύγεια και ομορφιά.
Μια γλώσσα, που γεννιέται από ιστορίες και τις γεννά:
Μέχρι να φτάσει το μαντάτο / κρύωνε το φαΐ στο πιάτο. / Απ’ το παλιό του το σακάκι / ένα κουμπάκι τώρα λείπει / και το δεξί του το μανίκι.
…Δεν θέλω να μακρηγορήσω. Όταν σκεφτόμουν τι φωνή θα μπορούσε κανείς να δώσει στον Πωγωνίσκο, στο Ορεινό, στο Παλαιό Μαυρονόρος, η ποίηση του Μιχάλη Γκανά ήταν μια από τις πολύτιμες απαντήσεις που μου δόθηκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου